Βασίλειος Μπετσᾶκος
[Ἀπό τό βιβλίο «ΣΤΑΣΙΣ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟΣ – Ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀριστοτελικῆς κινήσεως στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», ἐκδ. “Ἀρμός» 2006]
Ἡ κίνηση ἀνήκει στὴ φύση τῶν κτιστῶν, ὥστε δὲν εἶναι στὴν εὐχέρειά τους νὰ ἀκινητήσουν
ἀπὸ μόνα τους. Στὴν εὐχέρεια ὅμως τῶν λογικῶν ὄντων ἐναπόκειται, ὁ τρόπος τῆς κινήσεως.
Ἡ κατὰ φύσιν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀναγκαστικὸ δεδομένο, στὸ ὀποῖο εἶναι δέσμιος·
ἐπαφίεται στὴν ἐλεύθερη προαίρεσή του ἂν θὰ ἐμμείνει στὴν κίνηση πρὸς τὸν Θεὸ ἢ ἄν, ἐνάντια στὸν φυσικὸ προορισμό του, θὰ ἐκτρέψει τὴν κίνησή του πρὸς κτίσματα ἀποκομμένα ἀπὸ τοὺς
λόγους τῆς δημιουργίας τους.
Ἐκτροπὴ τῆς κινήσεως τοῦ νοῦ
Ἡ ἕλξη τῶν αἰσθητῶν ἐκτρέπει τὴν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ «κατὰ φύσιν» στὸ
«παρὰ φύσιν». Καὶ ἡ ἀποκλειστικὴ ἐμμονὴ στὶς αἰσθήσεις συσκοτίζει τὴ θέαση τῆς φύσης·
ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀρκεστεῖ στὴ δύναμη τῶν αἰσθήσεων (= ἂν ἐπιλέξει ἕναν τρόπο ζωῆς στὴν
ὑπηρεσία τῶν παθῶν καὶ τῆς παράχρησης τῶν κτισμάτων) καὶ δὲν ἐνεργοποιήσει τὴν γνωστικὴ
δύναμη τοῦ λόγου, βυθίζεται στὸ σκότος τῆς ἀπόλυτης ἄγνοιας.
Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργία τῆς «αἴσθησης» ἡ περιπλανώμενη ψυχὴ παραπείθεται καὶ μένει
προσκολλημένη στὸ συγγενὲς ἀντικείμενο (τὸ «προσφυὲς αἰσθητόν») τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς
πέντε αἰσθήσεις. Ἔτσι χάνει τὸν δρόμο της πρὸς τὸν Θεό.
Ἐκτροπὴ τῆς κίνησης σημαίνει ἀπώλεια τοῦ στόχου της, ὑποταγὴ στὸν παραλογισμὸ τῶν
ἀντιφατικῶν ἐπιμέρους κινήσεων.
Ἀπομονωμένη ἡ αἰσθητικὴ λειτουργία -ἐν ᾗ τῆς ἀλογίας ὑπάρχει σαφῶς ἡ κίνησις- ἀπὸ τὶς
ἄλλες γνωστικὲς δυνάμεις, τὸν λόγο καὶ τὸν νοῦ, ἀδυνατεῖ νὰ λειτουργήσει στὴν προοπτικὴ
τῆς εὕρεσης τοῦ «τέλους». Ἄγνοια τοῦ τέλους συνεπάγεται καὶ ἄγνοια τῆς «ἀρχῆς», ἄγνοια
τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος, μέσος ὢν Θεοῦ καὶ ὕλης, δὲν κινηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ, ἀλλὰ πρὸς τὴν ὕλη,
ἐγκλωβίζει τὴν κίνησή του στὰ ὅρια τῆς δικῆς του ἀτελοῦς ὑπάρξεως·
πλανημένος νομίζει ὅτι κατέχει τὴν τελειότητα, ἐνῶ βιώνει τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι.
Εἰσάγει ὁ ἴδιος τὴν φθορὰ στὴν ὕπαρξή του ὡς πλημμελῆ καὶ ἀναρμόνιον παρὰ τὴν τάξιν κίνησιν
τῆς φύσεως. Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος εἶναι καρπὸς τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς πτώσης.
