Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

"Καπετάν Ανδρέας Ζέππος "






–  Η ιστορία του τραγουδισμένου ψαρά


Στο τέλος του 19ου αιώνος, η περιοχή του Νέου Φαλήρου είχε μετατραπεί σε κοσμική λουτρόπολη με εντυπωσιακά ξενοδοχεία.
Ακριβώς την ίδια περίοδο, στην άλλη άκρη του Αιγαίου πελάγους, στο Αϊβαλί, οι εύποροι Έλληνες δημιούργησαν και αυτοί μια λουτρόπολη έξω από την πόλη τους που επίσης ονόμασαν Νέο Φάληρο, κατ’ απομίμηση του πειραϊκού· εκεί συναντούμε τον μικρό Ανδρέα Ζέππο…

Ανδρέας Ζέππος γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1914. Ο πατέρας του Στράτος, ήταν έμπορος, αλλά μια μέρα ήρθαν οι Τούρκοι, του έσπασαν το μαγαζί και τον πήραν μαζί με άλλους Έλληνες· δεν τον ξαναείδαν πια.
Η μητέρα του, η κυρά Παρασκευή, έγκυος κιόλας, μάζεψε ό,τι μπορούσε, πήρε από το χέρι και τον Ανδρέα και κατέφυγαν σε ένα σπίτι με μποστάνι που είχαν έξω απ’ την πόλη για ασφάλεια.
Η κυρά Παρασκευή γέννησε λίγο αργότερα κορίτσι που βαφτίστηκε Στρατούλα, αλλά η ζωή κυλούσε δύσκολα. Ο Ανδρέας βρέθηκε, λοιπόν, μούτσος στον «Ταξιάρχη», στο καΐκι του καπετάν Στέλιου, συγγενή της μητέρας του.
Ο «Ταξιάρχης» ήταν από τα μεγαλύτερα ψαράδικα της περιοχής και ο καπετάν Στέλιος μεγάλος δάσκαλος και καλός άνθρωπος.

Έλεγε αργότερα ο καπετάν Ανδρέας: «Την πρώτη φορά που πήρα το μερτικό μου απ’ το ψάρεμα, λίγες μπαγκανότες στη χούφτα κι ένα διχτάκι ψάρια, σε λίγα λεπτά έκανα τη σχετικά μεγάλη απόσταση από το λιμάνι στο σπίτι μου. Κυριολεκτικά πετούσα… 
Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου που πήγαινα για πρώτη φορά στη μάνα λίγα λεφτά και ένα διχτάκι ψάρια. Νόμιζα ότι είχα γίνει άντρας. 
Εκείνο που πρέπει να σας πω ξεχωριστά, είναι η χαρά που πήρα μόλις τ’ αφεντικό μου (ο καπετάν Στέλιος) με πλήρωσε. Η χαρά μου όμως δεν ήταν ότι θα ξόδευα αυτά τα χρήματα για τον εαυτό μου, αλλά γιατί θα τα πήγαινα προσφορά στη μάνα μου.»

Ο καπετάν Στέλιος, μια μέρα που πήγε να πουλήσει ψάρια στη Σμύρνη, κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν ήταν καλή. Επιστρέφοντας στο Αϊβαλί μαζεύει τη γυναίκα του, την κυρά Ζωή, την οικογένεια Ζέππου και φεύγουν το βράδυ.
Βάζουν πλώρη για Πειραιά αλλά όταν φτάσαν στον Σαρωνικό, ο καιρός τους έριξε στην Αίγινα. 
Στην Αίγινα άφησαν τις γυναίκες σε ένα μοναστήρι που φιλοξενούσε πρόσφυγες, και ο καπετάν Στρατής με τον Ανδρέα ξεκίνησαν στον «Ταξιάρχη» να αναγνωρίσουν τα νερά.
Σύντομα κατάφεραν να βγάζουν γερό μεροκάματο και νοίκιασαν ένα παλιό μικρό σπιτάκι με δύο δωμάτια κοντά στην παραλία όπου ζούσαν όλοι μαζί.

Η κυρά Ζωή όμως, που ήταν πάντα ασθενική, πέθανε λίγο αργότερα, και ο καπετάν Στέλιος σύντομα την ακολούθησε.
Στην κυρά Παρασκευή παραχωρήθηκε ένα μικρό διαμέρισμα στις προσφυγικές πολυκατοικίες του Τουρκολίμανου και έτσι ο καπετάν Ανδρέας βρέθηκε στον Πειραιά. 
Πούλησε τον «Ταξιάρχη», που ήταν ακατάλληλος για ψάρεμα στο Φάληρο, και αγόρασε ένα δυνατό τρεχαντήρι, τέτοιο που κανείς άλλος δεν είχε στην περιοχή αφού μπορούσε να ψαρεύει βαθύτερα και να καλάρει τουλάχιστον δύο φορές περισσότερες από τους άλλους ψαράδες.
Δυστυχώς, με τον θάνατο της κυρά Παρασκευής λίγο αργότερα, χάνει και τον έλεγχο του ποτού.

Γρήγορα γίνεται ο πρώτος ψαράς του όρμου του Φαλήρου, τα ’κονόμησε και απέκτησε μεγάλη φήμη ως ένας από τους διασημότερους γλεντζέδες· όσα έβγαζε, κάθε βράδυ τα «ακούμπαγε».
Σύχναζε στην ταβέρνα του Καούδη στις Τζιτζιφιές, όπου τραγουδούσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Άφηνε μάλιστα αρκετά χρήματα, ώστε ο Παπαϊωάννου, που «χαιρόταν όταν τον έβλεπε», έγραψε γι’ αυτόν στην Κατοχή το πασίγνωστο τραγούδι, λόγω του οποίου τον θυμόμαστε και εμείς σήμερα. Μάλιστα, συχνά τραγούδαγε: «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο, βαλ’ το χέρι στο γιλέκο», διότι ο Ζέππος έβγαζε από τη τσέπη του γιλέκου χρυσές λίρες.

Κάθε βράδυ στα μπουζούκια ξόδευε περιουσίες. Δεν λογάριασε ποτέ το χρήμα, γιατί νόμιζε ότι πάντα θα του έρχονταν όλα βολικά.
Η Καίτη Γκρέη τον θυμάται στα μαγαζιά των Τζιτζιφιών και του Μοσχάτου, να μπαίνει να γλεντάει κάθε βράδυ και να «σηκώνει» όλο το μαγαζί.
«Πιωμένος ήταν καπετάν φασαρίας», θυμάται, «είχαμε γίνει καλοί φίλοι. 
Καλόκαρδος όμως άνθρωπος. Όταν έφευγε, σήκωνε σε μπόγο το τραπεζομάντιλο με ό,τι είχε επάνω, αφού άφηνε ένα μάτσο χρήματα στο γυμνό τραπέζι».

Το ίδιο, αλλά αντίστροφα έκανε ο καπετάν Ανδρέας Ζέππος και όταν έφευγε από το σπίτι του, όπως έλεγε το 1982 ο γιος του: «Η μάνα μας έλεγε, ότι μετά την ψαριά, έφερνε στο σπίτι ένα μεγάλο σωρό με λεφτά, τα έβαζε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, έπειτα σήκωνε το τραπεζομάντιλο σε μπόγο, το έβαζε στον ώμο και έφευγε για τα μπουζούκια».

Με τον Παπαϊωάννου ήταν πολύ φίλοι, αλλά είχαν και κάποια μακρινή συγγένεια. 
Ήταν όμως περισσότερο φίλοι, γιατί έκαναν μαζί και στο ψαροκάικο.
Πριν ακόμα γίνει συνθέτης ο Παπαϊωάννου, δούλευε στο καΐκι του Ζέππου.
Είχε λοιπόν ένα μπουζουκάκι κι όπως καθόταν στην πρύμνη, τραγούδαγε τους καημούς της δουλειάς τους.
Έτσι, αφιέρωσε το ομώνυμο τραγούδι στον καπετάνιο του, που έγινε σουξέ με την αξέχαστη Μαρίκα Νίνου, περίπου το ΄46. Και οι στίχοι του τραγουδιού αυτού τελικά δεν βγήκαν από την φαντασία του συνθέτη. Ήταν η καθημερινή ζωή του καπετάν Ανδρέα Ζέππου…

Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη - μπρος στ’ ακρογιάλι τον Ζέππο περιμένει.
Καπετάν Ανδρέα Ζέππο, χαίρομαι όταν σε βλέπω.
Χαίρομαι όταν σε βλέπω, καπετάν Ανδρέα Ζέππο…

Ο Ζέππος αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν ξέχασε ποτέ ότι και ο ίδιος ήταν πρόσφυγας. 
Πάντρεψε πολλές ορφανές κοπέλες που δεν είχαν κουμπάρο να τις στεφανώσει, βάφτισε πολλά αβάπτιστα που λόγω της φτώχειας δεν είχαν τα απαραίτητα για το μυστήριο, τάισε τη χήρα και το ορφανό· ακόμη και στις γάτες έδινε τα πατημένα ψάρια για να φάνε.
Κυρίως όμως, στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, βοήθησε κόσμο και ντουνιά.

Το 1941 οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τον Πειραιά και οι κάτοικοι αναγκάζονται να καταφύγουν στην Αθήνα. Περνώντας απ’ το Φάληρο, πολλοί ηλικιωμένοι έμειναν εκεί διότι δεν μπορούσαν άλλο να περπατήσουν.
Ο καπετάν Ανδρέας δίνει αλεύρι στον φούρνο απ’ τ’ απόθεμά του, και μοιράζει ψωμί. 
Το καΐκι του έφερε μεγάλα ψάρια, διότι είχαν σκοτωθεί από τις εκρήξεις και επέπλεαν στο νερό και, αντί να τα πουλήσει, τα βράζει και τα μοιράζει συσσίτιο.

Μετά την Κατοχή, η έντονη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση της περιοχής, είχε ως συνέπεια τη μόλυνση των φαληρικών υδάτων και το ψάρεμα, πλέον, ήταν αδύνατο. 
Αναγκάστηκε, λοιπόν, να επιστρέψει στο Τουρκολίμανο και να ψαρεύει στα ανοικτά, αλλά το ψάρεμα εκεί ήταν πολύ δύσκολο, πολύ κουραστικό και δεν απέφερε πάντα κέρδος· απ’ το πολυπληθές τσούρμο του, κράτησε μόνον δύο-τρία παλικάρια.
Τα χρόνια όμως είχαν περάσει, ο καπετάνιος είχε βαρύνει (χώρια που ήταν και αλκοολικός) ενώ μεροκάματο δεν έβγαινε· δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο αυτή τη δουλειά.

Περί το 1955 αποφασίζει να δουλέψει ως μανάβης, να παίρνει ψάρια από τα καΐκια και να γυρίζει να τα πουλήσει. Αντί να γυρνάει τις γειτονιές όμως, αξιοποίησε τις γνωριμίες του και πήγαινε ψάρια σε όλες τις ταβέρνες και τα εστιατόρια.
Ούτε πάλι, όμως, έβγαζε μεροκάματο γιατί οι ταβέρνες δεν πλήρωναν. 
Του ’λεγαν «έλα τη Δευτέρα μετά το Σαββατοκύριακο που θα ’χουμε δουλειά», αλλά ούτε τη Δευτέρα πλήρωναν γιατί «δεν ήρθε κόσμος».
Όμως, και ο ίδιος ο καπετάνιος δεν είχε πια τη δύναμη να γυρίζει την πόλη με τα πόδια και τα βαριά καλάθια· είχε μεγαλώσει.

Παίρνει, λοιπόν, ένα καλάθι ψάρια, και στέκεται έξω από τον ηλεκτρικό στο Φάληρο. 
Βγάζει μικρό μεροκάματο αλλά η πληρωμή γίνεται τουλάχιστον τοις μετρητοίς και όχι όπως στις ταβέρνες. Όταν τελειώνει νωρίς, ψαρεύει μόνος του χταπόδια και τα πουλά την επομένη.
Έβαλε μάλιστα και μια ταμπέλα: «Ψάρια απ’ τον καπετάν Ανδρέα Ζέππο».
Τα λεφτά δεν έφταναν όμως, και η γυναίκα του, η κυρά Κατίνα, αναγκάζεται να ξενοδουλέψει. Τυχερή στην ατυχία της, την παίρνει βοηθό στο σπίτι της η Φανή, η γυναίκα του λογοτέχνη Κώστα Σούκα. Η Φανή ευεργετήθηκε από τον καπετάνιο όταν στην Κατοχή της έδινε, μαζί με τόσους άλλους, από μια χούφτα ψάρια και επιβίωσαν. 
Γρήγορα ο καπετάνιος συνδέθηκε με τη φιλολογική συντροφιά του Σούκα, η οποία τον δέχθηκε με σεβασμό και αγάπη· εκεί τον γνώρισε και ο Ευ. Αθηναίος. 
Απ’ αυτούς τους ανθρώπους βρήκε μια αναγνώριση για όσα έκανε στην Κατοχή.

Φαίνεται όμως ότι, αυτή η υπέρμετρη αγάπη του Ζέππου και βοήθεια που έδινε στον καθένα, να του στοίχισε σε τελευταία ανάλυση και την ίδια του τη ζωή, αφού είναι σίγουρο ότι του στοίχισε το καΐκι του!
Γιατί ο Ζέππος ήταν «τρομερά φερέγγυος άνθρωπος κι όταν χρωστούσε αρρώσταινε», όπως είπε κάποτε ο γιος του. Έτσι, κάποια μέρα εκείνης της εποχής, ένας γνωστός του από τη Χαλκίδα, θέλησε να πάρει ένα δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα, για να αγοράσει «εργαλεία» για το καΐκι του.
Ο Ζέππος μπήκε εγγυητής, αλλά για κάποιον λόγο το δάνειο δεν εξοφλήθηκε και ο Ζέππος δεν είχε τόσα πολλά λεφτά πια για να πληρώσει.
Έπρεπε να πληρώσει με το καΐκι του… Το έχασε. Έγινε αλκοολικός από το πιοτό -όταν οι άλλοι έπιναν καφέ, αυτός έπινε ούζο- και κάποια στιγμή δεν άντεξε…
Πέθανε από κίρρωση του ήπατος στα 1969, σε ηλικία 55 χρονών.
Πέθανε άφραγκος και παρά λίγο να γίνει και έρανος για τα έξοδα της κηδείας του. 
Τότε, ο Παπαϊωάννου έγραψε προς τιμήν ένα ακόμη τραγούδι, το «Ο Ζέππος εκουράστηκε».

Το περίφημο καΐκι του, ο «Άγιος Ευστράτιος», μετά την τράπεζα, άρχισε να αλλάζει χέρια. 
Βγήκε σε πλειστηριασμό και το αγόρασε μια μεγάλη οικογένεια ψαράδων από το Πέραμα, οι Παγιδαίοι, που το ονόμασαν «Ζέππο».
Κάποια στιγμή αποφάσισαν να το πουλήσουν για να πάρουν μεγαλύτερο. 
Το καΐκι αλλάζει πάλι χέρια. Αυτή τη φορά το αγοράζει ο Ναουσαίος ψαράς Θανάσης Νταντάνης, που ζούσε στην Πάρο.
Το κράτησε αρκετά χρόνια και στη συνέχεια πούλησε τον «Ζέππο» στον αρχιτέκτονα Κώστα Γουζέλη. Αυτός περιέβαλε το ιστορικό σκαρί με περισσή αγάπη, το ανακατασκεύασε, του έβαλε πανιά, το έκανε ακόμα πιο όμορφο και κράτησε το όνομά του.

Μ’ αυτό, ο γνωστός σκηνοθέτης Γιώργος Κολόζης έκανε τα γυρίσματα της σειράς ντοκιμαντέρ «Αιγαίο νυν και αεί», στο επεισόδιο «Αέρας στα πανιά μας», που προβλήθηκε με επιτυχία από την κρατική τηλεόραση.
Ο «Ζέππος» ξανοίχτηκε και πάλι στο Αιγαίο για τις ανάγκες των γυρισμάτων σ’ ένα δύσκολο ταξίδι 1500 μιλίων. Το καΐκι, μετά την εκπομπή, κατέληξε σε έναν από τους συγγενείς της οικογένειας Περατικού και άραξε σε έναν μόλο του πανέμορφου νησιού της Αντιπάρου.



pare-dose – [2fA]



Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

"Πέτρα – Χαρτί – Ψαλίδι "





2ος ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ




Όλοι το γνωρίζουν αυτό!



[2φΑ]



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

"Ο έφεδρος "





Μαρινέλλα - Ο έφεδρος  (1973)

Στίχοι: Πυθαγόρας
Μουσική: Γιώργος Κατσαρός





Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός - στα μάτια του νυχτώνει
κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός  - κοιμάται μες στο χιόνι



[2fA]



"Μάνα και Γιος "











Νικηφόρος Βρεττάκος  -  Μάνα και Γιος  [1940]


Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.



[2fA]


"Φεύγουμε για το μέτωπο "





-  Από τις ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ του Άγγελου Τερζάκη


Φεύγουμε για το μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40'.
Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμα μας.
Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά.
Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια.
Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές.
Τα δάκρυα, σου ’ρχονται στα μάτια.
Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα».

- Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες.
Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά.
Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας.
Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: «Τους φάγαμε».
Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα
(ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

- Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα:
Ένα κομμάτι σπάγκου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο.
Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.

- Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο. Βρέχει.
Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα.
Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.

- Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. 
Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει.
Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα.
Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί.
Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας.
Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.

- Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι.
Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών.
Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν.
Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν.
Η μάνα: «Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε, αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος.
Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940».

- Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

- Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή.
Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ, είπε πως οι Ιταλοί θα ’καναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.

- Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο.
Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση.
Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.

- Τι μέρα είναι σήμερα;
- Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.



ksipnistere – [2φΑ]


"Εικοστή ογδόη!.. "





Της Αγίας Σκέπης












ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ
-  «ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ»

Το ξέρουμε πια σήμερα πως τη νίκη μας την κέρδισαν
πάνω στα παγωμένα τ’ Αλβανικά βουνά απλοί χωριάτες
και ψαράδες, χερομάχοι, χτίστες και σιδεράδες
και γεωργοί με τα ψημένα πρόσωπά τους στον καθαρόν ήλιο
της πατρίδας, με τραχιά χέρια μαθημένα να χειρίζονται
με την ίδιαν ευκολίαν το αλέτρι και το πολυβόλο τους. Το ξέρουμε
τώρα καθαρά πως εκείνοι που πολέμησαν πραγματικά και
περιφρόνησαν το θάνατο ήταν δάσκαλοι και μικρέμποροι
γυρολόγοι, απλοί μικροί βιοτέχνες που έκλεισαν
τα καταστήματά τους για να απωθήσουν με το μεγαλείο
της ψυχής, με τη μεγαλοπρέπεια και την αποφασιστικότητα
της καρδιάς τον φασιστικό μας εισβολέα. Ήταν τέλος
γελαστά και χαρούμενα παιδιά, φοιτητές, στρατιώτες
και ανθυπολοχαγοί, που ξέρανε από την ιστορία καλά
τον παλιόν εκείνον Ξέρξη και τη συντριβή του
στα γενναία λιμάνια της πατρίδας μας, για να μην
τολμήσει να επαναλάβει ποτέ πια την πανωλεθρίαν του εκείνη.
Αυτούς τους νεκρούς οφείλουμε να χωρέσουμε σήμερα
και πάντοτε μέσα μας να χωρούμε, για να μπορούμε
την κάθε στιγμή την ψυχραιμία και τη θέληση
των νεκρών της Αλβανίας ν’ ανακαλούμε μέσα μας και να λέμε
«όχι» στην κάθε υποδούλωση, στην κάθε ξένην υποταγή.



[2φΑ]



Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

"Θεία είν' η δάφνη!.. "






Φρεντερίκ Μιστράλ  -  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
[Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς]


Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια
λάμπει, και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν.
Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι
στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του!
Πανίερη Αθηνά, τίναξε το πουλί σου
στ' αμπέλια μας απάνου τα σαρακωμένα.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

Αγάλια αγάλια αποχρυσώνεται το κύμα,
να η άνοιξη γυρίζει, μα στα κορφοβούνια
του Προμηθέα τα σπλάχνα σκίζοντας ένα όρνιο
μεγάλο, ασάλευτο ξανοίγεται μακριάθε'
για να διώξεις το μαύρο γύπα που σε τρώει,
αρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, το καράβι.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

Τ' ανάκρασμα τ' ακούτε της αρχαίας Πυθίας:
"Νίκη στων ημιθέων τ' αγγόνια!" Από την 'Ιδη
ως στης Νικαίας τ' ακρογιάλια ξανανθίζουν
αιώνιες οι ελιές. Με τ' άρματα στα χέρια
εμπρός! Τα ύψη των βουνών ας τ' ανεβούμε,
τους σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας!
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

Κι έλα, ετοιμάστε τα λευκά φορέματά σας,
αρραβωνιαστικές, για να στεφανωθείτε
στο γυρισμό τους ακριβούς σας' μέσ' στο λόγγο
γι' αυτούς που σας γλιτώσανε κόφτε τη δάφνη.
Αγνάντια στη σκυφτή και ντροπιασμένη Ευρώπη,
ας πιούμε ξέχειλη τη δόξα, παλικάρια.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

'Ο,τι έγινε μπορεί να ξαναγίνει, αδέρφια!
Στων πυρωμένων τούτων βράχων τη λαμπράδα
με σάρκα θεία μπόρεσ' ο άνθρωπος να ντύσει
το φωτερότερο κι απ' όλα τα όνειρά του.
Κι η χριστιανή ψυχή βουβή εκεί πέρα θα είναι;
Κι εμείς ενός κορμού ξερόκλαδα εκεί πέρα;
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

Το Μαραθώνιο πεζοδρόμο ακολουθώντας
κι αν πέσουμε, το χρέος μας έχουμε κάμει!
Και με το αίμα του προγόνου μας Λεωνίδα
το αίμα μας, θριάμβων αίμα, ταιριασμένο,
θα πορφυρώση τον καρπό τον κοραλλένιο
και το σταφύλι το κρεμάμενο στο κλήμα.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

Της ιστορίας μάς φέγγουν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Ορθοί! Και πρόβαλλε από τώρα το παλάτι
στον τόπο εκεί που λύθηκαν τα κακά μάγια,
κι ο Φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη.
Στις αμμουδιές της Μέκκας διώξε το, ήλιε,
το μισοφέγγαρο μακριά απ' τον ουρανό μας...
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.

