Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

"Σκέψου σαν γάιδαρος "





Αν ψάχνεις τον γάιδαρο, σκέψου σαν γάιδαρος
OSHO, "Κρυμμένα Μυστήρια"


Κάποτε ο Νασραντίν έχασε τον γάιδαρό του – κι αυτός ο γάιδαρος ήταν η μοναδική του περιουσία. Τον έψαχνε σε όλο το χωριό.
Όλοι οι χωρικοί έψαχναν μαζί του, μα δεν κατάφεραν να τον βρουν.
Τότε οι άνθρωποι είπαν πως ήταν ιερός μήνας, ότι περνούσαν πολλοί προσκυνητές από το χωριό κι ότι μπορεί ο γάιδαρος να τους ακολούθησε.
Αλλιώς, αφού είχαν ψάξει όλο το χωριό και δεν τον είχαν βρει, ο Νασραντίν έπρεπε να αποδεχθεί ότι ο γάιδαρος είχε χαθεί.

Ο Νασραντίν όμως είπε ότι θα έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον βρει.
Στάθηκε λοιπόν ακίνητος κι έκλεισε τα μάτια του.
Ύστερα έσκυψε κι άρχισε να περπατάει στα τέσσερα.
Περπάτησε σε όλο το σπίτι κι ύστερα στον κήπο και τελικά έφτασε σε ένα μεγάλο λάκκο, όπου είχε πέσει ο γάιδαρος.
Οι φίλοι του τον ρώτησαν έκπληκτοι τι κόλπο ήταν αυτό.

Ο Νασραντίν είπε:
«Σκέφτηκα πως αφού δεν μπόρεσε ο άνθρωπος να βρει τον γάιδαρο, τότε δεν ήταν αυτό το κλειδί για να τον βρω. Για να βρω τον γάιδαρο, έπρεπε να γίνω γάιδαρος.
Έτσι, άρχισα να νιώθω σαν γάιδαρος κι έλεγα: 
Αν ήμουν γάιδαρος που ψάχνει να βρει ένα γάιδαρο, πού θα κοίταζα;
Μόλις σκέφτηκα μ’ αυτόν τον τρόπο, άρχισα να περπατάω στα τέσσερα.
Δεν ξέρω πώς βρήκα το μέρος, όταν όμως άνοιξα τα μάτια μου, είδα πως είχα φτάσει στο λάκκο.
Και... να τος ο γάιδαρός μου!»



lecturesbureau [2φΑ]



Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

"‎Θαλασσινές αισθήσεις "





-  της Πόπης Αυλωνίτου‎ 


Όλες οι αισθήσεις μου, εσύ...
Είσαι τόσο μακριά μου κι όμως, σε βλέπω, σ' αγγίζω, σε μυρίζω,
σ' ακούω, σε γεύομαι.
Νοητά, ζω μαζί σου. Κοντά σου, δίπλα σου, μέσα σου.
Δυο ζωές που ήταν γραφτό ν' ανταμώσουν, ένα πελαγίσιο πρωινό,
για ταξίδια αισθημάτων.
Μοναδική η αλμύρα τους... Θαλασσινή η μοίρα τους...
Σε κοιτάζω και μέσα απ' τα μάτια σου βλέπω όλες τις Θάλασσες.
Τα πρωινά παίρνουν χρώμα γαλανό.
Όχι αυτό τ' ουρανού μιας μέρας καλοκαιρινής...
Το μαγικό γαλάζιο της Θάλασσας, όταν μπουνατσάρει ο καιρός
και ο ήλιος την κάνει να λάμπει...

Τις νύχτες όλα τ' αστέρια τ' ουρανού χαμηλώνουν, φωτίζουν το χαρτί.
Είναι η ώρα που η καρδιά στάζει και η πένα γράφει τ' όνομά σου.
Βλέπω να μου χαμογελάς κι όλα γύρω μου λάμπουν,
μ' αυτό το έντονο κόκκινο της παρουσίας...
Ή θολώνουν, με το σκούρο γκρι της απουσίας...
Σ' αγγίζω με χέρια που τρέμουν και νιώθω την αγάπη που ψάχνει αγκαλιά.
Τα σχοινιά φερμάρουν κι εγώ αρυμούλκητη στην αγκαλιά σου.
Οι σκέψεις γίνονται κύματα που λυσσομανάνε
κι εγώ ανήμπορη να τα κουμαντάρω, αφήνομαι στον κυματισμό τους.
Η μυρωδιά σου είναι παντού σαν γλυκοβραδιάζει.
Όχι η μυρωδιά από τ' άρωμά σου. Μα η ευωδία του ιδρώτα σου.
Γιασεμί και νυχτολούλουδο, ποτισμένα με την αλμύρα της Θάλασσας.
Νοσταλγώ την γεύση του φιλιού σου. Γεύση ποτισμένη με αλάτι.
Γλυκό του κουταλιού η αλμύρα σου.
Απ' αυτό που το κρύβω στο ντουλάπι, γιατί φοβάμαι μην τελειώσει.

