Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

"Η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου "





Η ιστορία της Αγίας Ζώνης
-  από το βιβλίο "Θαύματα της Αγίας Ζώνης", της Ι. Μ. Βατοπεδίου


Η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, διαιρεμένη σήμερα σε τρία τεμάχια, είναι το μοναδικό λείψανο ή κειμήλιο που σώζεται από την επίγεια ζωή της και φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Ζώνη φτιάχτηκε από τρίχες καμήλας από την ίδια την Θεοτόκο, και μετά την Κοίμησή της, κατά την Μετάστασή της στους ουρανούς, την παρέδωσε στον απόστολο Θωμά.
«Προς δόξαν ακήρατον ανερχομένη Αγνή, χειρί σου δεδώρησαι τω αποστόλω Θωμά, την πάνσεπτον Ζώνην σου», ψάλλει η Εκκλησία στο απολυτίκιο της εορτής της καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου.

Την Τιμία Ζώνη ανέλαβαν να διαφυλάξουν δύο πτωχές ευσεβείς γυναίκες στα Ιεροσόλυμα.
Η Παναγία, λίγο πριν την Κοίμησή της, είχε δώσει εντολή στον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μοιράσει σε αυτές και τις δύο εσθήτες της.
Το έργο της διαφύλαξης από γενιά σε γενιά συνέχισε μία ευλαβής παρθένος καταγομένη από την οικογένεια αυτή.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου, υιού του Μ. Θεοδοσίου, έγινε η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης στην ένδοξη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.
Την κατέθεσε σε μία υπέροχη λειψανοθήκη, την οποίαν ονόμασε «αγίαν σορόν».
Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου.
Το ιερό λείψανο θα προστάτευε την πρωτεύουσα του κράτους και τους κατοίκους από κάθε εχθρική επίθεση, από κάθε δυστυχία και δαιμονική επιβουλή.

Μετά από λίγα χρόνια η κόρη του Αρκαδίου, η αυτοκράτειρα Πουλχερία, ανήγειρε το λαμπρό ναό των Χαλκοπρατείων και κατέθεσε εκεί την Τιμία Ζώνη.
Η ίδια η αυτοκράτειρα τη διακόσμησε με χρυσή κλωστή, έτσι όπως φαίνεται μέχρι σήμερα στην Ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου.

Τον επόμενο αιώνα, άγνωστο πότε και με ποιόν τρόπο, μεταφέρθηκε η Τιμία Ζώνη στην Ζήλα της Καππαδοκίας, νότια της Αμασείας. Στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε ξανά στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄ (527-565), κτίτορα της Αγίας Σοφίας.
Ο διάδοχός του Ιουστίνος Β΄ και η σύζυγός του Σοφία ανακαίνισαν τον ναό των Χαλκοπρατείων και ανήγειραν παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού.
Πάνω στην Αγία Τράπεζα φυλασσόταν η Τιμία Ζώνη.

Πλήθος θαυμάτων επιτέλεσε η Τιμία Ζώνη της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη. 
Θεράπευσε τη Ζωή Ζαούτζη, σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντα Ϛ΄ του Σοφού (886-912), που βασανιζόταν από κάποιο ακάθαρτο πνεύμα.
Όταν ο πατριάρχης ακούμπησε πάνω της την Αγία Ζώνη, αμέσως λυτρώθηκε από το μαρτύριό της.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Α΄ (715-730) αναφέρει με λυρισμό ότι η Τιμία Ζώνη διατηρεί αιώνια την θεία ευωδία των θεραπειών που επιτελεί, ευφραίνοντας όσους την πλησιάζουν με πίστη και ευλάβεια· και ο Ιωσήφ ο υμνογράφος (περίπου 816-866) εξυμνεί το άγιο λείψανο, γιατί αυτό με την Χάρη της Παναγίας, καθαγιάζει τους πιστούς που προσέρχονται ευλαβικά για να το προσκυνήσουν, τους ανυψώνει από τη φθορά και τους απαλλάσσει από ασθένειες και θλίψεις.

Γύρω στο 1150 η Τιμία Ζώνη βρισκόταν στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως, στο ναό του Αγίου Μιχαήλ. Μάλλον είχε τεμαχιστεί και τεμάχια είχαν μεταφερθεί στους ναούς.
Τον 12ο αιώνα, και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), καθιερώθηκε επίσημα η εορτή της Αγίας Ζώνης την 31η Αυγούστου, ενώ παλαιότερα εορταζόταν μαζί με την εορτή της Εσθήτος της Θεοτόκου, την 2α Ιουλίου.

Μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας, το 1204, κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τα στίφη των βαρβάρων και μεταφέρθηκαν στη Δύση.
Ευτυχώς δεν χάθηκαν όλα. Είναι σίγουρο ότι ένα μέρος της Τιμίας Ζώνης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την ανακατάληψή της το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο φυλάσσονταν στο ναό των Βλαχερνών.
Η μαρτυρία ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1424-1453 είναι και η τελευταία σχετικά με την ύπαρξη της Αγίας Ζώνης στην Βασιλεύουσα.
Είναι άγνωστο, τι απέγινε στη συνέχεια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453.
Το μεγαλύτερο τμήμα της Τιμίας Ζώνης που σώζεται σήμερα φυλάσσεται στη Μονή μας. 
Το τεμάχιο αυτό έφτασε στη Μονή με περιπετειώδη τρόπο.

Ο Μ. Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει έναν σταυρό που τον έπαιρνε μαζί του στις εκστρατείες για να προστατεύει τον ίδιο και το στράτευμά του.
Στη μέση ο σταυρός είχε τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· υπήρχαν επίσης θήκες, όπου είχαν τοποθετηθεί και άγια λείψανα των πιο σημαντικών μαρτύρων και ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης.
Τον σταυρό αυτόν έπαιρναν στις εκστρατείες τους όλοι οι αυτοκράτορες.
Σε μία εκστρατεία κατά των Βουλγάρων νικήθηκε από τον ηγεμόνα Ασάν ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195).
Ένας ιερέας έριξε στο ποτάμι το βασιλικό σταυρό, για να μη βεβηλωθεί από τους εχθρούς. 
Εκείνοι όμως τον βρήκαν και τον παρέδωσαν στον Τσάρο των Βουλγάρων Ασάν.

Οι Βούλγαροι δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Σέρβους.
Αυτές επιδεινώνονταν συνεχώς. Γύρω στα 1330, σε μία μάχη κατανικήθηκε ο βουλγαρικός στρατός από τον ηγεμόνα των Σέρβων μεγαλομάρτυρα Λάζαρο (†1389). 
Ο βασιλικός σταυρός πέρασε στα χέρια των Σέρβων.
Μετά από σαράντα χρόνια ο Λάζαρος δώρισε στη Μονή Βατοπεδίου τον βασιλικό σταυρό του Μ. Κωνσταντίνου μαζί με το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης και τα άλλα άγια λείψανα.
Πίσω από τον Τίμιο Σταυρό βρίσκεται γραμμένο στην σερβική γλώσσα το εξής: 
«Λάζαρος, εν Χριστώ τω Θεώ Κνέζης της Σερβίας και Βασιλεύς Γραικίας, ανατίθημι το κραταιόν όπλον συν τη αχράντω Ζώνη της Πανάγνου μου, τη Μονή Βατοπαιδίου της Βασιλείας μου».
Από τότε φυλάσσεται στο ιερό βήμα του καθολικού, δηλαδή του κεντρικού ναού της Μονής.

Σύμφωνα με μίαν άλλη παράδοση, η Τιμία Ζώνη αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ϛ΄ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αυτοκρατορικό αξίωμα, έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στη Μονή Βατοπεδίου.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι αδελφοί της Μονής πραγματοποιούσαν περιοδείες λιτανεύοντας την Αγία Ζώνη στην Κρήτη, Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία προς αγιασμό και στήριξη του υπόδουλου ελληνισμού και απαλλαγή από κάθε λοιμική ασθένεια.



diakonima – [2fA]

                                                                      


Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

"Υπέρ των αιχμαλώτων.. "





Δημήτρης Κούκλατζης, λοχίας
από συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
(έχοντας δίπλα του τους γονείς του Νίκο και Σοφία),
για τις 167 ημέρες κράτησής τους στις Τουρκικές φυλακές
μαζί με τον ανθυπολοχαγό Άγγελο Μητρετώδη


Ο στρατός είναι οικογένεια και ξέρεις ότι ποτέ δεν είσαι μόνος.
Εμπιστεύεσαι και τη ζωή σου ακόμη, σε συναδέλφους, στην ηγεσία.
Ξάφνιασμα ήταν το πρώτο συναίσθημα τη στιγμή της σύλληψης, όχι φόβος…
Ο στρατός είναι η επιλογή να υπερασπίζεσαι την πατρίδα σου.
Είναι επιλογή μου να υπηρετώ και να ζω στα σύνορα της χώρας.

Αγαπώ την πόλη μου την Ορεστιάδα, πιστεύω ότι είναι η ομορφότερη της Ελλάδας και δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού.
Ο στρατός μου δίνει τη δυνατότητα καθημερινά να υπερασπίζομαι αυτά που αγαπώ περισσότερο, την οικογένεια, την πατρίδα, την πόλη.
Ίσως σ’ αυτή την επιλογή με επηρέασαν τα ξαδέρφια μου, γιατί είναι όλοι στρατιωτικοί.
Ίσως μου άρεσαν τα δύσκολα…

Είχα κάνει ένα ημερολόγιο και έσβηνα την κάθε μέρα που περνούσε.
Έτσι δεν χάνεται ο χρόνος,
Κυρίως διαβάζαμε και συζητούσαμε  με τον Άγγελο για διάφορα θέματα.
Σίγουρα ήταν πολύ σημαντικό το ότι δεν ήμουν μόνος.
Το να είσαι μόνος, να μην έχεις κάποιον να μιλήσεις είναι πολύ δύσκολο.
Πώς να περάσουν οι ώρες, οι μέρες…
Είχαμε απεριόριστο χρόνο να σκεφτούμε.
Τα σκεφτόμουν όλα, την οικογένεια, το μέλλον, τη χώρα.
Όλα ήταν συνέχεια στη σκέψη μου…
Το δυσκολότερο ήταν η αβεβαιότητα για το πότε θα φύγουμε…

Σε κάθε αίτημα αποφυλάκισης υπήρχε η ελπίδα, ότι ίσως αυτή είναι η φορά που θα φύγουμε.
Μετά από κάθε απόρριψη δεν πέφταμε ψυχολογικά, απλά περιμέναμε την επόμενη αίτηση. 
Κάθε μήνα περιμέναμε ότι θα γίνει κάτι καινούριο.
Είχαμε πάντα την ελπίδα, δεν μας έριχνε ψυχολογικά.
Λέγαμε, εντάξει δεν έγινε αυτό το μήνα θα γίνει τον επόμενο, κι έτσι πηγαίναμε από μήνα σε μήνα…
Προσωπικά δεν απογοητεύτηκα ποτέ.
Κουράγιο και αισιοδοξία μας έδιναν η πρόξενος που μας έλεγε για τις προσπάθειες που γίνονται και  οι γονείς μας.
Έτσι ελπίζαμε και περιμέναμε.

Το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, εγώ αισθάνομαι ότι το είχα ανάγκη.
Ήταν Πάσχα και ήταν ευλογία…
Το πρώτο γράμμα που πήραμε στη φυλακή το έστειλε ένας 11χρονος από το Ναύπλιο. 
Το έστειλε στις 11 Μαρτίου και το πήραμε το Πάσχα.
Δεν γνωρίζαμε ότι θα δεχθούμε κάρτες και γράμματα.
Μετά είδαμε τον κόσμο που ήταν δίπλα μας.
Άγνωστος κόσμος, που έστελνε ευχές για καλή Ανάσταση κ.α.
Κάρτες και γράμματα απ’ όλη τη χώρα, απ’ όλο τον κόσμο, από τον Καναδά, την Αμερική, τη Γαλλία…
Τα έχουμε πάρει όλα μαζί μας φεύγοντας…

Μόνο όταν ήμασταν στον αέρα και κοίταξα κάτω και είδα ελληνικό χώρο, είδα τον Λευκό Πύργο και την παραλία της Θεσσαλονίκης, τότε σιγουρεύτηκα ότι γυρίσαμε στη χώρα μας, ότι όλα τελείωσαν.
Όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο και είδαμε τον κόσμο που περίμενε ήταν ένα σοκ. 
Δεν ξέραμε, δεν περιμέναμε ότι θα είναι τόσος κόσμος.
Όχι δεν νιώθω ήρωας. Είναι μία λέξη με μεγάλη βαρύτητα.
Είναι άλλη η έννοια του ήρωα και δεν την πλησιάζουμε.
Ήρωες είναι οι άνθρωποι που έχουν δώσει το αίμα, τη ζωή τους για σκοπούς ιερούς, για την πατρίδα.
Δεν μπορείς να αισθανθείς ήρωας λοιπόν. Δεν συγκρινόμαστε.

Δεν έχω δει τα όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί για την περιπέτειά μας.
Ίσως αργότερα και κατά διαστήματα, αλλά όχι τώρα…
Έχω μείνει ο ίδιος άνθρωπος.
Βέβαια νιώθω ότι ωρίμασα λίγο παραπάνω, ίσως τα βρήκα με τον εαυτό μου περισσότερο.
Σίγουρα θέλω να ξεχάσω.
Θέλω να κρατήσω μόνο την αγάπη και τη στήριξη που δεχθήκαμε απ’ όλους, σε μια πολύ δύσκολη στιγμή…



kathimerini – π. Ζ Κ

[2fA]

                                                                                 


"Tο φεγγάρι "





Μανώλης Μητσιάς  -  Tο φεγγάρι

Ποίηση: Federico Garcia Lorca
Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής «ΑΧ, ΕΡΩΤΑ», 1974






Όταν βγαίνει το φεγγάρι
πέφτουν στη σιωπή οι καμπάνες
και τ' αδιάβατα δρομάκια
φανερώνονται

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
θάλασσα τη γη σκεπάζει
κι η καρδιά νησάκι νοιώθει
μες στο άπειρο.