[Frédéric Mistral, βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1904]



[2φΑ]



"Tίς ὁ ἁψάμενός μου; "










Ο Άγιος Νέστωρ


Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (8: 41-56)


41 καί ἰδού  ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.

43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ.
47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει.
53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.



[2φΑ]



Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

"Ώρα Χειμώνα "





Ώρα Χειμώνα...




Η αποψινή νύχτα θα ξημερώσει μια ώρα αργότερα.
Στις 4.00΄ την νύχτα η ώρα θα είναι πάλι 3.00΄.
Να μην ξεχάσουμε με πρώτη ευκαιρία, να ενημερώσουμε ΟΛΑ τα ρολόγια του σπιτιού, μια ώρα πίσω.  










[2φΑ]



"Εγκωμιαστικός λόγος "







Ο Άγιος Δημήτριος


-  Νεοφύτου πρεσβυτέρου, μοναχοῦ καί ἐγκλείστου, ἐγκωμιαστικός λόγος
στόν ἅγιο καί ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, ΔΗΜΗΤΡΙΟ,
καθώς καί σχετικά μέ τό μαρτύριο, τά θαύματα καί τόν σεβάσμιο ναό του.


1. ἔνδοξος Δημήτριος καὶ συμμέτοχος στὴν οὐράνια δόξα, μᾶς χάρισε σήμερα τὴν πανήγυρή του ὡς ὑπέρτατο δῶρο. Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ποὺ ἀποτελοῦμε τὸν θίασο ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὸν μάρτυρα, ἂς τὸν τιμήσουμε μὲ θεόπνευστους ὕμνους καὶ ἐγκώμια, γιὰ νὰ μᾶς ὠφελήσει ὁ φίλος καὶ μάρτυρας ὡς μεσολαβητὴς στὸν βασιλέα Χριστό. Ἂς τονίσουμε λοιπὸν καὶ τὸν θεϊκό του ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὰ ἐνάρετα προτερήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἂς γεμίσουμε μὲ θεϊκὴ χαρὰ ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἐπειδὴ ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν ἐγκωμιάζεται ὁ δίκαιος, γεμίζουν μὲ εὐφροσύνη οἱ λαοί. Μακάρι ὅμως νὰ μὴν γεμίσουμε μόνο μὲ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὶς ὁμιλίες καὶ τὶς τιμητικὲς ἐκδηλώσεις στὴν μνήμη του, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

2. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ μακάριος Δημήτριος, ποὺ εἶναι πράγματι πολίτης στὴν οὐράνια πόλη καὶ βασιλεία τιμήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια θνητὴ βασιλεία. Διότι μιὰ καὶ εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ μεγάλη φήμη καὶ φρόντιζε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία γιὰ τὸν ἄψογο καὶ ἔντιμο βίο, τὸν ἀγάπησαν καὶ τὸν τίμησαν πολύ, συνάμα καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἀρχικὰ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐκσκέπτορος καὶ ἦταν συνεργὸς καὶ συμμέτοχος στὴν σύγκλητο. Στὴν συνέχεια ἀναγορεύθηκε ἀνθύπατος τῆς Ἑλλάδος. Γιὰ τὸν ἴδιο ὅμως ὁ ἀληθινὸς πλοῦτος καὶ ἡ δόξα ἦταν αὐτή, νὰ εἶναι δηλαδὴ καὶ νὰ τὸν ἀποκαλοῦν χριστιανό, καὶ δὲν ὑπολόγιζε καθόλου τὶς τιμὲς τῶν βασιλιάδων. Γι᾿ αὐτὸ ἐπειδὴ ξεχείλιζε ἀπὸ διδασκαλία γεμάτη μὲ θεϊκὴ σοφία καὶ πνευματικὸ λόγο, ἄλλαζε τὴν πίστη πολλῶν καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀληθινὴ πίστη.

3. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἅγιος τέτοια κήρυττε στὸν λαὸ στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἐξαπλωνόταν ἡ φήμη του σ᾿ ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ αὐτήν, τὸν συνέλαβαν οἱ διῶκτες τῆς ἀλήθειας καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τύραννο Μαξιμιανό. Ὁ ἅγιος ὅμως εἶχε λαμπερὸ τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν παρέμβαση τῆς θείας χάριτος καὶ προκάλεσε ἔκπληξη στὸν τύραννο, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ ντράπηκε τελικὰ δὲν τὸν τιμώρησε, ἀλλὰ τὸν κατηγόρησε ὡς ἀχάριστο, διότι λησμόνησε βαθιὰ τὶς βασιλικὲς τιμὲς καὶ πίστεψε στὸν σταυρωμένο Χριστό. Ἐκφράζοντας λοιπὸν αὐτὰ τὰ λόγια καὶ κάποιες ἄλλες κολακευτικὲς μωρολογίες, προσπαθοῦσε νὰ παρασύρει τὸν ἅγιο ἀπὸ τὴν πίστη του. Αὐτὸς ὅμως ἀντιστεκόταν σὰν ἀκλόνητος στύλος καὶ σὰν βράχος στὴν ἀκτὴ ἀπέναντι στὰ χτυπήματα τῶν κυμάτων.

Ὅταν τὸν ρώτησε καὶ πάλι ὁ βασιλιὰς ἂν ἐπιμένει νὰ πιστεύει στὸν σταυρωμένο Χριστό, ὁ ἅγιος τοῦ ἀπάντησε: «Μακάρι νὰ μποροῦσα, βασιλιά, ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ τὸν πείσω νὰ πιστεύει στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεγαλομανία καὶ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Καὶ ἐγὼ βέβαια εἶμαι ἕτοιμος στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μου νὰ ὑποστῶ ὄχι μόνον ἕναν θάνατο, ἀλλὰ πολλούς, ἂν βέβαια αὐτὸ τὸ ἐπιτρέπει ἡ φύση μου».

4. Ὁ βασιλιὰς λοιπόν, ὅταν εἶδε τὴν μεγάλη τόλμη τοῦ ἄνδρα καὶ κατάλαβε τὴν ἀκλόνητη ἀπόφασή του, ἔγινε θηρίο ἀπὸ θυμὸ γιὰ νὰ βασανίσει τὸν ἅγιο. Συγκράτησε ὡστόσο τὸν θυμό του γιὰ τὸ τέλος, διότι ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέατρο καὶ τὸ στάδιο. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἔφτασε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος μὲ ἅμαξα. Διέταξε νὰ φρουρήσουν τὸν μάρτυρα σὲ μιὰ κάμαρα λουτροκαμίνου, ποὺ δὲν τὴν εἶχαν ἀκόμη ἀνάψει, ὥσπου νὰ βρεῖ εὐκαιρία ἀπὸ τὰ μάταια θεάματα καὶ στὴν συνέχεια νὰ ὁδηγήσει τὸν ἅγιο σὲ ἐξέταση.

5. Τὸ θέατρο τῆς πόλεως, ποὺ τὸ ἔλεγαν καὶ στάδιο, ἦταν κλεισμένο γύρω - γύρω μὲ σανίδες καὶ ὁρισμένα μάγγανα, ὅπου ὅσοι ἔμπαιναν, παρακολουθοῦσαν σὰν σὲ θέατρο, καὶ σκότωναν σὲ μονομαχία γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν αἱμοχαρῆ βασιλιά, μὲ τὸ νὰ χύνουν συχνὰ ἀνθρώπινο αἷμα.