Ακούω την ανάσα σου.
Άλλοτε ηχώ από βιολί κι άλλοτε άνεμος που μου δίνει φτερά
και με ταξιδεύει σε πέλαγα ανοιχτά.
Εσύ ο ταξιδευτής στα ταξίδια του μυαλού μου.
Ένας δυνατός ψίθυρος μ' ανατριχιάζει
και η χροιά της φωνής σου, αστραπή που με γλυκοταράζει.
Απόπλου λοιπόν... γι' αυτό το ταξίδι
που το γαλάζιο της Θάλασσας και το κόκκινο της καρδιάς,
αγγίζουν το ουράνιο τόξο.
Γι' αυτό το ταξίδεμα των αισθήσεων,
για εκεί που η μοναξιά δεν θα 'ναι κι απόψε μοναχή...



fb ΚΑΡΑΒΟΛΑΤΡΕΣ
[2fA]




Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

"Ο Χιζίρης του Χικμέτ "





Najim Hikmet  -  Ο ΧΙΖΙΡΗΣ
[από την Συλλογή Παραμυθιών "Sevdali Bulut", 1975]


Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς.
Μια μέρα λοιπόν βγάζει τελάληδες και λέει στους υπηκόους του:
- Όποιος μου βρει και μου φέρει τον Χιζίρη, θα του κάνω ό,τι μου ζητήσει.
Ποιός μπορούσε όμως να ’βρει τον Χιζίρη; Γιατί ο Χιζίρης κατέβαινε στον κόσμο μια φορά τον χρόνο στη γιορτή τον Χιντρελέζ (τη λαϊκή γιορτή για την αρχή του καλοκαιριού και την καλή συγκομιδή), και δεν φτάνει μόνο αυτό, μα σαν κατέβαινε παρουσιαζότανε μονάχα στους καλόψυχους ανθρώπους!
Κι όποιος τον έβλεπε μπροστά του του ζητούσε ό,τι επιθυμούσε.
Κι ο Χιζίρης εκτελούσε αμέσως την επιθυμία του.
Πώς ήταν λοιπόν μπορετό να βρούνε τον Χιζίρη, μόνο και μόνο επειδή το θέλησε ο βασιλιάς...

Ένας από τους υπηκόους τον βασιλιά, με μεγάλη οικογένεια, ζούσε πολύ φτωχικά. 
Μόλις και τα φέρνανε βόλτα· πολλές βραδιές μάλιστα πέφτανε νηστικοί στο κρεβάτι. 
Σαν άκουσε λοιπόν την επιθυμία του βασιλιά, λέει στη γυναίκα του:
- Έτσι κι αλλιώς όλοι εδώ θα πεθάνουμε της πείνας. Θα πάω στον βασιλιά και θα του πω ότι εγώ μπορώ να τον βρω τον Χιζίρη.
Θα του ζητήσω σαράντα μέρες καιρό και πολλά λεφτά, που θα φτάσουνε να ζήσετε καλά για όλη τη ζωή σας. Ύστερα από τις σαράντα μέρες... για με κρεμάσει ο βασιλιάς, για με κάψει, το ίδιο μου κάνει. 
Φτάνει που θα ’χετε γλιτώσει εσύ και τα παιδιά από την πείνα.

Η γυναίκα αγαπούσε πολύ τον άντρα της. Και τί δεν έκανε να τον καταφέρει ν’ αλλάξει γνώμη. 
Του κάκου όμως. Ο άντρας της είχε πάρει την απόφασή του. 
Παρουσιάζεται λοιπόν στο βασιλιά και του λέει:
– Βασιλιά μου, εγώ θα σου βρω και θα φέρω εδώ μπροστά σου τον Χιζίρη. 
Χρειάζομαι όμως σαράντα μέρες καιρό και αρκετά λεφτά για την οικογένειά μου.
Ο βασιλιάς δίνει διαταγές στους ανθρώπους του.
Κι ο καλός μας άνθρωπος, με τα λεφτά που πήρε, έκανε προμήθειες σαράντα ολόκληρες μέρες σε τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα για το σπίτι του.

Στις σαράντα πάνω, ο βασιλιάς φωνάζει τον άνθρωπό μας:
– Βρήκες τον Χιζίρη; τον ρωτάει.
– Όχι, βασιλιά μου, του απαντάει εκείνος. Κι αν θες την αλήθεια δεν πρόκειται να τον βρω ποτέ. Σου είπα ψέματα, αφέντη μου, για να γλιτώσω την οικογένειά μου από την πείνα.
Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να τον τιμωρήσει.
Τι τιμωρία θα του έβαζε, θα τ’ αποφάσιζε με τους βεζίρηδές του.

