Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρος Βρεττάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρος Βρεττάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

"Σαν ένας γυλιός "

 



ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ  -  «Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ»


Σ' όλη μου τη ζωή, ήμουν στον πόλεμο.
Μέσα σε χαρακώματα, γιομάτα βροχή
όταν έβγαινε ο ήλιος.
Τη νύχτα, περνούσα ποτάμια.
Στο ένα μου χέρι, στο ένα μου πόδι, στο μέτωπο, επίδεσμοι.
Στο άλλο μου χέρι, στο άλλο μου πόδι, στο στήθος μου, λάσπες.
Στα μάτια μου, μόνο σιωπή και παράπονο.
   
Στα χείλη μου ανάμεσα ένα τριαντάφυλλο
   κι απ’ αυτό, κρεμασμένο, σαν ένας γυλιός
   με τα υπάρχοντα όλης μου της ζωής εδώ κάτω,
   ένα χαμόγελο.

 

vb - Γιώργος

                                                 

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

"Η ψυχή γίνεται ήλιος.. "

 



-  Νικηφόρος Βρεττάκος 


Ειρήνη είναι όταν,

Σας χωρίζει ένα αδιόρατο χάσμα απ’ τον κόσμο.
Σας διέφυγαν πράγματα. Δεν τάχετε όλα
καλά λογαριάσει, δεν τάχετε δει,
ακούσει όσο πρέπει. Γι’ αυτό και σας φαίνεται
τόσο παράξενο, που κλείνω, ανοίγω
το παράθυρο κι άλλο δεν σας λέω:
«Ειρήνη!»

Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ό,τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής.
Και Ειρήνη είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.

Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος· κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ

2φΑ


Κυριακή 19 Απριλίου 2020

"Δωρεάν λάβετε.. "





Νικηφόρος Βρεττάκος  -  ΔΩΡΕΑΝ ΛΑΒΕΤΕ, ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΤΕ
[Πάσχα, 1968]






 Ειρήνη Κ. – 2φΑ



Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

"To Γράμμα, του Βρεττάκου "





Νικηφόρος Βρεττάκος  -  ΓΡΑΜΜΑ


Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα.
Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.

Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.

Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιό μου Μή με λησμόνει!
Εἶναι ἕνα φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕνα πράσινο κῆπο του.

Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι.
Ἀνεβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο,
κοντὰ στὴν καλοσύνη σου, ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰ ἀνάσα μητέρας,
κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.
Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι, ποὺ τριγυρισμένη
ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργῖτες, γνέθει τὴν ἐλπίδα.
Βάλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο.



nektarios – 2fA



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

"Μάνα και Γιος "











Νικηφόρος Βρεττάκος  -  Μάνα και Γιος  [1940]


Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.



[2fA]


Τρίτη 30 Απριλίου 2019

"Τά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ "




Νικηφόρος Βρεττάκος  -  Τά ΓόΝΑΤΑ ΤΟῦ ἸΗΣΟῦ


Καρφωμένα στ’ ἀγριόξυλο τοῦ σταυροῦ, σχηματίζουν
μι’ ἀμβλεία γωνία.
Εἶναι τά ἴδια γόνατα
πού προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω ἀπ’ τό κόκκινο
φουστάνι τῆς μάνας του, ὅταν
ἤτανε βρέφος δέκα μηνῶν.
Πού ἀργότερα, ἔφηβος, τ’ ἀκούμπαγε κάτω
στή γῆ πριονίζοντας τό ξύλο ἑνός κέδρου.
Πού λύθηκαν κ’ ἔπεσαν, ἕνας σωρός,
-μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη
καί μύριζε ἡ γῆς κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-
στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κι’ εἶναι ἀκόμη τά γόνατα
πού κάθιζε, σιωπηλός, δύο-δύο τά παιδιά
κι’ ἁπλώνοντας δίπλα του, πάνω στή γῆ,
τό ἀπέραντο χέρι του, τά φίλευεν ἕνα
λουλουδάκι –
κομμένο
ἀπ’ τόν πλοῦτο τοῦ σύμπαντος.



nikiforosvrettakos – [2φΑ]



Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

"Η Ποίηση του Βρεττάκου "





Νικηφόρος Βρεττάκος  -  Η ΠΟΙΗΣΗ


,τι μπόρεσα νὰ διασώσω
(στὸν κόσμο ποὺ πῆγα)
τὸ διέσωσα, θάλασσα

Ἡ ψυχή μου ἕνα σμῆνος
μυριάδων πουλιῶν
ποὺ τ’ ἀλώνιζε ἡ θύελλα.

Ὅσα διασώθηκαν
βρῆκαν τὸ δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ’ ἔμειναν
μέσα στὶς λέξεις.



nikiforosvrettakos – [2fΑ]




Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

"Λίγο πριν την νύχτα "





Νικηφόρος Βρεττάκος  -  Λίγο πριν την νύχτα


Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,
από φως, ένα αγίασμα.
Νύχτωνε κι όμως
Θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε. Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και να ‘ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία
Άννα στους βράχους, ορθή, με του σύμπαντος
το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει
ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού
και της βλάστησης.
Κι όλα
μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν επάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυο οροπέδια, που αχτίδιζαν δυο διάφανες
λίμνες: τα μάτια σου.
Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο, βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας
πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα
δύσει ο ήλιος. Πριν να προφτάσει,
γλυκός σαν μετέωρο μάτι παιδιού,
ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται
πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκώνονταν αυλαίες.
Άναψεν άξαφνα όλα τα μέσα
φώτα του ο κόσμος.



[2φΑ]



Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

"Μάνα και γιος "





ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ  -  ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ  (1940)


Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος
να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο
Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή
Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
"Ίτε παίδες Ελλήνων ..."

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.





                                                                            


Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

"Ένας στρατιώτης στο μέτωπο





Nικηφόρος Βρεττάκος
-  Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο


Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε
πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:
ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος
απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
Σαν ήμουνα μικρός
καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο.

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα
και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας,
όλα τα σύνορα μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
Σαν ήμουνα μικρός
καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο.



doukas – [2fA]




Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

"Το φως! "




ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ  -  ΤΟ ΦΩΣ


Έγινε σήμερα τόσο
φως
που οι τυφλοί
καθισμένοι στις πέτρες
τ’ ακούν σαν κελάηδημα -



fb [2fA]