6. Ὁ βασιλιὰς εἶχε ἀποκτήσει κάποιον μονομάχο, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λυαῖο, πολὺ δυνατὸ καὶ μεγαλόσωμο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Βανδάλων καὶ ὁ ὁποῖος στὴν Ρώμη, στὸ Σίρμιο καὶ στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους τόπους, σκότωσε πολλοὺς ἀνθρώπους σὲ μονομαχία, καὶ ὁ βασιλιὰς θεωροῦσε θαυματουργὴ τὴν πολὺ μεγάλη του δύναμη καὶ τὴν ἱκανότητά του στὸν φόνο καὶ κόμπαζε.

7. Ὅταν αὐτὸς στάθηκε στὸ στάδιο, ποὺ ἀναφέραμε, καὶ ὁ βασιλιὰς καλοῦσε τὸν κόσμο μὲ τοὺς κήρυκες ὑποσχόμενος χρήματα σ᾿ ὅποιον ἐπιθυμοῦσε ἀπὸ τοὺς πολίτες νὰ μονομαχήσει μὲ τὸν Λυαῖο, κανεὶς δὲν εἶχε τὴν τόλμη νὰ μονομαχήσει μὲ αὐτόν, διότι ὅλοι ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ὄψη καὶ τὸ θράσος τοῦ Λυαίου.

8. Τότε λοιπὸν ἕνας νεαρὸς παρακινήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐναντίον αὐτοῦ του κακοποιοῦ, ποὺ τὸν ἔλεγαν Νέστορα, ποὺ ἦταν ὡραῖος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, καὶ γνωστὸς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τρέχει σ᾿ αὐτόν, στὸν τόπο ποὺ τὸν φρουροῦσαν, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας· «Νὰ προσευχηθεῖς γιὰ μένα, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖς τὸν Χριστό, διότι θέλω νὰ μονομαχήσω πρόθυμα μὲ αὐτόν». Τότε ὁ ἅγιος σταύρωσε τὸ μέτωπο καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Νέστορος καὶ λέγει στὸν ἴδιο. «Πήγαινε, παιδί μου, καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ θὰ μαρτυρήσεις γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ».

9. Καὶ αὐτὸς ἐξοπλίστηκε μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου σὰν νὰ φόρεσε θεῖο θώρακα, ἔρχεται τρεχάτος στὸ στάδιο, ἔβγαλε καὶ πέταξε κάτω τὸν χιτώνα του καὶ πηδώντας ἀπὸ τὶς βαθμίδες στάθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιά. Αὐτὸς ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν τόλμη τοῦ νεαροῦ καὶ τοῦ λέγει: «Νεαρέ μου, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων σὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτὸ τὸ τόλμημα. Ἐγὼ βέβαια, ἐπειδὴ λυπᾶμαι καὶ τὴν ὀμορφιά σου καὶ τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης σου, σοῦ δίνω τὰ χρήματα καὶ παραδέχομαι τὴν γενναιότητά σου· φύγε κερδίζοντας καὶ τὴν ζωή σου καὶ τὰ χρήματα. Μὴν ἀντισταθεῖς ὅμως στὸν Λυαῖο, διότι πολλοὺς ἔστειλε στὸν θάνατο, πιὸ δυνατοὺς ἀπὸ σένα».

10. Ὅταν λοιπὸν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Νέστωρ, οὔτε τὸν Λυαῖο φοβήθηκε γιὰ τοὺς ἐπαίνους, οὔτε ὑποχώρησε στὴν γενναιοδωρία τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «βασιλιά μου, δὲν ἔχω ἔρθει σ᾿ αὐτὴ τὴν μονομαχία διότι ἐπιθυμῶ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀποδείξω σήμερα μπροστά σου πιὸ ἰσχυρὸ τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τὸν Λυαῖο». Τότε λοιπὸν ὁ βασιλιὰς καὶ οἱ σύνεδροί του γεμάτοι θυμὸ κατάλαβαν τὴν ἀλαζονεία τοῦ Νέστορος καὶ ἐνθάρρυναν ὑπερβολικὰ τὸν Λυαῖο γιὰ τὴν ἐξόντωσή του.

11. Καὶ ὁ νεανίας τοῦ Θεοῦ ἐνισχύθηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πῆρε στὰ χέρια του τὸν ἀκινάκη, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, προσευχήθηκε καὶ εἶπε «ὁ Θεὸς τοῦ δούλου σου Δημητρίου καὶ ὁ ἀγαπημένος γιὸς σου Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ νίκησες τὸν ἐχθρὸ Γολιὰθ μὲ τὸν ἐκλεκτό σου Δαβίδ, ἐσὺ Κύριε νίκησε καὶ τούτη τὴν στιγμὴ τὴν δύναμη τοῦ Λυαίου». Ἔτσι λοιπὸν προσευχήθηκε καὶ πήδησε μέσα ἀπὸ τὰ μάγγανα καί, ὅταν ἔγινε ἡ συμπλοκή, ὁ Λυαῖος δέχτηκε καίριο χτύπημα στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν Νέστορα καὶ πέθανε ἀμέσως καὶ ἔφερε τὴν πιὸ μεγάλη στενοχώρια στὸν βασιλιά. Καὶ ὁ Νέστωρ δόξαζε τὸν Θεό, διότι ὁ βάρβαρος σκοτώθηκε μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ ἁγίου Δημητρίου.

12. Ὁ Μαξιμιανὸς ὅμως τινάχτηκε μὲ θυμὸ ἀπὸ τὴν καθέδρα, καὶ συμπεριφερόταν στυγνὰ στοὺς αὐλικούς του, λέγοντας· «μὰ τοὺς θεούς, ἂν δὲν ἔγινε κάποια μαγεία, ἕνας μικρόσωμος νεαρὸς δὲν θὰ σκότωνε τὸν Λυαῖο, ποὺ ἔχει κάνει τόσα καὶ τέτοια κατορθώματα».

13. Τότε ὁ τύραννος κάλεσε τὸν Νέστορα καὶ τὸν ρώτησε λέγοντάς του «ἀπάντησέ μας, νεαρέ μου, μὲ ποιὰ μαγικὰ τεχνάσματα καὶ ποιοὺς συνεργάτες εἶχες καὶ σκότωσες τὸν Λυαῖο;». Ὁ Νέστωρ λοιπὸν πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε· «οὔτε μὲ μαγεία, οὔτε μὲ μαγγανεία, ὅπως εἶπες, βασιλιά, σκοτώθηκε ὁ Λυαῖος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν, ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ σκότωσε τὸν Λυαῖο μὲ τὸ χέρι μου, διότι ἦταν μιαρὸς καὶ ἐγωιστής». Τότε λοιπὸν ὁ θεομάχος γέμισε μὲ θυμὸ καὶ ὀργὴ καὶ διέταξε νὰ ὁδηγήσουν τὸν Νέστορα στὸ δυτικὸ μέρος τῆς Θεσσαλονίκης, στὴν λεγάμενη χρυσὴ πύλη, καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν, διότι ἦταν χριστιανός, καὶ ἔτσι λοιπὸν ὁ ἅγιος αὐτὸς νεανίας στεφανώθηκε μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, στὶς εἰκοσιπέντε τοῦ Ὀκτωβρίου.

14. Αὐτὸς ὁ ἱερὸς μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος βλέπει στὴν καμάρα ποὺ τὸν φρουροῦσαν νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν γῆ ἕνας πελώριος σκορπιὸς ἕτοιμος νὰ τὸν πλήξει μὲ τὸ κεντρί του, μνημονεύει ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε ἐξουσία νὰ πατοῦμε πάνω σε φίδια καὶ σκορπιούς, ἔφτυσε τὸ σκορπιό, τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τὸν ἐπέδειξε ἀμέσως νεκρό. Ἀμέσως τότε ἄγγελος Κυρίου πῆρε ἕνα θεϊκὸ στεφάνι καὶ στεφάνωσε τὴν κάρα τοῦ μάρτυρα, ἡ στέψη δὲν ἔγινε ἴσως γιὰ τὴν νέκρωση τοῦ σκορπιοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὴν σφαγὴ τοῦ ἁγίου στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ γινόταν μετὰ ἀπὸ λίγο. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔλεγε ὁ ἄγγελος· «Εἰρήνη σὲ σένα, ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔχεις θάρρος καὶ νὰ φανεῖς γενναῖος ἄνδρας».

15. Τότε λοιπὸν ὁρισμένοι ἄρχοντες συκοφάντες κατηγοροῦν τὸν Δημήτριο στὸν βασιλιὰ ὡς αἴτιο τῆς σφαγῆς τοῦ Λυαίου. Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ ἴδιος, ἔλεγε πὼς δὲν ἦταν καλὸς οἰωνὸς ἡ συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο στὰ στάδιο. Γι᾿ αὐτὸ βράζοντας ἀπὸ τὸν θυμό του ἐναντίον τοῦ μάρτυρα, διατάζει νὰ τὸν σκοτώσουν μὲ λόγχη, ἐκεῖ μέσα στὶς καμάρες, ὅπου τὸν φρουροῦσαν, πράγμα ποὺ ἔκαναν ἀμέσως μὲ πολλὴ γρηγοράδα οἱ δήμιοι χωρὶς λύπηση στὶς εἰκοσιέξι Ὀκτωβρίου.

16. Καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀθλητῆ ἦταν σύντομο καὶ χαλαρό, ὁ ἴδιος ὅμως ἐπιθυμοῦσε νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο ὄχι μόνο σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ἡμέρες καὶ μὲ περίπλοκα βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεός, ἐπειδὴ δέχτηκε τὴν στιγμιαία σφαγὴ ὡς πολύχρονο μαρτύριο καὶ τὴν συντομία της ὡς διαρκέστερο μαρτύριο, τὸν στεφάνωσε γιὰ τὴν πρόθεσή του καὶ τὸν ἐφοδίασε μὲ πολλὲς θαυματουργικὲς ἱκανότητες καὶ ἰαματικὰ χαρίσματα, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἴδια ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγίου λειψάνου νὰ ἀναδίδει συνέχεια τὸ μύρο, σὰν πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, ὥστε πιὸ εὔκολα νὰ λιγοστεύει τὸ νερὸ τῆς πηγῆς, παρὰ νὰ λιγοστέψει ποτὲ ἐκείνη ἡ πηγὴ τοῦ μύρου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο λοιπὸν ὁ γενναιόδωρος Θεὸς γνωρίζει νὰ ἀνταποδίδει τὴν δόξα σ᾿ ὅσους τὸν δοξάζουν.

17. Καὶ ὁ Λοῦπος, ὁ ὑπηρέτης τοῦ μάρτυρα βλέποντας τὴν σφαγὴ τοῦ ἀφέντη του ἀποκομίζει σημαντικὸ κέρδος. Ἀφοῦ πῆρε λοιπὸν τὸ ὀράριο τοῦ ἁγίου καὶ τὸ βασιλικὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ τὰ ἔβαψε μέσα στὸ αἷμα τοῦ ἁγίου, ἐπιτελοῦσε μὲ αὐτὰ θεραπεῖες κάθε νοσήματος καὶ ἀπομάκρυνε τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ἐπειδὴ ἡ φήμη τῶν θαυμάτων ἐξαπλώθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ἔφτασε μέχρι καὶ στὸν βασιλιά, ὁ ὁποῖος παθιασμένος ἀπὸ τὸν θυμὸ διέταξε νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Λοῦπο, τὸν ὁποῖο σκότωσαν στὸ λεγόμενο δημαρχεῖον τῆς πόλεως Θεσσαλονίκης.

18. Τὸ καλλίνικο καὶ πανάγιο λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου βρισκόταν περιφρονημένο ἀπὸ φόβο στὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς διῶκτες. Τὴ νύχτα ὅμως, τὸ ἔκλεψαν ὁρισμένοι πιστοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸ ἔκρυψαν στὸ χῶμα, ὅσο μποροῦσαν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ μιὰ πόλη, ποὺ βρίσκεται στὴν κορυφὴ βουνοῦ, οὔτε αὐτὸ τὸ ἄφησε νὰ κρυφτεῖ ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων, ἀλλὰ ἔγινε ξακουστὸς σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Μακεδονία καὶ τὴν Θεσσαλία ὁ ἅγιος, μὲ τὰ θαύματά του δηλαδή, μὲ τὰ ὁποῖα νικήθηκαν οἱ αὐθάδειες τῆς μανίας τῶν εἰδώλων καὶ λαμπρύνονταν τὰ δόγματα τῆς ἄμεμπτης πίστεως τῶν χριστιανῶν.

19. Τότε λοιπὸν ἕνας εὐσεβὴς καὶ ἔνδοξος ἄνδρας, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λεόντιο, καὶ ἔγινε ὕπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ, πήγαινε στὴν χώρα τῶν Θρακῶν καὶ ἀρρώστησε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια· τὸν ὁδήγησαν οἱ δικοί του στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης μ᾿ ἕνα φορεῖο καὶ τὸν ξάπλωσαν πάνω στὸ ἰαματικὸ μνῆμα τοῦ μάρτυρα· καὶ ἀμέσως ἔγινε ἐντελῶς καλά, μὲ ἀποτέλεσμα καὶ ὁ ἴδιος ὁ ὕπαρχος καὶ ὅλοι οἱ γύρω του νὰ θαυμάζουν τὴν ταχύτατη βοήθεια τοῦ μάρτυρα, νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐγκωμιάζουν τὸν μάρτυρά του Δημήτριο.

20. Αὐτὸς λοιπὸν κατέστρεψε τὶς καμάρες τῶν καμινιῶν καὶ τὰ κτίσματα τῶν θερμῶν λουτρῶν καὶ καθάρισε ἐντελῶς τὸν τόπο ἀπὸ ὅλα τὰ ξύλα καὶ τὰ σκουπίδια, ἀνήγειρε πανέμορφο καὶ πάνσεπτο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ μάρτυρα ἀνάμεσα στὸ δημόσιο λουτρὸ καὶ στὸ στάδιο, ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως, τὸν ὁποῖο κόσμησε μὲ δαπάνη πολλῶν χρημάτων καὶ τὸν ἔκανε πολὺ λαμπρό. Αὐτὸς μέχρι καὶ σήμερα καμαρώνει σὰν ἐπίγειος οὐρανός, διότι τὸν ἔχει κάνει ἔνδοξο ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων· αὐτὸς φέρει πάντα τὴν θεόβρυτη λάρνακα τοῦ μύρου ὡς ἀνεξάντλητη πηγή· αὐτὸς ὑπάρχει παυσίπονο φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὰ διάφορα νοσήματα· αὐτὸς ἔχοντας ὡς ἀσυναγώνιστο οἰκοδεσπότη τὸν ξακουστὸ Δημήτριο δὲν θὰ φοβηθεῖ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων ἐχθρῶν· αὐτὸς πολλὲς φορὲς εἶναι ἡ λύτρωση τῶν αἰχμαλώτων, μὲ ἀποτέλεσμα πολλὲς φορὲς νὰ βρίσκονται αἰχμάλωτοι σ᾿ ἐκεῖνον τὸν ἱερὸ ναὸ μαζὶ μὲ τὶς ἁλυσίδες τους καὶ ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἀπὸ ἄλλες βαρβαρικὲς χῶρες καὶ νὰ λένε ὅτι τοὺς ἁρπάζει ὁ ἅγιος Δημήτριος καὶ τοὺς διασώζει φέρνοντάς τους μετέωρους μέχρι τὸν ναό του.

21. Καὶ ὄχι μόνο αὐτῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν βασιλιάδων εἶναι σύμμαχος αὐτὸς ὁ ἱερὸς ὁπλίτης, στὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ γεμάτος χαρὰ θὰ ἀπευθύνω λίγους χαιρετισμοὺς καὶ θὰ τελειώσω τὸν λόγο μου.

22. Χαῖρε, ἀσυναγώνιστε στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ τρισευτυχισμένε Δημήτριε, διότι σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, ἀγωνίστηκες τὸν ὡραῖο ἀγώνα, ἔχεις τρέξει τὸν δρόμο μέχρι τὸ τέρμα, ἔχεις διαφυλάξει τὴν πίστη καὶ στεφανώθηκες ἐπάξια ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸν στέφανο τῆς δικαιοσύνης.
Χαῖρε μάρτυρα Δημήτριε, διότι ἂν καὶ ἔχεις δεχτεῖ καὶ σὺ στὸ σῶμα σου τὶς πληγὲς ποὺ δέχτηκε ὁ Χριστός, ἀνέβηκες στὸν ἴδιον μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση.
Χαῖρε, μάρτυρα Δημήτριε, διότι ἔγινες πράγματι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος βέβαια γιὰ χάρη ὅλων μας δέχτηκε τὴν λόγχη ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ στρατιώτη στὴν ἀμόλυντη πλευρά του καὶ σὺ ὡς εὐσεβὴς στρατιώτης του γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης του δέχτηκες τὴν λόγχη στὴν φυλακὴ ἀπὸ ἀσεβεῖς στρατιῶτες.

Χαῖρε, μάρτυρα Δημήτριε, διότι ἔχεις πλουτίσει μὲ τὴν ἀγγελικὴ χάρη καὶ ἀποδεικνύεσαι ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος γεμάτος δόξα.
Χαῖρε, μάρτυρα Δημήτριε, διότι εἶσαι μυημένος στὴν χάρη καὶ ἐλευθερωτὴς τῶν αἰχμαλώτων καὶ πολὺ γρήγορος ἰατρὸς τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν.

Χαῖρε, μάρτυρα Δημήτριε, μαζὶ μὲ τὸν Γεώργιο καὶ τὸν Θεόδωρο, τοὺς συναθλητὲς καὶ συμμέτοχούς σου, τὸ τρισευτυχισμένο ὅπλο τῶν εὐσεβῶν βασιλέων μας, τὸ ξίφος τους μὲ τὶς τρεῖς αἰχμὲς ἐναντίον τῶν ἀθέων βαρβάρων, τὸ τριπλὸ τεῖχος τῆς βασιλικῆς αὐλῆς, τὸ τρίσπαθο κάρφωμα στὴν καρδιὰ τῶν σκληρῶν ἐχθρῶν, τὸ τριστόλιστο στέμμα τῶν βασιλιάδων μας, τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὁδοιπορίας τους ἡμέρα καὶ νύχτα, τὸ τριπλὸ ὅπλο τοῦ ἐκφοβισμοῦ τους καὶ τὸ πολὺ ἀγαπητὸ καὶ ἰσάριθμο τῆς Τριάδος.
Χαῖρε, διότι ἔχεις ἀξιωθεῖ τὴν ἀκατάπαυτη χαρὰ καὶ εἶσαι συνοδὸς τῶν πιστῶν βασιλιάδων. Καὶ ἐγὼ τὸ γνωρίζω ὅτι νικιέται ἡ παράταξή μας σὲ περίοδο πολέμου. Ἀλλὰ δὲν ρίχνουμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἥττα στὴν ἀδράνεια αὐτῶν τῶν στρατηγῶν, ἀλλὰ οἱ καρποὶ τῶν κακῶν πράξεων κάνουν πιὸ ἰσχυροὺς τοὺς ἐχθρούς μας ἐναντίον μας. Πῶς λοιπόν, ἀναφέρει ὁ προφήτης, ἕνας θὰ καταδιώξει χίλιους, καὶ δύο θὰ μετακινήσουν μυριάδες καὶ τὰ ἀκόλουθα.

23. Καὶ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὁ Λεόντιος, ὅταν ὁλοκλήρωσε τὸν πανσεβάσμιο ναὸ τοῦ μάρτυρα καὶ ἐπρόκειτο νὰ φύγει στὸ Ἰλλυρικό, σκεπτόταν νὰ πάρει μαζί του κάποιο λείψανο, γιὰ νὰ ἀνεγείρει καὶ ἐκεῖ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου. Ὁ ἅγιος ὅμως τὴν νύχτα παρουσιάστηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ ἔκοψε τὴν ὁρμή. Τότε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πῆρε τὴν χλαμύδα τοῦ ἁγίου καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ὀράριο, ποὺ ἦταν βαμμένα κατακόκκινα στὸ αἷμα τοῦ ἁγίου, κατασκεύασε ἀργυρὴ λειψανοθήκη, τὰ ἀπέθεσε μέσα σ᾿ αὐτὴν καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.

24. Ὅταν ἔφτασε σ᾿ ἕναν ποταμό, ποὺ τὸν λένε Δούναβι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν θυελλώδη καιρὸ καὶ τὸ φούσκωμα τοῦ ὁρμητικοῦ ρεύματος, καθόταν καὶ περίμενε νὰ λιγοστέψει ὁ ποταμός, αὐτὸς ὅμως πιὸ πολὺ φούσκωνε, ἀντὶ νὰ λιγοστεύει. Καὶ ὁ ἅγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε νύχτα σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Διῶξε ἀπὸ μέσα σου κάθε δειλία καὶ ἀπιστία, ἀνέβα πάνω στὸ πλοιάριό σου, πάρε στὰ χέρια σου τὴν σορὸ ποὺ φέρνεις μαζί σου καὶ πέρνα ἄφοβα τὸν ποταμὸ μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία σου». Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔκανε αὐτὸ τὸ πράγμα, πέρασε ἀβλαβὴς τὸν ποταμὸ καὶ ἔτσι διασώθηκε καὶ ἀπέθεσε τὴν ἁγία λειψανοθήκη μὲ τὰ ἁγιάσματά της, ἐκεῖ ὅπου ἔχτισε καὶ ἄλλον ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ μάρτυρα ἁγίου Δημητρίου, δίπλα στὸν σεβάσμιο ναὸ τῆς καλλινίκου μάρτυρος Ἀναστασίας, ἀπ᾿ ὅπου ξεχύθηκαν πολλοὶ ποταμοὶ θαυμάτων.

Ἀπὸ αὐτούς, Χριστὲ βασιλιά μου, ἀφοῦ μᾶς ποτίσεις, ὡς ποταμὸς τῆς εἰρήνης, γέμισέ μας, φώτισε, καθάρισε, θεράπευσε τὶς ψυχές μας μαζὶ καὶ τὰ σώματά μας μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ ὑπηρέτη Σου καὶ μάρτυρα Δημητρίου καὶ τῆς ἄχραντης Θεοτόκου, γιὰ νὰ δοξαστεῖ καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸ πανάγιο ὄνομά Σου, διότι Σοῦ πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Σου καὶ τὸ ἅγιό Σου πνεῦμα πάντοτε, καὶ τώρα καὶ γιὰ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



nektar – [2fA]



Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Ο μικρός Θωμάς





-  Από τις Ψυχαποσκευές


….  Κάποιο βράδυ, μόλις είχε πέσει το πρώτο σκοτάδι, παιδί εγώ σε καλοκαιρινές διακοπές, βρίσκομαι με τον μικρό Θωμά στο λιμάνι.
Έχουν ανάψει τα φώτα, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη πανσέληνο, φθάνει το καράβι της γραμμής κατάφωτο, κάποιες βάρκες το πλησιάζουν, κόσμος πολύς στην προκυμαία και η βάρκα του θείου Αντώνη δεμένη πιο πέρα.
Χωρίς πολλή σκέψη, μπαίνουμε στη βάρκα και πιάνω τα κουπιά. 
Πλησιάζουμε προς το καράβι και σταματώ στη μέση της απόστασης.
Δυο παιδιά μόνα τους, γνωστή η βάρκα του θείου, δεν ήθελα να μας δει κανένας και να του το πει.

Δεν ήταν σωστή η απόφαση μου, το ήξερα, όμως η βραδιά ήταν μαγική.
Τα νερό στο λιμάνι λάδι, σαν να μην υπήρχε, σαν να ήταν μετέωρη η βάρκα, σε μια νοητή ευθεία στο ύψος του καραβιού. 
Κάτω, στο φως του φεγγαριού, βλέπαμε στον βυθό με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα.
Σταθήκαμε εκεί λίγη ώρα αμίλητοι, συνεπαρμένοι από αυτό που ζούσαμε.

Ξαναζώ την αίσθηση εκείνη.
Την αίσθηση της ομορφιάς και της συντροφικότητας. Όχι της παρέας.
Ο Θωμάς, αρκετά μικρότερος από μένα, μ’ ακολουθούσε σιωπηλός όπου τον πήγαινα,
μ’ απόλυτη εμπιστοσύνη.
Εγώ ένοιωθα την ώρα εκείνη, την συντροφικότητα της ευθύνης.
Μοιραζόμουν μαζί του πρωτόγνωρες στιγμές, αλλά με πλήρη αίσθηση της ευθύνης μου. 
Ευτυχώς όλα πήγαν καλά.

Αυτή την αίσθηση έχω και τώρα.
Μικρός Θωμάς ο εαυτός μου, ο φίλος, ο σύντροφος, αδελφός, πατέρας και γιος. 
Χάνω την έννοια του «εαυτού», ταυτίζομαι ξανά μαζί του, αναλαμβάνω την ευθύνη του και έτσι νοιώθω πως τον αγαπώ.
Όπως η Ελευθερία, το ίδιο και η Αγάπη, βασίζεται στην υπευθυνότητα.
Τώρα, έχω πρότυπο αγάπης και για τον πλησίον μου.  ….



Μ Ψ



Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

"Το θαύμα "





Παρουσίαση του νέου βιβλίου του π. Χριστόδουλου Μπίθα
«ΤΟ ΘΑΥΜΑ»

το Σάββατο 2 Νοεμβρίου, στις 9.00 μμ
Στο Ξενοδοχείο Divani Caravel, Βασ. Αλεξάνδρου 2, Αθήνα






 [2φΑ]



Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

"Ψαρά - απελευθέρωση "





Ο Υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης
     Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου

Προς τους κατοίκους της νήσου Ψαρών
21 Οκτωβρίου 1912





[Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού]



fb – [2fA] 


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

"Ἐκαστος καθώς προαιρεῖται "





ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ  (Β´ Κορ. θ´ 6-11) 


Αδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿εὐλογίαις καί θερίσει.

Ἐκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης·
ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός.

Δυνατὸς δέ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται·
«Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα».

Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καί ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καί πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καί αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν·
ἐν παντί πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.



theomitoros – [2φΑ]



Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

"115 χρόνοι αιωνίου μνήμης "





Παύλος Μελάς  [1870 – 1904]
-  Επιστολή προς έναν “Νεαρό Εύελπι’


«Η ζωή είναι πόλεμος. Η γη σου είναι φρούριο και χρέος σου η ΝΙΚΗ.
Μη μιλάς, να σκέπτεσαι, ν’ αγαπάς, να μην πονάς.
Ένας είναι ο σκοπός σου, ο ΠΟΛΕΜΟΣ.
Πολέμα για τα ιδανικά σου, για τα Ελληνικά ιδανικά του ανθρωπισμού.
Πολέμα για την ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ.

Άνδρες που περπατούν στη ζωή ευθυτενείς και με γαλήνη, μαθημένοι να πονούν χωρίς να υποφέρουν, να νικούν χωρίς να θριαμβολογούν, να νικώνται χωρίς να μοιρολογούν. 
Αυτοί είναι οι πραγματικοί άνδρες, θεμέλια γενεών.
Αυτοί είναι οι Ευέλπιδες οι αυριανοί ηγήτορες του Έθνους.

Νεαρέ Εύελπι, μάθε και εξασκήσου να είσαι απλός, ολιγόλογος, συγκροτημένος, σεμνός.
Λίγα λόγια, πολλά έργα.
Ανθρωπιά μεγάλη, πειθαρχία, πείσμα, αντοχή.
Όποιος σε κοιτά, τα μάτια του να γεμίζουν παλλικάρι.
Περισσότερο να προσβάλλεσαι όταν σε κυριεύει ο πόνος.
Μη θυμώνεις, χειρότερα είναι να χτυπήσεις έστω και εάν μόλις κρατιέσαι με έναν κόμπο 
στο λαιμό.
Να φύγεις είναι δειλία. Μόνος σου αποφάσισες να γίνεις Αξιωματικός.

Απελπισία, ύστερα να γελάς και από την μία μέρα στην άλλη γίνεσαι άνδρας, δηλαδή, 
μαθαίνεις να κρατάς μέσα σου τον πόνο και την απορία, έτσι χωρίς να φαίνεται, 
αλλά να επιμένεις πάντα στο σκοπό σου, στα όνειρά σου».



elamcy – [2φΑ]



Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

"Λόγος αισθήσεως "





-  Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
["Περί Θεού λόγος αισθήσεως - Οκτώ κείμενα πνευματικής αγωγής"]



''Ο άνδρας πρέπει να θυμάται ότι η γυναίκα του είναι αυτή,
την οποία εμπιστεύθηκε ο Θεός στα χέρια του.
Η γυναίκα του είναι μία ψυχή που του την έδωσε ο Θεός,
για να την επιστρέψει σε Εκείνον.

Την αγαπάει τη γυναίκα του, όπως αγαπάει ο Χριστός την Εκκλησία;
Την προστατεύει, την περιποιείται, της παρέχει ασφάλεια,
ιδιαίτερα όταν είναι στεναχωρημένη, όταν είναι άρρωστη;

Ξέρουμε, άλλωστε, πόσο ευαίσθητη είναι η γυναικεία ψυχή,
γι’ αυτό, όπως λέγει και ο Απόστολος Πέτρος,
«ως ασθενεστέρω σκεύει τω γυναικείω απονέμομεν τιμήν».

Πληγώνεται η γυναικεία ψυχή, μικροψυχεί,
μεταβάλλεται πολύ εύκολα, απελπίζεται ξαφνικά.
Γι’ αυτό, ο άνδρας πρέπει να στέκεται γεμάτος αγάπη
και τρυφερότητα, ώστε να καταφέρει να γίνει ο θησαυρός της.''



leimwnas – [2φΑ]