Ρωτάει λοιπόν τον πρώτο:
– Πώς να τιμωρήσουμε τούτον εδώ, που τόλμησε να ξεγελάσει τον βασιλιά;
– Να τον κόψουμε σε σαράντα μικρά κομμάτια και να κρεμάσουμε κάθε κομμάτι στο τσιγκέλι του χασάπη, απαντάει εκείνος.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή όμως βλέπουνε ξαφνικά μπροστά τους ένα παιδάκι, που λέει:
– Ο καθένας με την τέχνη του.

Ο βασιλιάς, που δεν κατάλαβε τι σημαίνανε τα λόγια του παιδιού, ρωτάει τον δεύτερο βεζίρη του: – Εσύ πώς λες να τιμωρήσουμε τούτον εδώ τον άνθρωπο, που τόλμησε να ξεγελάσει τον βασιλιά;
– Να τον γδάρουμε και να γεμίσουμε το τομάρι του με άχυρο, απαντάει ο δεύτερος.
Και το παιδάκι που παράστεκε:
– Ο καθένας με την τέχνη του, ξαναλέει.

Ο βασιλιάς όμως ρωτάει τώρα και τον τρίτο βεζίρη του: – Εσύ τι λες;
Και ο τρίτος: – Τι να σου πω, βασιλιά μου.
Η αιτία που είπε ψέματα τούτος εδώ ο ανθρωπάκος είναι η πείνα.
Σαν έχεις λίγη συμπόνια και καλοσύνη μέσα σου, πρέπει να τον συγχωρέσεις.
Και το παιδάκι: – Ο καθένας με την τέχνη του, ξαναλέει.

Ο βασιλιάς τούτη τη φορά δεν άντεξε:
– Ποιος είσαι συ; Από πού ξεφύτρωσες; το ρωτάει.
Όλο «ο καθένας με την τέχνη του» μας κοπανάς. Τι θες να πεις λοιπόν;
Τότε το παιδάκι αρχίζει και λέει:
– Θέλω να πω, βασιλιά μου, πως ο πρώτος σου βεζίρης, πριν τον πάρεις στην υπηρεσία σου, ήτανε χασάπης. Ζήτησε λοιπόν τιμωρία κατά την τέχνη του.
Κι ο δεύτερος, πριν γίνει βεζίρης σου, ήτανε παπλωματάς.
Κι αυτός ζήτησε τιμωρία κατά την τέχνη του.
Ο τρίτος, όμως, πριν γίνει βεζίρης σου, ήτανε δούλος, και ξέρει πολύ καλά τι θα πει φτώχεια, τι θα πει πείνα. Γι’ αυτό ζήτησε να συγχωρέσεις τον ανθρωπάκο.

Αν θες τώρα να μάθεις για μένα, είμαι ο Χιζίρης που ζητούσες, που παρουσιάζομαι μόνο στους καλούς ανθρώπους. Εδώ βέβαια δεν ήρθα για σένα και τους δύο βεζίρηδές σου, μα γι’ αυτόν τον φτωχό άνθρωπο και τον τρίτο βεζίρη σου.
Άφησε λοιπόν ελεύθερο τον ανθρωπάκο - όπως σου ’χε υποσχεθεί, μ’ έφερε εδώ, μπροστά σου.

Κι ο Χιζίρης, σαν να ’ταν σίγουρος ότι ο βασιλιάς δεν θα τολμήσει να πειράξει τον άνθρωπό μας και τον τρίτο βεζίρη του, ξεμάκρυνε απ’ το παλάτι κουνώντας χαρούμενα τα χέρια του.



alfavita – [2φΑ]



Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

"Eἰς τί ἐδίστασας; "




Κυριακή Θ´ Ματθαίου
(Ματθ. ιδ΄ 22-34)


22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
23
καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ.
24
τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.

25
τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
26
καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν.
27
εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.

29 ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν.
30
βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με.
31
εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;

32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος·
33
οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ
34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.



[2fA]



Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

"Οι σταυρωμένοι.. "





π. Λίβυος  -  «Οι σταυρωμένοι του Αυγούστου…»


….   Κάθε μια ώρα σχεδόν είχε πλοίο.
Κόσμος, άνθρωποι όλων των ηλικιών, κοινωνικών και μορφωτικών τάξεων, γινόντουσαν ίσοι. 
Ο πόνος τους ένωνε.
Μάτια δακρυσμένα, πρόσωπα απελπισμένα, γεμάτα φόβο και αγωνία, αδύναμα να ελέγξουν το ανεξέλεγκτο της θνητότητας.
Σαφέστατα υπήρχαν και οι χαρούμενες όψεις του προσκυνήματος, άλλα κι εκείνοι είχαν περάσει από την κόλαση και τώρα χαμογελούσαν από τον παράδεισο. 
Ερχόντουσαν αυτή την φορά να πούνε ένα «ευχαριστώ» στην μεγάλη Μάνα.