Ἡ πτώση συνεπάγεται ἀφενὸς τὴν εὐχέρεια καὶ ἄνεση στὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ πάθη,
ἀφετέρου τὴν ἀστάθεια καὶἀνωμαλία στὴν κτίση. Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ἐπεκτείνονται καὶ
ἐκτὸς τοῦ πρωταίτιου ἀνθρώπου· μὲ δική του εὐθύνη εἰσάγονται καὶ στὸν κόσμο.
Ἡ φιλαυτία ὄχι μόνο δὲν ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ πολλαπλὴ κατάτμηση
τῆς φύσης του. Ἡ κατακερματισμένη φύση, ἀδυνατώντας νὰ κινηθεῖ πρὸς ἕνα τέλος ἐκτὸς τῆς
ἴδιας, ἐμπλέκεται στὴν ἀνωμαλία τῆς ἄλογης κίνησης. Μόνο τὸ ἐλεύθερο γνωμικὸ θέλημα τοῦ
ἀνθρώπου – οἱ προσωπικές του δυνατότητες σὲ διαμάχη πλέον πρὸς τὴ ροπὴ τῆς φύσης – μπορεῖ
νὰ συνεργήσει στὴν ἐπανεύρεση τοῦ δρόμου πρὸς τὸν Θεό [1].
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλεύθερη γνώμη-βούληση τοῦ ἀνθρώπου μονάχα ρόλο συνεργίας ἔχει στὸν
ἀναπροσανατολισμὸ τῆς φυσικῆς κίνησης πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς
ἐπαναφέρει στὴ φυσικὴ τροχιά της τὴν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς πρῶτος Αὐτὸς κινεῖται
καὶ γίνεται ἄνθρωπος, ἵνα τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων πρὸς ἑαυτὸν συναγάγῃ, καὶ στήσῃ τοῦ
φέρεσθαι κακῶς, πρὸς ἑαυτήν, μᾶλλον δὲ καθ’ ἑαυτῆς στασιάζουσάν τε καὶ μεμερισμένην· καὶ
μηδεμίαν ἔχουσαν στάσιν, διὰ τὴν περὶ ἕκαστον τῆς γνώμης ἀστάθμητον κίνησιν.
Πάθη (ἐσφαλμένη χρῆσις νοημάτων –
παράχρησις πραγμάτων)
Ἡ ἐκτροπὴ τῆς κίνησης ἀπὸ τὸν κατὰ φύσιν στόχο
της συνιστᾶ νόσο, διότι ἡ παρὰ φύσιν-
παράλογη κίνηση, ἀστοχώντας ὡς πρὸς τὸ τέλος
της, δουλεύει στὴ φθορὰ μιᾶς ἄλογης
πολυμορφίας. Ὅταν ἡ κίνηση
τῶν ὄντων παύει νὰ λειτουργεῖ μὲ τρόπο συνεύοντα
τῷ λόγῳ τῆς
φύσεως, ἀλλὰ μὲ τρόπο φθαρτικόν τοῦ λόγου τῆς
φύσεως, τὰ ὄντα πάσχουν.
Οἱ πολλὲς μορφὲς τῆς νοσηρῆς κινήσεως εἶναι τὰ πάθη. Πάθος ἐστὶ ψεκτόν, κίνησις
ψυχῆς
παρὰ φύσιν [2].
Ἡ κίνηση τῆς περιπλανώμενης καὶ πλανημένης ψυχῆς ἀποτελεῖ πάθος
καὶ νόσημα, διότι
ἡ ψυχὴ τελικὰ τὴν ὑφίσταται ὡς φθορὰ καὶ θάνατον.
Τὰ πάθη συνιστοῦν καταρχὴν δυσαρμονία
στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ
καὶ ἐντοπίζονται
κατεξοχὴν στὶς λειτουργίες τοῦ νοῦ, τοῦ ὀργάνου ποὺ συγκεφαλαιώνει τὶς
προσωπικὲς δυνατότητες. Τὸ πρόσωπο, ἡ προαίρεσις καὶ
ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ποὺ
ἀποτυγχάνουν στὴ λογοποίηση τοῦ κόσμου.
Ὅπως εἴδαμε, ὁ νοῦς στρέφεται
στὸν κόσμο καὶ ἀποκαθιστᾶ σχέση μὲ αὐτόν·κατὰ τὴ φύση του καὶ μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς αἴσθησης
νοεῖ τὰ πράγματα. Ὣς ἐδῶ λειτουργεῖ ἄμεμπτα, ἐνεργοποιώντας
δυνάμεις δοσμένες ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ νόημα, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς νοητικῆς ἐνέργειας, ἐντοπισμένο ὄχι
πιὰ ὅπως τὸ πράγμα ἔξω
ἀπὸ τὸν νοῦ ἀλλὰ ἐντὸς αὐτοῦ, ἐνδέχεται νὰ χρησιμοποιηθεῖ μὲ τρόπο
κακό: τῇ γὰρ ἐσφαλμένῃ
τῶν νοημάτων χρήσει ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων ἀκολουθεῖ.
Τὸ πάθος ἑδράζεται στὴν κακὴ χρήση
τοῦ νοήματος.
Ἡ ἄλογη χρήση (παράχρησις ἢ κατάχρησις) τῶν νοημάτων, καὶ κατὰ προέκταση
τῶν πραγμάτων,
γεννᾶ τὰ πάθη, τὴν ἀκολασία, τὸ μίσος,
τὴν ἄγνοια· ἀντίθετα, ἡ εὔλογη χρήση γεννᾶ τὴν
σωφροσύνη καὶ τὴν ἀγάπη
καὶ τὴ γνώση [3].
Κάθε πάθος συνίσταται στὴ σύζευξη ἐνὸς αἰσθητοῦ πράγματος (καὶ τῆς ἀντίστοιχης
αἴσθησης) καὶ μιᾶς φυσικῆς ἀνθρώπινης δύναμης (πχ.
τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας, τοῦ λόγου)· ἡ δύναμη
αὐτὴ
ἔχει ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὸ φυσικὸ στόχο της, ἐξυηηρετώντας, ὕστερα ἀπὸ τὴ σύζευξή της μὲ τὸ
συγκεκριμένο
αἰσθητὸ πράγμα, ἕνα νέο – κατὰ σύνθεσιν –
τέλος.
Ὁ νοῦς ἔχει τὴν εὐθύνη νὰ διακρίνει
καὶ νὰ ἀποκόψει τὸ τέλος τοῦ αἰσθητοῦ πράγματος (καὶ τῆς
αἰσθήσεως ποὺ τὸ προσλαμβάνει) ἀπὸ τὸ τέλος τῆς φυσικῆς δυνάμεως, καὶ νὰ ἐπαναφέρει ἔτσι
τὸ καθένα στὸν οἰκεῖο λόγο του.
Γιὰ νὰ τὸ πετύχει αὐτὸ ὁ νοῦς,
πρέπει, πρῶτον, νὰ θεωρήσει τὸ αἰσθητὸ πράγμα καθαυτό· πρέπει,
ἀκόμα, νὰ ἀπεξαρτήσει τὴν ἀντίστοιχη
αἴσθηση ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ πράγμα καὶ ἔτσι νὰ τὴ θεωρήσει
ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὴν
οἰκειότητα πρὸς τὸ ἀντικείμενό της.
Δεύτερον, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀκυρώσει ὁ νοῦς
τὴν διάθεση τῆς ἀνθρώπινης φυσικῆς δύναμης πρὸς τὸ αἰσθητὸ καὶ τὴν
αἴσθηση.
Τρίτον, ὀφείλει ὁ νοῦς νὰ ἀφανίσει παντελῶς καὶ τὴν φαντασία τῶν
παθῶν καθεαυτά, τὴν φαντασία
δηλαδὴ ποὺ γεννιέται ἀπόντος
τοῦ αἰσθητοῦ ὄντος τοῦ συμπλεκομένου στὸ πάθος
[4].
Ὅλη αὐτὴ ἡ πορεία ἔχει σαφέστατα γνωστικὸ-ἐπιστημονικὸ περιεχόμενο, αὐτὸ τῆς συλλογῆς
τῶν λόγων τῆς φύσεως.
Ἡ ἐμμονὴ στὸ πάθος ἀποτελεῖ στὴν
πραγματικότητα ἀναπηρία τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς.
Ἀπομονώνοντας ὁ ἄνθρωπος τὴν
πρωταρχικὴ λειτουργία τῆς αἴσθησης ἀπὸ τὸν λόγο
καὶ τὸν νοῦ,
ἀπολυτοποιώντας δηλαδὴ τὴ γνώση
ποὺ αὐτὴ τοῦ προσφέρει, μένει δέσμιος μιᾶς αἴσθησης ἔγκλειστης
στὸν δικό της ἐπιφανειακὸ καὶ παραπλανητικὸ ὁρίζοντα.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁρίζοντας ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀναφύονται
τὰ πάθη: τὰ τῶν αἰσθητῶν
εἴδη καὶ σχήματα, δι’ ὧν
πέφυκε τὰ πάθη δημιουργεῖσθαι περὶ τὰς ἐπιφανείας τῶν ὁρατῶν, στάσιν λαμβανούσης διὰ τῆς μέσης
αἰσθήσεως τῆς περὶ τὰ νοητὰ διαβάσεως τῆς ἐν ἡμῖν λογικῆς ἐνεργείας.
Ἂν οἱ αἰσθήσεις δὲν εὐγενισθοῦν ἀπὸ τὸν λόγο, ἂν
δὲν ἐνταχθοῦν στὴν εὐσεβῆ λειτουργία τοῦ νοῦ ποὺ τείνει νὰ βρεῖ τὸν Δημιουργὸ Νοῦ,
γίνονται δεσμὰ καὶ φυλακὴ τῆς ψυχῆς.
Ἡ γνωστικὴ ἐμβέλεια τῶν αἰσθήσεων
φτάνει μέχρι τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων· χωρὶς τὴν
λογικὴ ἐνέργεια ἡ ψυχὴ δὲν
μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴν τροχιὰ τῆς διάβασης πρὸς τὰ νοητά, καὶ τότε
ἡ αἴσθηση
χάνει τὴν ἔμφυτη γνωστική της δύναμη.
Ὁ Μάξιμος χρησιμοποιεῖ μὲ δύο
σημασίες τὸν ὅρο ‘‘πάθος’’. Πρῶτον θεωρεῖ πάθη ψεκτὰ
ἢ διαβεβλημένα, ὅλες
τὶς παρὰ φύσιν κινήσεις τῆς ψυχῆς, ἐκτιμώντας
πὼς ὑπεύθυνος γι’ αὐτὲς εἶναι
ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος· αὐτὰ τὰ πάθη
ταυτίζονται μὲ τὶς κακίες.
Δεύτερον, ὀνομάζει πάθη ἀδιάβλητα κάποιες
φυσικὲς ἰδιότητες δοσμένες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό.
Αὐτές,ὑποκείμενες στὴν τροπὴ καὶ τὴν ἀλλοίωση τῆς κτιστότητας, ἀνήκουν
στὴ ‘‘φύση’’ καὶ ὄχι στὸ ‘‘πρόσωπο’’ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ δὲν
σημαίνονται ἐξαρχῆς ὡς καλὲς ἢ κακές · ὁ τρόπος
μὲ τὸν
ὁποῖο θὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὁ νοῦς (ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐλεύθερο
πρόσωπο) θὰ τὶς χαρακτηρίσει
καλὲς ἢ κακές. […]
Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ ἐμπαθὲς νόημα εἶναι
λογισμὸς σύνθετος ἀπὸ κάποιο πάθος καὶ νόημα, ἐπαφίεται στὴν ἀνθρώπινη θέληση νὰ ἀποκόψει τὸ πάθος ἀπὸ τὸ νόημα, ὥστε
νὰ καθαρθεῖ ὁ λογισμός.
Ἡ ἀποκοπὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν
πνευματικὴ ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια [5].
Τρόπος ὕπαρξης τῶν παθῶν
Ὁ νοῦς ἔχει τὴν ἐνθύνη
καὶ γιὰ τὴ σωστὴ χρήση τοῦ νοήματος καὶ γιὰ τὴν παράχρηση ἢ την
κατάχρησή του. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐμπλοκή
του στὰ πάθη, ὀφείλει νὰ θεωρεῖ στὴν
καθαρότητά
τους τοὺς λόγους-τέλη ὄχι μόνο τῶν ὄντων, ἀλλὰ καὶ τῶν
αἰσθήσεων καὶ τῶν ἄλλων
φυσικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου.
Μὲ ἐξαιρετικὴ διεισδυτικότητα ὁ
ἅγιος Μάξιμος ἐπεξηγεῖ πῶς ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ ἀποφύγει
τὰ πάθη,
διδάσκοντάς μας μὲ ποιόν τρόπο ὑπάρχουν αὐτά:
κάθε πάθος συνίσταται ἀπὸ τὴν «συμπλοκὴ» δύο
παραγόντων: ἀφενὸς κάποιου αἰσθητοῦ
ὄντος καὶ τῆς ἀντίστοιχής του αἰσθήσεως (θεωρεῖται
δεδομένη μία
συμπληρωματικότητα, ἀμοιβαιότητα καὶ οἰκειότητα ἀνάμεσα στὰ αἰσθητὰ καὶ στὶς
αἰσθήσεις), ἀφετέρου κάποιας ἔμφυτης δύναμης, ὅπως εἶναι ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία.
Αὐτὰ τὰ ἀρχικὰ συστατικὰ τοῦ πάθους,
δηλαδὴ τὸ αἰσθητὸ ὄν (καὶ ἡ ἀντίστοιχη αἴσθηση) καὶ
ἡ ἔμφυτη δύναμη, ἐμπεριέχονται ἀναμφίβολα
στὴν περιοχὴ τῆς λίαν καλῆς δημιουργίας.
Ἡ νοσηρὴ κατάσταση τοῦ πάθους
δὲν γεννιέται οὔτε ἀπὸ ὄντα οὔτε ἀπὸ αἰσθήσεις οὔτε ἀπὸ
ἔμφυτες
δυνάμεις · ἐπίσης, ἡ νοσηρὴ κατάσταση τοῦ πάθους
δὲν γεννιέταιἀπὸ μόνη τὴν "διπλὴ
συμπλοκή", πρῶτον,
τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τῆς αἰσθήσεως, δεύτερον τοῦ συμπλέγματος αἰσθητοῦ-
αἴσθσης μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἔμφυτη δύναμη.
Ἡ νοσηρότητα τοῦ πάθους γεννιέται:
• εἴτε ἀπὸ τὴ σύγχυση τελῶν ποὺ ἐμφιλοχωρεῖ στὴ συμπλοκὴ αἰσθητοῦ καὶ αἰσθήσεως,
• εἴτε ἀπὸ τὴν ἐκτροπὴ τῆς ἔμφυτης δύναμης ἀπὸ τὸν
κατὰ φύσιν λόγο-τέλος της.
Ὁπωσδήποτε, θεμέλιο τοῦ πάθους καὶ στὶς
δύο περιπτώσεις εἶναι ἡ ἀστοχία τῆς κίνησης, ἡ ἀπώλεια τοῦ φυσικοῦ της τέλους : ἂν ἡ κίνηση
τοῦ αἰσθητοῦ ὄντος κατευθυνθεῖ πρὸς τὴν ἀντίστοιχη
αἴσθηση ἀγνοώντας τὸν ἐνυπάρχοντα
στὸν Θεὸ λόγο τῆς δημιουργίας του, γεννιέται τὸ πάθος.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν ἡ κίνηση
τῆς αἴσθησης ἐγκλωβιστεῖ στὴν οἰκειότητα ποὺ τὰ αἰσθητὰ
ἔχουν
γι’ αὐτήν, ἂν μὲ ἄλλα λόγια περιοριστεῖ ἡ λειτουργικότητα
τῆς αἴσθησης στὴν πρόσληψη τῶν
αἰσθητῶν ὄντων, χωρὶς τὴν ἀναγωγὴ τῆς αἰσθητηριακῆς λειτουργίας στὶς ἀνώτερες
γνωστικὲς
βαθμίδες τοῦ λόγου καὶ τῆς νόησης, καὶ πάλι
γεννιέται τὸ πάθος.
Τὰ πάθη ἀναφύονται ὅποτε τὸ αἰσθητὸ καὶ ἡ αἴσθηση συρρικνώνουν
(καὶ ἐξαντλοῦν) τὰ τέλη τους σὲ μιὰ ‘‘ἐσωτερικὴ ἀμοιβαιότητα’’, ὑποτάσσοντας
τὸν λόγο τῆς δημιουργίας τους σὲ μιὰ ἀμοιβαία
σκοπιμότητα: ὁσάκις
τὸ αἰσθητὸ ὑπάρχει γιὰ τὴν αἴσθηση καὶ ἡ αἴσθηση γιὰ τὸ αἰσθητό,
ἐγκλωβίζουν καὶ τὸν ἄνθρωπο
στὸ πά0ος. Τὸ πάθος εἶναι τελικὰ θέμα προοπτικῆς: πρὸς τὰ ποῦ
κινεῖται ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου, πρὸς τὴν ὕλη ἢ πρὸς τὸν Θεό.
Τὸ κακὸ ὡς παρυπόστασις
Στὴ ρίζα τῶν παραπάνω θεωρήσεων
βρίσκεται ἡ βεβαιότητα τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης πὼς τὸ κακὸν δὲν ὑφίσταται ὡς ὀντότης-ὕπαρξη, δὲν ἀνήκει
στὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ τὸ κακὸ
ὡς στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, ὡς ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια,
ὡς ἀτευξία
καὶ ἀπόπτωση ἀπὸ τὸ ἀγαθό, ὡς παρυπόστασις, ὑπάρχει καὶ συναντᾶται
σὲ ὅλη τὴν
κλίμακα τῶν ὄντων.
Στὸ χωρίο ποὺ παραθέτουμε, συνοψίζονται
μὲ πληρότητα καὶ ἀμεσότητα οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου
Μαξίμου
σχετικὰ μὲ τὸ τί δὲν εἶναι καὶ τί εἶναι τὸ κακόν:
"Ὅρος κακοῦ.
Τὸ κακὸν οὔτε ἦν, οὔτε ἔσται
κατ’ οἰκείαν φύσιν ὑφεστώς· οὔτε γὰρ ἔχει καθ’ ὁτιοῦν
οὐσίαν,
ἢ φύσιν, ἢ ὑπόστασιν, ἢ δύναμιν, ἢ
ἐνέργειαν ἐν τοῖς οὖσιν· οὔτε ποιότης ἐστίν, οὔτε ποσότης,
οὔτε σχέσις, οὔτε τόπος, οὔτε χρόνος, οὔτε θέσις, οὔτε ποίησις, οὔτε
κίνησις, οὔτε ἕξις, οὔτε
πάθος, φυσικῶς τινι τῶν ὄντων ἐνθεωρούμενον, οὔτε μὴν ἐν τούτοις πᾶσιν τὸ παράπαν
κατ’ οἰκείωσιν φυσικὴν ὑφέστηκεν· οὔτε ἀρχή, οὔτε μεσότης, οὔτε
τέλος ἐστίν· ἂλλ’ ἵνα ὡς ἐν
ὅρῳ περιλαβὼν
εἴπω, τὸ κακὸν τῆς πρὸς τὸ τέλος
τῶν ἐγκειμένων τῇ φύσει δυνάμεων ἐνεργείας
ἐστὶν ἔλλειψις, και ἄλλο καθάπαξ οὐδέν."
Καμία ἀπὸ τὶς κατηγορίες τοῦ ὄντος
δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὸ κακόν· καὶ καμία
φυσικότητα
δὲν προσιδιάζει σὲ αὐτό. Τὸ κακόν, ὡς ἐσφαλμένη
κρίση καὶ ἀλόγιστη κίνηση, ἐκφαίνεται
ὡς ἔλλεψη ἐκείνης
τῆς ἐνέργειας τῶν κτισμάτων ποὺ θὰ τὰὁδηγοῦσε στὸ φυσικό τους τέλος,
τὸν Δημιουργό.
Εἴτε ὡς ἐσφαλμένη κρίση εἴτε ὡς ἀλόγιστη κίνηση εἴτε ὡς ἄγνοια
τῆς αἰτίας τῶν ὄντων,
ἡ παρυπόστασις τοῦ κακοῦ εἶναι ὑπόθεση τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου προσφέρουν στὸ κακὸ ὁρίζοντα ἀνάδυσης
στὸ γίγνεσθαι τῆς κτιστῆς φύσης, ἐνῶ τὸ κακὸ παραμένει
ἀνυπόστατον [6].
Μεταποίηση τῶν παθῶν σὲ ἀρετές
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάντα τὴ δυνατότητα
νὰ μεταποιήσει τὰ πάθη τῆς κακίας σὲ ἀρετές.
Καὶ τελικὰ τὰ πάθη εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπηρετήσουν
τὴ σωτηρία τοῦἀνθρώπου· καὶ αὐτό, χωρὶς
νὰ καταργηθοῦν, ἀλλὰ ἔχοντας
μὲ σοφία ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ σύνδεσή τους πρὸς τὴ σωματικότητα.
