Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

"Προσαρακοστιανή ηχώ.. "

 



Φώτη Κόντογλου  -  «Ευφράνθητε εορτάζοντες»
[από το βιβλίο "Χριστού Γέννησις: Το φοβερόν Μυστήριον" (1958),
επανεκ.2001, Αθήνα, εκδ. Αρμός]


«Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που είναι κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες, χωρίς καμιά σημασία για το πνεύμα τον ανθρώπου.

Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολιούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κοιτάζει μοναχά την ευχαρίστηση της σάρκας.
Ενώ οι δικές μας οι γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους.

Οι πλούσιοι κι’ οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κ’ έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη…

Αδέλφια μου, φυλάξτε τα ελληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα.
Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού.

Μην κάνετε επιδείξεις. «Ευφράνθητε εορτάζοντες».
Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα:

«Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε,
στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε,
ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν,
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε.
Δόστε και κανενός φτωχού, όστις να υστερήται».

Αθάνατη ελληνική φυλή!
Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση».

 

pemptousia – 2φΑ

                                                                        

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

"Παραμονή Χριστούγεννα "

 



-  ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι.
Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε.
Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε.
Ο καφενές τ᾿ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία.
Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα.
Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.

Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ᾿ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο.
Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα!
Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.

Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ᾿ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ᾿ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ – έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε.
Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.

Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του και για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:
— Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…

Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:
— Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!
Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!

Απ᾿ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές.
Από ’δω κι από ’κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.
Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος.
Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.

Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια.
Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:
"Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…"

Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:

"Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά."

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά.
Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας.
Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε.
Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς.

Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, 
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον.
Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ᾿ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.

Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια.
Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου.
Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ᾿ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ᾿ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.

Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ᾿-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά.
Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός.
Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος.
Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι.
Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του.
Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη.
Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά.
Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε.
Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.

Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη.
Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.

Απ᾿ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια.
Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του.
Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ᾿ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ᾿ ανοιχτό μανίκι τ᾿ αλλουνού χεριού.

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα.
Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:
- Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι.
Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους;
Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!

Κανένας δε μίλησε. Ύστερ᾿ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: "Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…"
Και δάγκασε το μουστάκι του.
Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
"Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…" Και δεν ξαναμίλησε.

 

dromospoihshsyoutube

2φΑ

                                          

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

"Λόγοι Αθανασίας "

 

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  -  Λόγοι Αθανασίας Πλήρεις
[Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996]


Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου διαβάζονται στὴν Εὐρώπη σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο πατερικὸ βιβλίο, ἀπ᾿ ὅσα μεταφρασθήκανε σὲ ξένες γλῶσσες, ὅπως ἔγραψα πρὸ λίγες μέρες.
Τοῦτος ὁ ἅγιος ἔχει κάποια χάρη νὰ κάνῃ χειροπιαστὰ τὰ πιὸ ἄπιαστα καὶ τὰ πιὸ βαθειὰ μυστήρια τῆς θρησκείας. Σὰν νὰ σοῦ τὰ δείχνη, ὁ μακάριος, μὲ τὸ δάχτυλό του, ἐπειδὴ ἀξιώθηκε νὰ ζῇ μέσα στὸ ἀνέκφραστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὄντας ἀκόμα μέσα στὸ σῶμα.

Γεννήθηκε στὴν Παφλαγονία, ποὺ βρίσκεται στὴ Μικρὰ Ἀσία, κατὰ τὸ μέρος τῆς Μαύρης Θάλασσας, ἀπὸ γονέους ποὺ εἴχανε τὸν τρόπο τους.
Κ᾿ ἐπειδὴ ἕνας θεῖος τοῦ εἶχε μεγάλο ἀξίωμα στὸ παλάτι, τὸν στείλανε στὴν Πόλη κοντά του, νὰ μάθῃ γράμματα καὶ νὰ μπῇ στὴ θέση του ἀργότερα.
Μὰ ὁ Συμεὼν δὲν ἤθελε νὰ μάθῃ πολλὰ γράμματα, γιατὶ τὰ νόμιζε ἀνώφελα, κι᾿ ὁλοένα συναναστρεφότανε μὲ καλόγερους καὶ μὲ φτωχοὺς ἐρημίτες, ποὺ κατεβαίνανε στὴν Πόλη καὶ τριγυρνούσανε σὰν τοὺς ντερβισᾶδες. Σ᾿ αὐτοὺς εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε.

Σὰν μεγάλωσε λίγο, πῆγε κ᾿ ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ Στουδίου, ὑποταχτικὸς σ᾿ ἕναν ἅγιον γέροντα, ποὺ τὸν λέγανε καὶ κεῖνον Συμεών, καὶ κεῖνος τὸν κυβερνοῦσε μὲ αὐστηρότητα. Ἐκεῖ, ζωντας σὰν ἄσαρκος ἄγγελος, ἔφταξε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ποὺ προφανερώνανε ποιὸς ἤθελε νὰ κατασταθῇ στὸ τέλος. Συνήθιζε νὰ κλείνεται μέσα σὲ μιὰ μικρὴ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ἕνα σεντούκι γεμάτο κόκκαλα. Κ᾿ ἐκεῖ ἔκανε τὴν προσευχή του.

Στὸ μεταξύ, ὁ πατέρας του πῆγε στὸ μοναστήρι νὰ τὸν πάρη, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ πάγῃ μαζί του, πλὴν ὁ Συμεὼν δὲν θέλησε, κ᾿ ἔκανε χαρτὶ νὰ μοιράσῃ ὁ πατέρας του στοὺς φτωχοὺς τὸ μερίδιό του, κι᾿ αὐτὸς ἀπόμεινε στὸ μοναστήρι, καὶ περίσσεψε τὴ σκληραγωγία τοῦ κορμιοῦ του, καὶ τὴν ὑπακοή του στὸν πνευματικὸ πατέρα του, μὴν ἔχοντας ὁλότελα θέλημα δικό του. Καὶ τόση ἀφοσίωση εἶχε στὸ γέροντά του, ὥστε δὲν ὑπῆρχε πρᾶγμα ποὺ νὰ τοῦ παραγγείλῃ καὶ νὰ μὴν τὸ κάνῃ, ἀκόμα κι᾿ ἂν τοῦ ἔλεγε νὰ πέσῃ στὴ θάλασσα. Τὸ γέροντά του τὸν σεβότανε σὰν ἅγιο, ὅπως κ᾿ ἤτανε ἅγιος, καὶ μετὰ τὸ θάνατό του ἔγραψε γι᾿ αὐτὸν ἀκολουθία καὶ ὕμνους, κ᾿ ἔδωσε σ᾿ ἕναν ἁγιογράφο νὰ ζωγραφίσῃ τὴν εἰκόνα του, καὶ τὴν ἔβαλε στὴν ἐκκλησία μὲ καντήλι, καὶ γιόρταζε τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.