Η πιο συγκλονιστική όμως εικόνα ήταν εκείνη των ανθρώπων που σχεδόν από το πλοίο, από το λιμάνι, διέσχιζαν γονατιστοί την μεγάλη λεωφόρο, την τεράστια ανηφόρα που οδηγούσε στον ναό της Παναγίας.
Ένας Γολγοθάς γεμάτος πόνο και πολύ ελπίδα.
Εκεί ένιωθες να ραγίζουν τα μέσα σου, συγκίνηση και απόλυτο σεβασμό σε ανθρώπινα πρόσωπα που ο πόνος τα είχε γονατίσει.

Όλοι έκαναν στην άκρη και με ρίγη συγκινήσεως κοιτούσαν.
Κάποιοι προσεύχονταν γι αυτούς κι ας μην τους ήξεραν, γνώριζαν όμως ότι κουβαλούσαν αβάστακτο πόνο.
Αυτή η μυσταγωγία ολοκληρώνονταν όταν εισέρχονταν μετά από πολύ ώρα ματωμένοι και ταλαιπωρημένοι, μέσα στο ναό.
Δέος, κατάνυξη, δάκρυα και συγκίνηση.
Σταυρωμένοι άνθρωποι που αναζητούσαν την ανάσταση.

Σαφέστατα και η Παναγία δεν έχει ανάγκη τίποτε από όλα αυτά, για να συντρέξει εις βοήθεια. 
Όμως έχει αξία να σταθούμε στον πόνο, την αγωνία, την απελπισία αυτών των ανθρώπων.
Στην πίστη τους για θεραπεία, για λύτρωση, για μια ζωή "Αλλιώς".
Και ξέρετε όταν φτάσει κανείς στα όρια του θανάτου, όχι μόνο του δικού του, αλλά του παιδιού του, γενικότερα του ανθρώπου του, τότε μπορεί ολότελα να αντιληφθεί αυτό τον σωματοποιημένο σπαραγμό.
Να νιώσει το δικαίωμα σε αυτή την σωματοποιημένη κραυγή, στο μοναχικό "γιατί".

Βέβαια όλα αυτά, για να τα καταλάβεις και να μην τα λοιδορήσεις, χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις: πίστη, ταπείνωση και πόνος.   ….




[2fA]



Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

"Ελπίδα για μια βάρκα "





-  Μπέρτολτ Μπρεχτ
από τις "Ιστορίες του κυρίου Κόινερ"


Ο κύριος Κόινερ διέσχιζε μια κοιλάδα, όταν έξαφνα πρόσεξε πως πατούσε στα νερά. 
Τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα ένα θαλάσσιος βραχίονας, και πως πλησίαζε η ώρα της πλημμυρίδας.

Σταμάτησε κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα.
Και καθώς η βάρκα δε φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει πως το νερό δεν θα ανέβαινε άλλο.

Μα όταν το νερό έφτασε ως το σαγόνι του, εγκατέλειψε κι αυτή την ελπίδα και κολύμπησε.
Είχε καταλάβει επιτέλους, πως αυτός ήταν η βάρκα.



imerodromos – [2φΑ]



Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

"Η χαρά και η ελπίς ημών "






Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης  -  Η Παναγία μας


Η ψυχή μου συνέχεται υπό φόβου και τρόμου, όταν αναλογίζωμαι την δόξαν της Θεομήτορος. Ενδεής είναι ο νους μου και πτωχή και αδύνατος η καρδία μου, αλλ’ η ψυχή μου χαίρει, και έλκομαι, ίνα γράφω έστω και ολίγους λόγους δι’ Αυτήν. Η ψυχή μου φοβείται να τολμήση, αλλ’ η αγάπη με πιέζει να μη αποκρύψω τας ευεργεσίας της ευσπλαγχνίας Αυτής. Η Θεοτόκος δεν παρέδωκε τη Γραφή ούτε τας σκέψεις, ούτε την αγάπην Αυτής προς τον Θεόν και Υιόν Αυτής, ούτε τας οδύνας της ψυχής Αυτής κατά τον καιρόν της σταυρώσεως, διότι και τότε πάλιν δεν θα ηδυνάμεθα να συλλάβωμεν ταύτα.
Η αγάπη Αυτής προς τον Θεόν ήτο ισχυροτέρα και φλογερωτέρα της αγάπης των Σεραφίμ και των Χερουβίμ, και πάσαι αι δυνάμεις των αγγέλων και αρχαγγέλων εκπλήττονται δι’ Αυτήν. 

Καίτοι η ζωή της Θεομήτορος καλύπτεται υπό αγίας σιγής, ο Κύριος έδωκεν εις την Ορθόδοξον ημών Εκκλησίαν ίνα γνωρίζη ότι δια της αγάπης Αυτής περιπτύσσεται τον κόσμον όλον και εν Πνεύματι Αγίω βλέπει πάντας τους λαούς της γης και, ως ο Υιός Αυτής, πάντας σπλαγχνίζεται και πάντας ελεεί. Ώ, εάν εγνωρίζομεν ποτε πόσον αγαπά η Παναγία πάντας τους φυλάσσοντας τας εντολάς του Χριστού, και πόσον λυπείται και θλίβεται δια τους μη μετανοούντας! Εγνώρισα τούτο εκ πείρας. Δεν ψεύδομαι, λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Θεού, ότι εν πνεύματι γνωρίζω την Άχραντον Παρθένον. 

Δεν είδον Αυτήν, αλλά το Πνεύμα το Άγιον έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω Αυτήν και την αγάπην Αυτής δι’ ημάς. Άνευ της ευσπλαγχνίας Αυτής η ψυχή μου θα απώλλυτο προ πολλού. Εκείνη όμως ηυδόκησε να επισκεφθή και νουθετήση εμέ, όπως μη αμαρτάνω. 
Είπεν εις εμέ: «Δεν είναι αρεστόν εις εμέ να βλέπω τα έργα σου». 
Οι λόγοι Αυτής ήσαν ευχάριστοι, ήρεμοι, πράοι και συνεκίνησαν την ψυχήν.
Παρήλθον υπέρ τα τεσσαράκοντα έτη, αλλ’ η ψυχή μου δεν δύναται να επιλησθή εκείνης της γλυκείας φωνής, και δεν γνωρίζω πώς να ευχαριστήσω την αγαθήν ελεούσαν Μητέρα του Θεού. 

Εν αληθεία, Αυτή είναι η Αντίληψις ημών ενώπιον του Θεού, και μόνον το όνομα Αυτής χαροποιεί την ψυχήν. Αλλά και ο ουρανός όλος και όλη η γη χαίρουν δια την αγάπην Αυτής. Αξιοθαύμαστον και ακατάληπτον πράγμα! Ζη εν τοις ουρανοίς και αδιαλείπτως θεωρεί την δόξαν του Θεού, αλλά δεν επιλανθάνεται και ημών των πενήτων, και δια της ευσπλαγχνίας Αυτής περιβάλλει όλην την γην και πάντας τους λαούς. Και αυτήν την Άχραντον Μητέρα Αυτού ο Κύριος έδωκεν εις ημάς. Αύτη είναι η χαρά και η ελπίς ημών. Αύτη είναι η κατά πνεύμα Μήτηρ ημών, και είναι πλησίον εις ημάς κατά φύσιν ως άνθρωπος, και εκάστη χριστιανική ψυχή έλκεται προς Αυτήν εν αγάπη.




[2φΑ]



Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

"Ζωγραφική σε τοίχο "


Montpellier


ΠΡΙΝ







ΜΕΤΑ




fb – Terra Incognita
[2fA]



Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Μνήμη θανάτου





-  από τις Ψυχαποσκευές


….   Και να, δίπλα μου, αντίκρυ μου, κρυμμένη στις πτυχές της κρίσης, η σκιά του θανάτου. Το σκοτάδι, η σιωπή κι ο φόβος.
Το σκοτάδι της αβύσσου, η σιωπή του κενού και ο φόβος του χάους.
Χθες αυτά δεν υπήρχαν. Μα τάχα, υπήρχα εγώ χθες;
Ένα νούμερο ληξιαρχείου, μια πλαστική ταυτότητα και μια ψευδαίσθηση πρωταγωνιστή· αυτά ήμουν. Επιφάνεια, χωρίς άλλη διάσταση…
Σκόρπισμα, χωρίς μοίρασμα… Αδράνεια…

Η κρίση, η οποιαδήποτε κρίση, είναι η ευκαιρία.
Κι είναι εύκολο βέβαια να την ονομάζεις έτσι, και δύσκολο να την αποδέχεσαι σαν τέτοια, αλλά ακόμα πιο δύσκολο είναι να την αξιοποιείς.
Να ξεχνάς τις συνήθειες, τους φόβους και τις ενοχές σου και να βλέπεις τα πράγματα απ’ την αρχή.
Καθαρά, σ’ όλο τον δρόμο της προοπτικής τους, μέχρι τον θάνατο.
Γιατί ο θάνατος, στην άκρη της ζωής, είναι άρρηκτα δεμένος στην κρίση.
Γι αυτό και η κρίση, είναι η μοναδική ευκαιρία να υπερβείς τον θάνατο.

Λένε οι όσιοι γέροντες: Έχε μνήμη θανάτου.
Όχι να σκέφτεσαι συνέχεια τον θάνατο σαν μοιραία κατάληξη της μάταιης ζωής σου, μέσα σε θλίψη, πένθος και θρήνο για τον άθλιο ρόλο που διαδραμάτισες σ’ ένα κακοδουλεμένο από σένα σενάριο, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Να θυμάσαι πως υπάρχει το τέλος – κάποτε, σύντομα, πιθανόν και στον επόμενο τόνο… - και να ετοιμάζεις μεθοδικά ψυχαποσκευές συγγνώμης, αγάπης, ειλικρίνειας, εμπιστοσύνης και φιλίας, με τον εαυτό σου, με τους άλλους, με τους κεκοιμημένους αδελφούς, με τον Θεό.
Υπάρχει τίποτα καλύτερο από αυτή την χαρά της προετοιμασίας, μες στην προσδοκία του ταξιδιού, του νόστου;   ….



Μ Ψ



Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

"Η Προσευχή του Κόντογλου "











Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος


Φώτης Κόντογλου   († 1965)
   
Προσευχή

Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. 
Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω.
Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερμηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. 

Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα.
Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο.

Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. 
Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία.



pneumatoskoinwnia – [2φΑ]



Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

"Ναι, έρχου Κύριε! "





"Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου
Φωτίου Κόντογλου † 1965"   (Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη")


- Όποιος αγαπά τον Θεό, φλέγεται χωρίς να το δείχνει, χαίρεται χωρίς να γελά, συντρίβεται μέσα στον βυθό του εαυτού του.

- Η αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός είναι άλλο πράγμα από τη λεγόμενη φιλανθρωπία. Για τούτο οι φιλάνθρωποι δεν γεύουνται αυτή την αγάπη του Χριστού, που είναι «νερό που πηδά σε ζωή αιώνια».
Οι φιλανθρωπίες που κάνουνε οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι φιλάνθρωποι, κι' όποιος είναι πρακτικός άνθρωπος, δεν είναι χριστιανοί.

- Όποιος αγαπά τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, αγαπά το πράγμα που αξίζει να αγαπηθεί πιο πολύ απ' όλα.
Μέσα στον Χριστό βρίσκεται ό,τι αξίζει την αγάπη, η ταπείνωση, ο πόνος, η πραότητα, η πνευματική θλίψη κ' η πνευματική χαρά που είναι κ' οι δυο γλυκές όταν γίνονται στ' όνομα του Χριστού.

- «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».
Να μας αναπαύσεις! Δεν θέλουμε ούτε να το ακούσουμε.
Μα εμείς δεν θέλουμε ν' αναπαυθούμε.
Εμείς θέλουμε νάμαστε φορτωμένοι, με τα πάθη μας, με τις έχθρες μας, με τους πολέμους, με τις φροντίδες της φιλοδοξίας, της σάρκας, με αίματα λερωμένοι, με πιστόλια, με κανόνια, με μπόμπες.

Τι θα γίνουμε χωρίς αυτά, Κύριε ειρηνοποιέ;
Πώς θα ζήσουμε έτσι αναπαυμένοι, με τι θα γεμίσουμε τον άδειο τον εαυτό μας, αφού για μας είναι ζωή μονάχα αυτά τα πράγματα.
Ειρήνη μας δίνεις, μα η ειρήνη είναι ο θάνατός μας, αφού είναι ο θάνατος των αγαπημένων μας παθών!

Αν έλεγες «κ' εγώ θα σας φορτώσω και άλλα τέτοια βάρη, που δεν τα γνωρίζετε, εγώ θα πλουτίσω την ψυχή σας και με άλλα τέτοια πλούτη, που να μη ειρηνέψετε ποτέ», τότε θα ερχόμαστε κοντά σου, θα σε παραδεχόμαστε για Θεό μας.
Εμείς θέλουμε θεούς που να μας φορτώνουνε, εκδικητικούς, σαν τον Άρη, σαν τον Δία, σαν τον Κρόνο, ψεύτες σαν τον Ερμή, σαν τους άλλους.
Εμείς θέλουμε να ζούμε την κακία, γιατί αυτή είναι ζωντανή και δυνατή.
«Ναι, έρχου, Κύριε!» Κράζει με χαρά ο Ιωάννης στον Ερχόμενο επί Νεφελών στη Δευτέρα Παρουσία...

Πρέπει νάσαι άγιος, δίκαιος και μάλιστα νάσαι Ιωάννης, για να χαίρεσαι πως θάρθει ο Χριστός και να τον περιμένεις. Εμείς κράζουμε «μην έλθεις Κύριε».
Γιατί είμαστε αμαρτωλοί και έρχεται η οργή του Κυρίου καταπάνω μας.  ….
Μακάριοι όσοι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή! Αλλά αλλοίμονο!
Ποιος είναι έτοιμος σαν τον Ιωάννην τον αγιότατο από τους αγίους;
Όλοι μας φοβούμαστε μήπως έλθεις ως κλέπτης εν νυκτί (Λουκάς ΚΑ').

- Οι άνθρωποι, αν τους βρίσεις ή λογοφέρεις μαζί τους ή γράψεις γι' αυτούς κακό, έρχεται ώρα που μπορεί να σου το συχωρέσουν.
(Δεν βαριέσαι, αδελφέ, ξέχασέ τα!)
Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ και για το οποίο θα σε μισήσουνε, είναι να ζεις κατά τέτοιον τρόπο, που να ντρέπουνται εκείνοι για τη δική τους τη ζωή, νάναι η ζωή σου σαν ένας έλεγχος της δικής τους.

