Λουδοβίκος των Ανωγείων – από "το Πορτραίτο μιας νεράιδας"
Τη διεκδικούσε η θάλασσα και η άμμος.
Μα κείνη ξάπλωσε σ’ ένα βράχο
ντυμένη τίποτα
Μια κουρασμένη νεράιδα
καταδικασμένη στην ομορφιά της
Τα βήματα, όταν ακούς και τα γνωρίζεις,
δεμένος μα ελεύθερος βαδίζεις
....
- Τόσος ουρανός φεγγάρι μου, πάλι τον ίδιο δρόμο πήρες;
- Τον ίδιο... γιατί ακόμα δεν τον έμαθα.
- Πού ακούμπησες τα λευκά σου φτερά κι έγιναν γκρίζα;
ρώτησε μια πεταλούδα, τον γλάρο.
- Πέρασα από τη σκέψη ενός πικραμένου.
Ρωτά η ελευθερία την αγάπη:
- Τα φτερά που σου χάρισα, τι τα 'κανες κι έρχεσαι πάλι με
τα πόδια;
- Τα έχω, αλλά όποτε τα φόρεσα, έχασα τον δρόμο...
- Κρίμα, γιατί στο ύψος που σου ταιριάζει,
μόνο με τα δικά μου τα φτερά μπορείς να φτάσεις.
Πέταξε όσο ψηλά μπορείς
τα ύψη δε σκοτώνουν
τα χαμηλοπετάγματα
πονάνε και πληγώνουν...
πονάνε και πληγώνουν...
[2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου