Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

"Γιατί καθυστεροῦµε; "



 

π. Αλεξάνδρου Σμέμαν  -  Το νέο έτος
[από το Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005]


….   σταδιακὴ συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθεῖ, πὼς µπροστὰ µας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος καὶ ἡ φθορά, εἶναι τὸ δηλητήριο ποὺ δηλητηριάζει τὴ µικρὴ καὶ περιορισµένη εὐτυχία ποὺ διαθέτουµε. Αὐτὸς εἶναι σίγουρα καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴ συνήθεια ποὺ ἔχουµε νὰ κάνουµε τέτοιο σαµατὰ καὶ θόρυβο, φωνάζοντας καὶ γελώντας, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει δώδεκα τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους. Φοβούµαστε νὰ µείνουµε µόνοι καὶ σιωπηλοί, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει σὰν τὴν ἀνελέητη φωνὴ τῆς µοίρας: πρῶτο κτύπηµα, δεύτερο, τρίτο καὶ συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁµοιόµορφα, τόσο τροµακτικὰ µέχρι τέλους.
Τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἀλλάξει, τίποτε νὰ τὸ σταµατήσει.

Ἔτσι ἔχουµε δύο πολὺ βαθεῖς καὶ ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης: φόβος καὶ εὐτυχία, ἐφιάλτης καὶ ὄνειρο. Ἡ καινούρια εὐτυχία ποὺ ὀνειρευόµαστε τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους θὰ µπορέσει τελικὰ νὰ ἠρεµήσει, νὰ σκορπίσει καὶ νὰ κατανικήσει τὸ φόβο; Ὀνειρευόµαστε µιὰ εὐτυχία στὴν ὁποία νὰ µὴν παραµονεύει ὁ φόβος βαθιὰ µέσα της, ἕνας φόβος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προσπαθοῦµε πάντοτε νὰ προφυλαχθοῦµε, πίνοντας, ἢ µὲ τὸ νὰ εἴµαστε συνεχῶς ἀπασχοληµένοι, περιβαλλόµενοι ἀπὸ θόρυβο. Ἡ σιγὴ ὅµως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο θόρυβο. «Ἄφρων»! Μάλιστα, τὸ ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕναν κόσµο µολυσµένο ἀπὸ φόβο καὶ τὸν θάνατο.

Ἀκόµη καὶ στὶς ἀνώτερες στιγµὲς τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, οἱ ἄνθρωποι τὸ γνωρίζουν καλά. Μποροῦµε νὰ νιώσουµε τὴ θλίψη καὶ τὴ θλιβερὴ ἀλήθεια πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ µεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ὅταν ἔγραφε:
«Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία στὸν κόσµο».
Ὄντως, µία βαθιὰ θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια τέχνη.
Μόνο χαµηλά, στὸν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, τὰ πλήθη ξετρελαίνονται µὲ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνές, ὡς ἐὰν ὁ θόρυβος καὶ τὰ θορυβώδη πάρτυ θὰ µποροῦσαν νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία.

«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰωαν. 1,4-5).
Αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πὼς τὸ φῶς δὲν µπορεῖ νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος, δὲν µπορεῖ νὰ σκορπισθεῖ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀπελπισία. Νὰ µποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή, σ’ αὐτὴ τὴ µάταιη δίψα γιὰ στιγµιαία εὐτυχία, νὰ ἔβρισκαν µέσα τους τὴ δύναµη νὰ σταµατήσουν, νὰ σκεφτοῦν, νὰ ἀτενίσουν τὰ βάθη τῆς ζωῆς! Νὰ µποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια, τὴ φωνὴ ποὺ τοὺς καλεῖ αἰώνια µέσα σ’ αὐτὰ τὰ βάθη.
Ἂς γνώριζαν µόνο τί εἶναι ἀληθινὴ εὐτυχία. 

«Τὴν χαρὰν ὑµῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑµῶν» (Ἰωαν. 16, 22).
Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόµαστε ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει µεσάνυκτα; Τὴ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει. Πόσο σπάνια ὅµως φτάνουµε σὲ τέτοια βάθη! Πόσο τὰ φοβόµαστε γιὰ κάποιο λόγο καὶ τὰ παραµερίζουµε: «Ὄχι σήµερα, ἀλλὰ αὔριο ἢ µεθαύριο, θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ στὰ οὐσιώδη καὶ αἰώνια, µόνο, ὄχι σήµερα. ὑπάρχει καιρός».

Ὁ καιρὸς ὅµως στὴν πραγµατικότητα εἶναι τόσο λίγος. Μόνο στιγµὲς περνοῦν πρὶν τὸ βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρὸς τὸ µοιραῖο στόχο. Γιατί καθυστεροῦµε;
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάµεσά µας, δίπλα µας, στέκεται Κάποιος: «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ἂν µόνο παραµερίζαµε τὸν φόβο µας καὶ Τὸν κοιτάζαµε, θὰ βλέπαµε µία τέτοια χαρά, καὶ µία τέτοια περίσσεια ζωῆς, ποὺ σίγουρα θὰ καταλαβαίναµε τὸ νόηµα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καὶ µυστηριώδους λέξης «εὐτυχία».


katafigi

Ζωή – 2φΑ

                                                   

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

"Ανάστα! "

 



ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

π. Αλέξανδρος Σμέμαν  -  Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ


….   Πράγματι, το Πάσχα είναι για μας γιορτή.
Αναμφισβήτητα κάτι συμβαίνει μέσα μας, όταν κάθε χρόνο η σιωπή του δειλινού εκείνης της μέρας ραγίζει από το «Χριστός ανέστη!» και από τη μοναδική απόκριση σ’ αυτό, το «Αληθώς ανέστη!».
Όμως, αν εκείνη τη στιγμή επιχειρήσουμε να στοχαστούμε το νόημα όλων αυτών, να στοχαστούμε το αληθινό περιεχόμενο της γιορτής του Πάσχα, την αιτία της χαράς μας και το νόημα της για μας -για μένα-, τότε όλα γίνονται θολά και δυσνόητα.

«Ανάσταση των σωμάτων» — τι εννοούμε, αλήθεια, μ’ αυτό;
Τι γίνεται μ’ αυτό το σώμα που αναλύθηκε στη γη κι επέστρεψε στο μυστηριώδη κύκλο της φύσης; Μήπως πρέπει να περιμένουμε ότι αυτά τα κόκαλα θα αναστηθούν;
Και γιατί αλήθεια, χρειαζόμαστε σώμα σ’ αυτόν τον μυστικό, πνευματικό «άλλο» κόσμο;
Δεν μας δίδαξαν οι μύστες κι οι σοφοί όλων των εποχών ότι ίσα-ίσα το θετικό νόημα του θανάτου είναι ότι μας απελευθερώνει από τη φυλακή, όπως λένε, του σώματος κι από τη μακρόχρονη εξάρτηση από την υλική, φυσική, σωματική ζωή, καθιστώντας τις ψυχές μας φωτεινές, άυλες, ελεύθερες, πνευματικές ;

Ίσως να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε αυτό το ερώτημα μέσα από μια νέα προοπτική, αν εξετάσουμε το νόημα του σώματος προσεκτικότερα· κι επιπλέον, όχι αφηρημένα, όχι φιλοσοφικά, άλλα θα έλεγα, πρακτικά. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξετάσουμε τον ρόλο που το σώμα διαδραματίζει στη ζωή μας, στη δική μου ζωή.
Είναι ασφαλώς τελείως ξεκάθαρο, ότι τα πάντα στο σώμα μας είναι παροδικά κι εφήμερα.
Οι βιολόγοι έχουν υπολογίσει ότι όλα τα κύτταρα του σώματός μας ανανεώνονται κάθε επτά χρόνια.

Επομένως από άποψη φυσιολογίας, κάθε επτά χρόνια έχουμε ένα εντελώς καινούργιο σώμα. Κατά συνέπεια, το σώμα που στο τέλος της ζωής μου εναποτίθεται στο μνήμα, δεν είναι πλέον το ίδιο σώμα με όλα τα προηγούμενα.
Και σε τελευταία ανάλυση, καθένα από τα σώματα μας δεν είναι τίποτα άλλο από την ατομική μας ενσάρκωση μέσα στον κόσμο – αφενός μεν με τη μορφή της εξάρτησης μας από τον κόσμο, και αφετέρου με τη μορφή της ζωής και της δραστηριότητας μας εντός του κόσμου.

Στην ουσία, το σώμα μου είναι ή σχέση μου με τον κόσμο, με τους άλλους· είναι η ζωή μου ως κοινωνία, ως αμοιβαιότητα.
Καθετί ανεξαιρέτως μέσα στο σώμα, μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό, έχει δημιουργηθεί γι’ αυτήν τη σχέση, γι’ αυτήν την κοινωνία, γι’ αυτήν την έξοδο από την ατομικότητα.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η αγάπη, η υψηλότερη μορφή κοινωνίας, βρίσκει την ενσάρκωσή της στο σώμα: το σώμα είναι που βλέπει, ακούει, αισθάνεται και με εξάγει μ’ αυτόν τον τρόπο από την εγωκεντρική μου μόνωση.   ….