Γι᾿ αὐτὴ τὴν τιμὴ ποὺ ἔκανε στὸ γέροντα Συμεών, ἐτράβηξε πολλὰ βάσανα, ἐξορίες καὶ μαρτύρια καὶ κατατρεγμοὺς ἀπὸ κάποιους δεσποτάδες ὑποκριτὲς κι᾿ ἄπιστους, ποὺ τὸν λέγανε ἀγράμματον, αὐτοὶ οἱ γραμματισμένοι, ὅπως καὶ σήμερα κάποιοι θεολόγοι σπουδασμένοι στὰς Εὐρώπας καταφρονοῦνε τοὺς ἁπλοὺς κι᾿ ἀγράμματους καλόγερους.

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ, ὁ πατέρας του δὲν ἡσύχασε, κ᾿ ἔβαλε κάθε μέσον νὰ τὸν ξεκαλογερέψῃ καὶ νὰ τὸν πάρῃ νὰ τὸν παντρέψῃ. Βλέποντας ὁ γέρο Συμεὼν πὼς δὲν εὕρισκε ἡσυχία ὁ μαθητής του, τὸν πῆγε σ᾿ ἕνα ἄλλο μοναστήρι, τοῦ ἁγίου Μάμαντος, καὶ τὸν παράδωσε στὸν ἡγούμενο Ἀντώνιο, ξακουσμένον γιὰ τὴν ἀρετήν του. Ἐκεῖ μέσα γίνηκε ὁ τύπος κ᾿ ὑπογραμμὸς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν χειροτονήσανε ἱερέα, καὶ σὰν πέθανε ὁ Ἀντώνιος, τὸν ἐκλέξανε οἱ ἀδελφοὶ ἡγούμενο, ποὺ ὅποτε λειτουργοῦσε, βλέπανε τὸ ἅγιο Πνεῦμα σὰν φωτιὰ νὰ κατεβαίνῃ στὸ κεφάλι του. Αὐτὸ τὸ φρικτὸ σημεῖο τὸ βλέπανε ἐπὶ σαρανταοχτῶ χρόνια.

Ἀλλά, μὲ ὅλη τὴν ἁγιότητα ποὺ εἶχε, βρεθήκανε ἄνθρωποι ἀσεβέστατοι ποὺ τὸν βασανίσανε μὲ κάθε τρόπο, βρίζοντας τὸν καὶ λέγοντας πὼς εἶναι ὑποκριτὴς καὶ κατηγορώντας τὸν πὼς ἔκανε ἅγιο τὸ γέροντά του καὶ τὸν γιόρταζε. Κι᾿ ὁ μακάριος Συμεὼν τοὺς συγχωροῦσε, ἀλλὰ μαζί τους πολεμοῦσε μὲ τὰ πνευματικὰ ὅπλα.

Ἡ ζωή του στάθηκε γεμάτη ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ διωγμούς, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐκθέσῃ κανένας καταλεπτῶς δὲν φθάνει ὄχι μονάχα τούτη ἡ στενὴ λωρίδα τοῦ χαρτιοῦ ποὺ ἔχω, ἀλλὰ βιβλίο ὁλόκληρο. Γιὰ νὰ συντομέψω λοιπόν, θὰ βάλω παρακάτω μοναχὰ κάποια σπουδαῖα περιστατικὰ ποὺ δείχνουνε τὴν ἁγιότητά του καὶ ποὺ τὰ ἔγραψε ὁ ἄξιος μαθητής του Νικήτας Στηθάτος.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶχε ἕνα καλογεροπαίδι ποὺ τὸ λέγανε Νικηφόρο, καὶ ποὺ τὸ εἶχε ἀναθρέψει ὁ ἴδιος. Αὐτὸς ὁ Νικηφόρος διηγήθηκε στὸν Νικήτα κάποια θαύματα, μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε, στὴ διάνοια καὶ στὴ γλώσσα. «Μὲ ἀγαποῦσε, λέγει, ὁ γέροντάς μου τόσο πολύ, ποὺ δὲν ἄφηνε κανέναν ἄλλον, παρεκτὸς ἀπὸ ἐμένα, ν᾿ ἀπομείνῃ μαζί του στὸ κελλί του. Ἢ γιατὶ ἤμουνα ἄκακος, ἢ γιατὶ τὸν ὑπηρετοῦσα στὰ γηρατειά του, ἢ ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ γιὰ νὰ φανερωθοῦνε τὰ ἔργα του. Καθὼς λοιπὸν ἐκειτόμουνα, μιὰ νύχτα, σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ κελλιοῦ, σὰν νὰ μὲ ξύπνησε κάποιος, καὶ βλέπω ἕνα θέαμα φοβερό. Κοντὰ στὴ σκεπὴ τοῦ κελλιοῦ ἤτανε κρεμασμένη μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ποὺ τὴ λένε Δέηση, καὶ μπροστά της ἔκαιγε ἕνα καντήλι. Λοιπόν, ἀντίκρυ σ᾿ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ὡς τέσσερες πήχεις ψηλότερα ἀπὸ τὴ γῆ, εἶδα τὸν Ἅγιο ποὺ στεκότανε στὸν ἀέρα, κ᾿ εἶχε τὰ χέρια του ἀνασηκωμένα, καὶ προσευχότανε, λάμποντας ὁλόκληρος σὰν τὸ φῶς. Κ᾿ ἐγώ, βλέποντας αὐτά, ἀπὸ τὸ φόβο μου χώθηκα μέσα στὸ σκέπασμά μου καὶ σκεπάσθηκα κατακούκουλα. Κι᾿ ἀφοῦ ξημέρωσε, διηγήθηκα στὸν Ἅγιο κρυφὰ αὐτὸ ποὺ εἶδα. Κι᾿ ὁ Ἅγιος ἀναστέναξε καὶ μοῦ παράγγειλε νὰ μὴν τὸ πῶ σὲ κανέναν».

Ἄλλη μιὰ φορὰ ξαναεῖδε τὸ ἴδιο θαῦμα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἁγίου: «Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦλθε ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου του, ἐκείτετον ὁ μακάριος ἀπὸ κακὴ δυσεντερία, βασανιζόμενος πολλὲς μέρες, δίχως νὰ μπορῇ νὰ σαλέψῃ μόνος του, ἂν δὲν τὸν γυρίζαμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸ ἕνα κι᾿ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἐνῶ βρισκότανε σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μοῦ παράγγειλε ν᾿ ἀπομείνω μοναχὸς μαζί του.

Μιὰ νύχτα λοιπόν, ποὺ κοιμόμουνα ξαπλωμένος ἀπάνω σ᾿ ἕνα σεντούκι, σὰν νὰ μὲ σκούντηξε κάποιος, καὶ ξύπνησα, καὶ βλέπω ἐκεῖνον τὸν μακάριο, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα τὸν εἴχαμε γυρίσει, νὰ στέκεται στὸν ἀγέρα ὡς τέσσερες πῆχες ἀπάνω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ προσεύχεται. Καὶ θυμούμενος τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα δεῖ ἔτσι, θαύμαζα τὴν ἁγιότητά του, συλλογιζόμενος πὼς αὐτός, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σαλέψη, πὼς σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ στρῶμα, κ᾿ ἐνῶ φοροῦσε σῶμα βαρύ, στεκότανε στὸν ἀγέρα. Κ᾿ ἔτσι ἀποκοιμήθηκα, καὶ πάλι ξύπνησα, καὶ τὸν βλέπω πὼς ἔπεσε στὸ κρεββάτι του καὶ σκεπάσθηκε μόνος του.

Σὰν ξημέρωσε τοῦ τὸ φανέρωσα, καὶ μοῦ ἔκανε δεσμὸ νὰ μὴν τὸ πῶ σὲ κανέναν πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του».

Αὐτὸς ὁ Ἅγιος, ποὺ πολεμήθηκε πολὺ στὴ ζωή του ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, καὶ περιφρονήθηκε σὰν ἀγράμματος ἀπὸ τοὺς σπουδασμένους τοῦ καιροῦ του, τιμήθηκε καὶ ζωντανός, ἀλλὰ περισσότερο μετὰ τὸ θάνατό του, ποὺ ἔλαμψε μὲ τὰ συγγράμματά του καὶ φώτισε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη ποὺ λέγει «καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται».

Κ᾿ ἐσύ, ὅποιος κι᾿ ἂν εἶσαι, στοχάσου τὰ μυστήρια του Θεοῦ: Ἐκεῖνος ὁ φτωχὸς καὶ καταφρονεμένος καλόγερος, ποὺ ἔζησε στὰ 1000 μ.X., δηλαδὴ 900 χρόνια πρὶν ἀπὸ μᾶς, ἀφοῦ διαβάστηκε μὲ δίψα ἀπὸ μυριάδες ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ του, ἔσχισε σὰν πύρινο μετέωρο, αὐτοὺς τοὺς ἐννέα αἰῶνες, ποὺ καταβροχθίσανε καὶ ρίξανε στὸ βάραθρο τῆς λησμονιᾶς μυριάδες ἀνθρώπους ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς νομίζανε πὼς θὰ μείνουνε ἀθάνατοι, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὸν καιρὸ τὸν δικό μας, φωτοβόλος κι᾿ ἄφθαρτος σὰν ἥλιος, γιὰ νὰ δώσῃ ζωὴ καὶ ἐλπίδα στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν βρήκανε ψάχνοντας, σὰν νἆναι ὁ πιὸ πολύτιμος κι᾿ ἀθάνατος θησαυρός.

Σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή, ποὺ ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι, παράλυσε σχεδὸν ὅλες τὶς πνευματικὲς δυνάμεις ποὺ ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἔκανε νὰ κολλήσῃ στὰ κτηνώδη πάθη καὶ νὰ παραδοθῇ σύμψυχος στὸν Μαμωνᾶ, σήμερα τρέχουνε ἕνα πλῆθος ψυχὲς νὰ πιοῦνε ἀπὸ τὸ ἀστείρευτο κι᾿ ἀθάνατο νερὸ ποὺ ἀναβρύζει ἀπὸ τὰ λόγια του ἁγίου Συμεών, καὶ ποὺ εἶναι δροσερώτατο, μ᾿ ὅλο ποὺ ἡ πηγὴ ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει βρίσκεται 1000 χρόνια μακριὰ ἀπὸ μᾶς, μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ καιροῦ.

Τὰ ἁγιασμένα βιβλία του διαβάζουνται μὲ δίψα σὲ κάθε χώρα, καὶ θὰ διαβάζουνται ὁλοένα καὶ περισσότερο, σὲ γλῶσσες ποὺ ἀγωνιζόμαστε ἐμεῖς νὰ μεταφράσουνε τὰ γραψίματά μας, ποὺ θὰ τὰ θάψη μεθαύριο ἡ λησμονιά, μ᾿ ὅλους τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ τὶς δυσκολονόητες καὶ περίπλοκες θεωρίες μας.

Γιατὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφουμε ἐμεῖς, φιλοσοφίες, λογοτεχνίες, ἐπιστημονικὲς θεωρίες, βγαίνουνε ἀπὸ τὸν ὑλικὸ νοῦ μας, «τὸν νοῦν τῆς σαρκός μας», ὅπως τὸν λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχουνε τὸ θάνατο μέσα τους, ἐνῶ ὅ,τι ἔγραψε ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι «ἀθανασίας πλῆρες».

 

orthodoxianewsagency – 2fA

                                       

Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

"Η Παναγία και ο Λαός.. "

 



Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ, κείμενο του Φώτη Κόντογλου
[Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία», εκδ. ΑΡΜΟΣ]


Ρωμηοσύνη και Ορθοδοξία είναι ένα πράγμα.
Για να μην πάρω τους πολύ παληούς, παίρνω δυο τρεις από εκείνους πού αγωνισθήκανε για την ελευθερία της Ελλάδας, πού όποτε μιλάνε για τη λευτεριά, μιλάνε και για τη θρησκεία.

Ο Ρήγας Φεραίος λέγει: «Να κάνουμε τον όρκο / απάνω στον Σταυρό".
Ένας άλλος ποιητής γράφει:
«Για της πατρίδας την ελευθερία - για του Χριστού την πίστη την αγία
γι' αυτά τα δύο πολεμώ, - μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ
κι αν δεν τα αποχτήσω -τι μ' ωφελεί να ζήσω;».

Του Σολωμού η ψυχή είναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αυτό μοσκοβολούνε τα ποιήματα του από δαύτη. Κι αυτή τη μοσκοβολιά τη νιώθει κανένας στην Ημέρα της Λαμπρής, στη Δέηση της Μαρίας, στη Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, στον Ύμνο της Ελευθερίας, στο Διάλογο και σε πολλά άλλα.

Οι αγράμματοι ποιητές των βουνών, μέσα στα τραγούδια πού κάνανε, και που δε θα τα φτάξει ποτέ κανένας γραμματιζούμενος, μιλάνε κάθε τόσο για τη θρησκεία μας, για τον Χριστό, για την Παναγιά, για τους δώδεκα Αποστόλους, για τους αγίους.
Πολλές παροιμίες και ρητά και λόγια που λέγει ο λαός μας, είναι παρμένα από τα γράμματα της Εκκλησίας.

Η Ρωμηοσύνη είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία, γι' αυτό Χριστιανός κ' Έλληνας ήτανε το ίδιο. Από τότε που γινήκανε χριστιανοί οι Έλληνες, πήρανε στα χέρια τους τη σημαία του Χριστού και την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις και Πατρίς!
Ποτάμια ελληνικό αίμα χυθήκανε για την πίστη του Χριστού, από τα χρόνια του Νέρωνα και του Διοκλητιανού, έως τα 1838, πού μαρτύρησε ο άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων.

Ποια άλλη φυλή υπόφερε τόσα μαρτύρια για τον Χριστό;
Αυτό το ακατάλυτο έθνος πού έπρεπε να πληθύνει και να καπλαντίσει τον κόσμο, απόμεινε ολιγάνθρωπο, γιατί αποδεκατίσθηκε επί χίλια οχτακόσια χρόνια από φυλές χριστιανομάχες.

Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανισμένη.
Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου.
Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα.
Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρτυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια.

Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία.
«Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.

Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας.
Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες.
Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων.
Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου.
Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων.
Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοιμήθηκε.

Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βαλανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυκύτατο τ' όνομα της.
Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!

Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία.
Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό:
«Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος.
Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».

Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τούτος ο πλούτος!
Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους.
Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γαβριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου».

Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικόνισμα της:
«Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών».
Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύμπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».

Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγουστου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων».
Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:

Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα.
Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κόρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα.
«Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπανον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).

Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Παναγίας.

 

panagiapalatiani – 2φΑ


Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

"Αγαλλίαση.. "

 



ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  -  Αγαλλίαση της ψυχής και της καρδιάς
[Το καλοκαίρι του 1954 είναι το πρώτο που περνά ο Κόντογλου ξανά μέσα στο σπίτι του στη συνοικία Κυπριάδου, που είχε αναγκαστεί να το πουλήσει στην Κατοχή και να περιπλανηθεί από εδώ κι από εκεί, ώσπου να καταλήξει στην «φάτνη των αυτοκινήτων», στο γκαράζ της οδού Γαβριηλίδου.
Αν και ποτέ του δεν παραπονέθηκε γι αυτό – ίσα-ίσα που στα κείμενα του ευχαριστεί τον Θεό που βρήκε μια στέγη για να βάλει την οικογένειά του - η επιστροφή στο σπίτι του τον γεμίζει με μια ρομαντική διάθεση, που φαίνεται στο κείμενο που ακολουθεί, μαζί όμως και με μια αδιόρατη πίκρα..]

 (Άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – 27 Ιουνίου 1954)


Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας.
Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε το θόλο του ουρανού.
Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού.

Η μέρα είναι έμμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο.
Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.

Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα.
Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος.
Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες.
Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες.

Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτό αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα.
Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές.
Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι.

Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος.
Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. 

Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς.
Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο.
Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.

Σ’ ακούω τη ώρα που κοιτάζω τ’ άστρα που κρέμονται από πάνω μου, τον Ιορδάνη Ποταμό (Γαλαξία), το πολυκάντηλο της Πούλιας, τις Πήχες και τ’ άλλα τα αμέτρητα τα άστρα.
Η ματιά μου φτάνει κουρασμένα ως τα βάθη του ουρανού, ως τα φωταράκια που σβήνουνε πια μέσα στον άπατο ωκεανό του παντός και μου φαίνεται σα να φεύγω από τούτον τον κόσμο και να πηγαίνω στον άλλον. Σ’ όλο τούτο το ταξίδι ακούγω το τρεμουλιαστό τραγούδι σου και θαρρώ πως έρχεται από κείνες τις μυστηριώδεις άκρες της αιωνιότητας.

Σε λίγο βγαίνει τι φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη Γή.
Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του.
Κι εκεί που ταξιδεύω ακούγω το τραγούδι σου που είναι λεπτό σαν την κλωστή της αράχνης και θαρρώ πως βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της Σελήνης. Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι-τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράτε την αιωνιότητα.

Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας.
Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας.
Όποιος δεν ξέρει πως είσαι ένα μαμούνι, μια ακρίδα θα ‘λεγε πως είσαι ένα πουλάκι με χρυσά φτερά, ή ένα αγγελάκι.

Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται.
Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω-γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.

Κατά τ’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση.
Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί.
Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουνε σαν τα μάγουλα τ’ αθώου του παιδιού κι ισκιώνουνε το βαρκάρη που κάθεται στην πρύμη κα βαστά το τιμόνι.
Ίσκιος γλυκός κα μαυρογάλαζος, σα λουλάκι πέφτει μέσα στα δροσερά νερά από τα πανιά κι από τα άλμπουρα.

Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά.
Τραγούδια ακούγονται σα να βγαίνουνε από τα κύματα.
Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ’ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά.
Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά.

Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι.
Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά.
Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.

Όλα αυτά τα βλέπω μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος.
Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά.
Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες-ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές.

Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού.

 

paterikos

vb – Dolly
2
φΑ


Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

"Eγκόσμια νηπτικός.. "

 



Ματθαῖος Μουντές  -  Ὁ κυρ-Φώτης δέν φταίει
ἢ ὁ κυρ-Φώτης θά ξαναρθεῖ


κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τὰ νέον στοὺς σταυροὺς τῶν τρούλλων
γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ παρεκκλήσια
τῶν νεοαριστοκρατῶν καὶ τῶν νεοπλούτων.

Ἐκεῖνος ἀποκατάστησε τὴν τιμὴ
τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων
γιὰ τὶς καθέδρες καὶ τὰ ἐξωκκλήσια
μὲ τάματα καὶ δεήσεις καὶ δάκρυα
κι ὄχι μὲ λαχειοφόρες ἀγορές.