Με το ολόγιομο φεγγάρι
δεν διψάς για πορτοκάλια
θέλεις παγωμένα φρούτα
καταπράσινα

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
κλαίνε με λυγμούς στις τσέπες
πρόσωπα εκατό και ίδια
τ' ασημόφραγκα.



[2fA]







Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

"Ωραιότητα και Φως "





Παῦλος Εὐδοκίμωφ  -  Ἡ βιβλική ἄποψη τῆς ὡραιότητος
[Ἀπό τό βιβλίο «Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας – θεολογία τῆς ὡραιότητος»]


….   νας μεγάλος πνευματικὸς τοῦ Δ΄ αἰώνα, ὁ Εὐάγριος, σχολιάζοντας τὴν παραλλαγὴ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν» στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ὅπου στὴ θέση τῆς Βασιλείας διαβάζει «ἐλθέτω τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα» λέγει: ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλοῦμε τὸν Πατέρα ποὺ θὰ τὸ στείλει σ’ ἐμᾶς· σὲ συμφωνία μὲ τὴν Παράδοση ὁ Εὐάγριος ταυτίζει ἔτσι τὴ Βασιλεία καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἐάν, λοιπόν, ἡ θεωρημένη Βασιλεία εἶναι ἡ Ὡραιότης, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαλύπτεται Πνεῦμα τῆς Ὡραιότητος.
Ὁ Ντοστογιέβσκυ τὸ κατανόησε καλά.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λέγει, εἶναι ἡ ἄμεση κατάκτηση τῆς Ὡραιότητος, μεταδίδει τὴν λάμψη τῆς ἁγιότητος.
Γι’ αὐτό, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ προαιώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς συνέχαιραν.
Ἡ περίφημη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ρουμπλιὼφ μᾶς προσφέρει τὸ συναρπαστικὸ θέαμα αὐτῆς τῆς θείας Ὡραιότητος.

Τὸ τριαδικὸ δόγμα ἐπεξηγεῖ: ἐὰν ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ Λόγος ποὺ ὁ Πατὴρ ἀπαγγέλλει καὶ ποὺ ἔγινε σάρκα, τὸ Πνεῦμα τῆς δικαιοσύνης τὸν κάνει ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητὸ στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος παραμένει κρυμμένος, μυστηριώδης, σιωπηλός, «οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ» 
(Ἰω. 16, 13).

Αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ λόγος, ἡ εἰκόνα μᾶς τὸ δείχνει σιωπηλά, αὐτὸ ποὺ ἔχουμε αἰσθανθεῖ νὰ λέγουμε, τὸ ἔχουμε δεῖ, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὴν εἰκόνα.
Λοιπόν, ἐὰν «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραστήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, παρὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Εἶναι ὁ θεῖος εἰκονογράφος.
Τὸ τυπικὸ τῶν ἐγκαινίων μιᾶς ἐκκλησίας ἐπιμένει ἐπάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα τοῦ Πνεύματος.
Τὸ τροπάριο (δ΄ ἤχου) ψάλλει τὴν τελειότητα ὁλοκλήρου τοῦ τύπου στὴν ἔλευση τοῦ Ὡραίου: 
Ὅπως ἀνέπτυξες ψηλὰ τὴ λαμπρότητα τοῦ στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ, ἔτσι ἐδῶ ἀποκάλυψες τὴν ὡραιότητα τοῦ ἁγίου ἐνδιαιτήματος τῆς δόξας σου.

Τὰ πολὺ γνωστὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Πνεύματος εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Φῶς.
Τὸ Φῶς, πρὸ πάντων, εἶναι δύναμη ἀποκαλύψεως καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὀνομάζεται Θεὸς-Φῶς.
Ἡ δύναμή του «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9) καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν, μεταβάλλει σὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ φωτίζει.
Ἐκτὸς αὐτοῦ τοποθετεῖται στὴν ἀρχὴ κάθε γνώσεως: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» 
(Ψαλμ. 35, 10).

Ὑπάρχουν ἀπόψεις, πάντοτε μερικές, ἄρα ποὺ παραμορφώνουν, καὶ ὑπάρχει τὸ γεμάτο βλέμμα, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ἕναν «μοναδικὸ ὀφθαλμὸ» καὶ ἀπέραντα διαπερασμένο ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης προτρέπει νὰ παρατηροῦμε μὲ τὸ μάτι τῆς Ἁγνῆς Παρθένου, καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς μὲ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ: 
Ὅπως στὸ κέντρο τοῦ κύκλου ὑπάρχει αὐτὸ τὸ μοναδικὸ σημεῖο, ὅπου εἶναι ἀκόμη ἀδιαίρετες ὅλες οἱ εὐθεῖες ποὺ προέρχονται ἀπ’ ἐκεῖ, καθ’ ὅμοιο τρόπο στὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἔχει κριθεῖ ἄξιος νὰ φθάσει ἐκεῖ, γνωρίζει μὲ ἁπλὴ γνώση καὶ χωρὶς ἔννοιες, ὅλες τὶς ἰδέες τῶν δημιουργημένων πραγμάτων.

Στὸ ὀπτικὸ σχέδιο πιά, τὸ μάτι δὲν αἰσθάνεται καθόλου τὰ ἀντικείμενα, ἀλλὰ τὸ φῶς πού ἀντανακλᾶ ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα.
Τὸ ἀντικείμενο δὲν εἶναι ὁρατὸ, εἰμὴ μόνο ἐπειδὴ τὸ φῶς τὸ κάνει φωτεινό.
Αὐτὸ ποὺ βλέπει κανείς, εἶναι τὸ φῶς ποὺ ἑνώνεται στὸ ἀντικείμενο, μιὰ συζυγία κατὰ κάποιο τρόπο, καὶ παίρνει τὸν τύπο του, τὸ σχηματίζει καὶ τὸ ἀποκαλύπτει.

Ἡ μυστηριώδης χημικὴ ἀντίδραση τοῦ ἄνθρακος καὶ τοῦ φωτὸς παράγει τὸ διαμάντι, τὴν ὡραιότητα.
Κατὰ μιὰ παλιὰ λαϊκὴ πεποίθηση, ἡ λάμψη ποὺ μπαίνει τὴ νύχτα σ’ ἕνα στρείδι, γεννᾶ τὸ μαργαριτάρι.
Τὸ διάστημα δὲν ἔχει ὕπαρξη, παρὰ ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ κάνει τὴ μήτρα κάθε ζωῆς.
Σ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς ταυτίζονται.

