Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

"Περί καλοῦ καί κακοῦ "













Ὁ Ντοστογιέφσκι καί ἡ ἠθική   (- 1/3)
-  Ἰωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Περγάμου

Τό πρόβλημα τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ

….   λοι οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι συγχρόνως καλοὶ καὶ κακοί.
Ἡ ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ «χαρακτῆρος» εἶναι στὸν Ντοστογιέφσκι ἀνύπαρκτη.
Δὲν ἔχομε παρὰ νὰ σταθοῦμε στὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ ἐκτενὲς ἔργο του, τοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζοβ, ποὺ περικλείει μία μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων ἀπὸ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα καὶ τοὺς ψυχολογικοὺς τύπους: ἀπὸ τὸν γέρο παραλυμένο πατέρα Καραμάζοβ, ὡς τὸν ἀσκητικὸ γιὸ του Ἀλιόσα, τὸν ἄλλο γιὸ Ἰβὰν τὸν ἐγκεφαλικὸ ἄθεο, ὡς τὸν μοναχὸ Ζωσιμά, τὴ μαζοχίστρια Λιζαβέτα ὡς τὴν σαρκικὴ Γκρούσενκα.

Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξετυλιχθεῖ τὸ ἔργο, εἶναι οἱ παράξενες συνθῆκες τῆς δολοφονίας τοῦ γερο-Καραμάζοβ, ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ἠθικὰ ἔνοχοι εἶναι σχεδὸν ὅλοι οἱ γιοί του, ὄχι μόνο ὁ πραγματικὸς δολοφόνος, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι, πού ἐνῶ εἶναι de facto ἀθῶοι, ἔχουν ἀφήσει τὴν καρδιά τους νὰ ἀναπτύξει ἐγκληματικὲς προθέσεις.
Στὸ ἔργο αὐτὸ σχεδὸν κάθε κύριο πρόσωπο διαπράττει κάποιο ἔγκλημα, ἂν ὄχι στὴν πράξη, πάντως στὴ σκέψη. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἀλιόσα δὲν εἶναι ἄμοιρος ἐνοχῆς, ἀφοῦ δὲν κατάφερε νὰ ἀποτρέψει ἢ νὰ προλάβει τὸ ἔγκλημα.

Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἠθικό, ἀλλὰ βαθύτατα ὑπαρξιακό.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα μεῖγμα πανουργίας καὶ ἁπλότητας, ἁγνότητας καὶ φιληδονίας, καλοσύνης καὶ κακότητας.
Ὁ Ντιμίτρι λέει: «Ἤμουν ἕνας παλιάνθρωπος, κι ὅμως ἀγαποῦσα τὸν Θεό...
Τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ βρίσκονται σὲ μία τερατώδη συνύπαρξη μέσα στὸν ἄνθρωπο». 
Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀντιφατικότητα τῶν ἀνθρώπων: διεφθαρμένοι ἄνθρωποι εἶναι συχνὰ καλοσυνάτοι, ἐγκληματίες εἶναι τρυφεροὶ καὶ αἰσθηματικοί, πουριτανοὶ καὶ ἠθικιστὲς εἶναι σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι, ὅλοι εἶναι ἐξίσου ἱκανοὶ γιὰ τὸ κακὸ καὶ γιὰ τὸ καλό.

Ἡ διαπίστωση αὐτή, ὅτι δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κακὸς συγχρόνως καὶ καλός, καταργεῖ τὴν Ἠθικὴ καὶ ἐμφανίζει τὸν Ντοστογιέφσκι ὡς μηδενιστή: αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση, δὲν θεραπεύεται μὲ τίποτε, τὸ κακὸ διαποτίζει τὸ καλό, τὸ μὴ εἶναι διατρέχει τὴν ὕπαρξη.
Ἔτσι ὁ Νίτσε θὰ βρεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Ντοστογιέφσκι τὸν μεγάλο του δάσκαλο, τὸν Προφήτη τοῦ μηδενισμοῦ του.

Ἀλλὰ ἐδῶ πρέπει νὰ σταθοῦμε μὲ προσοχή. Εἶναι ὁ Ντοστογιέφσκι πράγματι μηδενιστής;
Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἀντι-ἠθικιστὴς ἀνθρωπολογίας του;

Ἡ πρώτη σημαντικὴ παρατήρηση εἶναι ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι καταρρίπτοντας τὴν ἠθική, ποὺ διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, κλονίζει τὴν ὑπεροψία τοῦ οὑμανισμοῦ, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι μὲ τὴν ἠθικὴ μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸν κόσμο.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Ντοστογιέφσκι θεολογεῖ πατερικά: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ προέλθει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸν Θεό.