Πολέμησε τοὺς εἰκονοκλάστες
ἐγκόσμια νηπτικός·
στάθηκε κοντὰ στοὺς καυσοκαλυβίτες
ἄσκευος καὶ ἀπέριττος·
κάλεσε σὲ αὐτοσχέδια τράπεζα
τοὺς πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν ἁπλότητα·
τὶς ὀπῶρες τῆς Ὀρθοδοξίας
μάζευε στὸ καλαθάκι τῆς ἀλήθειάς του.

Στὸν Ξηροπόταμο τῶν ἀγαθῶν
εὐλόγησε τὰ ἄσπαρτα χωράφια·
συντρόφεψε τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὰ κυνάρια·
νωτοφόρος καὶ ἄγρυπνος
κουβάλησε τὸ μικρὸ κοινόβιό του
στὴν ὀροφὴ τῶν οὐρανῶν.

Ἔπηξε τὴ Λαύρα του
στὴν πλαγιὰ τῆς ἀκτημοσύνης
καὶ κλάδευε τὴν ἀμπελικιά του
γιὰ νὰ τοῦ δίνει μιὰ μικρὴ νταμιζάνα κρασί.

Ἐπέστρεφε συχνὰ στὴν καταγωγὴ τῶν ὑδάτων
στὸ μικρὸ ἐπίνειο τῆς ταπεινοσύνης
στοὺς ἀρσανάδες τῆς πολύβουης ἀκτῆς.

Ἡσύχιος καὶ ἀνύπνωτος
κατέγραψε τὰς ἐπιδρομὰς τῶν δαιμόνων
καὶ τῶν πειρατῶν.

Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τοὺς τοκογλύφους τῶν ἰδεῶν
καὶ τοὺς χριστοκάπηλους.

Πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶ.
Ὅμως φραγγέλιο μᾶς ἑτοιμάζει
ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ποὺ μᾶς βλέπει.
(Πίνει τὸ τσιπουράκι του μὲ τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο
καὶ τὸν Καροῦζο - ὁ Τσαρούχης τρώει τὸ γλυκό του.)
Συχνὰ ἀποστρέφει μὲ βδελυγμία τὸ πρόσωπο.
Ὀργίζεται.

Καὶ θἄρθει ὥρα καὶ νῦν ἐστι
ποὺ θὰ παραμερίσει βίαια
τοὺς κίβδηλους καὶ τοὺς παραχαράκτες
τὸν ἑσμὸ τῶν Φαρισαίων
τῶν καθαρῶν
τῶν κυμβάλων ποὺ ἀλαλάζουν τὴν ἀρετή τους
καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ξανὰ
τὴν πονεμένη Ρωμιοσύνη.

Ἐκεῖ ποὺ τὰ ξυλοκέρατα τῶν ἀνέραστων
ἐκεῖ ποὺ πλαστικὰ ἰδανικὰ πλεονάζουν
ἐκεῖ, στὴν πενία καὶ στὴν ἔνδεια
θἄρθει καὶ θὰ μᾶς ἐμπλήσει καὶ πάλι
σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.

 

nektar – 2fA

                                                                                  

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

"Παραμυθένιος κόσμος! "

 



-  Φώτης Κόντογλου
Τό ἀληθινό Βυζάντιο. Ἡ ἀρχοντική καί βασιλική πολιτεία
[«Μυστικά Ἄνθη», Ἀθήνα 1992, δ´ ἔκδοση, Ἀστήρ, σελ. 93‐99]


Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη;
Παραμυθένιος κόσμος!
Ὄχι μοναχὰ ἡ ἀρχαία πολιτεία, μὰ κι ἡ καινούργια, ὡς τοῦ σουλτὰν-Χαμὶτ τὰ χρόνια. Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανὸ Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, στὴ Λόντρα, στὸ Παρίσι, στὴ Ρώμη, στὴ Νέα Ὑόρκη. «Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε, εἶναι σπουδαῖες, μὰ σὰν τὴν Κωνσταντινόπολη δὲν ὑπάρχει ἄλλη στὴν οἰκουμένη, κι οὔτε βρίσκεται στὸν ντουνιὰ τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιὰ καὶ βασιλικὴ πολιτεία».

Στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα Πόλις» θὰ εἶχε μιὰ ἐξωτικὴ κι ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στὴ βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία. Στὴ μέση στεκότανε, σὰν ἥλιος, ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες μὲ τοὺς χρυσοὺς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λὲς καὶ γυρίζανε γύρω στὸν ἥλιο. Δὲν φαινόντανε πὼς ἤτανε κτίρια κανωμένα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν νὰ κατεβήκανε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σταθήκανε ἀπάνω στὴ γῆ. Κι ἀπὸ μέσα ἤτανε καταστολισμένες μὲ ψηφιά, μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα, μὲ σμάλτα, μὲ ζωγραφιές, ποὺ θαρροῦσε κανένας πὼς μπαίνει σὲ οὐράνια παλάτια. Εἴχανε δίκιο οἱ παλιοὶ Κινέζοι ποὺ λέγανε πὼς αὐτὰ τὰ κτίρια ἤτανε «κάποια παλάτια μεγάλα καὶ λαμπερά, ποὺ ἀπὸ μέσα μοιάζανε σὰν τὰ χρυσὰ φτερὰ τοῦ φασιανοῦ τὴν ὥρα ποὺ πετᾶ».

Ἀνάμεσα στὶς ἀκαταμέτρητες ἐκκλησιές, στὰ παλάτια καὶ στὰ μοναστήρια, ποὺ σκεπάζανε ἀνεξερεύνητα μυστήρια, ἤτανε χτισμένα τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀμέτρητα παζάρια ποὺ μερμήγκιαζε ὁ κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τὰ χάνια, τὰ μαγαζιά, φωλιὲς γεμάτες ζωὴ καὶ κίνηση. Ἐδῶ κι ἐκεῖ πρασινίζανε κάποια περιβόλια μὲ ψηλὰ δέντρα μέσα στὴν πολιτεία, μὰ ἕνα γύρω τὴ ζώνανε, σὰν ὁλόδροσο στεφάνι, ἀνθισμένοι κῆποι, δάση μὲ πλατάνια, μὲ δρῦς, μὲ κυπαρίσσια, μὲ καβάκια (λεῦκες), ποὺ ρίχνανε τὸν πυκνὸν ἴσκιο τους ἀπάνω σὲ ξωτικὰ κιόσκια, σὲ βρύσες μὲ κρυσταλλένια νερά, ἐνῶ ἀπὸ παντοῦ χλιμιντρούσανε χαρούμενα τὰ λυγερὰ ἄτια (ἄλογα) τῆς Ἀνατολῆς, κι ἀκουγόντανε κάτι τραγούδια ποὺ μοιάζανε μὲ ψαλμῳδίες. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

"Ευλογημένος ο Ερχόμενος "

 



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAΪΩN

-  ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

[Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι.
Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας:
«Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».]


Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους.
Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.

Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο.
Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.

Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτό τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους.
Ένα κορίτσι έμμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.

Από πίσω ερχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες.
Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω.
Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια.

Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο.
Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γριές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη.
Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία.
Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».

Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης.
Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπείνωσης.
Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.

Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε:
«Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου».
Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο.
Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.

Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον.
Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του.
Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων.

Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει.
Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά.
Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μήτε άλογο ακριβοσελωμένο, μήτε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι.
Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!

Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος.
Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα άλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;

Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται.
Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι.
«Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως».

Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε.
Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με;
Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να πάμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι.
Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε.
Μα μπορεί να γίνει χριστιανός, όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;

Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο.
Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός;
Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους.
Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος.
Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού;
Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος.

Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα;
Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς;
Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνιες, φοβέρες, φωνές, όλα  πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβήσανε σαν να μη γινήκανε ποτές.
Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων;
Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.  

Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο  που τραβή­ξανε και κείνοι και σέρνει με  ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί  είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω  αυτά». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον».

Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε.
Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος  τους  καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το  φως του το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.  
Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: 
«Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ' ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». 

Γι' αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά  θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας.
Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του.

Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν,
Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».

 

impantokratoros – 2φΑ

                                                              

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

"Αγιασμένη επανάσταση "

                                              
 

1821 – 2021

Φώτη Κόντογλου  -  Η ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
[Πονεμένη Ρωμιοσύνη]

«Για της πατρίδος την ελευθερίαν, - για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για αυτά τα δύο πολεμώ, - με αυτά να ζήσω επιθυμώ.
Κι αν δεν τα αποκτήσω, - τι με ωφελεί να ζήσω;»


Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο.
Είναι αγιασμένη.   ….
Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούν καταπάνω στον Τούρκο δεν ήταν μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κόσμου, αλλά, πάνω από όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους για να γίνουν μωχαμετάνοι.
Για τούτο πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, και η λευτεριά που ποθούσαν δεν ήταν μονάχα η λευτεριά που ποθούν όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουν την αγιασμένη πίστη τους, που με αυτήν ελπίζανε να σώσουν την ψυχή τους.
Για αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε και η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο το ρούχο από αυτό.

Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσαν στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήταν διδαγμένες από τους πατεράδες τους στην πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, παρόλο που ήταν αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τι θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμο όλο, και ζημειωθεί την ψυχή του;». Ή: «Τι θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» , «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!», κ.ά.

Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφάχτηκαν και κρεμάστηκαν για την πίστη τους, αψηφώντας τη νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή.
Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατώθηκαν για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για την πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε πως δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια.
Ακούγανε και πιστεύανε ατράνταχτα τα λόγια του Χριστού που είπε: «Μη φοβηθείτε εκείνον που σκοτώνει σώμα, και που δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω.
Αλλά να φοβηθείτε εκείνον που μπορεί να θανατώσει και το σώμα και την ψυχή».

Η ελευθερία, που για αυτή θυσιάζονταν, δεν ήταν κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήταν ο ίδιος ο Χριστός, που για αυτόν είπε ο Απόστολος Παύλος: «Όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι και η ελευθερία». Και αλλού λέγει: «Σταθείτε στερεά στην ελευθερία που σας χάρισε ο Χριστός, σταθείτε και μην πέσετε πάλι στο ζυγό της δουλείας. Γιατί για την ελευθερία σας κάλεσε.
Αλλά την ελευθερία μην την παίρνετε μονάχα σαν αφορμή για τη σάρκα σας».

Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση και αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήταν αγιασμένοι όσοι πολέμησαν μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τριακόσια εξηνταοχτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιο οχτρό της πίστης τους.   ….

 

romiosini

fb – Panteleimon Krouskos
2fA


Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

"Μονάχα που τον κοιτάζεις.. "

 


-  Φώτης Κόντογλου

Οι περισσότεροι άνθρωποι ξεμακρύνανε, αλλοίμονο, από τη πίστη και την απλότητα.
Άμα χαλαστεί ο άνθρωπος αρχίζει να αποστρέφεται τα απλά και ταπεινά πράγματα.
Πολλές φορές όμως ξανάρχεται στον παλιό τον εαυτό του.
Σαν τον μεθυσμένο που ξεμέθυσε - και τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα και για τη φτώχεια και χαίρεται και ειρηνεύει και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα.
Νιώθει μέσα του τη γλυκύτητα του Χριστού και την ειρήνη που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο.
Γιατί χωρίς απλή καρδιά δε γίνεται κανένας χριστιανός.
Οι άνθρωποι κάνανε και τον Χριστιανισμό πολύπλοκη θεωρία, τον ξεντύσανε την ταπεινή και απλή στολή του, τον κάνανε φιλοσοφία. Κι εσύ, όποιος κι αν είσαι που απόμεινες απλός, ξέρω πως πικραίνεσαι γι αυτή τη κατάσταση και αποζητάς καταφύγιο.

Η χαρά που νιώθει ο άνθρωπος για τον Θεό είναι πιο δυνατή από τούτη τη ζωή.
Όποιος φτωχαίνει από τα πλούτη του κόσμου πλουταίνει από τον πλούτο του Θεού.
Κάποιοι που δεν αγαπάνε τα θρησκευτικά ας μην βαρεθούνε επειδή μιλάνε συχνά για τον Χριστό, για την ταπείνωση και την απλότητα. Σαν νιώσει η καρδιά τους τη γεύση τους θα πούνε ότι είχα δίκιο. Θέλω να τους μεταδώσω τη μια και μοναδική χαρά, την αληθινή χαρά ίδια ευωδιά, που βγαίνει από τα αγριολούλουδα των βουνών μας.
Από αυτή την ευωδιά μοσχοβολάνε και τα φτωχά ρημοκλήσια μας, που είναι χτισμένα σε κάθε μέρος κι ημερεύουνε την πλάση. Όπου και να πας θα σε καλωσορίσουν και θα σε προσκαλέσουνε να μπεις μέσα από την χαμηλή πόρτα τους, για να σε ειρηνέψουνε και να σε παρηγορήσουνε.

Μονάχα που κοιτάζεις τον Πρόδρομο ησυχάζουνε τα εντός σου, φεύγουνε από την καρδιά σου οι στενοχώριες, καθαρίζει η διάνοιά σου, γίνεσαι ξέγνοιαστος σαν το παιδί.
Το κεφάλι του Αγίου είναι αναμαλλιασμένο σαν πρίνος, το πρόσωπο και τα χέρια του κεραμιδιά από τον ήλιο, το ρούχο του είναι πράσινο ξεθωριασμένο και από την πολυκαιρία επήρε μια αλλόκοτη γλυκύτητα.
Ειρήνη σε περισκεπάζει εδώ που κάθεσαι, ξεχασμένος από τον κόσμο στη ζεστή φωλιά του Χριστού. Και ρωτάς μοναχός σου: Γιατί να μην απογεύονται όλοι ό άνθρωποι από τούτο το καθαρό νερό της ζωής «το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον»;

Αγιασμένη Ελλάδα. Κορμιά βασανισμένα, ψυχές πικραμένες.
Βάσανα που δε γράφουνται στο χαρτί. Κι από τούτη τη συντριβή, κι από τούτη τη βουβή θλίψη έρχεται στη καρδιά η αληθινή ελπίδα και η παρηγοριά του Χριστού.
Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδοξίας, δηλαδή της αληθινής πίστης του Χριστού.
Και μέσα από τον σπόρο της θλίψης ανθίζει ο σπόρος της αληθινής χαράς.


fb – Panteleimon Krouskos

2fA



Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

"Τα μυστήρια της ερημιάς "





Φώτης Κόντογλου
-  "Ο μυστικός κήπος της πονεμένης Ῥωμιοσύνης"


….   Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ότι βλέπεις, σε ότι ακούς, σε ότι πιάνεις, είσαι στ᾿ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος.
Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθιά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας...

Στον αγέρα πετούν ένα σωρό πράματα!
Ακούγεται η βαθειά βουή του ατελείωτου κόσμου... Στήσε το αυτί σου!...
Τι μυστική γλώσσα έχει η ψυχή! ...
Περπατώ με τις μύτες των ποδιών μου, το δάχτυλό μου είναι απάνου στο στόμα μου... 
Ειδών ειδών μυρουδιές κλώθουνται σε χρωματιστά ρέματα, που ’ναι όμοια με τόξα τ’ ουρανού...

Απάνου στο πάτωμα στοιβάζουνται - φρου φρου - μαλακά πούπουλα, που στρίφουν στον αγέρα και πέφτουν αμέτρητα, σκεδιάζοντας χίλια χάδια αγάπης - χίλια χάδια αγάπης...

Οι άδειες καμάρες τ’ ουρανού γιομίζουν από μια κρυφή μουσική...
Μέσα στο άπατο χάος κυλάνε αργά και βουβά εκατομμύρια χαμένοι αιώνες...
Η Πούλια αφουγκράζεται με σιωπή τη σκέψη του Θεού...
Απάνου στις στερεμένες θάλασσες του Βέγα αρχίζει να φυσά ένα ερημικό αγέρι.
Φτωχή μου φωλιά!

Εδώ μέσα οι άγγελοι χορεύουν με τις αιώνια παιδικές φτέρνες τους κάθε βράδυ... 
Ωσαννά! Ωσαννά!... Η γης αγιάστηκε!...

... Αν έρτω γω στα κατατόπια σου, ξέρω καλά πως θα με ποτίσεις πίκρα και μιζέρια, γιατί είμαι απλός κ' εσύ δασκαλεύεσαι μέρα-νύχτα απ' το διάολο.
Μα αν τύχαινε κανένας άνεμος να σε ρίξει σε τούτο το έρημο μέρος που ζω, κι αν μπορούσα για μια στιγμή να σου δανείσω το μυαλό μου και την καρδιά μου, τότες θα 'βλεπες, τότες θα καταλάβαινες, για ποιά μυστήρια σου μιλώ…



fb - Panteleimon Krouskos

2fA



Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

"Η Προσευχή του Κόντογλου "











Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος


Φώτης Κόντογλου   († 1965)
   
Προσευχή

Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. 
Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω.
Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερμηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. 

Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα.
Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο.

Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. 
Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία.



pneumatoskoinwnia – [2φΑ]



Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

"Ναι, έρχου Κύριε! "





"Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου
Φωτίου Κόντογλου † 1965"   (Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη")


- Όποιος αγαπά τον Θεό, φλέγεται χωρίς να το δείχνει, χαίρεται χωρίς να γελά, συντρίβεται μέσα στον βυθό του εαυτού του.

- Η αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός είναι άλλο πράγμα από τη λεγόμενη φιλανθρωπία. Για τούτο οι φιλάνθρωποι δεν γεύουνται αυτή την αγάπη του Χριστού, που είναι «νερό που πηδά σε ζωή αιώνια».
Οι φιλανθρωπίες που κάνουνε οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι φιλάνθρωποι, κι' όποιος είναι πρακτικός άνθρωπος, δεν είναι χριστιανοί.

- Όποιος αγαπά τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, αγαπά το πράγμα που αξίζει να αγαπηθεί πιο πολύ απ' όλα.
Μέσα στον Χριστό βρίσκεται ό,τι αξίζει την αγάπη, η ταπείνωση, ο πόνος, η πραότητα, η πνευματική θλίψη κ' η πνευματική χαρά που είναι κ' οι δυο γλυκές όταν γίνονται στ' όνομα του Χριστού.

- «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».
Να μας αναπαύσεις! Δεν θέλουμε ούτε να το ακούσουμε.
Μα εμείς δεν θέλουμε ν' αναπαυθούμε.
Εμείς θέλουμε νάμαστε φορτωμένοι, με τα πάθη μας, με τις έχθρες μας, με τους πολέμους, με τις φροντίδες της φιλοδοξίας, της σάρκας, με αίματα λερωμένοι, με πιστόλια, με κανόνια, με μπόμπες.

Τι θα γίνουμε χωρίς αυτά, Κύριε ειρηνοποιέ;
Πώς θα ζήσουμε έτσι αναπαυμένοι, με τι θα γεμίσουμε τον άδειο τον εαυτό μας, αφού για μας είναι ζωή μονάχα αυτά τα πράγματα.
Ειρήνη μας δίνεις, μα η ειρήνη είναι ο θάνατός μας, αφού είναι ο θάνατος των αγαπημένων μας παθών!

Αν έλεγες «κ' εγώ θα σας φορτώσω και άλλα τέτοια βάρη, που δεν τα γνωρίζετε, εγώ θα πλουτίσω την ψυχή σας και με άλλα τέτοια πλούτη, που να μη ειρηνέψετε ποτέ», τότε θα ερχόμαστε κοντά σου, θα σε παραδεχόμαστε για Θεό μας.
Εμείς θέλουμε θεούς που να μας φορτώνουνε, εκδικητικούς, σαν τον Άρη, σαν τον Δία, σαν τον Κρόνο, ψεύτες σαν τον Ερμή, σαν τους άλλους.
Εμείς θέλουμε να ζούμε την κακία, γιατί αυτή είναι ζωντανή και δυνατή.
«Ναι, έρχου, Κύριε!» Κράζει με χαρά ο Ιωάννης στον Ερχόμενο επί Νεφελών στη Δευτέρα Παρουσία...

Πρέπει νάσαι άγιος, δίκαιος και μάλιστα νάσαι Ιωάννης, για να χαίρεσαι πως θάρθει ο Χριστός και να τον περιμένεις. Εμείς κράζουμε «μην έλθεις Κύριε».
Γιατί είμαστε αμαρτωλοί και έρχεται η οργή του Κυρίου καταπάνω μας.  ….
Μακάριοι όσοι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή! Αλλά αλλοίμονο!
Ποιος είναι έτοιμος σαν τον Ιωάννην τον αγιότατο από τους αγίους;
Όλοι μας φοβούμαστε μήπως έλθεις ως κλέπτης εν νυκτί (Λουκάς ΚΑ').

- Οι άνθρωποι, αν τους βρίσεις ή λογοφέρεις μαζί τους ή γράψεις γι' αυτούς κακό, έρχεται ώρα που μπορεί να σου το συχωρέσουν.
(Δεν βαριέσαι, αδελφέ, ξέχασέ τα!)
Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ και για το οποίο θα σε μισήσουνε, είναι να ζεις κατά τέτοιον τρόπο, που να ντρέπουνται εκείνοι για τη δική τους τη ζωή, νάναι η ζωή σου σαν ένας έλεγχος της δικής τους.

- Όποιος απογεύθηκε κατάκαρδα την ειρήνη του Χριστού, δεν βιάζει τον εαυτό του νάναι φτωχός, μα θεληματικά ποθεί τη φτώχεια, και χάνει τη χαρά του σαν αποκτήσει κάτι τι παραπάνω, ας είναι και το πιο τιποτένιο πράγμα.
Κι' ό,τι είναι ταπεινό και φτωχικό και καταφρονεμένο, τ' αγαπά κρυφά μέσα στην καρδιά του χωρίς να λέγει τίποτα σε κανέναν, γιατί ο ταπεινός αγαπά τη σιωπή και τη λησμονιά: «Εγγύς ο Θεός της λυπηράς καρδίας».

- Μόλις σκορπίσουνε οι πειρασμοί κι' ανοίξει η πόρτα της ψεύτικης χαράς και της αναπαύσεως, κλείνει η πόρτα της αληθινής ευφροσύνης.
Αυτό το νοιώθει καθαρά ο Χριστιανός.



pneumatoskoinwnia – [2φΑ]



Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

"Ως λέων πέποιθε.. "





-  Φώτης Κόντογλου   († 1965)


Όταν μιλήσεις στους ψευτοχριστιανούς για σκληρή άσκηση στο κορμί και στο πνεύμα για την αγάπη του Χριστού, θυμώνουνε, σε λένε φακίρη, ειδωλολάτρη, βάρβαρο.
Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό...
Ο πιστός θα νοιώσει κατάνυξη, ο χλιαρός, δηλαδή ο ψεύτικος, ο άπιστος, θα διαμαρτυρηθεί.

Τι αν λέγει ο Χριστός: «Μακάριοι όσοι αφήσανε τα πάντα και μ' ακολουθήσανε», ή «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» [δηλ. όποιοι "βιάζουν" τον εαυτό τους, για να νικήσουν τα πάθη τους και να ζήσουν κατά τη διδασκαλία του Χριστού], και πως «θλίψιν έξετε», και πως «στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»;
Εμείς θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί χωρίς Χριστό, δηλ. χωρίς θλίψη πνευματική, χωρίς να σηκώνουμε τον σκληρό σταυρό, αλλά να περπατάμε στον πλατύν δρόμο. 

Αυτοί οι ψεύτικοι χριστιανοί, σαν τους μιλά κανένας για σκληρή και στερημένη ζωή, για θυσία, για άσκηση, λένε πως αυτά δεν τα θέλει ο Χριστός, και πως αυτά είναι παρακαμώματα [=υπερβολές, ότι με αυτό τον τρόπο "το παρακάνουμε"].
Μα, ω ανόητε άνθρωπε, στον Χριστιανισμό, τίποτα δεν μπορεί να παραγίνει.
Για όλα τα ανθρώπινα πράγματα μπορείς να πεις πως κάτι τι είναι παρακανωμένο, μονάχα για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει παρακάνωμα.

Τι παρακάνωμα μπορεί να σηκώσει ακόμα το να αγαπάς αυτόν που σκότωσε τον πατέρα σου, τι παρακάνωμα μπορείς να κάνεις στο να σε χτυπήσουνε και στο άλλο μάγουλο, τι παρακάνωμα να γίνει ακόμα στο να πεινάς και να διψάς την καταφρόνεση, στο να κάνεις όσα ζητά ο Θεός από εσένα, δηλ. στο ν' αγαπάς τους εχθρούς σου, να γλυκομιλάς αυτόν που σε βρίζει, να μην κρίνεις αυτόν που σε δικάζει, να ταπεινώνεσαι μπροστά στον πιο τιποτένιον άνθρωπο, κι' όταν τα κάνεις όλα αυτά, να λες πως είσαι «αχρείος δούλος»;

Τι παρακάνωμα μπορεί να γίνει ακόμα στο να πιστέψεις πως θα αναστηθούνε τα σώματά μας αθάνατα ως να ανοιγοκλείσει το μάτι, και πως ο κόσμος όλος θ' αλλάξει μονομιάς, και πως θα γίνει άλλος καινούριος κόσμος άφθαρτος;
Λοιπόν υπάρχει τίποτα στον Χριστιανισμό που να μπορεί να παρακαμωθεί;

Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιο απίστευτο από όλα τα απίστευτα. Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού είναι μια μοναχά, η πίστη.
Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάνωμα.
Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός...

Γι' αυτό οι τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι' αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός.
Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει «ως λέων πέποιθε», κατά τον προφήτη.



pneumatoskoinwnia – [2φΑ]