Ἀντίθετα ἡ κόλαση, ὁ Ἅδης ἑλληνικά, ἡ Σεὼλ ἑβραϊκά, σημαίνει ἐκεῖνο τὸν συσκοτισμένο τόπο, ὅπου ἡ μόνωση μειώνει τὴν ὕπαρξη στὴν ἔσχατη ἔλλειψη τοῦ δαιμονιακοῦ σολιφισμοῦ, ὅπου κανένα βλέμμα δὲν διασταυρώνεται μ’ ἕνα ἄλλο.
Τὰ κοπτικὰ ἀποφθέγματα τοῦ Μακαρίου Πρεσβυτέρου δίνουν ἀπὸ αὐτὴ τὴ μόνωση μιὰ ἐκπληκτικὴ περιγραφή: Μὲ τὶς ράχες τους οἱ αἰχμάλωτοι εἶναι δεμένοι οἱ μὲν μὲ τοὺς δὲ καὶ μόνο μιὰ μεγάλη εὐσπλαγχνία τῶν Ζώντων φέρει σ’ αὐτοὺς μιά στιγμὴ ἀναπαύσεως: 
Στὸν χρόνο μιᾶς ριπῆς ὀφθαλμοῦ, βλέπουνε τὰ πρόσωπα οἱ μὲν τῶν δέ...   ....



antifono – [2fA]

                                                                


Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

"Το Ραντεβού του Πατρίκιου "





Τίτος Πατρίκιος  --  ΡΑΝΤΕΒΟΥ  ΙΙ


Ήταν κιόλας αργά κι όμως δε φεύγαμε
πικρή η συνομιλία και δεν τελείωνε
και τι συνομιλία να πεις – φράσεις μισές
«τώρα πια μόνο… » ή «ποιος ξέρει αν… »

Αν εξαιρέσουμε τυχαία συναπαντήματα
είχαμε κοντά χρόνο να ιδωθούμε
ή μάλλον πιο πολύ, ναι, από τότε που…
και τώρα τι να πρωτοπείς, τι να…

Όσο να με καλωσορίσει, όσο να παραγγείλουμε
είχε γυρίσει ο ήλιος, άλλαζε το φως
προχωρημένο πια φθινόπωρο κι έκανε ψύχρα,
ίσως δεν έπρεπε να κάτσουμε σ’ αυτό το τραπεζάκι



[2φΑ]

                                                                     


Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

"Εντάξει!.. "




Συγγραφέας: Μια ευτυχισμένη γυναίκα!!!
-  από ποστ κοινοποιημένο σε ισπανικό ιδιωτικό προφίλ


«Η μαμά μου είχε πολλά προβλήματα. Δεν κοιμόταν και ένιωθε εξαντλημένη.
Ήταν ευέξαπτη, γκρινιάρα και πικρόχολη.
Ήταν πάντα άρρωστη, μέχρι που μια μέρα, ξαφνικά, άλλαξε.
Η κατάσταση ήταν η ίδια, αλλά με κάποιον τρόπο και διαφορετική.

Κάποια μέρα, ο μπαμπάς μου, είπε:
Αγάπη μου, ψάχνω για δουλειά εδώ και τρεις μήνες και δεν έχω βρει τίποτα, θα πάω να πιω μια μπύρα με φίλους.
Η μαμά μου απάντησε:
- Εντάξει.

Ο αδερφός μου είπε:
- Μαμά, έχω πολύ κακούς βαθμούς στο κολλέγιο...
Η μαμά μου απάντησε:
- Εντάξει, θα γυρίσεις πίσω και αν δεν τα καταφέρεις, τότε μπορείς να επαναλάβεις το εξάμηνο, αλλά θα το πληρώσεις εσύ...

Η αδερφή μου είπε:
- Μαμά, χτύπησα το αμάξι.
Η μαμά μου απάντησε:
- Εντάξει, κόρη μου, πήγαινέ το στο συνεργείο, ψάξε για το πώς να το πληρώσεις και μέχρι να το φτιάξουν, πήγαινε με το λεωφορείο ή το μετρό.

Η νύφη της είπε:
- Πεθερά, ήρθα να περάσω μερικούς μήνες μαζί σου.
Η μαμά μου απάντησε:
- Εντάξει, ταχτοποιήσου στον καναπέ στο σαλόνι και θα βρεις κουβέρτες στην ντουλάπα.

Όλοι στο σπίτι ανησυχήσαμε με αυτές τις αντιδράσεις της μαμάς μου.
Δεν ήταν έτσι η μαμά μου.... εκείνη γινόταν πάντα χαλί για όλους...
Ώσπου κάποια μέρα, μαζευτήκαμε όλοι γύρω της και η μαμά μου μας εξήγησε, και πραγματικά μας εξέπληξε με όσα είπε:

"Μου πήρε πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω ότι κάθε άτομο ευθύνεται για τη ζωή του, μου πήρε χρόνια να ανακαλύψω ότι η αγωνία μου, η ταπείνωση μου, η κατάθλιψη μου, το θάρρος μου, η αϋπνία μου και το άγχος μου, δεν έλυσαν τα προβλήματά σας, αλλά αντίθετα επιδείνωσαν τα δικά μου.
Ναι! Δεν είμαι υπεύθυνη για τις ενέργειες των άλλων, αλλά είμαι υπεύθυνη μόνο για τις αντιδράσεις μου, στις ενέργειες σας αυτές!

Ως εκ τούτου, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το καθήκον μου προς τον εαυτό μου, είναι να παραμένω ήρεμη και να αφήνω τους άλλους να επιλύσουν αυτά που συμβαίνουν στους ίδιους.
Έχω κάνει γιόγκα, διαλογισμό, ανθρώπινη ανάπτυξη και ψυχοθεραπεία, αυτογνωσία, νευροανάδραση και πολλά άλλα, και σε όλες τις μεθόδους βρήκα έναν κοινό παρονομαστή: 
Τελικά όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε ένα κοινό σημείο...
Ότι μπορώ να αλλάξω πράγματα μόνο στον εαυτό μου, και ότι εσείς έχετε όλα τα απαραίτητα μέσα για να λύσετε τα δικά σας θέματα!
Θα σας δίνω τη συμβουλή μου λοιπόν, μόνο αν με ρωτήσετε και από εσάς θα εξαρτάται αν θα κάνετε όπως σας είπα ή όχι!