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε όταν ό Χριστιανισμός μιλάει για ανάσταση των σωμάτων, δεν εννοεί ζωοποίηση των οστών και των μυών, αφού τα οστά και οι μύες και ολόκληρος ο υλικός κόσμος είναι «πουκάμισο αδειανό» -τίποτα παραπάνω από κάποια βασικά φυσικά στοιχεία, τίποτα παραπάνω τελικά από άτομα. Και στα στοιχεία αυτά δεν υπάρχει τίποτα το προσωπικό, τίποτα που να έχει αιώνια προοπτική για μένα.
Ό Χριστιανισμός μιλά για την αποκατάσταση της ζωής ως κοινωνίας.
Μιλά για το πνευματικό εκείνο σώμα, που ξεδιπλώθηκε στο κύλισμα της ζωής μας μέσα από την αγάπη και τις αναζητήσεις μας, μέσα από τις σχέσεις μας, μέσα από την έξοδο από τον εγωισμό μας.

Δεν μιλά για τη διαιώνιση της ύλης, αλλά για την έσχατη αποπνευματοποίηση της, για την τελική μεταστοιχείωση του κόσμου σε αληθινό σώμα -το σώμα της ζωής και της αγάπης της ανθρωπότητας.
Ό Χριστιανισμός μιλά για την αποκατάσταση του κόσμου σε ολοκληρωτική κοινωνία με τη Ζωή. Δεν λατρεύει τα κοιμητήρια και τις ταφόπλακες η χριστιανική λατρεία.
Το χριστιανικό κήρυγμα δεν αναφέρεται στην αποσύνθεση ενός μεμονωμένου μέρους της ύλης, που χρησίμευε κάποτε ως σώμα κάποιου ανθρώπου.
Το κήρυγμα του Χριστιανισμού, μιλά για την ανάσταση της ζωής στην πληρότητα και ολοκλήρωσή της «εν τω πληρώματι της αγάπης».

Αυτό το κήρυγμα είναι που αποκαλύπτει το νόημα του Πάσχα.
Μέσα σ' αυτό φωλιάζει η χαρά και η δυναμική του Χριστιανισμού.
«Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (Α’ Κορ. 15,54).

 

aerapatera – 2φΑ


Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

"Τροφή και Ζωή "

 



«Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις,
το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι.
Ανάνηψον ουν, ίνα φείσηται σου Χριστός ο Θεός,
ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».

-  Alexander Schmemann
"Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας"


….   Στην ορθόδοξη διδασκαλία, αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση της εντολής που φέρνει σαν συνέπεια την τιμωρία· είναι πάντοτε ένας ακρωτηριασμός της ζωής που μας δόθηκε από τον Θεό.
Για τον λόγο αυτό η ιστορία της προπατορικής αμαρτίας μας παρουσιάζεται σαν μια πράξη τροφής. Η τροφή είναι μέσο ζωής· αυτό μας κρατάει ζωντανούς.
Αλλά ακριβώς εδώ είναι η βασική ερώτηση:
Tι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός και τι σημαίνει «ζωή»;

Για μας σήμερα αυτοί οι όροι έχουν πρωταρχικά μια βιολογική έννοια: ζωή είναι συγκεκριμένα αυτό που τελικά εξαρτιέται από την τροφή και ακόμα γενικότερα, από τον υλικό κόσμο.
Αλλά για την Αγία Γραφή και για την ορθόδοξη παράδοση αυτή η ζωή «...επ' άρτω μόνω», ταυτίζεται με τον θάνατο, γιατί ακριβώς είναι μια θνητή ζωή, γιατί ο θάνατος κυριαρχεί πάντοτε μέσα της.

Ο Θεός, το ξέρουμε αυτό, «δεν δημιούργησε το θάνατο». Αυτός είναι ο Δοτήρας της Ζωής.
Πώς λοιπόν η ζωή έγινε θνητή;
Γιατί ο θάνατος και πάλι ο θάνατος είναι η μόνη απόλυτη βεβαιότητα κάθε ύπαρξης;
Η Εκκλησία απαντάει: διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε τη ζωή, όπως την έκανε ο Θεός και του την πρόσφερε, και προτίμησε μια ζωή πού να εξαρτιέται όχι αποκλειστικά από τον Θεό, αλλά «επ' άρτω μόνω».

Όχι μονάχα παράκουσε τον Θεό και αυτοτιμωρήθηκε, αλλά άλλαξε ολόκληρη τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό του και σ' όλη την κτίση.
Σίγουρα ο κόσμος δόθηκε στον άνθρωπο από τον Θεό σαν «τροφή», σαν μέσο ζωής· ακόμα η ζωή ήταν για να γίνει κοινωνία με τον Θεό· δεν είχε δικό της σκοπό, αλλά περιεχόταν ολόκληρη στον Θεό. «Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωαν. 1,14).

Έτσι ο κόσμος και η τροφή δημιουργήθηκαν σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό και μόνον αν ο άνθρωπος δεχόταν ν' ανοιχτεί στον Θεό, θα του πρόσφεραν όλα αυτά τη ζωή.
Η τροφή αυτή μόνη της, μέσα της, δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να δώσει ζωή.
Μόνο ο Θεός έχει Ζωή και είναι Ζωή. Μέσα στην τροφή ο ίδιος ο Θεός - και όχι οι θερμίδες - είναι η αρχή της ζωής.
Έτσι η τροφή, η ζωή, η γνώση του Θεού και η κοινωνία μαζί Του ήταν ένα και το αυτό πράγμα.

Η απύθμενη τραγωδία του Αδάμ είναι ότι έφαγε για δικό του όφελος.
Ακόμα δε περισσότερο απ' αυτό, είναι γιατί έφαγε «χωρισμένος» από τον Θεό για να μπορέσει να γίνει ανεξάρτητος απ' Αυτόν.
Και αν το έκανε αυτό, ήταν γιατί πίστευε πως η τροφή είχε μέσα της ζωή και έτσι εκείνος γευόμενος αυτή την τροφή θα γινόταν σαν τον Θεό, θα είχε δηλαδή μέσα του δική του ζωή!

Με άλλα λόγια: πίστευε στην τροφή, ενώ ο σκοπός πίστης, εμπιστοσύνης και εξάρτησης είναι ο Θεός και μόνο ο Θεός.
Ο κόσμος και η τροφή έγιναν ο Θεός του, η πηγή και η αρχή της ζωής του.
Έγινε σκλάβος τους.   ….

 

myriobiblos – 2fA


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

"Ο καθαρώτατος ναός "

 



π. Αλέξανδρος Σμέμαν  -  Τα Εισόδια της Θεοτόκου
["Η ΠΑΝΑΓΙΑ", εκδ.''Ακρίτας'']


Έχουμε εδώ την εορτή της Εισόδου της Θεοτόκου στον Ναό.
Το θέμα της εορτής είναι πολύ απλό: ένα κοριτσάκι προσάγεται από τους γονείς του στον ναό των Ιεροσολύμων. Δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στο γεγονός αυτό, επειδή την εποχή εκείνη αυτό αποτελούσε μια γενικά αποδεκτή συνήθεια και πολλοί γονείς έφερναν τα παιδιά τους στον ναό, ως σημείο προσαγωγής τους στον Θεό, ως ένδειξη πως δίνουν στη ζωή τους έναν ουσιαστικό σκοπό και νόημα, πως τα φωτίζουν από μέσα με το φως μιας ανώτερης εμπειρίας.

Στην περίπτωση όμως της Παναγίας, όπως μας το υπενθυμίζει η Ακολουθία της ημέρας, οδήγησαν το παιδί στα "Άγια των Αγίων", στον τόπο που κανείς άλλος, εκτός από τους ιερείς, δεν επιτρεπόταν να πάει, στο μυστικό εσωτερικό Ιερό του ναού.
Το όνομα του κοριτσιού είναι Μαρία. Είναι ή μελλοντική μητέρα του Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου, σύμφωνα με τη Χριστιανική πίστη, ο ίδιος ο Θεός ήλθε στον κόσμο για να ενωθεί με το ανθρώπινο γένος, να μοιραστεί την ζωή του και να αποκαλύψει το θείο της περιεχόμενο.
Είναι όλα αυτά παραμύθια; Ή είναι κάτι που μας δόθηκε και που αποκαλύπτεται εδώ, κάτι που σχετίζεται άμεσα με τη ζωή μας, κάτι που δεν μπορεί ίσως να εκφραστεί με λόγια της καθημερινής ζωής;

Αυτός είναι ο μεγαλειώδης, ο ογκώδης, ο ιεροπρεπής ναός της Ιερουσαλήμ.
Και για αιώνες εκεί, πίσω από αυτούς τους βαρείς τοίχους, ένα πρόσωπο μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον Θεό.
Τώρα όμως ό ιερέας παίρνει από το χέρι την Μαρία και την οδηγεί στο Ιερότερο τμήμα του Ναού και εμείς ψάλλουμε "Ο καθαρώτατος ναός του Σωτηρος... σήμερον εισάγεται εν τω οίκω Κυρίου..."
Αργότερα, στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, ο Χριστός λέει, "Λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν", καί ό Ευαγγελιστής συμπληρώνει, "εκείνος δε έλεγεν περί του ναού του σώματος αυτού" (Ίωάν. 2,19,21).

Το νόημα όλων αυτών των γεγονότων, των λέξεων και των σκέψεων είναι απλό: από τώρα και στο έξης, ό ίδιος ό άνθρωπος γίνεται ναός.
Ούτε πέτρινος, ούτε θυσιαστήριο, αλλά ό άνθρωπος -ή ψυχή του, το σώμα του και η ζωή του- γίνεται η ιερή και θεία καρδία του κόσμου, τα "αγία των αγίων".
Ο ένας ναός, η Παναγία - ζων και ανθρώπινος - οδηγείται σ' έναν άλλο ναό φτιαγμένο από πέτρα, και ολοκληρώνει έτσι εκ των ένδον την σημασία και το νόημα του.

Μ' αυτό το γεγονός η θρησκεία, και ακόμη περισσότερο η ζωή, υφίσταται μια πλήρη μεταβολή της ισορροπίας της. Αυτό που τώρα εισέρχεται στον κόσμο είναι μια διδασκαλία, που δεν τοποθετεί τίποτε άλλο υψηλότερα από τον άνθρωπο, επειδή ό ίδιος ό Θεός αναλαμβάνει την μορφή ανθρώπου για ν' αποκαλύψει την κλήση και το νόημα του ανθρώπου ως θεϊκού πλάσματος.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα ό άνθρωπος είναι ελεύθερος.
Τίποτε πλέον δεν βρίσκεται από πάνω του, επειδή ό ίδιος ό κόσμος είναι δικός του ως δώρο του Θεού, για να εκπληρώσει έτσι ό άνθρωπος τον θεϊκό του προορισμό.

Από τη στιγμή που η Παναγία εισήλθε στα "άγια των αγίων", η ίδια η ζωή έγινε Ναός.
Κι όταν εορτάζουμε τα Εισόδια της, εορτάζουμε το θείο νόημα του ανθρώπου και την λαμπρότητα της υψηλής του κλήσεως.
Δεν γίνεται λοιπόν να εξαφανιστούν και να ξεριζωθούν όλα αυτά, από την μνήμη του ανθρώπου.


sostis – 2φΑ


Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

"Γάμος και αυτάρκεια "

 



-  π. Αλέξανδρος Σμέμαν


Το πραγματικό αμάρτημα του γάμου σήμερα, δεν είναι η μοιχεία ή η βαναυσότητα του ενός ή του άλλου. Είναι πως κάνουμε είδωλο την οικογένεια και δεν θέλουμε να καταλάβουμε πως ο γάμος πορεύεται προς την βασιλεία του Θεού.

Αυτό εκφράζεται με το αίσθημα, πως κανένας θα έκανε το παν για την οικογένεια του, ακόμη και κλεψιά. Στην περίπτωση αυτή, η οικογένεια έχει πάψει να είναι μια μυστηριακή είσοδος στη παρουσία Του.

Αυτό που διαλύει τόσο εύκολα τη σύγχρονη οικογένεια και κάνει το διαζύγιο σχεδόν φυσική σκιά της οικογένειας, δεν είναι η έλλειψη σεβασμού για την οικογένεια, αλλά η ειδωλοποίηση της οικογένειας.
Με άλλα λόγια, η ταύτιση του γάμου με την ευτυχία και η άρνηση να αποδεχτούμε τον Σταυρό μέσα στο γάμο.

Στον χριστιανικό γάμο παντρεύονται τρεις, και η κοινή νομοτέλεια των δύο προς τον τρίτο, που είναι ο Θεός, βαστάει τους δύο σε μια ενεργητική ενότητα, και αναμεταξύ τους και με τον Θεό.

Ωστόσο η παρουσία του Θεού, σημαίνει το τέλος του γάμου, ως ενός πράγματος που είναι μονάχα φυσικό.
Ο Σταυρός του Χριστού βάζει τέρμα στην αυτάρκεια της φύσης.
Αλλά δια του Σταυρού, χαρά (και όχι ευτυχία) εις τον κόσμον ελήλυθεν.

Η παρουσία του Σταυρού λοιπόν, είναι η αληθινή χαρά του γάμου.
Είναι η χαρούμενη βεβαιότητα, πως τον γαμήλιο όρκο, μέσα στην προοπτική της αιώνιας Βασιλείας, δεν τον παίρνει κανένας άχρι χωρισμού θανάτου, αλλά ωσότου ο θάνατος μας ενώσει ολότελα.

 

ellopos – 2φΑ


Σάββατο 18 Απριλίου 2020

"H ενδιάμεση ημέρα "





-  π. Αλέξανδρος Σμέμαν


Πιστεύουμε στην Ανάσταση, γιατί ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε, πάτησε «θανάτῳ» τον θάνατο. Προσδοκούμε την Ανάσταση.
Ξέρουμε ότι ο Θάνατος του Χριστού εκμηδένισε τη δύναμη του θανάτου.
Ο θάνατος δεν αποτελεί πια το απελπισμένο τέλος του ανθρώπου και την καταστροφή του σύμπαντος…
Όταν βαπτιζόμαστε στο όνομα της Αγίας Τριάδας, βαπτιζόμαστε στον θάνατο του Χριστού και από κείνη την στιγμή συμμετέχουμε στη ζωή Του που βγήκε από τον τάφο.
Κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα Του, που είναι η τροφή της αθανασίας, της αιωνιότητας. 
Έχουμε έτσι μέσα μας τη βεβαιότητα της συμμετοχής στην αιώνια ζωή. 
Όλη η χριστιανική ζωή, η ύπαρξη μας «ἐν Χριστῷ» σταθμίζεται, μετριέται, με αυτές τις ενέργειες μας, που μας φέρνουν σε άμεση κοινωνία με τον «νέο αιώνα» της Θείας Βασιλείας, ενώ ακόμα ζούμε εδώ, σ’ αυτή τη γη οπού ο θάνατος είναι το αναπόφευκτο μερίδιό μας.

Αλλά αυτή η ζωή ανάμεσα στην Ανάσταση του Χριστού και στην ημέρα της κοινής ανάστασης δεν είναι ακριβέστατα η ζωή κατά το Μεγάλο Σάββατο;
Δεν είναι η προσδοκία, το θεμελιώδες και ουσιαστικό μέρος της χριστιανικής ζωής και εμπειρίας μας; Όλοι μας περιμένουμε…
Περιμένουμε με αγάπη, ελπίδα και πίστη.
Και αυτή η αναμονή, η προσδοκία για τον ερχομό της ανάστασης και της ζωής του «κόσμου τούτου», της ζωής που «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ” (Κολ. 3, 3-4), αυτή η αυξανόμενη προσδοκία «ἐν ἀγάπῃ καὶ βεβαιότητι», είναι το δικό μας Μεγάλο Σάββατο.

«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…» ψέλνουμε αντί του Χερουβικού ύμνου στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου.
Σιγά-σιγά καθετί σ’ αυτό τον κόσμο διαπερνιέται από το Φως που έρχεται από κει που προσδοκούμε.
Το «εἴδωλο τοῦ κόσμου τούτου» περνάει, χάνεται και αυτή η άφθορη ζωή «ἐν Χριστῷ» γίνεται η μέγιστη και οριστική αξία μας.

Κάθε χρόνο το Μεγάλο Σάββατο, μετά από την πρωινή ακολουθία και τη Θεία Λειτουργία, περιμένουμε τη νύχτα της Ανάστασης και το πλήρωμα της Πασχαλινής ευφροσύνης.
Ξέρουμε ότι ώρα με την ώρα έρχεται αυτή η νύχτα και όμως πόσο αργό μας φαίνεται αυτό το πλησίασμα, πόσο μακριά και ατέλειωτη είναι τούτη η ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου!

Αλλ’ όμως αυτή η σιγή, η θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου Σαββάτου, δεν είναι το καλύτερο σύμβολο της ζωής μας σ’ αυτό τον κόσμο;
Δεν είναι η ζωή μας εδώ στη γη μια συνεχής αναμονή;
Δεν βρισκόμαστε πάντοτε στην «ενδιάμεση ημέρα» περιμένοντας το Πάσχα του Κυρίου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μας για την ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας Του;



fb - Panteleimon Krouskos

                                      


Σάββατο 11 Απριλίου 2020

"Ἀναγγελία τοῦ Πάσχα "





π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν  -  ΤΑ ΠΡΟΟΙΜΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ὀνομαζόταν «ἀναγγελία τοῦ Πάσχα». 
Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ Σάββατο ἀναγγέλει, προμηνύει, τὸ ὑπέροχο φῶς καὶ τὴ γαλήνη τοῦ ἑπομένου Σαββάτου, τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ εἶναι ἡμέρα τοῦ Ζωηφόρου Τάφου.

Τὸ πρῶτο μας βῆμα ἂς εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ καταλάβουμε τὸ ἑξῆς: ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ προσωποποίηση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ φυσικὰ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ.
Ἡ Βηθανία, ἡ πατρίδα τοῦ Λαζάρου, εἶναι τὸ σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ καθενός. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς δημιουργήθηκε νὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ κλήθηκε σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ Φιλία ποὺ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία μαζί Του, ἡ συμμετοχὴ στὴ ζωή Του.
«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. 1, 4).

Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ φίλος (ὁ ἄνθρωπος), τὸν ὁποῖο τόσο ἀγαπάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν ὁποῖο μόνο ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε, δηλαδὴ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, τώρα καταστρέφεται, ἐκμηδενίζεται ἀπὸ μία δύναμη ποὺ δὲν τὴ δημιούργησε ὁ Θεός: τὸν θάνατο.
Ὁ Θεὸς συναντάει μέσα στὸν κόσμο, ποὺ Αὐτὸς δημιούργησε, μία δύναμη ποὺ καταστρέφει τὸ ἔργο Του καὶ ἐκμηδενίζει τὸ σχέδιό Του.
Ἔτσι ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιὰ παρὰ θρῆνος καὶ πόνος, δάκρυα καὶ θάνατος.

Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτό; Πῶς συνέβηκε κάτι τέτοιο;
Αὐτὰ εἶναι ἐρωτήματα ποὺ διαφαίνονται στὴ λεπτομερῆ διήγηση ποὺ κάνει ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅταν ἔφτασε στὸν τάφο τοῦ φίλου Του Λαζάρου.
«Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσι αὐτῷ· Κύριε ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς».
(Ἰω. 11, 35).
Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Κύριος δακρύζει βλέποντας τὸ νεκρὸ Λάζαρο ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι σὲ λίγα λεπτὰ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ δώσει ζωή;
Μερικοὶ Βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι βρίσκονται σὲ ἀμηχανία σχετικὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ νόημα αὐτῶν τῶν δακρύων. Μιλᾶνε γιὰ δάκρυα ποὺ χύνει ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ δύναμη τῆς ἀνάστασης ἀνήκει στὴ θεϊκή Του φύση.

Ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν «Θεανδρικές», δηλαδὴ θεϊκὲς καὶ ἀνθρώπινες ταυτόχρονα.
Οἱ πράξεις Του εἶναι πράξεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ-Ἀνθρώπου, τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ δακρύζει δὲν εἶναι μόνο Ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, καὶ Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὸν Λάζαρο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν τάφο δὲν εἶναι μόνο Θεὸς ἀλλὰ καὶ Ἄνθρωπος ταυτόχρονα.
Ἑπομένως αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι θεία δάκρυα. Ὁ Ἰησοῦς κλαίει γιατί βλέπει τὸν θρίαμβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς στὸν κόσμο, τὸν δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεό.

«Κύριε, ἤδη ὄζει…», λέει ἡ Μάρθα καὶ μαζί της oἱπαρεστῶτες Ἰουδαῖοι, προσπαθώντας νὰ ἐμποδίσουν τὸν Ἰησοῦ νὰ πλησιάσει τὸ νεκρό.
Αὐτὴ ἡ φοβερὴ προειδοποίηση ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴ ζωή.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Αὐτὸς κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει μέσα στὴ θεία πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ ἐκεῖνος τώρα «ὄζει» (μυρίζει ἄσχημα).
Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε νὰ ἀντανακλᾶ καὶ νὰ φανερώνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος «ὄζει»…

Στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν Θάνατο, τὴν πραγματικότητα ποὺ εἶναι ἀντὶ-ζωή, ποὺ εἶναι διάλυση καὶ ἀπόγνωση.
Ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἐχθρό Του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπέσπασε τὸν κόσμο Του καὶ ἔγινε ὁ ἴδιος «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου».
Καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ἀκολουθοῦμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καθὼς πλησιάζει στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στὴ «δική Του ὥρα» («ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα…»)· στὴν ὥρα γιὰ τὴν ὁποία πολὺ συχνὰ εἶχε μιλήσει καὶ τὴν εἶχε παρουσιάσει σὰν τὸ ἀποκορύφωμα, τὸ πλήρωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔργου Του.

Ὁ Σταυρός, ἡ ἀναγκαιότητά του καὶ τὸ παγκόσμιο νόημά του ἀποκαλύπτονται μὲ τὴν πολὺ σύντομη φράση τοῦ Εὐαγγελίου: «καὶ ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς…».
Τώρα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί δάκρυσε: ἀγαποῦσε τὸν φίλο Του Λάζαρο καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμη νὰ τὸν φέρει πίσω στὴ ζωή.
Ἡ δύναμη τῆς Ἀνάστασης δὲν εἶναι ἁπλὰ μία θεϊκὴ «δύναμη αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν», ἀλλὰ εἶναι δύναμη ἀγάπης, ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη.

Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι Ζωή. Ἡ Ἀγάπη δημιουργεῖ Ζωή…
Ἡ Ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ἐκείνη ποὺ κλαίει μπροστὰ στὸν τάφο καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπαναφέρει τὴν ζωή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν θεϊκῶν δακρύων τοῦ Ἰησοῦ.
Μέσα ἀπ’ αὐτὰ ἡ ἀγάπη ἐνεργοποιεῖται καὶ πάλι· ἀναδημιουργεῖ, ἀπολυτρώνει, ἀποκαθιστᾶ τὴ σκοτεινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..»
Προσταγὴ ἀπολύτρωσης. Κάλεσμα στὸ φῶς.
Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι τὸ προοίμιο καὶ τοῦ Σταυροῦ, σὰν τὴ μέγιστη θυσία τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς Ἀνάστασης, σὰν τὸν τελικὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης.




fb – 2φΑ



Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

"Σχέση σαρκός και αίματος "





π. Αλέξανδρος Σμέμαν  -  Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
[Από το βιβλίο του «Η Παναγία», εκδ. "Ακρίτας"]


Η ευλάβεια που δείχνει, ή Εκκλησία στην Παναγία ριζώνει στην υπακοή της στον Θεό, στην εκούσια επιλογή της να δεχθεί μια πρόσκληση αδύνατη στα ανθρώπινα μέτρα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τόνιζε τη σύνδεση της Παναγίας με τον άνθρωπο και χαίρεται γι’ αυτήν και τη θεωρεί ως τον καλύτερο, καθαρότερο και πιο υπέροχο καρπό της ανθρώπινης ιστορίας και της αναζητήσεως του Θεού από τον άνθρωπο, της αναζητήσεως του εσχάτου νοήματος, του εσχάτου περιεχομένου της ζωής του ανθρώπου.
Αν στη Δυτική Χριστιανοσύνη ή ευλάβεια προς την Παναγία περιστράφηκε γύρω από την αειπαρθενία της, η καρδιά της ευλάβειας, της σκέψεως και της αγάπης της Ορθόδοξης Ανατολής προς την Παναγία, υπήρξε πάντοτε η Μητρότητα της, η σχέση σαρκός και αίματος που είχε με τον Ιησού Χριστό.

Η Ανατολή χαίρεται που ο ρόλος του ανθρώπου είναι βασικός στο θείο σχέδιο.
Ο Υιός του Θεού έρχεται στη γη, ο Θεός εμφανίζεται, για να λυτρώσει τον κόσμο, γίνεται άνθρωπος για να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη θεϊκή του κλήση, και σ’ αυτό συμμετέχει ολόκληρη ή ανθρωπότητα.
Αν αντιληφθούμε πως η κοινή φύση του Χριστού με την δική μας είναι ή μεγαλύτερη χαρά και το μεγαλύτερο βάθος του Χριστιανισμού, ότι ο Χριστός είναι γνήσιος άνθρωπος κι όχι κάποιο φάντασμα ή κάποιο ασώματο φαινόμενο, ότι είναι κάποιος από μας και παραμένει αιωνίως ενωμένος μαζί μας μέσω της ανθρώπινης φύσεως Του, τότε η ευλάβεια προς την Παναγία γίνεται κατανοητή, επειδή αυτή του προσέφερε την ανθρώπινη φύση, την σάρκα και το αίμα Του. 
Αυτή δίνει την δυνατότητα στον Χριστό να ονομάζεται πάντοτε “Υιός του Ανθρώπου”.

Υιός του Θεού, Υιός του Ανθρώπου… ο Θεός που κατήλθε κι έγινε άνθρωπος, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να εξαγιαστεί, να μπορέσει να γίνει κοινωνός “θείας φύσεως” (Β’ Πέτρου 1, 4) ή σύμφωνα με την έκφραση των διδασκάλων της Εκκλησίας, να “θεωθεί”.
Ακριβώς εδώ, σ’ αυτή την εξαιρετική αποκάλυψη της αυθεντικής φύσεως και κλήσεως του ανθρώπου, βρίσκεται η πηγή αυτής της ευγνωμοσύνης και τρυφεράδας που περιβάλλει την Θεοτόκο, ως σύνδεσμο μας με τον Χριστό, και μέσω Αυτού με τον Θεό. Πουθενά δε αλλού δεν αντικατοπτρίζεται αυτό καλύτερα, απ’ ό,τι στην γέννηση της Θεοτόκου.

Σε κανένα όμως σημείο της Αγίας Γραφής δεν αναφέρεται τίποτε γι’ αυτό το γεγονός. 
Γιατί όμως θα έπρεπε να αναφέρεται;
Υπάρχει κάτι το αξιόλογο, κάτι το ιδιαίτερα μοναδικό στη συνηθισμένη γέννηση ενός παιδιού, σε μια γέννα όπως όλες οι άλλες;
Αν όμως ή Εκκλησία άρχισε να μνημονεύει το γεγονός με μια ιδιαίτερη εορτή, αυτό δεν έγινε επειδή ή γέννα καθαυτή ήταν κάτι το μοναδικό ή θαυματουργικό ή ασυνήθιστο γεγονός. Το αντίθετο, μάλιστα.

Το ότι είναι τόσο συνηθισμένο γεγονός, αποκαλύπτει μια φρεσκάδα και μια λάμψη όσον αφορά το καθετί που αποκαλούμε “ρουτίνα” και συνηθισμένο, και δίνει νέο βάθος στις “ασήμαντες” λεπτομέρειες της ζωής του ανθρώπου.
Τι παρατηρούμε στην εικόνα της εορτής, όταν την αντικρίζουμε με τα πνευματικά μας μάτια;
Πάνω σ’ ένα κρεβάτι είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα, η Άννα, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, που μόλις έχει γεννήσει μια κόρη.
Δίπλα της είναι ό πατέρας του παιδιού, ο Ιωακείμ, σύμφωνα πάλι με την ίδια παράδοση. 
Λίγες γυναίκες στέκονται εκεί κοντά, που πλένουν το νεογέννητο για πρώτη φορά.
Το πιο συνηθισμένο, δηλαδή, και απαρατήρητο γεγονός.

Ή δεν είναι έτσι; Μήπως ή Εκκλησία θέλει, μέσα απ’ αυτή την εικόνα, να μας πει πως η κάθε γέννα, η είσοδος κάθε νέου ανθρώπου στον κόσμο και στη ζωή, δεν είναι παρά ένα μέγιστο θαύμα, ένα θαύμα που διαρρηγνύει κάθε ρουτίνα, επειδή σημαδεύει την αρχή κάποιου γεγονότος δίχως τέλος, την αρχή μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης ζωής, την αρχή ενός νέου προσώπου;
Με κάθε γέννα ό κόσμος δημιουργείται, κατά μία έννοια, εξ αρχής, και προσφέρεται ως δώρο σ’ αυτόν τον νέο άνθρωπο για να είναι ή ζωή του, ο δρόμος του, ή δημιουργία του.

Κατ’ αρχάς, αυτή ή γιορτή δεν είναι παρά ένας γενικός εορτασμός της γεννήσεως του ανθρώπου, και όπως λέει το Ευαγγέλιο, δεν θυμόμαστε πλέον την αγωνία “δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον” (Ίωάν. 16,21).
Δεύτερον, τώρα γνωρίζουμε αυτόν, του οποίου την ιδιαίτερη γέννηση και τον ερχομό εορτάζουμε: την Παναγία.
Γνωρίζουμε την μοναδικότητα, την ομορφιά, την χάρη ακριβώς αυτού του παιδιού, τον προορισμό του, την σημασία του για μας και για ολόκληρο τον κόσμο.
Και τρίτον, γιορτάζουμε όλους όσοι προετοίμασαν τον δρόμο της Παναγίας, που συνέβαλαν στο να κληρονομήσει τη χάρη και την ομορφιά.

Σήμερα πολλοί άνθρωποι μιλούν για κληρονομικότητα, αλλά μόνο με μια αρνητική, υποδουλωτική και αιτιοκρατική έννοια.
Η Εκκλησία πιστεύει σε μια θετική και πνευματική κληρονομικότητα.
Πόση πίστη, πόση καλοσύνη, πόσες γενιές ανθρώπων που αγωνίστηκαν να ζήσουν την αγιότητα, δεν χρειάστηκαν, πριν το δένδρο της ιστορίας μπορέσει να βγάλει ένα τέτοιο υπέροχο και ευωδιαστό λουλούδι - την Παρθένο Παναγία!

Γι αυτό η εορτή της Γεννήσεως της είναι ένας εορτασμός της ανθρώπινης ιστορίας, εορτασμός της πίστεως στον άνθρωπο, ένας εορτασμός του ανθρώπου.
Δυστυχώς όμως, η κληρονομιά του κακού είναι πολύ πιο ορατή και γνωστή σήμερα. 
Υπάρχει τόσο κακό γύρω μας, ώστε αυτή η πίστη στον άνθρωπο, στην ελευθερία του, στη δυνατότητα του να παραδίδει στις μελλοντικές γενιές μια φωτεινή κληρονομιά καλοσύνης, έχει σχεδόν εξατμιστεί κι έχει αντικατασταθεί από τον κυνισμό και την υποψία…

Αυτός ο εχθρικός κυνισμός και η αποθαρρυντική υποψία είναι ακριβώς ό,τι μας κάνει ν’ απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, την στιγμή που αυτή γιορτάζει, με τέτοια χαρά και πίστη, την γέννηση ενός κοριτσιού, στο όποιο συγκεντρώνεται όλη ή καλοσύνη, η πνευματική ομορφιά, η αρμονία και η τελειότητα, που είναι στοιχεία της γνήσιας ανθρώπινης φύσεως.
Μέσα απ’ αυτό το νεογέννητο κορίτσι, ο Χριστός - το δώρο του Θεού, η συνάντηση μαζί Του – έρχεται ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο.
Εορτάζοντας έτσι την γέννηση της Παναγίας, βρισκόμαστε ήδη στον δρόμο προς την Βηθλεέμ, κινούμενοι προς το χαρμόσυνο μυστήριο της Παναγίας ως Θεοτόκου.




[2φΑ]



Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

"Εικόνα της Καινής Κτίσης "





Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


π. Αλέξανδρος Σμέμαν
[από την "ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ"] 


….   Δεν υπάρχει άλλη «εικόνα» της Εκκλησίας εκτός από το ανθρώπινο πρόσωπο που γίνεται εξ ολοκλήρου φορέας του Αγίου Πνεύματος, της «χαράς και ειρήνης» της Βασιλείας του Θεού.
Αν ο Χριστός είναι «εικόνα» του Πατρός, η Παναγία είναι «εικόνα» της καινής κτίσης, η Νέα Εύα που ανταποκρίνεται στο Νέο Αδάμ, εκπληρώνοντας το μυστήριο της αγάπης.
Είναι η Νέα Εύα, γιατί συγκατένευσε στο θέλημα του Θεού.
«Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου».
Εκείνη την στιγμή όλες οι ανθρώπινες δομές που προέρχονταν από την αποξένωση του ανθρώπου από τον Θεό – ελευθερία και εξουσία, δικαιώματα και υποχρεώσεις, κ.ο,κ. – όλα αυτά ξεπεράστηκαν.
Η νέα ζωή εισήλθε στον κόσμο ως ζωή κοινωνίας και αγάπης, όχι «εξουσίας» και «υποταγής». Έτσι, με το να είναι «εικόνα» της Εκκλησίας, η Παναγία είναι εικόνα και προσωποποίηση του κόσμου.  ….

Έχει συμβολικό χαρακτήρα το γεγονός ότι στο Άγιο Όρος, το μεγαλύτερο μοναστικό κέντρο της Ορθόδοξης Ανατολής, δεν γίνονται δεκτές οι γυναίκες. Όμως, ολόκληρο το Όρος θεωρείται ότι βρίσκεται κάτω από την επιστασία μιας γυναίκας, της Μητέρας του Θεού.
Εκείνο που έχουν να μας πουν τα μεγάλα Ρωσικά μυθιστορήματα όπως η «Άννα Καρένινα» ή ο «Δρ Ζιβάγκο» είναι ότι η τελευταία λέξη της δημιουργίας φανερώνεται στο μυστήριο της γυναίκας, παρά το γεγονός ότι αυτή μπορεί να ταυτίζεται τραγικά με τον δαιμονικό πειρασμό και να εκπίπτει από την θεία ομορφιά.
Η Παναγία είναι η υψίστη ομορφιά, η δόξα της δημιουργίας.
Είναι η κλίμακα, η επιβεβαίωση του τελικού προορισμού όλης της δημιουργίας: ότι ο Θεός θα είναι τελικά τα πάντα εν πάσι, θα πληρώσει τα πάντα με την παρουσία του. ….

Στο κέντρο αυτής της στιγμής συναντούμε την Παναγία ως την έκφραση της, την κίνηση και τελειοποίηση της.
Δεν είναι το «αντικείμενο» της προσευχής και της λατρείας αλλά η ίδια η έκφραση τους. 
Στο πρόσωπο της συναντάται η ομορφιά και η ταπείνωση, η ύλη και το πνεύμα ο χρόνος και η αιωνιότητα· αυτή είναι η πραγματική εμπειρία της Εκκλησίας και η Παναγία είναι το επίκεντρο και η ζωή αυτής της εμπειρίας.
Ο κόσμος διψά σήμερα γι’ αυτή την εμπειρία.   ….

Η Παναγία είναι η μυστική χαρά, όλων όσων κάνει η Εκκλησία στον κόσμο.
Μόνο αυτή μπορεί να εξαγνίσει τον κόσμο κι όχι τα συνέδρια των ιερέων και οι διαμαρτυρόμενοι άλλοι.
Αυτή θα μας αποκαλύψει αυτό που χάνουμε κάθε μέρα, το μυστήριο της Εκκλησίας, αυτό χωρίς το όποιο, τα πάντα μέσα στην Εκκλησία χάνουν το νόημα τους.  ….



diakonima – [2φΑ]



Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

"Μεγάλη Σαρακοστή! "






π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν  -  "Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πρός τό Πάσχα"


ταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει.
Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή.
Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, "ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν".
Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη. 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ, θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴν σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.

Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; 
Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴν σωτήριο, τὴν φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴν μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρά; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια;
Μὲ ποιὰ ἔννοια ἑορτάζομεν - καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε - θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν...;

Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό.
Μᾶς δόθηκε τὴν μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴν μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: ... συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4).
Ἔτσι τὸ Πάσχα, πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴν δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. 

Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴν διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸν θάνατο.
Μᾶς δίνει τὴν δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: "νικήθηκε ὁ θάνατος".
Φυσικὰ ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τὸν ἀντιμετωπίζουμε, καὶ κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μὲ τὸν δικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴν φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου.
Τὸν ἔκανε πέρασμα - διάβαση, «Πάσχα» - στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μεταμορφώνοντας τὴν δραματικότερη τραγωδία σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ νίκη.
Μὲ τὸ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀκριβῶς γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης - στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου - λέμε θριαμβευτικά: «Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».

Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴν ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλὰ μήπως δὲ ζοῦμε καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη σπάνια γίνεται καὶ δική μας ἐμπειρία;
Μήπως δὲν χάνουμε πολὺ συχνὰ καὶ δὲν προδίνουμε αὐτὴν τὴν νέα ζωὴ ποὺ λάβαμε σὰν δῶρο, καὶ στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς;
Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νὰ ζοῦμε σταθερὰ μὲ πίστη ἐλπίδα καὶ ἀγάπη», στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε: Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ.

Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ξεχνᾶμε, ἀποτυχαίνουμε.
Μέσα σ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν ἁμαρτία, ἡ ζωή μας γίνεται ξανὰ «παλαιὰ», εὐτελής, σκοτεινὴ καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία, γίνεται ἕνα χωρὶς νόημα ταξίδι γιὰ ἕνα χωρὶς νόημα τέρμα.
Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο καὶ τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς», μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος.
Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε.

Πραγματικὰ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ Ἐκεῖνος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα χριστιανῶν.
Ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ γιατὶ χρειάζεται καὶ προϋποθέτει τὴν Μεγάλη Σαρακοστή.
Γιατὶ τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίνουμε, καὶ ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία.

Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε;
Πῶς μποροῦμε ἂν βάλουμε πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὴ ζωή μας κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ καὶ δὲν ἔχουμε χαρεῖ;
Μὲ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἰδέα;

Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας.
Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει "ἐκεῖνα ποὺ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν" (Κορ. 2,9).
Καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σὰν καρδιά της καὶ μεσουράνημά της - σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀκτίνες του διαπερνοῦν καθετὶ - εἶναι τὸ Πάσχα.

Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτὴ κάθε χρόνο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης ἡ ὁποία ἀπὸ τώρα, ἂν καὶ ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση: "νικήθηκε ὁ θάνατος".
Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος, δηλαδὴ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι τὸ Τέλος καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή.
Εἶναι τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παλαιὰ» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς», μιὰ συνεχὴς «διάβαση ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο» στὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἀποκαλυφτεῖ ἐν Χριστῷ.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ παλαιὰ ζωή, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μικρότητας, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ν᾿ ἀλλάξει. Τὸ Εὐαγγέλιο περιμένει καὶ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει μιὰ προσπάθεια ἡ ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπραγματοποίητη.
Ἀντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Τὸ ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιὰ μᾶς μία πρόκληση ποὺ βρίσκεται τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας!
Γι᾿ αὐτό, ἀκόμα καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Τὸν ρώτησαν ἀπελπισμένα: "τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι;" (Ματθ. 19,26).

Στ' ἀλήθεια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ν' ἀπαρνηθεῖς ἕνα ἀσήμαντο ἰδανικὸ ζωῆς καμωμένο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, μὲ τὴν ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ δεχτεῖς ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν στερεῖται καθόλου τελειότητας στὸ σκοπὸ του: Γίνεσθε τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν.
Αὐτὸ ὁ κόσμος μὲ ὅλα του τὰ μέσα» μᾶς λέει: νὰ εἶσαι χαρούμενος, μὴν ἀνησυχεῖς, ἀκολούθα τὸν «εὐρὺ» δρόμο.
Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τὸ στενὸ δρόμο, ἀγωνίσου καὶ ὑπόφερε, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ εὐτυχία.
Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν βοηθάει πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐκλογή;
 Πῶς μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπέροχη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τὸ Πάσχα;

Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ, ποὺ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χείρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι τὸ σχολεῖο τῆς μετάνοιας ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ δεχτοῦμε τὸ Πάσχα ὄχι σὰν μιὰ ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, ν᾿ ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά, βασικά, σὰν τὸ τέλος τῶν «παλαιῶν» ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ σὰν εἴσοδό μας στὸ νέο.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας.
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο.
Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα.

Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ - ἡ ἀργὴ, ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴν δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή.
Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς.
Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, εἶναι μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.

Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα!
Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε - μακριά, πολὺ μακριὰ - τὸν προορισμό.
Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας.
Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ "πνευματικὴ ἄνοιξη".
Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα.
«Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»






Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

"Ἀκοῦς τό σιγανό κτύπημα; "





H νοσταλγία για κάτι διαφορετικό
-  π. Αλέξανδρος Σμέμαν


Η Όρθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πρίν αυτή αρχίσει. 
Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ό άνθρωπος πώς πέρα από την αφοσίωση του στίς αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.   ….

Ή Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, καί μετάνοια είναι ή επανεξέταση, ή επανεκτίμηση, το να βαθύνει κανείς καί να φέρει τα πάνω κάτω.
Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκέπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου “εσωτερικού” ανθρώπου.
Ή πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, ή πρώτη υπενθύμιση προέρχεται από μια μικρή ευαγγελική Ιστορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, “μικρόν τω δέμας”, πού το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα πού εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την εποχή εκείνη καί σ’ εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο καί ανέντιμο…

Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστό· τὸ ἤθελε τόσο πολύ, ὥστε ἡ ἐπιθυμία του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παντός.
Ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» 
(Ματθ. 6,21).
Τὰ πάντα στὴ ζωὴ μας ἀρχίζουν μὲ κάποια ἐπιθυμία, ἐπειδὴ ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς τραβάει ἀπὸ τὰ μέσα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραδινόμαστε.

Γνωρίζουμε πὼς ὁ Ζακχαῖος ἀγαποῦσε τὸ χρῆμα, καὶ κατὰ τὴν δική του παραδοχὴ γνωρίζουμε, πὼς γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει δὲν εἶχε κανένα ἐνδοιασμὸ νὰ κλέβει ἄλλους.
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν πλούσιος καὶ ἀγαποῦσε τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μέσα του ἀνακάλυψε μιὰν ἄλλη ἐπιθυμία, ἤθελε κάτι ἄλλο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἔγινε κεντρικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του.

Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία θέτει ἕνα ἐρώτημα στὸν καθένα μας:
τί ἀγαπᾶμε, τί ἐπιθυμοῦμε, -ὄχι φυσικὰ ἐπιπόλαια, ἀλλὰ βαθιά.
Δὲν ὑπάρχει κανένας μυστηριώδης δάσκαλος ποὺ νὰ περπατᾶ στὴν πόλη σας, ποὺ νὰ περιβάλλεται ἀπὸ τὸ πλῆθος.
Εἶναι ὅμως ἔτσι; Δὲν ὑπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση ποὺ περνᾶ κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴν ζωή σας - καὶ κάπου στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σας, δὲν αἰσθανεσθε κάποιες φορὲς μιὰ νοσταλγία γιὰ κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ γεμίζει τὴν ζωή σας ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ;
Σταματῆστε γιὰ μιὰ στιγμή, προσέξτε, εἰσέλθετε στὴν καρδιά σας, ἀφουγκραστεῖτε τὸ ἐσωτερικό σας, καὶ θὰ βρεῖτε μέσα σας τὴν ἴδια ἀκριβῶς παράξενη καὶ ὄμορφη ἐπιθυμία.

Ὁ Ζακχαῖος ἦρθε ἀντιμέτωπος με το βάθος της καρδιάς του, που χωρὶς αὐτὸ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, εἶναι κάτι ὅμως ποὺ σχεδὸν ὅλοι μας φοβούμαστε καὶ τὸ καταπιέζουμε μὲ τὸν θόρυβο καὶ τὴν ματαιότητα ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς περιστοιχίζουν.
«Ἰδοὺ ἐστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Άποκ. 3,20).

Ἀκοῦς τὸ σιγανὸ κτύπημα;
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη πρόσκληση τῆς ἐκκλησίας, τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τοῦ Χριστοῦ: 
ἐπιθύμησε κάτι ἄλλο, πάρε μιὰ βαθιὰ ἀναπνοὴ ἀπὸ κάτι ἄλλο, θυμήσου κάτι ἄλλο. 
Καὶ τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ σταματᾶμε γιὰ νὰ ἀκούσουμε αὐτὴ τὴν κλήση, εἶναι σὰν ἕνα φρέσκο καὶ εὐχάριστο ἀεράκι νὰ φυσᾶ στὸ μουχλιασμένο ἀέρα τῆς ἄχαρης ζωῆς μας, καὶ ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἀργὴ ἐπιστροφή.

Ἐπιθυμία. Ἡ ψυχὴ παίρνει μιὰ βαθιὰ ἀνάσα.
Ὅλα γίνονται -ἔχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, ἀπεριόριστα σημαντικά.
Ὁ ἀνθρωπάκος, μὲ τὰ μάτια του καρφωμένα στὸ χῶμα πάνω σὲ γήινες ἐπιθυμίες, τώρα παύει νὰ εἶναι ἀνθρωπάκος, καθὼς ἀρχίζει ἡ νίκη μέσα του.
Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀρχή, τὸ πρῶτο βῆμα ἀπὸ τὰ ἔξω πρὸς τὰ μέσα, πρὸς αὐτὴ τὴν μυστηριώδη πατρίδα ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀσυνείδητα, νοσταλγοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν.




fb [2fA]



Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

"Ἐάν τις διψᾷ.. "











-  π. Αλέξανδρος Σμέμαν


….   Χριστὸς δεχόμενος τὸ βάπτισμα ταυτίζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὅλους τούς ἁμαρτωλοὺς ἀνεξαιρέτως.
Ταυτίζεται μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία καὶ ἀναγέννηση… 
Ταυτίζεται μὲ ὅλους καὶ μὲ τὸν καθένα μας.   …. 
Μὲ τὸ βάπτισμά Του ἑνώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς ἀργότερα, στὸ τέλος Αὐτός, ὁ ἀθάνατος, ἑνώνεται ἐπίσης ἐλεύθερα μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ θάνατο. 
Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν πὼς ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς σώσει μὲ τὴν ἀγάπη·
ἀγάπη ὅμως πάνω ἀπὸ ὅλα σημαίνει ἕνωση μ’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶς.
Σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, “οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται… τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν” (Ἡσ. 53, 4-5) .

Ὑπάρχει ὡστόσο κι ἕνα δεύτερο ἀκόμη βαθύτερο καὶ πιὸ χαρούμενο νόημα στὸ βάπτισμα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.
Μετὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων οἱ πιστοὶ ἀφήνουν τὴν ἐκκλησία καὶ πηγαίνουν νὰ ἁγιάσουν τὰ ὕδατα. 
Τὰ θριαμβικὰ καὶ δοξαστικὰ λόγια τοῦ ψαλμοῦ ἀντηχοῦν: «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 28, 3), καὶ μᾶς φανερώνεται τὸ νόημα καὶ ἡ σημασία τοῦ νεροῦ ὡς εἰκόνα τῆς ζωῆς, ὡς εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ ὅλης τῆς δημιουργίας.
Καὶ αὐτὸς ποὺ κατέρχεται στὸ νερό, ποὺ καταδύεται στὸ νερό, ποὺ ἑνώνεται μαζί του ἐρχόμενος στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀναγέννησή του, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός. 

Ὁ κόσμος ἀποκομμένος ἀπὸ τὸ Θεό, Τὸν ξέχασε, σταμάτησε νὰ Τὸν βλέπει, καὶ καταδύθηκε στὴν ἁμαρτία, στὸ σκοτάδι καὶ στὸ θάνατο.
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ξέχασε τὸν κόσμο.
Ἐδῶ στὸ βάπτισμά Του, ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιστρέφει τὸν κόσμο, νὰ λάμπει ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀστέρων καὶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
«Ἐὰν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. 7, 37-38). 

Τὸ καθετὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μαζὶ καὶ ἡ ὕλη, ἡ ἴδια ἡ οὐσία του, γιὰ ἄλλη μία φορὰ γίνεται δρόμος γιὰ τὸν Θεό, κοινωνία μαζί Του, ἀνάπτυξη μέσα στὴν πλησμονὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε τὴ χαρμόσυνη καὶ λαμπρὴ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Θεοῦ στὴ δημιουργία Του «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοὶ» (Ματθ. 3, 16).
Δὲν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς ἔνιωσε ὁ Ἰωάννης ὅταν τὰ χέρια του ἀκούμπησαν τὸ Σωτήρα ἢ πῶς εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ ἀνοίγουν ἢ πῶς ἄκουσε τὴ φωνή.
Ἡ στιγμὴ αὐτὴ ὅμως ἦταν ἀναμφίβολα γι’ αὐτὸν μία στιγμὴ ἐκτυφλωτικοῦ φωτός, ὅταν τὰ πάντα ἄστραψαν καὶ πῆραν φωτιὰ μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀρχικῆς ὀμορφιᾶς τῆς δημιουργίας, καθὼς ὁ κόσμος γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἀποκαλύφθηκε ὡς κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἐξαγνισμένος, καθαρός, ἀναγεννημένος, πλήρης δόξας καὶ εὐχαριστίας.

«Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ ἀνακαινίσει ὅλη τὴν κτίση».
Γιορτάζουμε τὴν ἀνακαίνιση, ὅταν βλέπουμε τὸν ἱερέα νὰ ραντίζει τὴν ἐκκλησία, ἐμᾶς, τὰ σπίτια μας, τὴ φύση καὶ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὸ καινούριο, τὸ ἅγιο, τὸ θεϊκὸ νερό· καὶ ὅταν βλέπουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ στριμώχνονται γιὰ νὰ μετάσχουν σ’ αὐτὸ τὸ «ζῶν ὕδωρ» ποὺ ρέει στὴν αἰώνια ζωή.
Ἔτσι ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σ’ Αὐτὸν γιὰ νὰ λάβει τὸ δῶρο τοῦ «ζῶντος ὕδατος», τὸ δῶρο τῆς νέας ζωῆς, καθαρὸς καὶ ἀναγεννημένος.



agiazoni – [2fA]



Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

"Τό νέο ἔτος "











π. Αλέξανδρος Σμέμαν  -  Τό νέο ἔτος 
[ἀπό τό βιβλίο «Εορτολόγιο», ἔκδ. Ἀκρίτας]


Εἶναι παλιὸ τὸ ἔθιµο: τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους, ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει µεσάνυχτα, σκεφτόµαστε τὶς ἐπιθυµίες µας γιὰ τὸ νέο ἔτος καὶ προσπαθοῦµε νὰ εἰσέλθουµε στὸ ἄγνωστο µέλλον µ’ ἕνα ὄνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα τὴν ἐκπλήρωση κάποιας ἀγαπητῆς µας ἐπιθυµίας.

Σήµερα, γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ βρισκόµαστε µπροστὰ σ’ ἕνα νέο ἔτος.
Τί ἐπιθυµοῦµε γιὰ τοὺς ἴδιους, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν καθένα;
Ποιὸ εἶναι τὸ τέλος ὅλων µας τῶν ἐλπίδων;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι µονίµως ἡ ἴδια αἰώνια λέξη: εὐτυχία.
Εὐτυχὲς τὸ Νέο Ἔτος! Εὐτυχία γιὰ τὸ Νέο Ἔτος!
Ἡ ἰδιαίτερη εὐτυχία ποὺ ἐπιθυµοῦµε εἶναι φυσικὰ διαφορετικὴ καὶ προσωπικὴ γιὰ τὸν καθένα, ἀλλὰ ὅλοι µας µετέχουµε στὴν κοινὴ πίστη πὼς αὐτὸ τὸ ἔτος ἡ εὐτυχία θὰ µᾶς πλησιάσει, πὼς µποροῦµε νὰ ἐλπίσουµε σ’ αὐτὴ µὲ προσδοκία.

Πότε ὅµως εἶναι κάποιος ἀληθινὰ εὐτυχισµένος;
Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐµπειρίας καὶ γνώσης σχετικὰ µὲ τὸν ἄνθρωπο, δὲν µποροῦµε πλέον νὰ ἐξισώσουµε τὴν εὐτυχία µὲ ὁποιοδήποτε ἐξωτερικὸ γνώρισµα, π.χ. χρήµατα, ὑγεία, ἐπιτυχία κλπ.
Γνωρίζουµε πὼς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνεται πλήρως σ’ αὐτὴ τὴ µυστηριώδη καὶ πάντοτε φευγαλέα ἔννοια τῆς εὐτυχίας.
Εἶναι σαφὲς πὼς ἡ φυσικὴ ἄνεση φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ ἄγχος.
Ἡ ἐπιτυχία φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ φόβο.
Εἶναι ἐκπληκτικὸ πὼς ὅσο περισσότερη ἐξωτερικὴ εὐτυχία διαθέτουµε, τόσο περισσότερο εὔθραυστη γίνεται καὶ πιὸ ἀτίθασος ὁ φόβος πὼς θὰ τὴ χάσουµε καὶ θὰ µείνουµε µὲ ἄδεια χέρια. Πιθανῶς αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ εὐχόµαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «µία νέα εὐτυχία» γιὰ τὸ Νέο Ἔτος.
Ἡ «παλιὰ» εὐτυχία ποτὲ δὲν πραγµατοποιήθηκε, κάτι πάντοτε ἔλειπε.
Τώρα ὅµως ἀτενίζουµε ξανὰ µπροστὰ µας µὲ µία εὐχή, ἕνα ὄνειρο, µία ἐλπίδα…

Χριστὲ καὶ Παναγία!
Τὸ εὐαγγέλιο πρὶν ἀπὸ πάρα πολὺ καιρὸ εἶχε καταγράψει τὴν ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πλούτισε, ἔκτισε καινούριες ἀποθῆκες γιὰ νὰ ἀποθηκεύσει τὰ ἀγαθά του, καὶ ἀποφάσισε πὼς πλέον εἶχε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ ἐγγυῶντο τὴν εὐτυχία του!
Εἶχε ἄνεση καὶ µέσα. Ἐκείνη ὅµως τὴ νύχτα ἄκουσε: «ἄφρων, ταύτη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου, ἃ δὲ ἠτοίµασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12, 20).

Ἡ σταδιακὴ συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθεῖ, πὼς µπροστὰ µας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος καὶ ἡ φθορά, εἶναι τὸ δηλητήριο ποὺ δηλητηριάζει τὴ µικρὴ καὶ περιορισµένη εὐτυχία ποὺ διαθέτουµε.
Αὐτὸς εἶναι σίγουρα καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴ συνήθεια ποὺ ἔχουµε νὰ κάνουµε τέτοιο σαµατὰ καὶ θόρυβο, φωνάζοντας καὶ γελώντας, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει δώδεκα τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους.
Φοβούµαστε νὰ µείνουµε µόνοι καὶ σιωπηλοί, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει σὰν τὴν ἀνελέητη φωνὴ τῆς µοίρας: πρῶτο κτύπηµα, δεύτερο, τρίτο καὶ συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁµοιόµορφα, τόσο τροµακτικὰ µέχρι τέλους.
Τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἀλλάξει, τίποτε νὰ τὸ σταµατήσει.

Ἔτσι ἔχουµε δύο πολὺ βαθεῖς καὶ ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης: φόβος καὶ εὐτυχία, ἐφιάλτης καὶ ὄνειρο.
Ἡ καινούρια εὐτυχία ποὺ ὀνειρευόµαστε τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους θὰ µπορέσει τελικὰ νὰ ἠρεµήσει, νὰ σκορπίσει καὶ νὰ κατανικήσει τὸ φόβο; 
Ὀνειρευόµαστε µιὰ εὐτυχία στὴν ὁποία νὰ µὴν παραµονεύει ὁ φόβος βαθιὰ µέσα της, ἕνας φόβος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προσπαθοῦµε πάντοτε νὰ προφυλαχθοῦµε, πίνοντας, ἢ µὲ τὸ νὰ εἴµαστε συνεχῶς ἀπασχοληµένοι, περιβαλλόµενοι ἀπὸ θόρυβο.
Ἡ σιγὴ ὅµως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο θόρυβο.
«Ἄφρων»!
Μάλιστα, τὸ ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕναν κόσµο µολυσµένο ἀπὸ φόβο καὶ τὸ θάνατο.

Ἀκόµη καὶ στὶς ἀνώτερες στιγµὲς τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, οἱ ἄνθρωποι τὸ γνωρίζουν καλά.
Μποροῦµε νὰ νιώσουµε τὴ θλίψη καὶ τὴ θλιβερὴ ἀλήθεια πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ µεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ὅταν ἔγραφε: 
«Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία στὸν κόσµο».
Ὄντως, µία βαθιὰ θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια τέχνη.
Μόνο χαµηλά, στὸν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, τὰ πλήθη ξετρελαίνονται µὲ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνές, ὡς ἐὰν ὁ θόρυβος καὶ τὰ θορυβώδη πάρτυ θὰ µποροῦσαν νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία.

«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰωαν. 1,4-5).
Αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πὼς τὸ φῶς δὲν µπορεῖ νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος, δὲν µπορεῖ νὰ σκορπισθεῖ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀπελπισία.
Νὰ µποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή, σ’ αὐτὴ τὴ µάταιη δίψα γιὰ στιγµιαία εὐτυχία, νὰ ἔβρισκαν µέσα τους τὴ δύναµη νὰ σταµατήσουν, νὰ σκεφτοῦν, νὰ ἀτενίσουν τὰ βάθη τῆς ζωῆς!
Νὰ µποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια, τὴ φωνὴ ποὺ τοὺς καλεῖ αἰώνια µέσα σ’ αὐτὰ τὰ βάθη. Ἂς γνώριζαν µόνο τί εἶναι ἀληθινὴ εὐτυχία.
«Τὴν χαρὰν ὑµῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑµῶν» (Ἰωαν. 16, 22).

Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόµαστε ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει µεσάνυκτα;
Τὴ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει.
Πόσο σπάνια ὅµως φτάνουµε σὲ τέτοια βάθη!
Πόσο τὰ φοβόµαστε γιὰ κάποιο λόγο καὶ τὰ παραµερίζουµε: 
«Ὄχι σήµερα, ἀλλὰ αὔριο, ἢ µεθαύριο, θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ στὰ οὐσιώδη καὶ αἰώνια, µόνο, ὄχι σήµερα. ὑπάρχει καιρός».

Ὁ καιρὸς ὅµως στὴν πραγµατικότητα εἶναι τόσο λίγος.
Μόνο στιγµὲς περνοῦν πρὶν τὸ βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρὸς τὸ µοιραῖο στόχο.
Γιατί καθυστεροῦµε; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάµεσά µας, δίπλα µας, στέκεται Κάποιος: 
«ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20).
Ἂν µόνο παραµερίζαµε τὸ φόβο µας καὶ Τὸν κοιτάζαµε, θὰ βλέπαµε ἕνα τέτοιο, µία τέτοια χαρά, καὶ µία τέτοια περίσσεια ζωῆς, ποὺ σίγουρα θὰ καταλαβαίναµε τὸ νόηµα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καὶ µυστηριώδους λέξης «εὐτυχία».




fb – [2fA]



Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

"Αυγή ημέρας μυστικής "





π. Αλέξανδρος Σμέμαν, "Αυγή ημέρας μυστικής – Η Κοίμηση της Θεοτόκου" 
-  Από το βιβλίο, «Η Παναγία»



Τον Αύγουστο η Εκκλησία εορτάζει το τέλος της επίγειας ζωής της Παναγίας, τον θάνατό της, γνωστόν ως Κοίμηση, μια λέξη όπου το όνειρο, η μακαριότητα, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά ενώνονται.
Τίποτε δεν γνωρίζουμε για τις συνθήκες που περιβάλλουν το θάνατο της Παναγίας, της μητέρας του Χριστού. Διάφορες ιστορίες, διανθισμένες με παιδική τρυφεράδα, έχουν φθάσει ως εμάς από τον πρώιμο Χριστιανισμό, αλλά, ακριβώς λόγω της ποικιλίας τους, δεν νιώθουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε την «ιστορικότητα» καμιάς απ’ αυτές.

Στην Κοίμηση, η αγάπη και η μνημόνευση της Εκκλησίας δεν επικεντρώνονται στο ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο, ούτε στην ημερομηνία και στον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, αυτή η Μητέρα όλων των μητέρων, ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή της.
Οποτεδήποτε και οπουδήποτε κι αν αυτό συνέβη, η Εκκλησία, αντ’ αυτού, παρατηρεί την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας το θάνατο αυτής που ο Υιός της, σύμφωνα με την πίστη μας, κατέβαλε τον θάνατο, ανέστη εκ νεκρών, και μας υποσχέθηκε την τελική ανάσταση και τη νίκη της αθάνατης ζωής.

Ο θάνατός της αναλύεται καλύτερα μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως (Успение Богородицы), που είναι τοποθετημένη στο κέντρο της Εκκλησίας εκείνη την ημέρα, ως κέντρο όλου του εορτασμού.

Η Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της.
Οι απόστολοι του Χριστού είναι συναγμένοι γύρω της, και από πάνω της στέκεται ο ίδιος ο Χριστός, κρατώντας στα χέρια τη Μητέρα Του, η οποία είναι ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί Του.
Εδώ βλέπουμε το θάνατο κι ο,τι έχει ήδη περάσει σ’ αυτό το συγκεκριμένο θάνατο: όχι ρήξη αλλά ένωση.
Όχι λύπη αλλά χαρά. Και σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όχι θάνατος αλλά ζωή.
«Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος», ψάλλει η Εκκλησία, βλέποντας αυτή την εικόνα.
«Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…».

Τα λόγια μιας βαθύτατης και πολύ όμορφης προσευχής που απευθύνεται στην Παναγία έρχονται τώρα στον νου μας, «Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας!»
(Ακάθιστος Ύμνος).
Το φως που ξεχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς απ’ αυτή την άδυτη, μυστική Ημέρα.
Παρατηρώντας αυτόν τον θάνατο, και στεκόμενοι δίπλα σ’ αυτό το νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ότι ο θάνατος δεν ισχύει πλέον, ότι η διαδικασία του θανάτου ενός ανθρώπου έχει γίνει τώρα μια πράξη ζωής, μια είσοδος σε μια ευρύτερη ζωή, όπου βασιλεύει η ζωή.
Αυτή που δόθηκε εντελώς στο Χριστό, που Τον αγάπησε έως τέλους, συναντιέται μ’ Αυτόν σ’ εκείνες τις φωτεινές πύλες του θανάτου, κι εκεί ο θάνατος μεταστρέφεται αμέσως σε χαρμόσυνη συνάντηση – η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω στα πάντα.

Για αιώνες η Εκκλησία στοχάστηκε κι εμπνεύστηκε από το θάνατο Αυτής που υπήρξε μητέρα του Χριστού, που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Κύριό μας, που Του δόθηκε ολοκληρωτικά μέχρι τέλους και στάθηκε δίπλα Του στο Σταυρό.
Και παρατηρώντας η Εκκλησία τον θάνατό της, ανακάλυψε και βίωσε τον θάνατο, όχι ως φόβο, τρόμο τέλος, αλλ’ ως αστραποβόλα και αυθεντική Αναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν, ανυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διά γαρ της αθανάτου Κοιμήσεώς σου ηγίασας τα σύμπαντα…».
Εδώ, σ’ έναν από τους πρώτους ύμνους της εορτής, βρίσκουμε αμέσως να εκφράζεται η βαθιά ουσία της χαράς της: «Νέκρωσις άφθορος», αθάνατη κοίμηση.

Ποιο είναι όμως το νόημα αυτής της αντιφατικής και φανερά παράλογης συνυπάρξεως αυτών των λέξεων;
Στην Κοίμηση μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι ένας από μας.
Αν ο θάνατος είναι ο τρόμος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην τρομερή μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν είναι παρόν στο θάνατο της Παρθένου Μαρίας, αφού ο θάνατός της, όπως και ολόκληρη η ζωή της, είναι μια συνάντηση, αγάπη, συνεχής κίνηση προς το αιώνιο, άδυτο φως της αιωνιότητος και μια είσοδος σ’ αυτό.
«Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον», λέγει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης (Α΄ Ιωάν. 4,18).

Γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος στην άφθορη κοίμηση της Παρθένου Μαρίας.
Εδώ ο θάνατος έχει καταληφθεί εκ των ένδον, έχει ελευθερωθεί απ’ ο,τι τον γεμίζει με τρόμο και απελπισία.

Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα.
Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας».
Έτσι στη γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στεναχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή.
Προσεγγίζοντας την πόρτα του αναπόφευκτου θανάτου μας, είναι σαν να τη βρίσκουμε ορθάνοικτη, με το φως να ξεχύνεται από τη νίκη που πλησιάζει από την ερχόμενη επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.

Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου φωτός της εορτής, στις αυγουστιάτικες αυτές μέρες, όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της Κοιμήσεως, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον…»
Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος.
Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία.
Ο θάνατος δεν είναι πλέον ρήξη αλλά ένωση. Δεν είναι λύπη, αλλά χαρά.
Δεν είναι ήττα, αλλά νίκη.

Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε, τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιώνιας Ημέρας.