Δεύτερον, ἀναγνωρίζοντας σὲ κάθε ἄνθρωπο τὴ συνύπαρξη τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, ὁ Ντοστογιέφσκι καλεῖ ὅλους νὰ ἀποφεύγουν τὴν κατάκριση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ νὰ ἐπικεντρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ φροντίδα τους στὶς δικές τους ἁμαρτίες.
Ἔτσι ἀποκτοῦν συγχρόνως τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀγάπη.
Ὁ Ντοστογιέφσκι κινεῖται ἔτσι στὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ τῶν νηπτικῶν πατέρων («δὸς μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου» - εὐχὴ Ἁγίου Ἐφραίμ).

Τρίτον, καὶ σπουδαιότερο, τὸ μεῖγμα καλοῦ καὶ κακοῦ, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν ὁδηγεῖ ἀπαραίτητα στὸν μηδενισμό.
Εἶναι ἀποκαλυπτικὰ ὅσα περιγράφει ὁ Ντοστογιέφσκι γιὰ τὸν ἥρωα τοῦ ἔργου του «Τὸ ὄνειρο ἑνὸς Γελοίου ἀνθρώπου.» Ἐκεῖ ὁ ἥρωας τοῦ ἔργου, διαπιστώνοντας ὅτι ὅλα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεῖγμα ἀντιθέσεων (καλοῦ κακοῦ, λογικοῦ παραλόγου κ.λπ. ), πληγώνεται βαθιὰ καὶ κλονίζεται ἡ πίστη του στὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη: «Ἔξαφνα νιώθω», λέει, «πώς μοῦ ἦταν ἀδιάφορο ἂν ὁ κόσμος ὑπῆρχε ἢ ἂν ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τίποτε, ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι, πὼς δὲν ὑπῆρχε τίποτε.
Στὴν ἀρχὴ νόμισα πὼς πολλὰ πράγματα εἶχαν ὑπάρξει στὸ παρελθόν, ἀλλὰ μετὰ κατάλαβα πὼς οὔτε καὶ στὸ παρελθὸν δὲν ὑπῆρξε ποτὲ τίποτα, μὰ πὼς μόνο μοῦ εἶχε φανεῖ πὼς ὑπῆρχε, γιὰ κάποιο λόγο.
Σιγὰ - σιγὰ κατάλαβα πὼς οὔτε καὶ στὸ μέλλον θὰ ὑπάρχει τίποτα».

Αὐτὸς ὁ μηδενισμὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὁδηγήσει στὴν αὐτοκτονία.
Ὁ ἥρωας τοῦ ἔργου ἀποφασίζει πράγματι νὰ σκοτωθεῖ. Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ πήγαινε νὰ πραγματοποιήσει τὸ σχέδιό του, ἕνα κοριτσάκι τρεμάμενο καὶ τρομαγμένο, ποὺ γιὰ κάποια αἰτία βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση, τοῦ ζήτησε βοήθεια, καὶ ὁ «γελοῖος ἄνθρωπος» ἀλλάζει σχέδιο. Αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ βρεῖ νόημα στὴν παράλογη, κατὰ τὰ ἄλλα, ὕπαρξη εἶναι ἡ συνάντηση τοῦ Ἄλλου.
Ὁ Ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει τὴν ὑπέρβαση τοῦ μηδενισμοῦ.
Ὁ Ντοστογιέφσκι μᾶς φέρνει στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀφήνει στὸ κενό. 
Αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἄλλου.

Αὐτὴ ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἄλλου, ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξη, δὲν εἶναι οὔτε οἱ ἀρετὲς οὔτε οἱ κακίες τοῦ Ἄλλου, δηλαδὴ ἡ ἠθικὴ -εἶναι αὐτὴ καὶ μόνο ἡ ὕπαρξή του. 
Ἠθικά, ὁ Ἄλλος εἶναι ἕνα παράλογο, ἕνα μεῖγμα ἀντιθέσεων καλοῦ καὶ κακοῦ.
Θὰ ἦταν γελοῖο νὰ τὸν προσεγγίσουμε ὡς ἠθικὴ ὑπόσταση.
Μόνον ἡ ὕπαρξή του, γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἠθικὴ ἰδιότητα, δίνει νόημα καὶ στὴ δική μας ὕπαρξη. 
Ἂν ἀξίζει νὰ ὑπάρχουμε, νὰ μὴν αὐτοκτονήσουμε, νὰ μὴ γελοιοποιηθοῦμε, εἶναι γιατί ὑπάρχει ὁ Ἄλλος.

Ἀλλὰ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὁ Ἄλλος, ὅπως ἐμφανίζεται στὸ Ὄνειρο ἑνὸς Γελοίου, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπόσταση, ἕνα ὄν. Εἶναι μία ὕπαρξη ποὺ ὑποφέρει.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιάζον χαρακτηριστικό τοῦ ντοστογιεφσκικοῦ ὑπαρξισμοῦ.
Ἡ ὑπέρβαση τοῦ μηδενισμοῦ, αὐτὸ ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξή μας, εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀδύνης.
Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὑπάρχει μία καὶ μόνη ἐπιλογὴ ἀντὶ τῆς αὐτοκτονίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. 
Τὴν ἐκφράζει ὁ Ἰβὰν Καραμάζοβ μὲ τὸ δίλημμα: ἢ τὸν σταυρὸ ἢ τὴν ἀγχόνη.
«Αὔριο», λέει, «τὸν σταυρὸ μὰ ὄχι τὸ ἰκρίωμα. Ὄχι, δὲν θὰ κρεμαστῶ.
Δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσω».
Καὶ ὅπως λέει ὁ διάβολος στὸν Ἰβάν, «οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν, ἀλλὰ ζοῦν, ζοῦν μία ζωὴ πραγματική, ὄχι φανταστική, γιατί τὸ νὰ ὑποφέρεις εἶναι ζωή».

Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ ὀδύνη καὶ τὸ πάθος ἔχουν μεταφυσικὸ περιεχόμενο, ὑπάρχει μία «μεταφυσική της ὀδύνης».
Ὁ Ρασκόλνικοβ στὸ Ἔγκλημα καὶ Τιμωρία γονατίζει μπροστὰ στὴ Σόνια καὶ τῆς φιλάει τὰ πόδια λέγοντας: «Γονάτισα ὄχι μπροστά σου, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ ὑποφέρει».
Καὶ ὁ Ζωσιμᾶς ἐξηγεῖ τὸ ὅτι γονάτισε μπροστὰ στὸν Ντιμίτρι Καραμάζοβ μὲ τὰ λόγια: «γονάτισα χθὲς μπροστὰ στὰ ὅσα πρόκειται νὰ ὑποφέρει (ὁ Ντιμίτρι)».

Αὐτὴ ἡ «μεταφυσική τῆς ὀδύνης» δημιουργεῖ ἕνα ἐρώτημα: μήπως τελικὰ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ ἔσχατο, τὸ ὕψιστο ἀγαθό;
Μήπως ἔχομε μία «ἠθική τοῦ Σταυροῦ», στὴν ὁποία ἡ ὀδύνη ἐσχατολογοποιεῖται, γίνεται ἡ ἴδια μέρος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμα καὶ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, κάτι σὰν τὸν «Πάσχοντα Θεὸ» τοῦ Moltmann;
Μία τέτοια τάση φαίνεται νὰ ὑπάρχει στὴ ρωσικὴ παράδοση καὶ νὰ εἶναι ἴσως μέρος τῆς ἴδιας της ρωσικῆς ψυχῆς.
Τὸ βλέπομε αὐτὸ στὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μπουλγκάκοβ ἢ ἀκόμα καὶ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Σωφρονίου τοῦ Essex.
Εἶναι ἄραγε αὐτὸ ἀληθινὸ καὶ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι;

Ἄλλοι, βαθύτεροι γνῶστες τοῦ Ντοστογιέφσκι, θὰ πρέπει νὰ ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα αὐτό. Προσωπικά, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι, ἐνῶ ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ ὀδύνη εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ μόνη, ἀληθινὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα μέσα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τὸ μόνο ἀντίδοτο στὴ γελοιότητα τῆς ἠθικῆς ποὺ ἀγνοεῖ τὸ παράλογο τῆς συνύπαρξης μέσα στὸν ἴδιο ἄνθρωπο τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐντούτοις δὲν εἶναι γιὰ τὸν Ρῶσο συγγραφέα τὸ ἔσχατο μεταφυσικὸ ἀγαθό.
Τὸ ἔσχατο μεταφυσικὸ ἀγαθὸ εἶναι γι’ αὐτὸν ἡ ὑπέρβαση τῆς ὀδύνης, ὄχι ἡ ὀδύνη καθαυτή. 
Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πραγματικότητα στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ ἔσχατη.

