Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

"Καημένη μου, Αντωνίνα.. "
















Από τις "Ἀ
ναμνήσεις πό τήν Καμτσάτκα"
(Τά νεανικά μου χρόνια)

του Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος

....
νεξίτηλη θά μείνει στή μνήμη μου συνάντηση , στά χρόνια κενα, μέ τόν πρωθιερέα π. ωάννη Σέργιεφ, τόν πασίγνωστο π. ωάννη τς Κροστάνδης. Νά πς γινε:
Τά καλοκαίρια, στίς διακοπές τν σπουδν μου, πήγαινα πάντα στό πατρικό μου σπίτι, στή Βιάτκα. να τέτοιο καλοκαίρι ταν θλιβερά χρωματισμένο πό τή σοβαρή σθένεια τς μητέρας μου. Σύμφωνα μέ τή γνωμάτευση τν γιατρν, θάνατος ταν ναπόφευκτος.
- μες κάναμε ,τι μπορούσαμε.  Τώρα τήν φήνουμε στά χέρια το Θεο…, επε συγκινημένος γιατρός, καθώς μς εδε νά θρηνομε.

γαπημένη μας μητέρα λιωνε μπροστά στά μάτια μας. βαρειά νεφροπάθειά της τήν δήγησε σέ κατάσταση κώματος. Δέν μποροσε πιά οτε νά κινηθε οτε νά μιλήσει. λοι περιμέναμε τό μοιραο…
Κι γώ…. , πόσο πέφερα!: Δέν μποροσα νά πιστέψω τι ρθε ρα νά στερηθ τή λατρευτή μου μητέρα.

κριβς κενες τίς μέρες κυκλοφόρησε στή Βιάτκα εδηση τι ρχεται π. ωάννης τς Κρονστάνδης. Εχα κούσει τόσα πολλά γι’ ατόν τόν γιο νθρωπο, μέ τό θαυμαστό ποιμαντικό ργο καί τή θαυματουργική δύναμη τς προσευχς.
Σφηνώθηκε στό μυαλό μου σκέψη νά τόν συναντήσω, νά τόν παρακαλέσω νά προσευχηθε γιά τή σωτηρία τς μητέρας μου.

λόκληρη Βιάτκα ταν ναστατωμένη περιμένοντας τόν π. ωάννη. λλά καί πό τά περίχωρα, τίς κοντινές κωμοπόλεις καί τά χωριά, κατέφθαναν συνεχς πλήθη νθρώπων, γιά ν’ ντικρύσουν τήν γία μορφή του. σο βλεπα τήν κοσμοσυρροή, τόσο πογοητευόμουν, γιατί δέν θά εχα τή δυνατότητα νά τόν πλησιάσω. πρεπε μως νά βρ μιά λύση. Τί νά κανα;…..

τρεξα στόν πίσκοπο τς Βιάτκα Φιλάρετο καί ζήτησα τή βοήθειά του. κενος συναισθάνθηκε τόν πόνο μου καί μο πρότεινε νά μεταφέρω τή μητέρα μου στό ναό το μοναστηριο, που θά πήγαινε κάποια στιγμή π. ωάννης. στόσο κείνη ταν τόσο δύναμη, πού δέν μποροσε νά μετακινηθε πό τό κρεβάτι της. Καί τούτη προσπάθειά μου δέν πέφερε καρπούς.

Μέ μα
ρες σκέψεις καί βαρειά καριδιά πέστρεφα στό σπίτι, ταν μιά λλη ξαφνική δέα μέ γέμισε λπίδες. Δέν ταν πολύς καιρός πού εχε ρθει στή πόλη μας νας νέος στυνομικός διιοκητής, Κ. Κορομπίτσιν, μέ φήμη καλοκάγαθου καί πιστο νθρώπου.
«Δέν πευθύνομαι καί σ’ ατόν;» σκέφθηκα. «Στό κάτω-κάτω, τί χω νά χάσω;» Καί κατευθύνθηκα μέ γρήγορα βήματα στό διοικητήριο τς στυνομίας.

Κορομπίτσιν μέ δέχθηκε μέ πολλή καλωσύνη. κουσε τό πρόβλημά μου μέ συμπάθεια καί προθυμοποιήθηκε νά μέ βοηθήσει. π. ωάννης μάλιστα, πως μο επε, ταν συγχωριανός του, πό τό ργάγγελσκ.  Μο δωσε μιά προσωπική κάρτα του…   Πάνω στή κάρτα γραψε μέ τό χέρι να σημείωμα γιά τούς στυνομικούς, στε νά μο πιτρέψουν τήν εσοδο πουδήποτε θά πήγαινε π. ωάννης. Τί ελογία Θεέ μου!

Τή μέρα πού
φθασε στή Βιάτκα π. ωάννης, μέτρητα πλήθη πιστν κατέκλυσαν τούς δρόμους καί σταμάτησαν κάθε κυκλοφορία στή πόλη. Πγε κατευθείαν στό σπίτι τς οκογένειας Ποσκρεμπίσεφ.  Μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα νά πλησιάσω μέχρις κε.

δειξα τήν κάρτα το Κορομπίτσιν καί μο νοιξαν τήν αλόπορτα. Χώθηκα μέσα καί νέβηκα, πως μο δειξαν, στό δεύτερο ροφο. κε, σέ μιά μικρή αθουσα, μπροστά στήν εκόνα τς Παναγίας, στεκόταν π. ωάννης καί ψελνε τήν παράκληση.

Συγκλονίστηκα
πό τό θέαμα: μορφή του οράνια. Τό βλέμμα του καθαρό καί στραφτερό. Τό φος μεγαλοπρεπές καί ταπεινό συνάμα. φωνή σταθερή καί ποβλητική. προφορά ξαίσια. Σέ καθήλωνε περίγραπτη πνευματική δύναμη, μέ τήν ποία λεγε τίς εχές.
κουγόταν σά νά συνομιλοσε πευθείας μέ τόν διο τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο.

ταν τελείωσε τήν παράκληση, ο παρευρισκόμενοι πλησίασαν νά σπαστον τόν τίμιο Σταυρό. μεινα τελευταος. Πλησίασα, σπάστηκα τό Σταυρό καί κοντοστάθηκα. Μέ σπασμένη φωνή καί δάκρυα πού δύσκολα συγκρατοσα, μίλησα βιαστικά-βιαστικά στόν π. ωάννη γιά τήν σθένεια τς μητέρας μου. κενος μέ ρώτησε τ’ νομά της, σταυροκοπήθηκε καί επε σιγανά καί σταθερά:
- Θεός θά τς χαρίσει τήν γεία!

Μέ π
ρε λίγο παράμερα καί μο δωσε να μπουκαλάκι μέ γιασμό γιά τήν ρρωστη μητέρα μου. Πρίν φύγω, γραψα βιαστικά να σημείωμα μέ τά νόματα τν μελν τς οκογένειάς μου καί τό βλα στό χέρι τς γερόντισσας Ματρώνας Μεντβέντεβας.
- Δσε το, σέ παρακαλ, στόν π. ωάννη, γιά νά μς μνημονεύσει, τς επα κι φυγα.

μητέρα μως δέν συνλθε. νύκτα κείνη μο φάνηκε πιό μαύρη π’ λες τίς λλες.  Περίμενα πς καί πς νά ξημερώσει γιά νά τρέξω νά συναντήσω πάλι τόν νθρωπο, στόν ποο εχα κρεμάσει λες μου τίς λπιδες.

Τό
λλο πρωί πρα τόν δρόμο γιά τόν Οκο Φιλανθρωπίας τς Βιάτκα. Στό παρεκκλήσι του θά λειτουργοσε, κάθώς εχα πληροφορηθε, π. ωάννης.

Πάλι ο
χροι γύρω πό τόν Οκο ταν κατάμεστοι πό νθρώπους πού τόν περίμεναν. Πέρασα πολύ δύσκολα τήν αλή κι φτασα στόν ναό. ταν σφυκτικά γεμάτος. Χώθηκα μέσα μέ χίλια ζόρια, διαφορώντας γιά τίς διαμαρτυρίες καί στάθηκα σ’ να κεντρικό σημεο. πό κε κάπου θά περνοσε παππούλης.

Σέ λίγο ο
κωδωνοκρουσίες κι να μακρόσυρτο βουητό νήγγειλαν τόν ρχομό του. ταν δύνατον μως νά περάσει καί νά φτάσει ς τήν κκλησία. Τό πλθος πεφτε πάνω του σχεδον στερικά. Μερικοί χεροδύναμοι ντρες τόν σήκωναν τότε στά χέρια καί παραμερίζοντας τό πλθος, διέσχισαν τήν αλή κι φτασαν ς μς. Τόν φησαν κριβς μπροστά μου!

Τό βλέμμα του μέ συνέλαβε. Μέ
ναγνώρσιε μέσως. ριξε πάνω μιά πρόσχαρη ματιά καί επε:
- δ κι σύ; Πς εναι μητέρα σου;
Τά μάτια μου βούρκωσαν.
- Στήν δια κατάσταση…… χωρίς λπίδες……., ποκρίθηκα μέ λυγμούς.

Τ’
στραφτερά του μάτια καρφώθηκαν στά δικά μου. φωνή του ταν δυνατή καί σταθερή, ταν επε:
- Θά παρακαλέσουμε θερμά τόν Θεό νά τς χαρίσει τήν γεια. Καί κενος θά εσακούσει τίς προσευχές μας καί θά τή σώσει!….
Τίς τελευταες λέξεις μόλις πού τίς κουσα, γιατί τό πλθος εχε δη θήσει τόν π. ωάννη μπροστά, πρός τό ερό βμα.

Σέ λίγο
ρχισε θεία Λειτουργία.
Μέσα στό ερό φταναν διάκοπα σημειώματα, πιστολές καί τηλεγραφήματα. Περιεχαν νόματα, γιά νά τά μνημονεύσει π. ωάννης στήν γία πρόθεση.
Εναι δύνατο νά περιγράψει κανείς μιά Λειτουργία το π. ωάννου· τή μεταρσιωτική της δύναμη, τήν κατανυκτική της τμόσφαιρα…

Μέσα σέ τόση λαοθάλασσα,
τέλεση τς ναίμακτης θυσίας πό τά χέρια το π. ωάννου κατέβαζε τόν ορανό στή γ. θεία Λειτουργία ταν πό τήν ρχή μέχρι τό τέλος μιά δυνατή φλόγα προσευχς, πού κατάκαιγε τίς καρδιές λων τν πιστν.
φυγα συγκλονισμένος γιά τό σπίτι μου.

Τήν
πόμενη μέρα π. ωάννης λειτούργησε στόν ναό το Τιμίου Προδρόμου. Περιττό νά π, πώς τρεξα πό τούς πρώτους κε. Εχαν φέρει πολλούς ρρώστους καί δαιμονισμένους. Κάτω πό τούς θόλους το ναο κούγονταν σπαρακτικοί στεναγμοί, νατριχιαστικές κραυγές, λλά καί συγκινητικές κεσίες τν σθενν, πού προσδοκοσαν τή θεραπεία τους πό τόν «μπάτσουσκα»(παππούλη).

Κι
νάμεσα σ’ λες ατές τίς φωνές, ξεχώριζε δυνατή, σταθερή, κρυστάλλινη φωνή το λειτουργο  π. ωάννου. λεγε τίς εχές καί τίς κφωνήσεις σάν νά ταν «μόνος μόν τ Θε», περίσπαστος πό τίς κραυγές το πλήθους. πευθυνόταν στόν Κύριο μέ μιάν μεσότητα καί μιά παρρησία, «ς ξουσίαν χων», πού σέ καθήλωναν. Θύμιζε προφήτη τς Παλαις Διαθήκης, πού μιλοσε πεύθείας στόν φοβερό Θεό.

Πρίν τελειώσει
κολουθία, φυγα γιά τό σπίτι. Μ’ τρωγε γωνία, πώς μητέρα μου μποροσε νά εχε δη πεθάνει. Τή βρκα μως στήν δια κατάσταση… Τί νά κανα; Καθόμουν σ’ ναμμένα κάρβουνα.  Στό τέλος δέν ντεξα. Πρα μιάν μαξα μέ γρήγορα λογα, καί ξεκίνησα γιά τό σπίτι πού μενε π. ωάννης.

Δέν ε
χα προλάβει νά στρίψω στή γωνία το δρόμου μας, καί τί νά δ!  Μιά τέλειωτη σειρά πό μαξες κατευθυνόταν πρός τό μέρος μου. Στήν πρώτη μαξα καθόταν γρια-Ματρώνα Μεντβέντεβα μέ μερικούς ερες.  Μέ εδε, κούνησε πέρα-δθε καί τά δύο της χέρια καί φώναξε:
- πό πο θά πμε στό σπίτι σου; Σέ σς ρχεται π. ωάννης!
Κέρωσα… π. ωάννης στό σπίτι μου!  πίστευτο!….. Δόξα Σοι, Κύριε!

Ξετρελαμένος, γύρισα σάν
στραπή στό σπίτι καί εδοποίησα τόν πατέρα καί τή γιαγιά μου γιά τή σπουδαία πίσκεψη. Τούς επα νά ποδεχθον πως πρεπε τόν παππούλη, κι γώ τοίμασα γρήγορα στό σαλόνι ,τι χρειαζόταν γιά νά τελεστε γιασμός: να τραπεζάκι μέ καθαρό κάλλυμμα, μιά σημένια λεκάνη μέ νερό, δυό κεριά, να σταυρό κι να μικρό Εαγγέλιο.

Μεταφέραμε τή μητέρα μέ τό κρεβάτι μέσα στήν ε
ρύχωρη σάλα. Στό μεταξύ πλήθη πιστν εχαν κατακλύσει χι μόνο τό σπίτι καί τήν αλή, μά καί τούς γύρω δρόμους.
- Πο εναι ρρωστή σας; κούστηκε ξαφνικά φωνή του π. ωάννου, καθώς μπαινε μέσα.
- Νά, βλέπεις; ρθα στή μητέρα σου. Θά προσευχηθομε καί Κύριος θά τή γιατρέψει.

Μ’ α
τά τά λόγια πλησίασε στό κρεβάτι μέ τήν ρρωστη, πού δέν ποικοινωνοσε πιά, τή χάϊδεψε παλά στό μέτωπο καί ψιθύρισε:
- Καημένη μου, ρρωστη ντωνίνα…

πειτα τή σταύρωσε στό κεφάλι μέ τόν σταυρό πού εχε μαζί του, τς διάβασε μιά εχή καί ζήτησε π’ λους μας νά προσευχηθομε γιά τή θεραπεία της. Στάθηκε στερα μπροστά στό τραπεζάκι, πού εχα τοιμάσει κι κανε γιασμό καί παράκληση.  Στό τέλος τς παρακλήσεως γονάτισε καί ρχισε νά παρακαλε μεγαλόφωνα τόν Θεό γιά τή θεραπεία τς μητέρας μου.

- Γιά χάρη τ
ν παιδιν της, Κύριε, δεξε τό μέγα Σου λεος. Λυπήσου τή δούλη σου ντωνίνα. Δσε της ζωή καί δύναμη. Συγχώρησε λα της τά μαρτήματα, λα της τά πταίσματα, κούσια καί κούσια. σύ, Κύριε, επες «ατετε καί δοθήσεται μν, ζητετε καί ερήσετε». Εσάκουσε λοιπόν κι μς, πού καταφεύγουμε στήν εσπλαχνία Σου καί χάρισε τήν γεία στήν ρρωστη ντωνίνα Σου!

Σηκώθηκε, πλησίασε τή μητέρα, τήν ε
λόγησε καί επε μέ προστακτική φωνή:
- Νά φωνάξετε
μέσως ναν ερέα, γιά νά ξομολογήσει καί νά κοινωνήσει τήν ρρωστη!  Μέ τή βοήθεια το Θεο θά γίνει καλά!

Καθώς μ
ς ποχαιρετοσε, κανε στόν πατέρα δυό-τρες ρωτήσεις γύρω πό τήν οκογένειά μας καί τή ζωή μας, μς δωσε τήν εχή του καί βγκε ξω. Διέσχισε μέ κόπο τήν κατάμεστη πό κόσμο αλή καί νέβηκε μέ δυσκολία στήν μαξα, πού τόν περίμενε στήν αλόπορτα. Ο πιστοί τήν περικύκλωσαν καί τήν μπόδισαν νά προχωρήσει. Μερικοί γωνίζονταν ν’ γγίξουν στω καί μιάν κρούλα το ράσου το χαρισματικο παππούλη. λλοι πάλι ριχναν μέσα στήν μαξα γράμματα, χρήματα, χαρτιά μέ νόματα γιά μνημόνευση.

μες μως δέν εχαμε τήν πομονή νά δομε τί θ’ πογίνει. Μόλις ξεπροβαδίσαμε τόν π. ωάννη, πιστρέψαμε μέσα γιά νά δομε τήν κατάσταση τς μητέρας΄
Ο καρδιές λων μας σπαρτάρησαν καί κραυγές χαρς βγκαν πό τά χείλη μας, καθώς τήν εδαμε νά χει συνέλθει καί νά κάθεται στό κρεβάτι. Τό θαμα εχε γίνει!  Στό χλωμό καί σκελετωμένο πρόσωπό της εχε λάμψει μιά κτίνα ζως.

ριξε πάνω μας να κουρασμένο βλέμμα καί μέ φωνή πού μόλις κουγόταν ψέλλισε παρακλητικά:
-φστε με μόνη….

Σεβαστήκαμε τήν
πιθυμία της καί βγήκαμε ξω. Καλέσαμε τόν φημέριο τς νορίας, πως μς εχε πε π. ωάννης. Δέν ργησε νά ρθει. Τήν ξομολόγησε καί τήν κοινώνησε.

ταν πιστρέψαμε στό δωμάτιο, ταν καθισμένη στό κρεβάτι, λλ’ μέσως σηκώθηκε ργά-ργά καί στάθηκε στά πόδια της. ταν ρχή το τέλους τς δοκιμασίας της. πό τήν λλη μέρα ρχισε νά συνέρχεται μέ γοργό ρυθμό. Σύντομα γινε τελείως καλά. Καί Θεός εδόκησε νά ζήσει τριαντατέσσερα χρόνια κόμα!

ποτελεσματικότητα τς πίστεως καί τς προσευχς στή θεραπεία τς μητέρας  μου σημάδεψε νεξίτηλα τήν φηβική μου ψυχή. νίσχυσε τόν πόθο ν’ φιερώσω τή ζωή μου στό Θεό καί στή διακονία τν συνανθρώπων μου καί σταθεροποίησε τήν πορεία μου πρός τήν πόκτηση τς μεγάλης ερατικς χάριτος.

Στήν περίπτωση τ
ς μητέρας μου ποκαλύφθηκαν λοφάνερα, γι’ λλη μιά φορά, παντοδυναμία το Κυρίου, πού πιμελε πάντοτε πλθος θαυμάτων διαμέσου τν ργάνων Του, τν ερέων. ποκαλύφθηκε κόμα δύναμις τς προσευχς, πού κεντρίζει τήν εσπλαχνία το παντοδύναμου Θεο καί προκαλε τήν πέμβασή Του στίς δύσκολίες μας.

Ποιός
πιστος καί μέ ποιά ρθολογιστικά πιχειρήματα θά μποροσε ποτέ νά κλονίσει τήν πίστη μου, τήν στιγμή πού ζησα να τέτοιο ζωντανό θαμα;


* 
π. ωάννης τς Κρονστάνδης (βάν λιτς Σέργιεφ - 1829-1908)  
   ανακηρύχθηκε Άγιος το 1990









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου