Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

"Το Σχήμα της απουσίας "

 



Γιάννης Ρίτσος  -  ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ


Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
        σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε
        τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
        μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο ―
Kαι κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

 

2fA

                                                        

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

"Αδελφή μου.. "











ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  -  Από  ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ


-Στους τρικυμισμένους καθρέπτες
Των λυγμών
Θραύεται το ήρεμο πρόσωπο
Της αιωνιότητας
Κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
Το φλοίσβισμα της ηρεμίας.-


ΑΔΕΛΦΗ μου,
θ’ άξιζε ολόρθος να σταθώ
κατάντικρυ στον ήλιο
και των στίχων τους κίονες να υψώσω
προς το κυανό διάστημα
για να περιπατείς τα βράδια
χαμογελώντας πλάι στην Ευρυδίκη
κάτω απ’ τους έναστρους θόλους
του άφθαρτου θέρους.  

Τα λευκά περιστέρια
των παιδικών ονείρων
χαμοπετούν στους κάμπους
του δικού σου χαμόγελου. 

Αδελφή μου,
διπλώνω τα φτερά μου
λυγίζω το σώμα
για ν’ ασπασθώ
τις άκρες των γυμνών ποδιών σου.
Ευδόκησε να πραϋνθεί το πνεύμα μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
σε σένα, αδελφή μου,
αδελφή όλου του κόσμου. 

Στρέφω την όψη παντού
και θωρώ μόνο εσένα.
Επικαλούμαι
της ομορφιάς την καλοσύνη
να μ’ ελεήσει μια στάλα δροσιάς.  

Το δικό σου χαμόγελο
μου φτάνει.
Η κρήνη των ματιών σου
μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου
και ν’ ανθίσει τη ζωή μου. 

Άκου, αυτή η εσπέρα προκαλεί
την αρχαία ψυχή μου
ανεμίζοντας ρόδινους πέπλους
πάνω απ’ τους κήπους.

Μένω πιστός μες στο βραχίονα
της ιδικής σου αγάπης.

Συγχώρεσε με, αδελφή μου,
για τη θλίψη μου αυτή
που ζει έξω απ’ τη θλίψη σου.

ΑΔΕΛΦΗ μου,
Δε σ’ είδαμε ποτέ να κλάψεις.
Μονάχα εκεί στα μηλίγγια σου
οι λεπτές φλέβες
όμοιες με σχέδια κυανού φωτός
έκρουαν τον πυρετό
των κλειδωμένων χειλιών σου.

Τώρα η σιωπή σου εθραύσθη
και στο μικρό κοχύλι πούκρυβες
άκουσα τις κραυγές του ωκεανού.

Θεέ μου,
να σφαλίσω τα μάτια
να σταυρώσω τα χέρια
και ν’ αφεθώ στων ανέμων τη διάθεση.

Στον ορίζοντα υποφώσκει
η φλόγα ενός λησμονημένου ρόδου.
Οι μαλακές κορυφές
ανεβάζουν
κάνιστρα μενεξέδων
στα διάφανα πόδια
της ανάπαυσης.

Αδελφή μου, δε σε λησμόνησα.
Βυθομετρώ την καλοσύνη
με τη δική σου επιείκεια.
Μοιράζω χαμόγελα
στις γραμμές και στα σχήματα
που φωτίστηκαν απ’ το άγιο σου φέγγος.

Καθώς ετίναξες
τη χρυσή στάχτη του φωτός
απ’ τα ματόκλαδα της πλάσης
ατένισα στο δειλινό σου ορίζοντα
τους μεγάλους σταυρούς της ανθρωπότητας
κι αγάπησα τους λυπημένους ανθρώπους
που περνούν σιωπηλοί –λευκά ποίμνια
σφραγισμένα στο μέτωπο
με την κόκκινη βούλα.

Ω, άνθρωποι, ω, αδέλφια μου,
της αδελφής μου αδέλφια,
στην απέραντη θάλασσα της καρδιάς σας
καταποντίζονται τα όνειρα πλησίστια,
η αλαζονεία των στοχασμών
κ’ οι απαθείς ρεμβασμοί των θεών.

ΑΔΕΛΦΗ μου,
…Τις θερινές νύχτες
εκστατικοί θωρούσαμε
το μεγάλο φεγγάρι ν’ αναδύεται
απ’ το γιαλό της πατρίδας μας.
Ο ασημένιος δρόμος μας ταξίδευε
στους γαλάζιους ψιθύρους της πλάσης.
Η μητέρα παράστεκε
-λευκός άγγελος
στις λευκές νύχτες.
Ακούγαμε
τη μακρινή φωνή της
και το γλυκό θρό της εσθήτας της
ενώ τα μάτια μας έγερναν
στον έναστρο ύπνο.
Α, η γλυκιά προστασία
που αγρυπνούσε στο πλευρό μας
ζεσταίνοντας
τα γυμνά πουλιά των ονείρων μας.
Άχνη από φέγγος μας τύλιγε
και φεύγαμε, αδελφούλα μου,
ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.

Αδελφή μου,
ύψωσε το κεφάλι.
Σκύβω σιμά σου και σου φέρνω
τους παιδικούς μας όρθρους
ν’ αναπνεύσεις βαθιά
την αλμύρα του νησιού μας,
τους βραδινούς φλοίσβους
και περνώντας την ομίχλη του νόστου
ν’ αράξεις κοντά μου.

Η δύση σέρνει το χρυσό χαιρετισμό της
πάνω στους ώμους των πραγμάτων.

ΑΔΕΛΦΗ μου,
ακουμπώ στην καρδιά σου
και ακούω το σφυγμό των ανθρώπων.
Κάτω απ’ τους θόλους των ματιών σου
ταξίδευε η ζωή μου.

ΕΝΑ υπόλευκο νέφος
αγρυπνισμένης σελήνης
διαλύεται αργά
στη γαλανότητα του όρθρου.

Από μακριά φτάνουν οι γλάροι,
χαιρετούν
τ’ αραγμένα πλοία,
κυκλώνουν
-ένα σύμπλεγμα κρίνων-
τις άγκυρες που σκούριασαν.
Αδελφή μου,
η ακτή σου απομακρύνεται.
Το ταξίδι της εξερεύνησης αρχίζει.
Ένα χαμόγελο φωτός διαγράφεται
στο μισάνοιχτο βλέφαρο
τ’ ουρανού και της θάλασσας.

ΑΔΕΛΦΗ μου
Πάνω απ’ την πρωινή θάλασσα
τα παράθυρα ανοίχτηκαν διάπλατα.
Το κατώφλι μου γελά
διεσταλμένο βλέφαρο.

ΤΩΡΑ αποδίδομαι στο σύμπαν.
Η ξανθή φύση
μ’ ένα πλατύ ριπίδι
από κλώνους φοινίκων
αερίζει τα μέλη μου
κ’ εξατμίζει το δάκρυ μου.
Η αναρίθμητη γεύση
της προαιώνιας υγείας
τραγουδάει στον ουρανίσκο μου
και σφίγγει τα ούλα μου
σαν άγουρους καρπούς.
Κοιτάω τον ουρανό
ρίχνοντας φιλικά στο χώμα
μια φούχτα σπόρους.
Αδελφή μου,
πιο πέρα από σένα κι από μένα,
πιο πέρα απ’ το θαμπό μας βλέμμα,
πιο πέρα απ’ τη θαμπή γραμμής της γης,
εκεί στη ρίζα του παντός
άκου το κύμα της ορμής
που υπέροχο, ανεξέλεγκτο κι αξήγητο
μας έπλασε και μας εξουσιάζει.
Τι να πούμε;
Ανοίγω τις πύλες
μ’ έντρομο θαυμασμό
μπροστά στη Δημιουργία
κι αλλάζω την οδύνη σ’ έκσταση
και την κραυγή σε προσευχή.
Τα φωτεινά μαλλιά των οριζόντων
μου σκουπίζουν
τα ματωμένα πόδια μου
κι ανηφορίζω ελαφρός και χαρούμενος
προς τα ύψη του χαμόγελου.
Ήλιε, ήλιε,
πατέρα, προστάτη μου,
δέξου με τώρα.
Κανένας κρίκος δε μου δένει
τα φτερά μου στη γη.
Το φως ακμάζει πιο ψηλά
κι απ’ την αγάπη σου, αδελφή μου,
κι απ’ την αγάπη μου.


-Το ήρεμο πρόσωπο
της αιωνιότητας
θραύει τους τρικυμισμένους καθρέπτες
των λυγμών
κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
των λυγμών την τρικυμία.-



2φΑ



Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

"Αδελφή μου.. 3"







ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  -  ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ


….   Τώρα αποδίδομαι στο σύμπαν.
Η ξανθή φύση
μ’ ένα πλατύ ριπίδι
από κλώνους φοινίκων
αερίζει τα μέλη μου
κ’ εξατμίζει το δάκρυ μου.
Η αναρίθμητη γεύση
της προαιώνιας υγείας
τραγουδάει στον ουρανίσκο μου
και σφίγγει τα ούλα μου
σαν άγουρους καρπούς.
Κοιτάω τον ουρανό
ρίχνοντας φιλικά στο χώμα
μια φούχτα σπόρους.
Αδελφή μου,
πιο πέρα από σένα κι από μένα,
πιο πέρα απ’ το θαμπό μας βλέμμα,
πιο πέρα απ’ τη θαμπή γραμμής της γης,
εκεί στη ρίζα του παντός
άκου το κύμα της ορμής
που υπέροχο, ανεξέλεγκτο κι αξήγητο
μας έπλασε και μας εξουσιάζει.
Τι να πούμε;
Ανοίγω τις πύλες
Μ’ έντρομο θαυμασμό
μπροστά στη Δημιουργία
κι αλλάζω την οδύνη σ’ έκσταση
και την κραυγή σε προσευχή.
Τα φωτεινά μαλλιά των οριζόντων
μου σκουπίζουν
τα ματωμένα πόδια μου
κι ανηφορίζω ελαφρός και χαρούμενος
προς τα ύψη του χαμόγελου.
Ήλιε, ήλιε,
πατέρα, προστάτη μου,
δέξου με τώρα.
Κανένας κρίκος δε μου δένει
τα φτερά μου στη γη.
Το φως ακμάζει πιο ψηλά
κι απ’ την αγάπη σου, αδελφή μου,
κι απ’ την αγάπη μου.


- Το ήρεμο πρόσωπο
της αιωνιότητας
θραύει τους τρικυμισμένους καθρέπτες
των λυγμών
κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
των λυγμών την τρικυμία. -



eclass-uop – [2φΑ]



Τρίτη 14 Μαΐου 2019

"Αδελφή μου.. 2"





ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  -  ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ


…  Τις θερινές νύχτες
εκστατικοί θωρούσαμε
το μεγάλο φεγγάρι ν’ αναδύεται
απ’ το γιαλό της πατρίδας μας.
Ο ασημένιος δρόμος μας ταξίδευε
στους γαλάζιους ψιθύρους της πλάσης.
Η μητέρα παράστεκε
-λευκός άγγελος
στις λευκές νύχτες.
Ακούγαμε
τη μακρινή φωνή της
και το γλυκό θρό της εσθήτας της
ενώ τα μάτια μας έγερναν
στον έναστρο ύπνο.
Α, η γλυκειά προστασία
που αγρυπνούσε στο πλευρό μας
ζεσταίνοντας
τα γυμνά πουλιά των ονείρων μας.
Άχνη από φέγγος μας τύλιγε
και φεύγαμε, αδελφούλα μου,
ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.
…Κ’ ύστερα
οι κλεισμένες πόρτες
τ’ αδιάφορα παράθυρα
οι γυρισμένες πλάτες.
Η φωνή της μητέρας νεκρή.
Μόνοι
πιασμένοι απ’ το χέρι
μέσα στις άγνωστες πολιτείες
-δυό μικροί επαίτες
του ζεστού μας ονείρου
κάτω απ’ το ραγισμένον ουρανό.  ...

Θυμάσαι;
Σούχε χαρίσει κάποτε η μητέρα
ένα ρόδινο φόρεμα
και μια μικρή ρόδινη ομπρέλα.
Ανέβαινες την ανθισμένη πλαγιά
το εαρινό πρωινό
ανάλαφρη και διάφανη
-ένα ρόδινο νέφος φωτός.
Κοιτούσες τον ουρανό
σαν κάτι από ψηλά να σε καλούσε.
Μόνο οι θλιμμένες πλεξίδες
των μαύρων μαλλιών σου
βάραιναν τη λεπτή σου ράχη.

Φοβόμουν
μήπως μιαν ώρα χαθείς
όμοια με ρόδινο φως
μέσα στη δύση.
Μάζευα τότε
όστρακα στιλπνά
και πολύχρωμα βότσαλα
απ’ τ’ ακρογιάλι του νησιού μας
για να δω τα μάτια σου
να χαμογελούν
και να μαζέψω την καρδιά σου
που διαλυόταν αθόρυβα
στη θλίψη του κόσμου.
Μα δεν ήξερες να γελάς.
Έκανα φτερά τα δάκρυα σου
κ’ έφευγα μακριά για να σου φέρω
τη γύρη του αιθέρα
να ραντίσω τη σιωπή σου.
Όμως δεν ήξερες να δέχεσαι.
Χάριζες.
Μόνο χάριζες.
Όλα τα δώρα σου
τα μοίρασες
κ’ έμειναν άδειες
οι παλάμες σου.
Έγειρες το κεφάλι
-πικραμένο πουλί,
στη σκοτεινή φτερούγα σου
και τραγούδησες το απίστευτο τραγούδι
του πληγωμένου σύμπαντος.
Αδελφή μου,
ύψωσε το κεφάλι.
Σκύβω σιμά σου και σου φέρνω
τους παιδικούς μας όρθρους
ν’ αναπνεύσεις βαθιά
την αλμύρα του νησιού μας,
τους βραδινούς φλοίσβους
και περνώντας την ομίχλη του νόστου
ν’ αράξεις κοντά μου.   ….



eclass-uop [2φΑ]



Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

"Αδελφή μου.. 1"





ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  -  ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ


…  Θ’ άξιζε ολόρθος να σταθώ
κατάντικρυ στον ήλιο
και των στίχων τους κίονες να υψώσω
προς το κυανό διάστημα
για να περιπατείς τα βράδια
χαμογελώντας πλάι στην Ευρυδίκη
κάτω απ’ τους έναστρους θόλους
του άφθαρτου θέρους.
Όμως, αδελφή μου,
δε δύναμαι άλλο.
Το άπειρο συνέτριψε
το στιλπνό του τόξο
στο μέτωπο μου
και στροβιλίζομαι
στην άπειρη Στιγμή
θρυμματισμένος και αδαής.
Η φωνή μου ναυάγησε.
Η σκέψη μου μάδησε
τα τελευταία της άνθη.
Μονάχα με λυγμούς
αρθρώνω το άσμα σου.
Δεν τολμούν
μήτε ο πόνος μήτε η έκσταση
με ματωμένα χείλη να ψελλίσουν
τ’ όνομα σου.
Πάνω στη χλόη τ’ ουρανού
η Ρούθ γονατίζει
για να προσευχηθεί στα πόδια σου.
Τα λευκά περιστέρια
των παιδικών ονείρων
χαμοπετούν στους κάμπους
του δικού σου χαμόγελου.
Οι ρεμβασμοί των σοφών
δεν αναρριχήθηκαν ποτέ
ως τα κράσπεδα
του σεπτού μεγαλείου σου.
Οι ποιητές που ατμίστηκαν στο φως
Αναγνωρίζουν στο φως του προσώπου σου
των στίχων τη μηδαμινότητα.
Μόνο η μεγάλη Σιωπή
μ’ ένα κρίνο στα χέρια
θωπεύει την κυρτή σου ράχη
που ύψωσε ως τον κόρφο του Θεού
τους οικτιρμούς των ανθρώπων,
ενώ οι γαλάζιες νύχτες
ακινητούν σε κατάνυξη
δακρύζοντας άστρα.
Αδελφή μου,
διπλώνω τα φτερά μου
λυγίζω το σώμα
για ν’ ασπασθώ
τις άκρες των γυμνών ποδιών σου.
Ευδόκησε να πραϋνθεί το πνεύμα μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
σε σένα, αδελφή μου,
αδελφή όλου του κόσμου.   ....



eclass-uop – [2φΑ]



Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

"Εαρινή συμφωνία "





Γιάννης Ρίτσος  -  ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ  (1938)


I

Θ' αφήσω
τη λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ' ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.

Θα τινάξω απ' τους ώμους μου τη χρυσή τέφρα
των άστρων
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι
απ' τα φτερά τους.

Έτσι σεμνός άνθρωπος  ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω κάτω απ' τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος.

Θα 'μαι το γλυκό παιδί
που χαμογελάει
στα πράγματα και στον  εαυτό του
χωρίς  δισταγμό  και  προφύλαξη.

Σαν να μην γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων
δειλινών
τις λάμπες των άδειων σπιτιών
και τους μοναχικούς διαβάτες
κάτω απ’ τη σελήνη του Αυγούστου.
Ένα παιδί.


ΙΙ

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ' ήρθες εσύ.


ΙΙΙ

Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.

Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.

Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.

Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.

Πώς μπορεί ν' ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;

Στέκω απ' έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να 'ρθω
κι όλο στέκω
έξω απ' τη θύρα σου.

Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ' άνθος της νύχτας.

Εδώ θα μείνει
εκεί θα πέσει.

Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ' αυτή τη φωταψία;


VI

Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.

Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;

Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ’ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;

Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου.

Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου
που σε βλέπουν.

Καμιά διάσπαση.

Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.

Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.

Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.

Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.

Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.

Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.


X

Αγάπη, Αγάπη,
δε μου 'χες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.

Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.

Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.

Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.

Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».

Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».

Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.

Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.

Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.

Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.

Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.


XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.


- Πίνακας: Νικόλαος Γύζης, "Εαρινή Συμφωνία" (1886)



scorpiafilla – [2φΑ]