- Όποιος απογεύθηκε κατάκαρδα την ειρήνη του Χριστού, δεν βιάζει τον εαυτό του νάναι φτωχός, μα θεληματικά ποθεί τη φτώχεια, και χάνει τη χαρά του σαν αποκτήσει κάτι τι παραπάνω, ας είναι και το πιο τιποτένιο πράγμα.
Κι' ό,τι είναι ταπεινό και φτωχικό και καταφρονεμένο, τ' αγαπά κρυφά μέσα στην καρδιά του χωρίς να λέγει τίποτα σε κανέναν, γιατί ο ταπεινός αγαπά τη σιωπή και τη λησμονιά: «Εγγύς ο Θεός της λυπηράς καρδίας».

- Μόλις σκορπίσουνε οι πειρασμοί κι' ανοίξει η πόρτα της ψεύτικης χαράς και της αναπαύσεως, κλείνει η πόρτα της αληθινής ευφροσύνης.
Αυτό το νοιώθει καθαρά ο Χριστιανός.



pneumatoskoinwnia – [2φΑ]



Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

"Ως λέων πέποιθε.. "





-  Φώτης Κόντογλου   († 1965)


Όταν μιλήσεις στους ψευτοχριστιανούς για σκληρή άσκηση στο κορμί και στο πνεύμα για την αγάπη του Χριστού, θυμώνουνε, σε λένε φακίρη, ειδωλολάτρη, βάρβαρο.
Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό...
Ο πιστός θα νοιώσει κατάνυξη, ο χλιαρός, δηλαδή ο ψεύτικος, ο άπιστος, θα διαμαρτυρηθεί.

Τι αν λέγει ο Χριστός: «Μακάριοι όσοι αφήσανε τα πάντα και μ' ακολουθήσανε», ή «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» [δηλ. όποιοι "βιάζουν" τον εαυτό τους, για να νικήσουν τα πάθη τους και να ζήσουν κατά τη διδασκαλία του Χριστού], και πως «θλίψιν έξετε», και πως «στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»;
Εμείς θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί χωρίς Χριστό, δηλ. χωρίς θλίψη πνευματική, χωρίς να σηκώνουμε τον σκληρό σταυρό, αλλά να περπατάμε στον πλατύν δρόμο. 

Αυτοί οι ψεύτικοι χριστιανοί, σαν τους μιλά κανένας για σκληρή και στερημένη ζωή, για θυσία, για άσκηση, λένε πως αυτά δεν τα θέλει ο Χριστός, και πως αυτά είναι παρακαμώματα [=υπερβολές, ότι με αυτό τον τρόπο "το παρακάνουμε"].
Μα, ω ανόητε άνθρωπε, στον Χριστιανισμό, τίποτα δεν μπορεί να παραγίνει.
Για όλα τα ανθρώπινα πράγματα μπορείς να πεις πως κάτι τι είναι παρακανωμένο, μονάχα για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει παρακάνωμα.

Τι παρακάνωμα μπορεί να σηκώσει ακόμα το να αγαπάς αυτόν που σκότωσε τον πατέρα σου, τι παρακάνωμα μπορείς να κάνεις στο να σε χτυπήσουνε και στο άλλο μάγουλο, τι παρακάνωμα να γίνει ακόμα στο να πεινάς και να διψάς την καταφρόνεση, στο να κάνεις όσα ζητά ο Θεός από εσένα, δηλ. στο ν' αγαπάς τους εχθρούς σου, να γλυκομιλάς αυτόν που σε βρίζει, να μην κρίνεις αυτόν που σε δικάζει, να ταπεινώνεσαι μπροστά στον πιο τιποτένιον άνθρωπο, κι' όταν τα κάνεις όλα αυτά, να λες πως είσαι «αχρείος δούλος»;

Τι παρακάνωμα μπορεί να γίνει ακόμα στο να πιστέψεις πως θα αναστηθούνε τα σώματά μας αθάνατα ως να ανοιγοκλείσει το μάτι, και πως ο κόσμος όλος θ' αλλάξει μονομιάς, και πως θα γίνει άλλος καινούριος κόσμος άφθαρτος;
Λοιπόν υπάρχει τίποτα στον Χριστιανισμό που να μπορεί να παρακαμωθεί;

Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιο απίστευτο από όλα τα απίστευτα. Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού είναι μια μοναχά, η πίστη.
Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάνωμα.
Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός...

Γι' αυτό οι τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι' αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός.
Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει «ως λέων πέποιθε», κατά τον προφήτη.



pneumatoskoinwnia – [2φΑ]



Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

"Ζει ο Μεγαλέξανδρος; "






Κάποτε, τα παλιά τα χρόνια…


Φώναξε ο Μεγάλος Βασιλιάς όλους τους σοφούς και τους ρώτησε:
«Πώς θα μπορέσω να ζήσω πολλά χρόνια;
Ήθελα να κάμω πολλά καλά στον κόσμο».
«Bρίσκεται τρόπος» αποκρίθηκαν οι σοφοί, «μα είναι κάπως δύσκολος».
«Δε σας ρώτησα» είπε ο βασιλιάς, «να μου πείτε αν είναι δύσκολος· ποιος είναι θέλω να μάθω».
«Nα βρεις το αθάνατο νερό» του είπαν οι σοφοί.

«Kαι πού είναι αυτό το αθάνατο νερό;»
«Aνάμεσα σε δυο βουνά. Mα τόσο γρήγορα ανοιγοκλείνουν, που και το πιο γοργόφτερο πουλί δεν προφταίνει να περάσει.
Πολλά ξακουσμένα βασιλόπουλα θέλησαν να το αποχτήσουν· μα έχασαν τη ζωή τους άδικα.
Άμα καταφέρεις να περάσεις ανάμεσα στα δυο βουνά, θα βρεις ένα δράκοντα, που ποτέ δεν κοιμάται. Aν σκοτώσεις τον δράκοντα, θα το πάρεις».

Όταν το άκουσε ο βασιλιάς πρόσταξε αμέσως να σελώσουν το άλογό του.
Φτερά δεν είχε, μα πετούσε σαν πουλί.
Καβαλίκεψε και σε λίγο έφτασε στο μέρος που του είχαν πει οι σοφοί.
Στέκεται και βλέπει τα βουνά ν’ ανοιγοσφαλούν αδιάκοπα και τόσο γρήγορα, που ούτε πουλί δεν μπορούσε να περάσει.
Mα ο βασιλιάς δεν τα χάνει.
Δίνει μια βιτσιά και πέρασε ανέγγιχτος ανάμεσα στα δυο βουνά.
Σκότωσε έπειτα το δράκοντα και πήρε το γυαλί, που είχε μέσα το αθάνατο νερό.

Όταν γύρισε στο παλάτι του, ξέχασε να πει στην αδερφή του τι είχε μέσα στο γυαλί. 
Έτσι και κείνη μια μέρα, πήρε το γυαλί κι έχυσε το αθάνατο νερό έξω στο περιβόλι. 
Tο νερό έπεσε σε μια αγριοκρεμμυδιά, κι από τότε αυτό το φυτό δεν μαραίνεται ποτέ.

Όταν έμαθε η βασιλοπούλα το κακό που έκαμε, ήταν απαρηγόρητη.
«Θεέ μου!» λέει, «δε θέλω να πιστέψω, πως μια μέρα θα πεθάνει ο αδερφός μου. 
Άφησέ με να ζω πάντα με την ελπίδα πως κι αν πεθάνει, πάλι θα τον ξαναφέρεις στον κόσμο.

Aμέσως η αδερφή του βασιλιά έγινε από τη μέση και κάτω ψάρι και πήδηξε στη θάλασσα. 
Έγινε Γοργόνα!
Aπό τότε γυρίζει πάντα στη θάλασσα κι άμα δει κανένα καράβι, τρέχει και το ρωτά:
«Kαράβι, καραβάκι· ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος;»



fb – ΚΑΡΑΒΟΛΑΤΡΕΣ

[2fA]



Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

"Εξαρχούσης Μαριάμ.. "





Panteleimon Krouskos

Η πανηγυρική καταβασία της Κοίμησης:
"Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου,
πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς,
εξαρχούσης Μαριάμ μετά χορών και τυμπάνων..."


Αυτό το "μετά χορών και τυμπάνων", που μνημονεύει την πανηγυρική ωδή της προφήτιδας Μαριάμ κατά την διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας, αυτοί οι χοροί και τα τύμπανα πέριξ μιας νεκρικής κλίνης και μάλιστα της νεκρικής κλίνης της Μητέρας του Θεού, δεν είναι ένα αλλόκοτο και πρωτοφανές σκάνδαλο - οι τέσσερις αυτές λέξεις πού απεικονίζουν την έξαρση και την χαρά του ποιητή αγίου Κοσμά, οι πασχαλινές, ευφρόσυνες, πανηγυρικές, έξαλλες, συνοδεύουν αρμονικά την θριαμβευτική έξοδο της Παναγίας Μητέρας προς την όντως Ζωή!

Μας θυμίζουν για ακόμα μια φορά, πως βιώνουμε το γλυκύ Πάσχα του καλοκαιριού!
Πως είμαστε άνθρωποι αναστάσιμοι και οφείλουμε να ζούμε την αναστάσιμη πίστη.

Είμαστε εδώ για να διακηρύξουμε, ότι η ανθρώπινη θλίψη έχει πέρας και όρια και πως δεν θα μας κρατήσει για πάντα δέσμιους με γόους και μοιρολόγια στην εξουσία της οδύνης.



fb – [2fA]



- Αύγουστος 2019





ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Διάφανη και γοργή αγάπη, αδιαφορία,
θα ’λεγες απουσία που τρέχει,

ανάμεσα στο πολύ του ερχομού και της φυγής σου
τρέμει μια ελάχιστη παραμονή.


(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)







[2φΑ]