Ἡ κτήση
τῶν παθῶν ὀφείλει νὰ ὑπηρετεῖ ἐκείνη τὴ χρήση τους, ποὺ ὁδηγεῖ στὰ οὐράνια:
"Πλὴν καλὰ γίνεται καὶ τὰ πάθη ἐν
τοῖς σπουδαίοις, ὁπηνίκα σοφῶς αὐτὰ τῶν σωματικῶν
ἀποστήσαντες, πρὸς τὴν τῶν οὐρανίων μεταχειρίζονται κτῆσιν."
Ἡ ἐνάρετη χρήση τῶν παθῶν πραγματώνεται ἐν
τοῖς σπουδαίοις, σὲ ὅσους ὑποτάσσουν κάθε νόημα στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ [7].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα ἀπὸ γραφὲς
τοῦ ἁγίου Μαξίμου θὰ μποροῦσαν, ἄριστα,
νὰ ἀναγνωσθοῦν αὐτοτελῶς.
Ταυτόχρονα, καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἀποτελεῖ συγκεκριμένη
παραπομπὴ ἐκ μέρους τοῦ κειμένου τοῦ Βασ.
Μπετσάκου.
1. Κεφάλαια διάφορα...,
PG 90, 1196Β-C: Ἡ τῶν ἀνθρώτεων φιλαυτία καὶ
σύνεσις, ἀλλήλους καὶ τὸν νόμον, ἢ ἀπωσαμένη, ἢ σοφισαμένη,
εἰς πολλὰς μοίρας τὴν μίαν
φύσιν κατέτεμε· καὶ τὴν νῦν ἐπικρατοῦσαν
αὐτῆς ἀναλγησίαν
εἰσηγησαμένη, αὐτὴν καθ’ ἑαυτῆς τὴν φύσιν διὰ τῆς γνώμης ἐξώπλισε.
Διά τοι τοῦτο, πᾶς
ὅστις σώφρονι λογισμῷ καὶ φρονήσεως
εὐγενείᾳ, ταύτην λῦσαι δεδύνηται τῆς φύσεως
τὴν ἀνωμαλίαν, ἑαυτὸν
πρὸ τῶν ἄλλων ἐλέησε, τὴν γνώμην κατὰ τὴν φύσιν δημιουργήσας,
καὶ Θεῷ κατὰ τὴν γνώμην διὰ τὴν φύσιν προσχωρήσας...
2. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG
90, 968Α καὶ 988D-989A: Πάθος ἐστὶ κίνησις ψυχῆς παρὰ φύσιν,
ἢ
ἐπὶ φιλίαν ἄλογον, ἢ ἐπὶ μῖσος ἄκριτον, ἤ τινος, ἢ διά
τι τῶν αἰσθητῶν.
3. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG
90, 1008Β, 988C-D: Τί οὖν ἐστι τὸ κακόν; Δῆλον ὅτι τὸ πάθος
τοῦ κατὰ φύσιν νοήματος, ὅπερ δύναται μὴ εἶναι ἐν
τῇ τῶν νοημάτιυν
χρήσει, ἐὰν ὁνοῦς γρηγορῇ.
4. Κεφάλαια διάφορα..., PG
90, 1201B-C: Πᾶν πάθος κατὰ συμπλοκὴν παντός αἰσθητοῦ τινος
καὶ αἰσθήσεως, καὶ φυσικῆς δυνάμεως,
θυμοῦ λέγω τυχόν ἢ ἐπιθυμίας, ἢ λόγου παρατραπέντος
τοῦ κατὰ φύσιν,
συνίσταται. Ἐὰν οὖν τὸ πρὸς ἄλληλα κατὰ σύνθεσιν τέλος, τοῦ τε αἰσθητοῦ
καὶ τῆς
αἰσθήσεως, καὶ τῆς ἐπ’ αὐτῇ φυσικῆς δυνάμεως θεωρήσας ὁνοῦς, δυνηθῇ πρὸς τὸν
οἰκεῖον φύσει λόγον, τούτων ἕκαστον διακρίνας ἐπαναγαγεῖν, καὶ θεωρήσας
καθ’ ἑαυτὸ τὸ
αἰσθητόν, ἄνευ τῆς πρὸς αὐτὸ τῆς
αἰσθήσεως σχέσεως, καὶτὴν αἴσθησιν δίχα τῆς τοῦ αἰσθητοῦ
πρὸς
αὐτὴν οἰκειότητος· καὶ τὴν ἐπιθυμίαν, φέρε εἰπεῖν, ἢ ἄλλην
τινὰ τῶν κατὰ φύσιν
δυνάμεων χωρὶς τῆς ἐμπαθοῦς ἐπ’ αἰσθήσει τε καὶαἰσθητῷ διαθέσεως· ὡς ἡ τοῦ πάθους ποιὰ
παρασκευάζειν τὴν θεωρίαν γίνεσθαι κίνησις, διεσκέδασε
καὶ ἐλέπτυνε, κατὰ τὸν πάλαι τοῦ
Ἰσραὴλ μόσχον, τοῦ οἱουδήποτε
συμβαίνοντος πάθους τὴν σύστασιν, καὶ ὑπὸ τὸ ὕδωρ τῆς
γνώσεως ἔσπειρεν, ἀφανίσας
παντελῶς καὶ αὐτὴν τῶν παθῶν τὴν ψιλὴν φαντασίαν, διὰ τῆς
πρὸς ἑαυτὰ τῶν ἀποτελούντων
αὐτὸ κατὰ φύσιν πραγμάτων ἀποκαταστάσεως.
5. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG
90, 1029Β: Νόημά ἐστι ἐμπαθές, λογισμὸς σύνθετος ἀπὸ πάθους
καὶ νοήματος. Χωρίσωμεν τὸ πάθος ἀπὸ τοῦ νοήματος,
καὶἀπομένει ὁ λογισμὸς ψιλός.
Χωρίζομεν δὲ δι’ ἀγάπης
πνευματικῆς καὶ ἐγκρατείας, ἐὰν θέλωμεν.
6. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, ΡG
90, 1052A: Οὐ περὶ τὴν οὐσίαν τῶν γεγονότων τὸ κακὸν θεωρεῖται,
ἀλλὰ περὶ τὴν ἐσφαλμένην καὶ ἀλόγιστον
κίνησιν. Πεύσεις καὶ Ἀποκρlσεις..., Qu, 9, 20-23:
"Ὁ δι’ ἀρετῆς καὶ γνώσεως
τὸ τῆς ψυχῆς ὀπτικὸν ἀνακαθήρας γινώσκει σαφῶς ὅτι ἡ κακία
ἀνυπόστατός ἐστιν
καὶ ἐν οὐδενὶ τῶν ὄντων ὑπάρχουσα εἰ μὴ μόνονἐν τῷ πράττεσθαι."
7. Πρὸς Θαλάσσιον..., PG 90,
269B-C: "Πλὴν καλὰ γίνεται καὶ τὰ πάθη ἐν τοῖς σπουδαίοις,
ὁπηνίκα σοφῶς αὐτὰ τῶν σωματικῶν ἀποστήσαντες,
πρὸς τὴν τῶν οὐρανίων μεταχειρίζονται
κτῆσιν· οἷον, τὴν μὲν ἐπιθυμίαν τῆς
νοερᾶς τῶν θείων ἐφέσεως ὀρεκτικὴν ἐργάζονται κίνησιν,
τὴν ἡδονὴν δὲ τῆς ἐπὶ τοῖς
θείοις χαρίσμασι τοῦ νοῦ θελκτικῆς ἐνεργείας εὐφροσύνην ἀπήμονα,
τὸν δὲ φόβov τῆς μελλούσης ἐπὶ πλημμελήμασι τιμωρίας προφυλακτικὴν ἐπιμέλειαν, τὴν
δὲ
λύπην διορθωτικὴν ἐπὶ παρόντι κακῷ μεταμέλειαν. Καὶ συντόμως εἰπεῖν, κατὰ τοὺς
σοφοὺς
τῶν ἰατρῶν, σώματι φθαρτικοῦ θηρὸς τῆς ἐχίδνης τὴν
οὖσαν ἢ μελετωμένην ἀφαιρουμένους
λώβωσιν, τοῖς πάθεσι τούτοις πρὸς ἀναίρεσιν χρώμενοι παρούσης
κακίας ἢ προσδοκωμένης,
καὶ κτῆσιν καὶ φυλακὴν ἀρετῆς τε καὶ γνώσεως.
Καλὰ οὖν, ὡς ἔφην, ταῦτα τυγχάνει διὰ τὴν
χρῆσιν ἐν
τοῖς πᾶν νόημα αἰχμαλωτίζουσιν εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ."
antifono – [2fA]