Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

"ΟΧΙ"

 



28 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1940




2φΑ




Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι



Νικηφόρου Βρεττάκου

Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν; Πως σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλι
o σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.


2fA

                                           


Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Πλέοντας προς το Βυζάντιο

 

-  William Butler Yeats

Δεν είναι τούτη χώρα για γέρους. Νέοι
αγκαλιασμένοι, πουλιά στα δέντρα,
γενιές που πεθαίνουν τραγουδώντας
κοπάδια σολομοί, θάλασσες σκουμπριά γεμάτες,
ψάρια, αγρίμια ή πτηνά, όλα το καλοκαίρι εξυμνούν
κι ό,τι αποκτάται, γεννιέται, και πεθαίνει·
παγιδευμένοι στην αισθησιακή εκείνη μελωδία
χωρίς έννοια για μνημεία αδάμαστων μυαλών.

Ασήμαντο πράγμα φυσικά, είναι ένας γέρος,
κουρελιασμένο σακάκι με μπαστούνι, εκτός κι αν
η ψυχή χτυπά τα χέρια με χαρά, και τραγουδάει δυνατά
για κάθε ράκος ντυμένο θάνατο,
κι ούτε ωδείο δεν υπάρχει, μόνο σχολή μελέτης
Μνημείων του δικού της μεγαλείου∙
κι έτσι ταξίδεψα τις θάλασσες και ήρθα
στην άγια πόλη του Βυζαντίου.

Ω, σοφοί που στέκεστε μες στου Θεού τη φλόγα
σαν σε χρυσό μωσαϊκό τοιχογραφίας,
ελάτε απ’ την ιερή φωτιά, περάστε γύρω,
και της ψυχής μου γίνετε οι μουσουργοί.
Αρπάξτε την καρδιά μου∙ την άρρωστη από πόθο
και δεμένη σ’ ένα ζώο ετοιμοθάνατο
τι είναι δε γνωρίζει∙ και πάρετε με, ικετεύω,
στο υψηλό τεχνούργημα του αιωνίου.

Και όταν πια δε θα ’μαι σ’ αυτό τον κόσμο, μορφή
δεν θα ’χω σαν κάποιο πράγμα φυσικό,
εκτός από ένα σχήμα σαν των Ελλήνων χρυσουργών
από σφυρήλατο χρυσάφι, μαλαματένιο σμάλτο
για να κρατάει ξύπνιο ένα ράθυμο Αυτοκράτορα∙
ή πάνω σε χρυσό κλωνάρι θρονιασμένος, θα τραγουδώ
σ’ άρχοντες κι αρχόντισσες του Βυζαντίου
για κάθε τι που πέρασε, περνά ή
 έρχεται.


(ΜΨ) -
2φΑ

                                                                 

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ...

 







- ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ…


Μια πραγματικότητα για τα παιδιά, με τη αμεσότητα της αλήθειας και τη διάρκεια της αιωνιότητας και μια φαντασίωση για τους μεγάλους, που οι αλήθειες τους έχουν ξεθωριάσει και η αιωνιότητα τους έχει κομματιαστεί σε στιγμές.
Αυτό είναι το καλοκαίρι.

Δεν είναι κάτι ολόκληρο, μια συμπαγής αίσθηση ελευθερίας, μα ενενήντα μέρες θεωρητικά ή μόνο μια βδομάδα πρακτικά ενεργητικής ψευδαίσθησης διακοπών από τη δουλειά με την έννοια της δουλείας και ξεκούρασης από τους κόπους μιας χρονιάς άδειας ή ίσως και μόνο τελικά, μια αίσθηση αδράνειας, ένα μούδιασμα απογοήτευσης, σαν να βλέπεις πως το τρένο έφυγε κι εσύ είσαι εδώ.  

Γιατί τα παιδιά πρέπει να ωριμάζουν και να βρίσκουν το νόημα της αλήθειας και της αιωνιότητας στη ζωή τους, πέρα από τις ψευδαισθήσεις της στιγμής.
Κι αυτό γίνεται, κοιτάζοντας κάποιος το παιδί μέσα του.

Αν μπει στη «λογική» και στα «οράματα» της κοινωνίας των μεγάλων, θα δει μόνο προϊόντα τυποποιημένα που έχουν λήξει, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα σε επίδειξη, και σκοτεινό διαδίκτυο…

Θα σκύψει τότε στον τυχαίο διπλανό του, χωρίς καν να του ρίξει μια ματιά και θα του ψιθυρίσει:
- Το χάσαμε το καλοκαίρι, πατριώτη….


Μ – 2φΑ

                                         


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Επικήδειος για έναν εκλιπόντα









Χρήστος Γιανναράς
[από το "Το Αλφαβητάρι της πίστης"]

 

Πίστη στην αἰωνιότητα εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη ὅτι αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν θὰ σταματήσει,
ἀλλὰ θὰ συνιστᾶ πάντοτε τὴ ζωή μου, εἴτε λειτουργοῦν
εἴτε δὲν λειτουργοῦν οἱ ψυχοσωματικές μου ἱκανότητες.

Η πίστη στὴν αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογική βεβαιότητα, δὲν κατοχυρώνεται
μὲ ἐπιχειρήματα.
Εἶναι μιὰ κίνηση ἐμπιστοσύνης, ἐναπόθεσης τῶν ἐλπίδων καὶ τῆς δίψας μας γιὰ ζωὴ
στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸς ποὺ μᾶς χαρίζει ἐδῶ καὶ τώρα τόσον πλοῦτο ζωῆς, παρὰ τὶς δικές μας ψυχοσωματικὲς ἀντιστάσεις στην πραγματοποίηση τῆς ζωῆς
(τῆς ὄντως ζωῆς ποὺ εἶναι ἀγαπητικὴ αὐθυπέρβαση καὶ κοινωνία),
αὐτὸς μᾶς ἔχει ὑποσχεθεί καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, τὴν ἄμεση υἱοθεσία,
τὴν πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέση μαζί Του, ὅταν σβύσουν στο χῶμα
καὶ οἱ ἔσχατες ἀντιστάσεις τῆς ἀνταρσίας μας.

Πῶς θὰ ἐνεργεῖται αὐτὴ ἡ καινούργια σχέση μαζί Του, μέσα ἀπὸ ποιὲς λειτουργίες,
δὲν τὸ ξέρω. Μόνο ἐμπιστεύομαι.

Αὐτὸ ποὺ ξέρω, ἀπὸ ὅση ἀποκάλυψη ἀλήθειας μᾶς χάρισε, εἶναι ὅτι ἡ σχέση θὰ εἶναι πάντα προσωπική, ὅτι ἀπέναντί Του θὰ εἶμαι ἐγώ, ὅπως μὲ ξέρει καὶ μὲ ἀγαπάει ὁ Θεός, θὰ εἶμαι μὲ τὸ ὄνομά μου καὶ μὲ τὴν δυνατότητα τοῦ διαλόγου μαζί Του, ὅπως ὁ Μωυσής καὶ ὁ Ἠλίας στὸ ὄρος Θαβώρ.

Τόσα ἀρκοῦν, ἴσως καὶ περισσεύουν.”

pC – 2fA



Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

Αυγή μυστικής ημέρας




π. Alexander Schmemann  -  Η Κοίμηση της Θεοτόκου

Για αιώνες η Εκκλησία στοχάστηκε κι εμπνεύστηκε από το θάνατο Αυτής που υπήρξε μητέρα του Χριστού, που έδωσε ζωή στον Σωτήρα και Κύριό μας· που Του δόθηκε ολοκληρωτικά μέχρι τέλους και στάθηκε δίπλα Του στο Σταυρό. Και παρατηρώντας η Εκκλησία τον θάνατό της, ανακάλυψε και βίωσε τον θάνατο, όχι ως φόβο, τρόμο, τέλος, αλλ’ ως αστραποβόλα και αυθεντική Αναστάσιμη χαρά.
«Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν, ανυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διά γαρ της αθανάτου Κοιμήσεώς σου ηγίασας τα σύμπαντα…».
Εδώ, σ’ έναν από τους πρώτους ύμνους της εορτής, βρίσκουμε αμέσως να εκφράζεται η βαθιά ουσία της χαράς της: «Νέκρωσις άφθορος», αθάνατη κοίμηση.

Στην Κοίμηση μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι ένας από μας.
Αν ο θάνατος είναι ο τρόμος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην τρομερή μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν είναι παρόν στο θάνατο της Παρθένου Μαρίας, αφού ο θάνατός της, όπως και ολόκληρη η ζωή της, είναι μια συνάντηση, αγάπη, συνεχής κίνηση προς το αιώνιο, άδυτο φως της αιωνιότητος και μια είσοδος σ’ αυτό.

«Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον», λέγει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης (Α΄ Ιωάν. 4,18). Γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος στην άφθορη κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ ο θάνατος έχει καταληφθεί εκ των ένδον, έχει ελευθερωθεί απ’ ο,τι τον γεμίζει με τρόμο και απελπισία.

Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας».
Έτσι στη γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στεναχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή. Προσεγγίζοντας την πόρτα του αναπόφευκτου θανάτου μας, είναι σαν να τη βρίσκουμε ορθάνοικτη, με το φως να ξεχύνεται από τη νίκη που πλησιάζει από την ερχόμενη επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.

Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου φωτός της εορτής, στις αυγουστιάτικες αυτές μέρες, όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της Κοιμήσεως, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν· ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον…».

Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία.
Ο θάνατος δεν είναι πλέον ρήξη αλλά ένωση. Δεν είναι λύπη, αλλά χαρά.
Δεν είναι ήττα, αλλά νίκη.


2φΑ


Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Μνήμη Ξανθίππης




ΜΝΗΜΗ ΞΑΝΘΙΠΠΗΣ
ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ

- 90 χρόνια από την κοίμηση της -
[Μάρτιος 1901 - 13 Αυγούστου 1934]

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Η κιβωτός των ψυχών


Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ


"Όσο κι αν ψάξεις τον ευγενικό, τον τέλειο ιερέα, την τέλεια κοινότητα, την τέλεια ενορία... δεν θα τα βρεις!
 Όπως δεν θα βρεις τον τέλειο γάμο ή τον ιδανικό σύζυγο ή την αψεγάδιαστη οικογένεια κλπ.

Δεν μπαίνεις στην Εκκλησία σαν να βρίσκεσαι σε ένα πολιτικό κόμμα, όπου αρχίζεις να κρίνεις και να αποδίδεις δικαιοσύνη και να βρίσκεις το σωστό και το λάθος.
Στην Εκκλησία είσαι σε ένα πλοίο με ασθενείς που έχουν σωθεί από την θάλασσα...

Δεν είμαστε άγιοι, δεν είμαστε άγγελοι!
Ούτε ο ιερέας, ούτε ο αρχιερέας, ούτε οι λαϊκοί, όλοι έχουμε πάθη και αδυναμίες, αλλά θέλουμε να μείνουμε εδώ, μέχρι το τέλος... θέλουμε να σωθούμε από την φουρτούνα της θάλασσας.
Μένουμε εντός της εκκλησίας που είναι το καράβι, η κιβωτός της σωτηρίας!"


πΧ – 2φΑ


                                            

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Άλλο ένα καλοκαίρι

 


-  Τίτος Πατρίκιος

Για σκέψου να μην πρόφταινα
κι αυτό το καλοκαίρι
να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω
να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά
ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου
να κολυμπάω σε θάλασσες ζεστές...


2fA

                                                                



Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Ακόρεστη έλξη της ψυχής...

 



Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
"Προτιμώ να βλέπω αυτό που ΜΠΟΡΕΙΣ να γίνεις!"


Να σε κρίνω από το λάθος σου;
Όχι, γιατί έχεις κάνει και τόσα σωστά.
Να σε κρίνω από το πάθος σου;
Όχι, γιατί έχεις και αρετές.
Να σε κρίνω από τις αδυναμίες σου;
Όχι, γιατί έχεις και πολλά χαρίσματα.
Να σε κρίνω από μια λάθος στιγμή;
Όχι, γιατί τότε θα αδικήσω μια ολάκερη ζωή.
Προτιμώ να βλέπω αυτό που μπορείς να γίνεις κι όχι εκείνο που είσαι.

Κανένα λάθος και πάθος δεν είναι πάνω και πέρα από την αγάπη του Θεού.
Τι είναι πιο μεγάλη η αμαρτία ή η αγάπη του Θεού;
Το πάθος ή η Χάρις;
Το λάθος ή το έλεος Του;
Καμία αμαρτία δεν μπορεί να καταστρέψει αυτό που δημιούργησε ο Θεός.
Η φύση μας είναι γεμάτη Θεό, όσα λάθη, πάθη και αμαρτίες κι αν κάνουμε αυτό δεν αλλάζει. Ο πιο μεγάλος αμαρτωλός κρύβει ολάκερο τον Θεό μέσα του.
Ας το αντέξουν οι ηθικιστές.

Τι μας χρειάζεται τότε η άσκηση;
Μας χρειάζεται για να φανεί αυτό που πάντα υπήρχε στο βάθος της ύπαρξης μας.
Η αλήθεια της φύση μας.
Ότι είμαστε εικόνες Θεού.
Ένα ξεσκόνισμα είναι η άσκηση, να φύγει η σκόνη και η ακαθαρσία, να λάμψει ο χρυσός που κουβαλάμε στα στήθη μας.

«Γνωρίζω, Κύριε, πως αγαπάς τον Λαό Σου, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την Αγάπη Σου και θορυβούνται όλοι οι Λαοί της γης και οι σκέψεις τους είναι σαν τα σύννεφα που τα παρασύρει ο άνεμος σε όλα τα μέρη.
Οι άνθρωποι έχουν λησμονήσει Εσένα, τον Δημιουργό τους, και ζητούν την ελευθερία τους, χωρίς να εννοούν ότι Εσύ είσαι Ελεήμων, αγαπάς όσους μετανοούν, και τους δίνεις τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Κύριε, Κύριε, δώσε τη δύναμη της Χάριτός Σου, για να Σε γνωρίσουν με το Άγιο Πνεύμα όλοι οι Λαοί και να Σε υμνούν χαρούμενοι, όπως έδωσες και σε μένα τον βδελυρό τη χαρά της επιθυμίας Σου κι ελκύεται ακόρεστα η ψυχή μου προς την Αγάπη Σου ημέρα και νύχτα.»


2φΑ


Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Θερινό

 



ΘΕΡΙΝΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Σ’ ένα μήνα λευκό
γλάρο του μεσοκαλόκαιρου
να ζυγιάζεται
στο πριν και το μετά
οφείλουμε δυο λέξεις έστω
πέρα από τον μήνα και το μνήμα
τη μνήμη, την ανάκληση
την αναδρομή

Δυο λέξεις θερινές
Ιούλης, Αύγουστος
θαλασσινό αγέρι
θυμάρι, θυμάμαι
θυμίαμα, θυμός
για μένα, για μας
για τον μήνα που γλίστρησε
αόρατος, κενός
και οδυνηρά
ανεπανάληπτος.


2φΑ

                                                   

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Η πεδιάδα με τα κόκαλα

 



Προφήτης Ιεζεκιήλ (37, 1-14)
Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος


Ένιωσα πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου. Μ’ έβγαλε με το Πνεύμα του έξω, μ’ έφερε σε μια πεδιάδα που ήταν γεμάτη κόκαλα και με περιέφερε πάνω απ’ αυτά.
Τα κόκαλα ήταν πάρα πολλά και πολύ ξερά, απλωμένα στην πεδιάδα.

«Άνθρωπε», με ρώτησε, «μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα;»
Κι εγώ απάντησα: «Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις».
Τότε μου είπε: «Μίλα εκ μέρους μου σ’ αυτά τα κόκαλα και πες τους: “κόκαλα εσείς ξερά, ο Κύριος ο Θεός σάς λέει: Προσέξτε! Εγώ θα φέρω πνοή μέσα σας και θα πάρετε ζωή. Θα σας δώσω νεύρα και θα κάνω να ’ρθει πάνω σας σάρκα και θα τη σκεπάσω με δέρμα· μετά θα σας δώσω πνοή και θα πάρετε ζωή.
Τότε θα μάθετε, ότι εγώ είμαι ο Κύριος”».

Προφήτεψα, λοιπόν, κατά πώς διατάχθηκα. Κι εκεί που προφήτευα, έγινε ένας θόρυβος κι ακούγονταν τριξίματα· τα κόκαλα πλησίαζαν το ένα το άλλο.
Ύστερα κοίταξα και είδα ότι νεύρα και σάρκες φύτρωναν πάνω στα κόκαλα και μετά ντύθηκαν με δέρμα· ζωή όμως δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους.

Τότε μου είπε ο Κύριος: «Μίλα εκ μέρους μου στην πνοή της ζωής!
Προφήτεψε, άνθρωπε, και πες της: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Έλα, πνοή, από τις τέσσερις άκρες και μπες μέσα σ’ αυτά τα πτώματα για να ξαναπάρουν ζωή”».
Προφήτεψα, λοιπόν, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Μπήκε τότε η πνοή της ζωής στα πτώματα και αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, κι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο στράτευμα.

«Άνθρωπε», μου είπε ο Κύριος, «αυτά τα κόκαλα συμβολίζουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι λένε συνεχώς ότι είναι σαν ξερά κόκαλα, ότι χάθηκε κάθε ελπίδα γι' αυτούς, ότι είναι χαμένοι πια.
Γι’ αυτό, προφήτεψε και πες τους ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: “θ’ ανοίξω τους τάφους σας και θα σας βγάλω μες απ’ αυτούς, λαέ μου, και θα σας φέρω στη χώρα του Ισραήλ. Κι όταν το κάνω αυτό θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα σας δώσω το Πνεύμα μου και θα ξαναβρείτε τη ζωή. Θα σας φέρω στη χώρα σας και θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Το είπα και θα το κάνω εγώ, ο Κύριος».


π. Ζ – 2φΑ

                                            

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αναστάσιμος Ημέρα!

 


"Ἡ μεταποίηση τῶν παθῶν σέ ἀρετές, ὡς πράξη λογοποίησης τοῦ κόσμου"

Βασίλειος Μπετσᾶκος
[Ἀπό τό βιβλίο «ΣΤΑΣΙΣ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟΣ    Ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀριστοτελικῆς κινήσεως στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», ἐκδ. “Ἀρμός» 2006]


 κί­νη­ση ­νή­κει στὴ φύ­ση τῶν κτι­στῶν­στε δὲν εἶ­ναι στὴν εὐ­χέ­ρειά τους νὰ ἀκινητή­σουν 
­πὸ μό­να τους. Στὴν εὐ­χέ­ρεια ὅ­μως τῶν λο­γι­κῶν ὄν­των ἐναπόκειται,  τρό­πος τῆς κι­νή­σε­ως. 
 κα­τὰ φύ­σιν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι ­ναγ­κα­στι­κὸ δε­δο­μέ­νο, στὸ ­ποῖ­ο εἶ­ναι δέ­σμιος· 
­πα­φί­ε­ται στὴν ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή του ἂν θὰ ἐμ­μεί­νει στὴν κί­νη­ση πρὸς τὸν Θε­ ἄν­νάν­τια στὸν φυ­σι­κὸ προ­ο­ρι­σμό του, θὰ ­κτρέ­ψει τὴν κί­νη­σή του πρὸς κτί­σμα­τα ­πο­κομ­μέ­να ­πὸ τοὺς
λό­γους τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους.

 Ἐκτροπὴ τῆς κινήσεως τοῦ νοῦ

ἕλ­ξη τῶν αἰ­σθη­τῶν ­κτρέ­πει τὴν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ­πὸ τὸ «κα­τὰ φύ­σι­ν» στὸ 
«πα­ρὰ φύ­σι­ν». Καὶ ­πο­κλει­στι­κὴ ἐμ­μο­νὴ στὶς αἰ­σθή­σεις συ­σκο­τί­ζει τὴ θέ­α­ση τῆς φύ­σης· 
ἂν  ἄν­θρω­πος ἀρ­κε­στεῖ στὴ δύ­να­μη τῶν αἰ­σθή­σε­ων (= ἂν ­πι­λέ­ξει ­ναν τρό­πο ζω­ῆς στὴν 
­πη­ρε­σί­α τῶν πα­θῶν καὶ τῆς πα­ρά­χρη­σης τῶν κτι­σμά­των) καὶ δὲν ­νερ­γο­ποι­ή­σει τὴν γνω­στι­κὴ 
δύ­να­μη τοῦ λό­γου, βυ­θί­ζε­ται στὸ σκό­τος τῆς ­πό­λυ­της ­γνοι­ας.

Μέ­σα ­πὸ τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς «αἴ­σθη­ση­ς»  πε­ρι­πλα­νώ­με­νη ψυ­χὴ πα­ρα­πεί­θε­ται καὶ μέ­νει
προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ συγ­γε­νὲς ἀν­τι­κεί­με­νο (τὸ «προ­σφυ­ὲς αἰ­σθη­τό­ν») τῆς κα­θε­μιᾶς ­πὸ τὶς
πέν­τε αἰ­σθή­σεις­τσι χά­νει τὸν δρό­μο της πρὸς τὸν Θεό.
Ἐκτροπὴ τῆς κί­νη­σης ση­μαί­νει ­πώ­λεια τοῦ στό­χου της­πο­τα­γὴ στὸν πα­ρα­λο­γι­σμὸ τῶν 
ἀν­τι­φα­τι­κῶν ­πι­μέ­ρους κι­νή­σε­ων

­πο­μο­νω­μέ­νη  αἰ­σθη­τι­κὴ λει­τουρ­γί­α -ἐν  τῆς ­λο­γί­ας ­πάρ­χει σαφῶς  κίνησις- ἀπὸ τὶς 
ἄλ­λες γνω­στι­κὲς δυ­νά­μεις, τὸν λό­γο καὶ τὸν νοῦἀδυνατεῖ νὰ λει­τουρ­γή­σει στὴν προ­ο­πτι­κὴ 
τῆς εὕ­ρε­σης τοῦ «τέλους». ­γνοι­α τοῦ τέ­λους συ­νε­πά­γε­ται καὶ ἄγνοι­α τῆς «ἀρ­χῆς», ­γνοι­α
τοῦ ἴδιου τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ ἂν  ἄν­θρω­ποςμέ­σος ὢν Θε­οῦ καὶ ­λης, δὲν κι­νη­θεῖ πρὸς τὸν Θε­, ἀλ­λὰ πρὸς τὴν ­λη
ἐγ­κλω­βί­ζει τὴν κί­νη­σή του στὰ ­ρια τῆς δι­κῆς του ­τε­λοῦς ­πάρ­ξε­ως·
πλα­νη­μέ­νος νο­μί­ζει ­τι κα­τέ­χει τὴν τε­λει­ό­τη­τα­νῶ βι­ώ­νει τὴν ἔκ­πτω­ση ­πὸ τὸ ­διο τὸ εἶ­ναι.
Εἰ­σά­γει  ­διος τὴν φθο­ρὰ στὴν ­παρ­ξή του ὡς πλημ­με­λῆ καὶ ­ναρ­μό­νιον πα­ρὰ τὴν τά­ξιν κί­νη­σιν
τῆς
φύ­σε­ως φθο­ρὰ καὶ  θά­να­τος εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς  ­πο­μά­κρυν­σης ­πὸ τὸν Θε­ό, τῆς πτώ­σης
 πτώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ­φε­νὸς τὴν εὐ­χέ­ρεια καὶ ­νε­ση στὴ ρο­πὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὰ πά­θη
­φε­τέ­ρου τὴν ­στά­θε­ι­α καὶ­νω­μα­λί­α στὴν κτί­ση φθο­ρὰ καὶ  θά­να­τος ­πε­κτεί­νον­ται καὶ
­κτὸς τοῦ πρω­ταί­τιου ἀν­θρώ­που· μὲ δι­κή του εὐ­θύ­νη εἰ­σά­γον­ται καὶ στὸν κό­σμο.

 φι­λαυ­τί­α ­χι μό­νο δὲν ­λο­κλη­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­ποἀλ­λὰ τὸν ­δη­γεῖ σὲ πολ­λα­πλὴ κα­τά­τμη­ση
τῆς φύ­σης του κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη φύ­ση­δυ­να­τών­τας νὰ κι­νη­θεῖ πρὸς ­να τέ­λος ­κτὸς τῆς 
­διαςἐμ­πλέ­κε­ται στὴν ­νω­μα­λί­α τῆς ­λο­γης κί­νη­σης. Μό­νο τὸ ­λεύ­θε­ρο γνω­μι­κὸ θέ­λη­μα τοῦ
ἀν­θρώ­πουοἱ προ­σω­πι­κές του δυ­να­τό­τη­τες σὲ δι­α­μά­χη πλέ­ον πρὸς τὴ ρο­πὴ τῆς φύ­σηςμπο­ρεῖ 
νὰ συ­νερ­γή­σει στὴν ­πα­νεύ­ρε­ση τοῦ δρό­μου πρὸς τὸν Θε­ό [1].

Ἀλ­λὰ καὶ ­λεύ­θε­ρη γνώ­μη-βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μο­νά­χα ρό­λο συ­νερ­γί­ας ­χει στὸν 
­να­προ­σα­να­το­λι­σμὸ τῆς φυ­σι­κῆς κί­νη­σης πρὸς τὸν Θε­ό ­διος  φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς 
­πα­να­φέ­ρει στὴ φυ­σι­κὴ τρο­χιά της τὴν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, κα­θὼς πρῶ­τος Αὐ­τὸς κι­νεῖ­ται
καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος­να τὴν φύ­σιν τῶν ἀν­θρώ­πων πρὸς ­αυ­τὸν συ­να­γά­γῃ, καὶ στή­σῃ τοῦ 
φέ
­ρε­σθαι κα­κῶς, πρὸς ­αυ­τήν, μᾶλ­λον δὲ κα­θ’ ­αυ­τῆς στα­σι­ά­ζου­σάν τε καὶ με­με­ρι­σμέ­νην· καὶ 
μη
­δε­μί­αν ­χου­σαν στά­σιν, διὰ τὴν πε­ρὶ ­κα­στον τῆς γνώ­μης ­στάθ­μη­τον κί­νη­σιν.

Πάθη (ἐσφαλμένη χρῆσις νοημάτων – παράχρησις πραγμάτων)

Ἡ ἐ­κτρο­πὴ τῆς κί­νη­σης ἀ­πὸ τὸν κα­τὰ φύ­σιν στό­χο της συ­νι­στᾶ νό­σο, δι­ό­τι ἡ πα­ρὰ φύ­σιν-
πα­ρά­λο­γη κί­νη­ση, ἀ­στο­χών­τας ὡς πρὸς τὸ τέ­λος της, δου­λεύ­ει στὴ φθο­ρὰ μιᾶς ἄ­λο­γης
πο­λυ­μορ­φί­ας. Ὅ­ταν ἡ κί­νη­ση τῶν ὄν­των παύ­ει νὰ λει­τουρ­γεῖ μὲ τρό­πο συ­νεύ­ον­τα 
τῷ λό­γῳ τῆς φύ­σε­ως, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο φθαρ­τι­κόν τοῦ λό­γου τῆς φύ­σε­ως, τὰ ὄν­τα πά­σχουν.
Οἱ πολ­λὲς μορ­φὲς τῆς νο­ση­ρῆς κι­νή­σε­ως εἶ­ναι τὰ πά­θηΠά­θος ἐ­στὶ ψε­κτόν, κί­νη­σις ψυ­χῆς
πα­ρὰ φύ­σι­ν [2].
 
Ἡ κί­νη­ση τῆς πε­ρι­πλα­νώ­με­νης καὶ πλα­νη­μέ­νης ψυ­χῆς ἀ­πο­τε­λεῖ πά­θος καὶ νό­ση­μα, δι­ό­τι 
ἡ ψυ­χὴ τε­λι­κὰ τὴν ὑ­φί­στα­ται ὡς φθο­ρὰ καὶ θά­να­τον.

Τὰ πά­θη συ­νι­στοῦν κα­ταρ­χὴν δυ­σαρ­μο­νί­α στὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν κό­σμο, γι’ αὐ­τὸ 
καὶ ἐν­το­πί­ζον­ται κα­τε­ξο­χὴν στὶς λει­τουρ­γί­ες τοῦ νοῦ, τοῦ ὀρ­γά­νου ποὺ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὶς
προ­σω­πι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες. Τὸ πρό­σω­πο, ἡ προ­αί­ρε­σις καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ποὺ
ἀ­πο­τυγ­χά­νουν στὴ λο­γο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου.

Ὅ­πως εἴ­δα­με, ὁ νοῦς στρέ­φε­ται στὸν κό­σμο καὶ ἀ­πο­κα­θι­στᾶ σχέ­ση μὲ αὐ­τόν·κα­τὰ τὴ φύ­ση του καὶ μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τῆς αἴ­σθη­σης νο­εῖ τὰ πράγ­μα­τα. Ὣς ἐ­δῶ λει­τουρ­γεῖ ἄ­μεμ­πτα, ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας
δυ­νά­μεις δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Τὸ νό­η­μα, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς νο­η­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, ἐν­το­πι­σμέ­νο ὄ­χι πιὰ ὅ­πως τὸ πράγ­μα ἔ­ξω 
ἀ­πὸ τὸν νοῦ ἀλ­λὰ ἐν­τὸς αὐ­τοῦ, ἐν­δέ­χε­ται νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ μὲ τρό­πο κα­κό: τῇ γὰρ ἐ­σφαλ­μέ­νῃ 
τῶν νο­η­μά­των χρή­σει ἡ πα­ρά­χρη­σις τῶν πραγ­μά­των ἀ­κο­λου­θεῖ
.

Τὸ πά­θος ἑ­δρά­ζε­ται στὴν κα­κὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος. 
Ἡ ἄ­λο­γη χρή­ση (πα­ρά­χρη­σις ἢ κα­τά­χρη­σις) τῶν νο­η­μά­των, καὶ κα­τὰ προ­έ­κτα­ση τῶν πραγ­μά­των,
γεν­νᾶ τὰ πά­θη, τὴν ἀ­κο­λα­σί­α, τὸ μί­σος, τὴν ἄ­γνοι­α· ἀν­τί­θε­τα, ἡ εὔ­λο­γη χρή­ση γεν­νᾶ τὴν
σω­φρο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ γνώ­ση [3].

Κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται στὴ σύ­ζευ­ξη ἐ­νὸς αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τῆς ἀν­τί­στοι­χης αἴ­σθη­σης) καὶ μιᾶς φυ­σι­κῆς ἀν­θρώ­πι­νης δύ­να­μης (πχ. τοῦ θυ­μοῦ, τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας, τοῦ λό­γου)· ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ
ἔ­χει ἐ­κτρα­πεῖ ἀ­πὸ τὸ φυ­σι­κὸ στό­χο της, ἐ­ξυ­η­η­ρε­τών­τας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴ σύ­ζευ­ξή της μὲ τὸ 
συγ­κε­κρι­μέ­νο αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα, ἕ­να νέ­ο – κα­τὰ σύν­θε­σιν – τέ­λος. 

Ὁ νοῦς ἔ­χει τὴν εὐ­θύ­νη νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ τέ­λος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τῆς
αἰ­σθή­σε­ως ποὺ τὸ προσ­λαμ­βά­νει) ἀ­πὸ τὸ τέ­λος τῆς φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως, καὶ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει ἔ­τσι
τὸ κα­θέ­να στὸν οἰ­κεῖ­ο λό­γο του.

Γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ ὁ νοῦς, πρέ­πει, πρῶ­τον, νὰ θε­ω­ρή­σει τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα κα­θαυ­τό· πρέ­πει, 
ἀ­κό­μα, νὰ ἀ­πε­ξαρ­τή­σει τὴν ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση ἀ­πὸ τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ θε­ω­ρή­σει 
ἀ­πρό­σβλη­τη ἀ­πὸ τὴν οἰ­κει­ό­τη­τα πρὸς τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό της.

Δεύ­τε­ρον, εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ ἀ­κυ­ρώ­σει ὁ νοῦς τὴν δι­ά­θε­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φυ­σι­κῆς δύ­να­μης πρὸς τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ τὴν αἴ­σθη­ση.

Τρί­τον, ὀ­φεί­λει ὁ νοῦς νὰ ἀ­φα­νί­σει παν­τε­λῶς καὶ τὴν φαν­τα­σί­α τῶν πα­θῶν κα­θε­αυ­τά, τὴν φαν­τα­σί­α
δη­λα­δὴ ποὺ γεν­νι­έ­ται ἀ­πόν­τος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος τοῦ συμ­πλε­κο­μέ­νου στὸ πά­θος [4]. 
Ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α ἔ­χει σα­φέ­στα­τα γνω­στι­κὸ-ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο, αὐ­τὸ τῆς συλ­λο­γῆς
τῶν λό­γων τῆς φύ­σε­ως.

Ἡ ἐμ­μο­νὴ στὸ πά­θος ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­να­πη­ρί­α τῶν γνω­στι­κῶν δυ­νά­με­ων τῆς ψυ­χῆς. 
Ἀ­πο­μο­νώ­νον­τας ὁ ἄν­θρω­π­ος τὴν πρω­ταρ­χι­κὴ λει­τουρ­γί­α τῆς αἴ­σθη­σης ἀ­πὸ τὸν λό­γο καὶ τὸν νοῦ, 
ἀ­πο­λυ­το­ποι­ών­τας δη­λα­δὴ τὴ γνώ­ση ποὺ αὐ­τὴ τοῦ προ­σφέ­ρει, μέ­νει δέ­σμιος μιᾶς αἴ­σθη­σης ἔγ­κλει­στης στὸν δι­κό της ἐ­πι­φα­νεια­κὸ καὶ πα­ρα­πλα­νη­τι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα.
Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ἐν­τὸς τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­να­φύ­ον­ται τὰ πά­θη: τὰ τῶν αἰ­σθη­τῶν εἴ­δη καὶ σχή­μα­τα, δι’ ὧν πέ­φυ­κε τὰ πά­θη δη­μι­ουρ­γεῖ­σθαι πε­ρὶ τὰς ἐ­πι­φα­νεί­ας τῶν ὁ­ρα­τῶν, στά­σιν λαμ­βα­νού­σης διὰ τῆς μέ­σης αἰ­σθή­σε­ως τῆς πε­ρὶ τὰ νο­η­τὰ δι­α­βά­σε­ως τῆς ἐν ἡ­μῖν λο­γι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας.

Ἂν οἱ αἰ­σθή­σεις δὲν εὐ­γε­νι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸν λό­γο, ἂν δὲν ἐν­τα­χθοῦν στὴν εὐ­σε­βῆ λει­τουρ­γί­α τοῦ νοῦ ποὺ τεί­νει νὰ βρεῖ τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ Νοῦ, γί­νον­ται δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κὴ τῆς ψυ­χῆς. 
γνω­στι­κὴ ἐμ­βέ­λεια τῶν αἰ­σθή­σε­ων φτά­νει μέ­χρι τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῶν πραγ­μά­των· χω­ρὶς τὴν 
λο­γι­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἡ ψυ­χὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ μπεῖ στὴν τρο­χιὰ τῆς δι­ά­βα­σης πρὸς τὰ νο­η­τά, καὶ τό­τε 
ἡ αἴ­σθη­ση χά­νει τὴν ἔμ­φυ­τη γνω­στι­κή της δύ­να­μη.

Ὁ Μά­ξι­μος χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ δύ­ο ση­μα­σί­ες τὸν ὅ­ρο ‘‘πά­θο­ς’’. Πρῶ­τον θε­ω­ρεῖ πά­θη ψε­κτὰ 
ἢ δι­α­βε­βλη­μέ­να, ὅ­λες τὶς πα­ρὰ φύ­σιν κι­νή­σεις τῆς ψυ­χῆς, ἐ­κτι­μών­τας πὼς ὑ­πεύ­θυ­νος γι’ αὐ­τὲς εἶ­ναι 
ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος· αὐ­τὰ τὰ πά­θη ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὶς κα­κί­ες.

Δεύ­τε­ρον, ὀ­νο­μά­ζει πά­θη ἀ­δι­ά­βλη­τα κά­ποι­ες φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό.
Αὐ­τές,ὑ­πο­κεί­με­νες στὴν τρο­πὴ καὶ τὴν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς κτι­στό­τη­τας, ἀ­νή­κουν στὴ ‘‘φύ­ση­’’ καὶ ὄ­χι στὸ ‘‘πρό­σω­πο­’’ τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ δὲν ση­μαί­νον­ται ἐ­ξαρ­χῆς ὡς κα­λὲς ἢ κα­κές · ὁ τρό­πος μὲ τὸν 
ὁ­ποῖ­ο θὰ τὶς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ νοῦς (ὁ ἄν­θρω­πος ὡς ἐ­λεύ­θε­ρο πρό­σω­πο) θὰ τὶς χα­ρα­κτη­ρί­σει
κα­λὲς ἢ κα­κές. […]

Ἀ­φοῦ, λοι­πόν, τὸ ἐμ­πα­θὲς νό­η­μα εἶ­ναι λο­γι­σμὸς σύν­θε­τος ἀ­πὸ κά­ποι­ο πά­θος καὶ νό­η­μα, ἐ­πα­φί­ε­ται στὴν ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ πά­θος ἀ­πὸ τὸ νό­η­μα, ὥ­στε νὰ κα­θαρ­θεῖ ὁ λο­γι­σμός. 
Ἡ ἀ­πο­κο­πὴ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­γά­πη καὶ ἐγ­κρά­τεια [5].

Τρόπος ὕπαρξης τῶν παθῶν

Ὁ νοῦς ἔ­χει τὴν ἐν­θύ­νη καὶ γιὰ τὴ σω­στὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ γιὰ τὴν πα­ρά­χρη­ση ἢ την
κα­τά­χρη­σή του. Γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὴν ἐμ­πλο­κή του στὰ πά­θη, ὀ­φεί­λει νὰ θε­ω­ρεῖ στὴν
κα­θα­ρό­τη­τά τους τοὺς λό­γους-τέ­λη ὄ­χι μό­νο τῶν ὄν­των, ἀλ­λὰ καὶ τῶν αἰ­σθή­σε­ων καὶ τῶν ἄλ­λων
φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων τοῦ ἀν­θρώ­που.

Μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ δι­εισ­δυ­τι­κό­τη­τα ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ἐ­πε­ξη­γεῖ πῶς ὁ νοῦς μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὰ πά­θη,
δι­δά­σκον­τάς μας μὲ ποι­όν τρό­πο ὑ­πάρ­χουν αὐ­τά: κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται ἀ­πὸ τὴν «συμ­πλο­κὴ­» δύ­ο
πα­ρα­γόν­των: ἀ­φε­νὸς κά­ποι­ου αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος καὶ τῆς ἀν­τί­στοι­χής του αἰ­σθή­σε­ως (θε­ω­ρεῖ­ται
δε­δο­μέ­νη μί­α συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα καὶ οἰ­κει­ό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στὰ αἰ­σθη­τὰ καὶ στὶς
αἰ­σθή­σεις), ἀ­φε­τέ­ρου κά­ποι­ας ἔμ­φυ­της δύ­να­μης, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ θυ­μὸς καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α.

Αὐ­τὰ τὰ ἀρ­χι­κὰ συ­στα­τι­κὰ τοῦ πά­θους, δη­λα­δὴ τὸ αἰ­σθη­τὸ ὄν (καὶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση) καὶ
ἡ ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη, ἐμ­πε­ρι­έ­χον­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς λί­αν κα­λῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. 

Ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δὲν γεν­νι­έ­ται οὔ­τε ἀ­πὸ ὄν­τα οὔ­τε ἀ­πὸ αἰ­σθή­σεις οὔ­τε ἀ­πὸ 
ἔμ­φυ­τες δυ­νά­μεις · ἐ­πί­σης, ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δὲν γεν­νι­έ­ταιἀ­πὸ μό­νη τὴν "δι­πλὴ 
συμ­πλο­κή", πρῶ­τον, τοῦ αἰ­σθη­τοῦ καὶ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, δεύ­τε­ρον τοῦ συμ­πλέγ­μα­τος αἰ­σθη­τοῦ-
αἴ­σθσης 
μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη

Ἡ νο­ση­ρό­τη­τα τοῦ πά­θους γεν­νι­έ­ται:
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ σύγ­χυ­ση τε­λῶν ποὺ ἐμ­φι­λο­χω­ρεῖ στὴ συμ­πλο­κὴ αἰ­σθη­τοῦ καὶ αἰ­σθή­σε­ως,
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴν ἐ­κτρο­πὴ τῆς ἔμ­φυ­της δύ­να­μης ἀ­πὸ τὸν κα­τὰ φύ­σιν λό­γο-τέ­λος της.

Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, θε­μέ­λιο τοῦ πά­θους καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις εἶ­ναι ἡ ἀ­στο­χί­α τῆς κί­νη­σης, ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ φυ­σι­κοῦ της τέ­λους : ἂν ἡ κί­νη­ση τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος κα­τευ­θυν­θεῖ πρὸς τὴν ἀν­τί­στοι­χη
αἴ­σθη­ση ἀ­γνο­ών­τας τὸν ἐ­νυ­πάρ­χον­τα στὸν Θε­ὸ λό­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας του, γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος.

Κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ἂν ἡ κί­νη­ση τῆς αἴ­σθη­σης ἐγ­κλω­βι­στεῖ στὴν οἰ­κει­ό­τη­τα ποὺ τὰ αἰ­σθη­τὰ ἔ­χουν
γι’ αὐ­τήν, ἂν μὲ ἄλ­λα λό­για πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἡ λει­τουρ­γι­κό­τη­τα τῆς αἴ­σθη­σης στὴν πρόσ­λη­ψη τῶν
αἰ­σθη­τῶν ὄν­των, χω­ρὶς τὴν ἀ­να­γω­γὴ τῆς αἰ­σθη­τη­ρια­κῆς λει­τουρ­γί­ας στὶς ἀ­νώ­τε­ρες γνω­στι­κὲς
βαθ­μί­δες τοῦ λό­γου καὶ τῆς νό­η­σης, καὶ πά­λι γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος.

Τὰ πά­θη ἀ­να­φύ­ον­ται ὅ­πο­τε τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ ἡ αἴ­σθη­ση συρ­ρι­κνώ­νουν (καὶ ἐ­ξαν­τλοῦν) τὰ τέ­λη τους σὲ μιὰ ‘‘ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα­’’, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τὸν λό­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους σὲ μιὰ ἀ­μοι­βαί­α
σκο­πι­μό­τη­τα: ὁ­σά­κις τὸ αἰ­σθη­τὸ ὑ­πάρ­χει γιὰ τὴν αἴ­σθη­ση καὶ ἡ αἴ­σθη­ση γιὰ τὸ αἰ­σθη­τό, 
ἐγ­κλω­βί­ζουν καὶ τὸν ἄν­θρω­πο στὸ πά­0­ος. Τὸ πά­θος εἶ­ναι τε­λι­κὰ θέ­μα προ­ο­πτι­κῆς: πρὸς τὰ ποῦ 
κι­νεῖ­ται ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, πρὸς τὴν ὕ­λη ἢ πρὸς τὸν Θε­ό.

Τὸ κακὸ ὡς παρυπόστασις

Στὴ ρί­ζα τῶν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρή­σε­ων βρί­σκε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ καὶ τῆς 
ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πα­ρά­δο­σης πὼς τὸ κα­κὸν δὲν ὑ­φί­στα­ται ὡς ὀν­τό­της-ὕ­παρ­ξη, δὲν ἀ­νή­κει
στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ· ἀλ­λὰ τὸ κα­κὸ ὡς στέ­ρη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ, ὡς ἀ­δυ­να­μί­α καὶ ἀ­σθέ­νεια, 
ὡς ἀ­τευ­ξί­α καὶ ἀ­πό­πτω­ση ἀ­πὸ τὸ ἀ­γα­θό, ὡς πα­ρυ­πό­στα­σις, ὑ­πάρ­χει καὶ συ­ναν­τᾶ­ται σὲ ὅ­λη τὴν
κλί­μα­κα τῶν ὄν­των.

Στὸ χω­ρί­ο ποὺ πα­ρα­θέ­του­με, συ­νο­ψί­ζον­ται μὲ πλη­ρό­τη­τα καὶ ἀ­με­σό­τη­τα οἱ θέ­σεις τοῦ ἁ­γί­ου
Μα­ξί­μου σχε­τι­κὰ μὲ τὸ τί δὲν εἶ­ναι καὶ τί εἶ­ναι τὸ κα­κόν:

"Ὅ­ρος κα­κοῦ.
Τὸ κα­κὸν οὔ­τε ἦν, οὔ­τε ἔ­σται κα­τ’ οἰ­κεί­αν φύ­σιν ὑ­φε­στώς· οὔ­τε γὰρ ἔ­χει κα­θ’ ὁ­τιοῦν οὐ­σί­αν,
ἢ φύ­σιν, ἢ ὑ­πό­στα­σιν, ἢ δύ­να­μιν, ἢ ἐ­νέρ­γειαν ἐν τοῖς οὖ­σιν· οὔ­τε ποι­ό­της ἐ­στίν, οὔ­τε πο­σό­της,
οὔ­τε σχέ­σις, οὔ­τε τό­πος, οὔ­τε χρό­νος, οὔ­τε θέ­σις, οὔ­τε ποί­η­σις, οὔ­τε κί­νη­σις, οὔ­τε ἕ­ξις, οὔ­τε
πά­θος, φυ­σι­κῶς τι­νι τῶν ὄν­των ἐν­θε­ω­ρού­με­νον, οὔ­τε μὴν ἐν τού­τοις πᾶ­σιν τὸ πα­ρά­παν
κα­τ’ οἰ­κεί­ω­σιν φυ­σι­κὴν ὑ­φέ­στη­κεν· οὔ­τε ἀρ­χή, οὔ­τε με­σό­της, οὔ­τε τέ­λος ἐ­στίν· ἂλ­λ’ ἵ­να ὡς ἐν 
ὅ­ρῳ πε­ρι­λα­βὼν εἴ­πω, τὸ κα­κὸν τῆς πρὸς τὸ τέ­λος τῶν ἐγ­κει­μέ­νων τῇ φύ­σει δυ­νά­με­ων ἐ­νερ­γεί­ας
ἐ­στὶν ἔλ­λει­ψις, κα­ι ἄλ­λο κα­θά­παξ οὐ­δέν."

Κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ ὄν­τος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ στὸ κα­κόν· καὶ κα­μί­α φυ­σι­κό­τη­τα
δὲν προ­σι­διά­ζει σὲ αὐ­τό. Τὸ κα­κόν, ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση καὶ ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση, ἐκ­φαί­νε­ται 
ὡς ἔλ­λε­ψη ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­νέρ­γειας τῶν κτι­σμά­των ποὺ θὰ τὰὁ­δη­γοῦ­σε στὸ φυ­σι­κό τους τέ­λος,
τὸν Δη­μι­ουρ­γό.

Εἴ­τε ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση εἴ­τε ὡς ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση εἴ­τε ὡς ἄ­γνοι­α τῆς αἰ­τί­ας τῶν ὄν­των, 
ἡ πα­ρυ­πό­στα­σις τοῦ κα­κοῦ εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ πρά­ξεις τοῦ ἀν­θρώ­που προ­σφέ­ρουν στὸ κα­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­νά­δυ­σης στὸ γί­γνε­σθαι τῆς κτι­στῆς φύ­σης, ἐ­νῶ τὸ κα­κὸ πα­ρα­μέ­νει 
ἀ­νυ­πό­στα­το­ν [6].

Μεταποίηση τῶν παθῶν σὲ ἀρετές

Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει πάν­τα τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τα­ποι­ή­σει τὰ πά­θη τῆς κα­κί­ας σὲ ἀ­ρε­τές.
Καὶ τε­λι­κὰ τὰ πά­θη εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν τὴ σω­τη­ρί­α τοῦἀν­θρώ­που· καὶ αὐ­τό, χω­ρὶς
νὰ κα­ταρ­γη­θοῦν, ἀλ­λὰ ἔ­χον­τας μὲ σο­φί­α ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πὸ τὴ σύν­δε­σή τους πρὸς τὴ σω­μα­τι­κό­τη­τα. 
Ἡ κτή­ση τῶν πα­θῶν ὀ­φεί­λει νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ ἐ­κεί­νη τὴ χρή­ση τους, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὰ οὐ­ρά­νια:

"Πλὴν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, ὁ­πη­νί­κα σο­φῶς αὐ­τὰ τῶν σω­μα­τι­κῶν 
ἀ­πο­στή­σαν­τες, 
πρὸς τὴν τῶν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται κτῆ­σιν."

Ἡ ἐ­νά­ρε­τη χρή­ση τῶν πα­θῶν πραγ­μα­τώ­νε­ται ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, σὲ ὅ­σους ὑ­πο­τάσ­σουν κά­θε νό­η­μα στὴν ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ [7].

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Τὰ ἑ­πό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ γρα­φὲς τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου θὰ μπο­ροῦ­σαν, ἄ­ρι­στα,
νὰ ἀ­να­γνω­σθοῦν αὐ­το­τε­λῶς. Ταυ­τό­χρο­να, κα­θέ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νη
πα­ρα­πομ­πὴ ἐκ μέ­ρους τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Βασ. Μπε­τσά­κου.

 1. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1196Β-C: Ἡ τῶν ἀν­θρώ­τε­ων φι­λαυ­τί­α καὶ 
σύ­νε­σις, ἀλ­λή­λους καὶ τὸν νό­μον, ἢ ἀ­πω­σα­μέ­νη, ἢ σο­φι­σα­μέ­νη, εἰς πολ­λὰς μοί­ρας τὴν μί­αν
φύ­σιν κα­τέ­τε­με· καὶ τὴν νῦν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν αὐ­τῆς ἀ­ναλ­γη­σί­αν
εἰ­ση­γη­σα­μέ­νη, αὐ­τὴν κα­θ’ ἑ­αυ­τῆς τὴν φύ­σιν διὰ τῆς γνώ­μης ἐ­ξώ­πλι­σε. Διά τοι τοῦ­το, πᾶς 
ὅ­στις σώ­φρο­νι λο­γι­σμῷ καὶ φρο­νή­σε­ως εὐ­γε­νεί­ᾳ, ταύ­την λῦ­σαι δε­δύ­νη­ται τῆς φύ­σε­ως
τὴν ἀ­νω­μα­λί­αν, ἑ­αυ­τὸν πρὸ τῶν ἄλ­λων ἐ­λέ­η­σε, τὴν γνώ­μην κα­τὰ τὴν φύ­σιν δη­μι­ουρ­γή­σας,
καὶ Θε­ῷ κα­τὰ τὴν γνώ­μην διὰ τὴν φύ­σιν προ­σχω­ρή­σας...

2. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 968Α καὶ 988D-989A: Πά­θος ἐ­στὶ κί­νη­σις ψυ­χῆς πα­ρὰ φύ­σιν, 
ἢ ἐ­πὶ φι­λί­αν ἄ­λο­γον, ἢ ἐ­πὶ μῖ­σος ἄ­κρι­τον, ἤ τι­νος, ἢ διά τι τῶν αἰ­σθη­τῶν.

3. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1008Β, 988C-D: Τί οὖν ἐ­στι τὸ κα­κόν; Δῆ­λον ὅ­τι τὸ πά­θος
τοῦ κα­τὰ φύ­σιν νο­ή­μα­τος, ὅ­περ δύ­να­ται μὴ εἶ­ναι ἐν τῇ τῶν νο­η­μά­τι­υν
χρή­σει, ἐ­ὰν ὁνοῦς γρη­γο­ρῇ. 

4. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1201B-C: Πᾶν πά­θος κα­τὰ συμ­πλο­κὴν παν­τός αἰ­σθη­τοῦ τι­νος
καὶ αἰ­σθή­σε­ως, καὶ φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως, θυ­μοῦ λέ­γω τυ­χόν ἢ ἐ­πι­θυ­μί­ας, ἢ λό­γου πα­ρα­τρα­πέν­τος
τοῦ κα­τὰ φύ­σιν, συ­νί­στα­ται. Ἐ­ὰν οὖν τὸ πρὸς ἄλ­λη­λα κα­τὰ σύν­θε­σιν τέ­λος, τοῦ τε αἰ­σθη­τοῦ 
καὶ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, καὶ τῆς ἐ­π’ αὐ­τῇ φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως θε­ω­ρή­σας ὁνοῦς, δυ­νη­θῇ πρὸς τὸν
οἰ­κεῖ­ον φύ­σει λό­γον, τού­των ἕ­κα­στον δι­α­κρί­νας ἐ­πα­να­γα­γεῖν, καὶ θε­ω­ρή­σας κα­θ’ ἑ­αυ­τὸ τὸ 
αἰ­σθη­τόν, ἄ­νευ τῆς πρὸς αὐ­τὸ τῆς αἰ­σθή­σε­ως σχέ­σε­ως, καὶτὴν αἴ­σθη­σιν δί­χα τῆς τοῦ αἰ­σθη­τοῦ 
πρὸς αὐ­τὴν οἰ­κει­ό­τη­τος· καὶ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­αν, φέ­ρε εἰ­πεῖν, ἢ ἄλ­λην τι­νὰ τῶν κα­τὰ φύ­σιν
δυ­νά­με­ων χω­ρὶς τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐ­π’ αἰ­σθή­σει τε καὶαἰ­σθη­τῷ δι­α­θέ­σε­ως· ὡς ἡ τοῦ πά­θους ποι­ὰ 
πα­ρα­σκευά­ζειν τὴν θε­ω­ρί­αν γί­νε­σθαι κί­νη­σις, δι­ε­σκέ­δα­σε καὶ ἐ­λέ­πτυ­νε, κα­τὰ τὸν πά­λαι τοῦ
Ἰσ­ρα­ὴλ μό­σχον, τοῦ οἱ­ου­δή­πο­τε συμ­βαί­νον­τος πά­θους τὴν σύ­στα­σιν, καὶ ὑ­πὸ τὸ ὕ­δωρ τῆς
γνώ­σε­ως ἔ­σπει­ρεν, ἀ­φα­νί­σας παν­τε­λῶς καὶ αὐ­τὴν τῶν πα­θῶν τὴν ψι­λὴν φαν­τα­σί­αν, διὰ τῆς
πρὸς ἑ­αυ­τὰ τῶν ἀ­πο­τε­λούν­των αὐ­τὸ κα­τὰ φύ­σιν πραγ­μά­των ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως.

5. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1029Β: Νό­η­μά ἐ­στι ἐμ­πα­θές, λο­γι­σμὸς σύν­θε­τος ἀ­πὸ πά­θους
καὶ νο­ή­μα­τος. Χω­ρί­σω­μεν τὸ πά­θος ἀ­πὸ τοῦ νο­ή­μα­τος, καὶἀ­πο­μέ­νει ὁ λο­γι­σμὸς ψι­λός.
Χω­ρί­ζο­μεν δὲ δι’ ἀ­γά­πης πνευ­μα­τι­κῆς καὶ ἐγ­κρα­τεί­ας, ἐ­ὰν θέ­λω­μεν.

6. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, ΡG 90, 1052A: Οὐ πε­ρὶ τὴν οὐ­σί­αν τῶν γε­γο­νό­των τὸ κα­κὸν θε­ω­ρεῖ­ται, 
ἀλ­λὰ πε­ρὶ τὴν ἐ­σφαλ­μέ­νην καὶ ἀ­λό­γι­στον κί­νη­σιν. Πεύ­σεις καὶ Ἀ­πο­κρl­σεις..., Qu, 9, 20-23: 
"Ὁ δι’ ἀ­ρε­τῆς καὶ γνώ­σε­ως τὸ τῆς ψυ­χῆς ὀ­πτι­κὸν ἀ­να­κα­θή­ρας γι­νώ­σκει σα­φῶς ὅ­τι ἡ κα­κί­α 
ἀ­νυ­πό­στα­τός ἐ­στιν καὶ ἐν οὐ­δε­νὶ τῶν ὄν­των ὑ­πάρ­χου­σα εἰ μὴ μό­νονἐν τῷ πράτ­τε­σθαι."

7. Πρὸς Θα­λάσ­σιον..., PG 90, 269B-C: "Πλὴν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, 
ὁ­πη­νί­κα σο­φῶς αὐ­τὰ τῶν σω­μα­τι­κῶν ἀ­πο­στή­σαν­τες, πρὸς τὴν τῶν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται
κτῆ­σιν· οἷ­ον, τὴν μὲν ἐ­πι­θυ­μί­αν τῆς νο­ε­ρᾶς τῶν θεί­ων ἐ­φέ­σε­ως ὀ­ρε­κτι­κὴν ἐρ­γά­ζον­ται κί­νη­σιν,
τὴν ἡ­δο­νὴν δὲ τῆς ἐ­πὶ τοῖς θεί­οις χα­ρί­σμα­σι τοῦ νοῦ θελ­κτι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας εὐ­φρο­σύ­νην ἀ­πή­μο­να,
τὸν δὲ φό­βov τῆς μελ­λού­σης ἐ­πὶ πλημ­με­λή­μα­σι τι­μω­ρί­ας προ­φυ­λα­κτι­κὴν ἐ­πι­μέ­λειαν, τὴν δὲ 
λύ­πην δι­ορ­θω­τι­κὴν ἐ­πὶ πα­ρόν­τι κα­κῷ με­τα­μέ­λειαν. Καὶ συν­τό­μως εἰ­πεῖν, κα­τὰ τοὺς σο­φοὺς
τῶν ἰα­τρῶν, σώ­μα­τι φθαρ­τι­κοῦ θη­ρὸς τῆς ἐ­χίδ­νης τὴν οὖ­σαν ἢ με­λε­τω­μέ­νην ἀ­φαι­ρου­μέ­νους
λώ­βω­σιν, τοῖς πά­θε­σι τού­τοις πρὸς ἀ­ναί­ρε­σιν χρώ­με­νοι πα­ρού­σης κα­κί­ας ἢ προσ­δο­κω­μέ­νης,
καὶ κτῆ­σιν καὶ φυ­λα­κὴν ἀ­ρε­τῆς τε καὶ γνώ­σε­ως. Κα­λὰ οὖν, ὡς ἔ­φην, ταῦ­τα τυγ­χά­νει διὰ τὴν
χρῆ­σιν ἐν τοῖς πᾶν νό­η­μα αἰχ­μα­λω­τί­ζου­σιν εἰς τὴν ὑ­πα­κο­ὴν τοῦ Χρι­στοῦ."

 

 antifono – [2fA]