Έτσι, από τώρα και στο εξής, θα πάψω να είμαι: η υποδοχή των ευθυνών σας - ο σάκος της ενοχής σας - η πλύστρα των τύψεων σας - ο συνήγορος των λαθών σας - η κατάθεση των καθηκόντων σας - αυτή που λύνει τα προβλήματά σας ή το ... «εφεδρικό σας λάστιχο», η ρεζέρβα, για να εκπληρώσετε τις ευθύνες σας...
ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΗΣ
ΣΑΣ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ! "

Όλοι μας μείναμε σαν χαζοί με το στόμα ανοιχτό....
Όμως από εκείνη τη μέρα, η οικογένεια άρχισε να δουλεύει καλύτερα, και όλοι στο σπίτι ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν.»



tilestwra – [2fA]









Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

"Εεε, ξύπνα! "




Ότι κι αν έχει συμβεί, σήκω και ζήσε..
-  Γράφει η Σίλια Μπαμπίτσα


Τι να σου πω…
Για την κούραση μου (σωματική).
Για τους πόνους μου (ψυχικούς).
Για τις φοβίες μου. Για τα λάθη μου.
Για τα άγχη μου. Για τις αδυναμίες μου.
Μα πάνω απ’ όλα για το κενό που αισθάνομαι τόσα χρόνια μέσα μου...

Κάτι μου λείπει. Δε μπορώ να το προσδιορίσω ακόμα.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτό (ΤΟ ΚΕΝΟ) με κάνει πολύ δυστυχισμένη.
Πάλι έχω τάσεις για φυγή.
Αν δεν είχα τις φοβίες μου, ίσως είχα εξαφανιστεί. Δεν ξέρω για πού.
Απλά μήπως έτσι νιώσω ελεύθερη.

«Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασε η ώρα. Δώδεκα και μισή.
Πώς πέρασαν τα χρόνια.»
- ΚΑΒΑΦΗΣ

Η ζωή περνάει και χάνεται. Τα λεπτά, οι μέρες, τα χρόνια….
Από τη μια στιγμή στην άλλη. Και συ μένεις εκεί. Στο ίδιο σημείο.
Σαν να μην άλλαξε τίποτα. Σαν να μην πέρασε ούτε ένα λεπτό.
Εεεέι! ΞΥΠΝΑ!!! Ο χρόνος κυλάει, τρέχει. Τι κάνεις;
Θα μείνεις άπραγη, ακίνητη… Δε θα κάνεις κάτι;
Ότι κι αν έχει συμβεί, πάρε το χρόνο σου. Θρήνησε το, όσο χρειαστεί.
Αλλά μετά, σήκω και ζήσε. ΖΗΣΕ!!!

Εκμεταλλεύσου και το τελευταίο λεπτό, έτσι όπως εσύ θες.
Και πιστεύω ότι με τον καιρό θα βρεις τη δύναμη να κλείσεις όλες σου
τις πληγές.
Γίνε πρωταγωνιστής στην ταινία της ζωής σου, και όχι ένας απλός θεατής.



o-klooun – [2fA]



"Ἡ Πεποικιλμένη "




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 
Η ΠΕΠΟΙΚΙΛΜΕΝΗ  



Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου.
Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν
Δέκα χρόνια εἶχα ν᾿ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) καὶ ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ᾿ ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ», καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…»
Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω.
Ἐνύκτωσε, κ᾿ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος.
Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:
―  
Δὲν πῆγες, μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.
―  Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!
― Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κ᾿ ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον.
Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.
―  Θὰ πᾷς σίγουρα, Κωσταντή;… Πῶς σοῦ ἦρθε;… Ἔχεις συντροφιά;
Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσῃ.
― 
Ποιόν;
― 
Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διὰ νὰ εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμάντην, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν.
Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει.
Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα· δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.
―  
Κωσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνιψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισε ἀπὸ νωρίς.
Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι.
Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου.
«Ποῦ θὰ πᾷς τέτοιαν ὥρα;» καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν…
Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;
― Λέγε.
― Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη-νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρῇς ἢ ἕνα παιδί… ἢ ἕνα πουλί.
― Καλά.
― Μὴν ξεχάσῃς.
― Ὄχι.
― Ἐγὼ θὰ πάω πεζός, καὶ μοναχός μου.
Ἐσὺ ἔλα μὲ τ᾿ ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου. Θὰ πάρῃς καὶ κουμπάνια;
― Θὰ πάρω.
― Σὲ περιμένω στὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.
― 
Καλά.

* *
Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κ᾿ ἐκίνησα πάραυτα.
Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν.
Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας ἀνήφορον ἕως τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τὴν Παναγίαν.
Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς «Σακαλάρους», ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου «ἐκρότιζεν» ὁ τόπος, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην· δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα τὸ ρέμα, ἐμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἁι-Λιᾶ.
Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτίριον, τὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ᾿ ἐγαύγισαν, ἀλλ᾿ ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν, κ᾿ ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει.
Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ᾿ αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον.
Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν.
Ἔψαλα «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος». Ἐκάθισα ἐπὶ τῆς πεζούλας.
Ἀγνάντευα, εἰς τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ χωρίον μας, κάτασπρον, κτισμένον ἐπὶ δύο λόφων καὶ μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καὶ τὸν λιμένα τὸν τρίκολπον μὲ τὰ τρυφερὰ νησάκια, ὁποὺ φαίνονται ὡς νὰ «ἐγκαινίζωνται» εἰς τὰ φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας, ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην.
Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.
― Ἐδῶ εἶσαι, μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε;
― Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;
― Μ᾿ ἐγέλασε… Μὴν τὰ ρωτᾷς, μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε.
Ὅσα τροπάρια ἤξερακαὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγαὅλα τὰ εἶπα στὸν δρόμο.
― 
Γιατί; Φοβήθηκες;
― 
Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ᾿ ἔμελε;
Ὄχι τόσο. Ἀπ᾿ τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;
Ἀπ᾿ τὸ Πετράλωνο. Ἐσύ, ἀπ᾿ τοῦ Βαραντᾶ;
― 
Ναί.
― 
Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;
― 
Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μουτίποτε.

* *
Ἐπέζευσεν.
Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί.
Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρματσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν.
Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωσταντής, μᾶς ἔφυγε.
Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωστής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράκτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν.
Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωστής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κάπου.
Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλυτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῷον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκε.
Ὁ Κωσταντὴς ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγὼ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κ᾿ εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον.
Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νὰ συμμορφωθῶ.
Ἐπῆγα μαζὶ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν.
Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον.
Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὅταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμίκαὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ᾿ ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ.
Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω, ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν.
Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ βασιλικὰ καὶ ροσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα.
Ἐφάγομεν τὸ λιτὸν δεῖπνόν μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κ᾿ ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.
Ὅλα καλά, μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε· μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας
Ἀλήθεια;… Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα, μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ᾿ ἕνα φανάρι, κ᾿ ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνά της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ.
Τέλος ἔμαθαν ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

― Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα…
Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.
― 
Πᾶμε, μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη, κ᾿ ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῷον.
Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του, καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει.
Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἢ τοῦ Κυρίου).
Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου.
Ἐσβήσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στὴν τσέπη μου.
Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου.
Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν δρυμῶνα, κ᾿ ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνεν.
Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιον ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν
Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνε.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλύτερ᾿ ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον.
Ἐκεῖνος ἐφρόνει ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλύτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια.
Ἀλλ᾿ εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν.
Οἱ δρομίσκοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι.
Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα ἢ τὸ δημοτικόν ἢ τὸ μοναστηριακόν, καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσῃ, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του.

Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν, ὡς εἰκός, τὸν δρόμον.
Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον, καὶ τὸ ἤναψα.
Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μου.)
Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρί, κ᾿ ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. 
Ὕστερα εἶπεν ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβησε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δὲν ἠξεύρω ποῦ, καὶ ἵππευσε πάλιν.

Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν.
Ἐκοντεύαμεν ὣς τόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν.
Μᾶς ἐφαίνετο ὅτι ἐβλέπαμεν κάτι ν᾿ ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι· μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ καταυλισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν· πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ;
ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον, ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον.
Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρὸς οὔτε πίσω.
Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν᾿ ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον.
Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐνθυμούμην ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον.

Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι, καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ.
Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβηναν πρὶν ν᾿ ἀνάψουν.
Τέλος κατώρθωσε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβησε τὸ ἀεράκι.
Τέλος ὁ Παπᾶςτοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλᾶτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω -μᾶς ᾐσθάνθη ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν- διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν
Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.

* *
Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν.
Ἦτο παρὰ μικρὸν μεσάνυχτα, ὅταν ἐφθάσαμεν.
Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο.
Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ.
Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίαςτριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες, καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιάεἶχαν ὑπάγει διὰ ν᾿ ἀγρυπνήσουνἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ;
Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ;
Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.

Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ᾿ ἑσπέρας, μ᾿ ἐπληροφόρησεν ὅτι ὁ πάτερ Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν᾿ ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά.
Σημείωσις, ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κ᾿ ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελέσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.

Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον.
Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.
― Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειό, χριστιανοί, εἶπα ἐγώ, κ᾿ ἐκάθισα πλησίον εἰς τὸ πῦρ.
Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπαν, τὸν παλαιὸν καιρόν.
Ποῦ ᾽κεῖνα τὰ χρόνια!

Ἤρχισε τὸ Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, κ᾿ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, κ᾿ ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτου, νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά.
Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κὺρ Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ᾿ ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Μαλαματίνας, λέγοντες ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.
Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειά.
Ἐγὼ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.

Ἔγινε δύο ἡ ὥρα, κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο, κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε.
Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.
― 
Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾷς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον.
Πᾶμε μέσα, κ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόραδηλαδή, διὰ ν᾿ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην.
Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίον σου τὸ μουσικό, καὶ κελάδει το.
Ἐγὼ θ᾿ ἀρχίσω τὸ «Δοῦλοι Κύριον». Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾷς τὸ «Λόγον ἀγαθόν».
Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν Πολυέλεον· ἦρθα διὰ τὸ «Πεποικιλμένη».

* *
Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον ― Βυζαντινόν, μὲ χηβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἠρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον.
Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κ᾿ ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.

Μετὰ εἴκοσιν λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη.
Εἴτε ἡ ψαλμῳδία μας τὸν ἐξύπνησεν ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ.
Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην:
― Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος, καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν᾿ ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε.
Πιστεύω ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.
― 
Καλά, καλά.

Τέλος, ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», καὶ τοῦτο ἀρκεῖ.
Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος μειδιῶν μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ Μοναστηρίου.
Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρῴην ὑπενωμοτάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαυμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν᾿ ἀρνηθῶ.

Ὕστερον ἔμαθα ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ «μαχμουρλὴς» ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθεῖσα Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:
― 
Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση, σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.
― 
Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα, νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ Γούμενος.
Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

(1909)







Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

"Καθόλου άνετα... "





-  π. Panteleimon Krouskos


Όταν βρίζουν την Παναγία και βγαίνω από τα ρούχα μου, το τελευταίο πράγμα 
που σκέφτομαι εκείνη την στιγμή, είναι πώς θα αξιολογήσει ο άλλος την στάση μου.
Στα καφάσια μπαίνουν οι κότες, όχι οι άνθρωποι.

Βρίζει ο άλλος "υπερορθόδοξους θρησκόληπτους" όσους μιλάμε, και έχει δέκα τάβλες 
τεμπεσίρια στις πλάτες του.
Όχι κύριε.
Κάποιοι δεν πρέπει να αισθάνονται καθόλου άνετα, κάνοντας την Παναγία 
ανεκδοτάκι και πιπεράκι στη σούπα τους.

Θα έπρεπε να το σκέφτονται δυο και τρείς φορές πρώτα.
Κανένας δεν κατέχει το superior ανάμεσα μας.
Όποιος διαφωνεί, είναι εθισμένος στην βρώμα. Απλά.



fb – [2fA]

                                                             


Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Επτά χρόνια φεγγάρι..





Επτά χρόνια!

Σαν σήμερα, στις 20 Αυγούστου του 2011, έγινε η πρώτη ανάρτηση
στο νεότευκτο Δεύτερο Αυγουστιάτικο Φεγγάρι:


ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ


Αυτή η ώρα που χαράζει
και το δειλινό,
οι πιο όμορφες της μέρας
- ευχαριστήρια προσευχή

θα ανοίξω τις βορινές γρίλιες
να κάμει ρεύμα
όλη τη νύχτα έξω το σταμνί
δρόσισε

ας πάμε πρώτα στο εκκλησάκι
να κατεβούμε στη θάλασσα νωρίς

έχουμε καρπούζι
κουλούρες κρίθινες
και αναμνήσεις
- θα βγάλουμε και αχινούς.


Μ Ψ

                                                         


Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

"Μια ιστορία.. "




Μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, σε ένα κείμενο γεμάτο ευαισθησίες,
που ανέβασε στο φέις-μπουκ ένας ιδιαίτερα αγαπητός (παρά τις διάφορες
αποστάσεις) διαδικτυακός φίλος από μακριά…


Ποιος σου 'πε πως σε ξέχασα;
Τέτοιες ημέρες είχες γεννηθεί... Πρώτο κλάμα εσύ, δώδεκα χρονών εγώ...
Αλλού εσύ, αλλού εγώ! Χιλιόμετρα των χιλιομέτρων απόσταση...
- Που με περίμενες; με ρώτησες μια μέρα...
- Στην αγκαλιά σου! σου απάντησα...

Γενέθλια σου δεν γιορτάζαμε, γιατί δεν είχαμε λεφτά. Δεν μας ένοιαζε όμως... 
Γιορτάζαμε οι δυο μας...
Μια χρονιά συνέβη και είχαμε.... Τα ξοδέψαμε όλα...
Έως τελευταίας δραχμής (δραχμή ήταν ακόμα)... Με τους φίλους μας...
Δίπλα στη θάλασσα!... Στο χωριό σου!... Άλλη φορά θα πηγαίναμε στο δικό μου...

Εσύ φόρεσες ένα άσπρο φόρεμα... Χόρευες!
Τα κύματα έβγαζαν φωτογραφίες μαζί σου!
Απίστευτη βραδιά... Λες και ήταν η τελευταία φορά...
Και ήταν...
...
Νάχεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
να πάτουν τα πατήματα να `πιανα τα κερκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού...
...

Ποιός σου 'πε πως σε ξέχασα;

----------
Φτωχός σε χρήματα ήμουν και είμαι πάντα, όμως βαθύπλουτος σε φίλους...
Κι από κοντά κι από μακριά...
Ένας τέτοιος φίλος από το Ηράκλειο, μου έστειλε προ καιρού μια μαντινάδα:
"Να μπόρουνα στον ουρανό να βγω! να τη γνωρίσω...
να σου τη φέρω φίλε μου, να σε παρηγορήσω..." ...
Αυτό...



fb
- Δ.Τζ.

[2fA]



"Ευλογιά και latest hits "





Donald Henderson  -  του Κωνσταντίνου Ν. Φουντουλάκη
(Aναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής ΑΠΘ)


Ο Donald Henderson και γεννήθηκε το 1928 στο Λέικγουντ, στο Οχάιο.
Πέθανε στις 19 Αυγούστου 2016 σε ηλικία 87 ετών στη Βαλτιμόρη.
Προφανώς κανείς δεν τον έχει ακούσει, δεν ξέρει καν για το έργο του και φυσικά ούτε συζήτηση για τον θάνατό του.

Στη δεκαετία 1967-77 ήταν επικεφαλής μιας μικρής ομάδας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), με την ονομασία Μονάδα Εκρίζωσης της Ευλογιάς (Smallpox Eradication Unit) και τη χρηματοδότηση της USAID.
Την εποχή εκείνη περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαιναν κάθε χρόνο από τη νόσο αυτή, κυρίως στη Βραζιλία και σε χώρες της Αφρικής.
Ο ΠΟΥ βρέθηκε στην ευτυχή θέση να ανακοινώσει, ότι από το 1979 δε σημειωνόταν πλέον κανένας θάνατος παγκοσμίως και η ευλογιά είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Αυτό είχε συμβεί λόγω της επιτυχημένης στρατηγικής της ομάδας αυτής.
Είχε αποδειχτεί ότι ένα επιτυχημένο πρόγραμμα εμβολιασμών δεν ήταν αρκετό για να κερδηθεί η μάχη. Η επιτυχία ήρθε με την εγκατάσταση μηχανισμών «Παρακολούθησης και περιορισμού» (surveillance-containment), χάρη στους οποίους καταγραφόταν ταχύτατα όλα τα νέα κρούσματα και εμβολιαζόταν τάχιστα όλοι οι συγγενείς και κοντινοί κάτοικοι στη γύρω περιοχή.

Η προσπάθεια ήταν γιγάντια, πήραν μέρος 73 χώρες και το τελευταίο κρούσμα αναφέρθηκε στη Σομαλία στις 26 Οκτωβρίου 1977.
Η ευλογιά ήταν η πρώτη νόσος από εκείνες που ταλαιπωρούν το ανθρώπινο είδος επί αιώνες, η οποία εξαλείφθηκε.
Η επιτυχία αυτή οδήγησε στην εκπόνηση παρόμοιων προγραμμάτων που έχουν φέρει στο όριο της εξάλειψης την πολιομυελίτιδα και άλλες ασθένειες, και σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία αυτή οφείλεται στον Henderson.

Τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία και ακαδημαϊκές θέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Albert Schweitzer International Prize for Medicine, Health for All Medal of the World Health Organization και του US Presidential Medal of Freedom.
Το 2002 τιμήθηκε με το Προεδρικό Παράσημο της Ελευθερίας, την υψηλότερη διάκριση που μπορούν να λάβουν οι απλοί πολίτες στις ΗΠΑ.

Κανένα Nobel δε δόθηκε γι’ αυτό το επίτευγμα, τα Nobel πήγαν σε τρεις προέδρους των ΗΠΑ,  κανένα δάκρυ δε χύθηκε, όλη η κλάψα πήγε στον Johan Cruyff και τον David Bowie.
Τυχαίο που σε όλους τους απολογισμούς των σημαντικών θανάτων για το 2016 υπάρχουν μόνο τραγουδιστές, ηθοποιοί και δευτεροκλασάτοι συγγραφείς;

Ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δυσκολεύεται να βρει την Αγγλία και τη Γαλλία στο χάρτη και αμφιβάλω αν ξέρει με ποιους πολέμησε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. 
Ξέρει όμως πολύ καλά τα latest hits.
Είναι δυνατόν να έχει κανείς την απαίτηση να ξέρει τι είναι ο ΠΟΥ, τι η ευλογιά και από τι αιτίες θανάτου έχουμε γλυτώσει την τελευταία δεκαετία;

Από το 1979 που αναφέρθηκε ο τελευταίος θάνατος από ευλογιά, έχουν περάσει 39 χρόνια και έχουν σωθεί 74 εκατομμύρια ζωές.
Τόσοι πέθαναν και στους δυο παγκόσμιους πολέμους μαζί.
Δε χρειάζονται δάκρυα για τον Henderson.
Δεν τα έχει ανάγκη, σε αντίθεση με τα δημοφιλή λαϊκά είδωλα.




[2fA]



Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

"Το κλειδί "





ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ


Το κλειδί βρισκόταν πάντα
κάτω από την πέτρα
όποιος ερχόταν πρώτος έμπαινε
και περίμενε
Δεν υπήρχε τίποτα κρυφό
κανένα μυστικό καμιά συνομωσία
όλα καθαρά απλά μοιρασμένα ίσα
απ’ την καλή διάθεση όλων
Συχνά άναβε η συζήτηση κι η σύναξη
αποκτούσε ξεχωριστό παλμό
άλλοτε η σιωπή πλανιόταν ανάμεσα μας
σαν ουράνιο τόξο που μας σκέπαζε
Μας ένωνε η συγγένεια πνεύματος
– αυτή η αίσθηση πως
όλη η ομορφιά, όλη η αγάπη μαζί με τις
διαφορές τις διαφωνίες και όσες αντιθέσεις
μας χαρακτήριζαν
ανήκαν στον ίδιο χώρο, ήταν κτήμα μας
αέρας που αναπνέαμε, κατάκτηση μας

Κάποτε κάποιος δεν ξανάρθε
κι έπειτα άλλος κι άλλος
τη θέση τους έπαιρναν σκιές αμίλητες
με τις ίδιες κινήσεις τις ίδιες ιδέες,
όπως συμβαίνει πάντα και κανείς
δεν θέλει να το πιστέψει
Όταν πήρα το κλειδί για τελευταία φορά
δεν περίμενα πια κανέναν άλλο
έμεινα μόνος με τις σκιές με ανοιχτή την πόρτα
και το κλειδί σε αναμονή στην κλειδαριά,
να μετρά τις ανάσες μου
Πολλοί περαστικοί έρχονται για μια
καλησπέρα, δεν ξέρω αν τους απαντώ
πόσο μένουν και τι λέμε
το τόξο της σιωπής έχασε τα
χρώματα του και κρύφτηκε στην καρδιά μου
- εκεί περιμένει καρτερικά όλους τους φίλους
τους παλιούς ενωμένους ξανά να μας σκεπάσει
με τη φτερούγα του...


Μ Ψ


                                                                            


Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

"Αυγή ημέρας μυστικής "





π. Αλέξανδρος Σμέμαν, "Αυγή ημέρας μυστικής – Η Κοίμηση της Θεοτόκου" 
-  Από το βιβλίο, «Η Παναγία»



Τον Αύγουστο η Εκκλησία εορτάζει το τέλος της επίγειας ζωής της Παναγίας, τον θάνατό της, γνωστόν ως Κοίμηση, μια λέξη όπου το όνειρο, η μακαριότητα, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά ενώνονται.
Τίποτε δεν γνωρίζουμε για τις συνθήκες που περιβάλλουν το θάνατο της Παναγίας, της μητέρας του Χριστού. Διάφορες ιστορίες, διανθισμένες με παιδική τρυφεράδα, έχουν φθάσει ως εμάς από τον πρώιμο Χριστιανισμό, αλλά, ακριβώς λόγω της ποικιλίας τους, δεν νιώθουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε την «ιστορικότητα» καμιάς απ’ αυτές.

Στην Κοίμηση, η αγάπη και η μνημόνευση της Εκκλησίας δεν επικεντρώνονται στο ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο, ούτε στην ημερομηνία και στον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, αυτή η Μητέρα όλων των μητέρων, ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή της.
Οποτεδήποτε και οπουδήποτε κι αν αυτό συνέβη, η Εκκλησία, αντ’ αυτού, παρατηρεί την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας το θάνατο αυτής που ο Υιός της, σύμφωνα με την πίστη μας, κατέβαλε τον θάνατο, ανέστη εκ νεκρών, και μας υποσχέθηκε την τελική ανάσταση και τη νίκη της αθάνατης ζωής.

Ο θάνατός της αναλύεται καλύτερα μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως (Успение Богородицы), που είναι τοποθετημένη στο κέντρο της Εκκλησίας εκείνη την ημέρα, ως κέντρο όλου του εορτασμού.

Η Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της.
Οι απόστολοι του Χριστού είναι συναγμένοι γύρω της, και από πάνω της στέκεται ο ίδιος ο Χριστός, κρατώντας στα χέρια τη Μητέρα Του, η οποία είναι ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί Του.
Εδώ βλέπουμε το θάνατο κι ο,τι έχει ήδη περάσει σ’ αυτό το συγκεκριμένο θάνατο: όχι ρήξη αλλά ένωση.
Όχι λύπη αλλά χαρά. Και σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όχι θάνατος αλλά ζωή.
«Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος», ψάλλει η Εκκλησία, βλέποντας αυτή την εικόνα.
«Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…».

Τα λόγια μιας βαθύτατης και πολύ όμορφης προσευχής που απευθύνεται στην Παναγία έρχονται τώρα στον νου μας, «Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας!»
(Ακάθιστος Ύμνος).
Το φως που ξεχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς απ’ αυτή την άδυτη, μυστική Ημέρα.
Παρατηρώντας αυτόν τον θάνατο, και στεκόμενοι δίπλα σ’ αυτό το νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ότι ο θάνατος δεν ισχύει πλέον, ότι η διαδικασία του θανάτου ενός ανθρώπου έχει γίνει τώρα μια πράξη ζωής, μια είσοδος σε μια ευρύτερη ζωή, όπου βασιλεύει η ζωή.
Αυτή που δόθηκε εντελώς στο Χριστό, που Τον αγάπησε έως τέλους, συναντιέται μ’ Αυτόν σ’ εκείνες τις φωτεινές πύλες του θανάτου, κι εκεί ο θάνατος μεταστρέφεται αμέσως σε χαρμόσυνη συνάντηση – η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω στα πάντα.

Για αιώνες η Εκκλησία στοχάστηκε κι εμπνεύστηκε από το θάνατο Αυτής που υπήρξε μητέρα του Χριστού, που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Κύριό μας, που Του δόθηκε ολοκληρωτικά μέχρι τέλους και στάθηκε δίπλα Του στο Σταυρό.
Και παρατηρώντας η Εκκλησία τον θάνατό της, ανακάλυψε και βίωσε τον θάνατο, όχι ως φόβο, τρόμο τέλος, αλλ’ ως αστραποβόλα και αυθεντική Αναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν, ανυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διά γαρ της αθανάτου Κοιμήσεώς σου ηγίασας τα σύμπαντα…».
Εδώ, σ’ έναν από τους πρώτους ύμνους της εορτής, βρίσκουμε αμέσως να εκφράζεται η βαθιά ουσία της χαράς της: «Νέκρωσις άφθορος», αθάνατη κοίμηση.

Ποιο είναι όμως το νόημα αυτής της αντιφατικής και φανερά παράλογης συνυπάρξεως αυτών των λέξεων;
Στην Κοίμηση μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι ένας από μας.
Αν ο θάνατος είναι ο τρόμος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην τρομερή μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν είναι παρόν στο θάνατο της Παρθένου Μαρίας, αφού ο θάνατός της, όπως και ολόκληρη η ζωή της, είναι μια συνάντηση, αγάπη, συνεχής κίνηση προς το αιώνιο, άδυτο φως της αιωνιότητος και μια είσοδος σ’ αυτό.
«Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον», λέγει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης (Α΄ Ιωάν. 4,18).

Γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος στην άφθορη κοίμηση της Παρθένου Μαρίας.
Εδώ ο θάνατος έχει καταληφθεί εκ των ένδον, έχει ελευθερωθεί απ’ ο,τι τον γεμίζει με τρόμο και απελπισία.

Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα.
Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας».
Έτσι στη γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στεναχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή.
Προσεγγίζοντας την πόρτα του αναπόφευκτου θανάτου μας, είναι σαν να τη βρίσκουμε ορθάνοικτη, με το φως να ξεχύνεται από τη νίκη που πλησιάζει από την ερχόμενη επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.

Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου φωτός της εορτής, στις αυγουστιάτικες αυτές μέρες, όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της Κοιμήσεως, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον…»
Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος.
Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία.
Ο θάνατος δεν είναι πλέον ρήξη αλλά ένωση. Δεν είναι λύπη, αλλά χαρά.
Δεν είναι ήττα, αλλά νίκη.

Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε, τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιώνιας Ημέρας.