Στὸ τέλος τοῦ τμήματος ποὺ ἐπιγράφεται: «Οἱ δοκιμασίες μιᾶς ψυχῆς» στοὺς ἀδελφοὺς Καραμάζοβ, ὁ Ντιμίτρι βλέπει ἕνα τρομερὸ ὄνειρο.
Στὰ κατάλοιπα ἑνὸς καμένου χωριοῦ μία χωρικὴ γυναίκα προσπαθεῖ νὰ ξεφύγει καὶ νὰ σωθεῖ, καὶ δίπλα της ἕνα βρέφος ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν πείνα προσπαθεῖ νὰ θηλάσει ἀπὸ τὸ ξερὸ στῆθος τῆς μητέρας του.
Τότε ὁ Ντιμίτρι, γράφει ὁ Ντοστογιέφσκι, «αἰσθάνθηκε ἕνα αἴσθημα οἴκτου, ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν τὸ εἶχε νιώσει, νὰ ἀνεβαίνει στὴν καρδιά του, νὰ θέλει νὰ κλάψει, νὰ κάνει κάτι γιὰ ὅλους αὐτούς, ἔτσι ὥστε τὸ βρέφος νὰ μὴν κλαίει πιά, ἡ μαύρη καὶ κάτισχνη μάνα του νὰ μὴ δακρύζει, νὰ μὴν ὑπάρχουν πιὰ ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα δάκρυα».

Ἔτσι ὁ Ντοστογιέφσκι ὁραματίζεται τὸ ἔσχατο ἀγαθὸ πέρα ἀπὸ τὴν ὀδύνη.
Ὁ Σταυρὸς πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση.
Δὲν ἔχει θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ πόνος.
Ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει τὴν ὀδύνη, ὄχι γιὰ νὰ τῆς δώσει μεταφυσικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ χαρά.
Ὁ Ντοστογιέφσκι δὲν τὸ λέγει, ἀλλὰ τὸ ὑπονοεῖ: ἡ Θεία εὐχαριστία εἶναι πρόγευση τῆς χαρᾶς, ὄχι τῆς λύπης -οὔτε κἄν τῆς χαρμολύπης.

Εἴπαμε ὅτι οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι μεῖγμα καλοῦ καὶ κακοῦ καὶ ὅτι μάταια θὰ ἀναζητούσαμε ἀνάμεσά τους τὸν ἠθικὰ τέλειο.
Ἡ ὀδύνη εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια ποὺ μὲ τὴν ἀποδοχή της, ἰδιαίτερα στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ὑπερβαίνομε τὸν μηδενισμὸ καὶ καταλαβαίνομε ὅτι ἀξίζει νὰ ὑπάρχομε.
Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἐκεῖνο ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξη εἶναι ἡ ἀνάσταση.

«Ὥστε στ' ἀλήθεια λέει ἡ θρησκεία, πὼς ὅλοι μας θὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ θὰ ξαναζήσουμε καὶ θὰ ξαναδοῦμε πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο;
»Τὸ δίχως ἄλλο θ' ἀναστηθοῦμε... Καὶ χαρούμενα, εὔθυμα θὰ διηγηθοῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὅσα γίνανε... Ἀπάντησε ὁ Ἀλιόσα.
— Ἂχ πόσο ὄμορφα θὰ εἶναι τότε, ξέφυγε τοῦ Κόλια.
— Καὶ τώρα λοιπὸν ἂς τελειώσουμε τοὺς λόγους κι ἂς πᾶμε στὸ τραπέζι τῆς παρηγοριᾶς... 
Νὰ μας τώρα, ποὺ πηγαίνουμε χέρι μὲ χέρι».

Ἡ ἀνάσταση, τὸ τραπέζι τῆς εὐχαριστίας, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης -νὰ τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ τελευταίου, τοῦ πιὸ μεγάλου ἔργου του.
Ἴσως ἂν ζοῦσε περισσότερο, νὰ μᾶς περιέγραφε τὴν Βασιλεία μὲ τὴν ἴδια γλαφυρότητα ποὺ μᾶς περιέγραψε τὸν Σταυρὸ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.



agiazoni – [2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου