Νικηφόρος Βρεττάκος
- Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξη μήνες.
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρικλίζοντας,
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου το πάτωμα.
σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρικλίζοντας,
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου το πάτωμα.
Στον τοίχο, αντίκρυ της,
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος.
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντήλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά
το σπίτι είναι έρημο
- δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο, για μια στιγμή
το παιδί της.
μαντήλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά
το σπίτι είναι έρημο
- δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο, για μια στιγμή
το παιδί της.
[2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου