Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

"Τίς ἐστιν αλήθεια; "

 



ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
-  πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός  (απόσπασμα)


Μιλώντας για την Ορθοδοξία, δεν πρέπει να επαναλαμβάνουμε το λάθος του Πιλάτου, όταν ερώτησε τον Χριστό: «Τί έστιν αλήθεια;» (Iωάνν. 18, 38).
Το ορθό είναι: «Τίς έστιν αλήθεια».
Διότι η αλήθεια δεν είναι μία ιδέα, μία θεωρία, ένα σύστημα, αλλά πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, του Ιησού Χριστού. Αυτός, ως Θεάνθρωπος, είναι η Ορθοδοξία μας, η Παναλήθειά μας.

Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη είναι η εμπειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού) μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του ανθρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν».
Με δεδομένη την παρουσία του Θεού εν Χριστώ στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη του παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης η αποκατάστασης της υγείας του, αλλά και στις δύο περιπτώσεις μέσα από μία ορισμένη θεραπευτική διαδικασία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής.

Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώστε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν» αυτό που ο Θεός είναι από την φύση του (άναρχος και ατελεύτητος).
Αυτή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας. Δεν πρόκειται για μία ηθική βελτίωση του ανθρώπου, αλλά για την εν Χριστώ αναδημιουργία, ανάπλαση, ανθρώπου και κοινωνίας, μέσα από την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με τον Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία.

Η Εκκλησία, ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνία υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, ως ένταξη ανθρώπου και κοινωνίας σ' αυτή την αναγεννητική διαδικασία.
Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας επιτελείται με συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί στην ιστορία ως ένα παγκόσμιο Θεραπευτήριο. «Ίατρείον πνευματικόν» (πνευματικό νοσοκομείο) ονομάζεται η Εκκλησία από τον ιερό Χρυσόστομο.

Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει» Ρωμ.8,22) μαζί του.
Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ενότητας σύνολης της ανθρωπότητας (βλ. Πράξ. 17, 26).

Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ κοινωνίας, στον κόσμο είναι η θεραπεία του ανθρώπου με την αποκατάσταση της κοινωνίας του με τον Θεό. Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδελφός με τον συνάνθρωπο του, πρέπει η ιδιοτέλεια του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ. Α'Κορ. 13, 8: «η αγάπη... ού ζητεί τα εαυτής»).
Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ. 5, 8" Α' Ίωάν. 4, 7 έ.) που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα.

Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεως μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό η αιώνιο θάνατο, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού. Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χριστού και την ανάσταση του. Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κάποια χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα, λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη.

Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή-Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης, που δέχεται με την μετοχή του στη μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευόμενος άνθρωπος, που δεν τηρεί την θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές.

Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση, που ο ασθενής καταφεύγει στο γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο!
Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση των αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο, συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον!

Η Εκκλησία δεν αποβλέπει στο να στείλει κάποιον στον παράδεισο η στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως.
Η Εκκλησία, θεραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο φώς Του ως παράδεισο και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πύρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12, 29).
Και αυτό, φυσικά, άφορα σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.

 

pC – 2fA



Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

"Η ησυχαστική πράξη "





Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού  -  ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΜΑΣ


Ο Ησυχασμός είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.
Έξω από την ησυχαστική παράδοση, η Ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη. 
Η ησυχαστική πράξη, εξ άλλου, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας.
«Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» -με τις ησυχαστικές πρακτικές- αποκτώνται τα ουράνια χαρίσματα στην ορθοδοξοπατερική παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνισθεί εξ αρχής, ότι ως ησυχασμός νοείται κυρίως η πορεία προς την θέωση και η εμπειρία της θεώσεως και δευτερευόντως η διερεύνηση και καταγραφή αυτής της πορείας και εμπειρίας, η ακαδημαϊκή δηλαδή νοηματοδότηση του όρου «θεολογία».

Ο Ησυχασμός είναι η βάση και το θεμέλιο των δογματικοθεολογικών αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως η αγιοπνευματική πορεία της «καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως» και όχι κάποια διανοητική-στοχαστική-επιστημονική διαδικασία.
Γι’ αυτό η γνώση του Θεού ως θέωση είναι υπόθεση όλων, εγγραμμάτων και αγραμμάτων, σοφών και ασόφων και όχι μόνο των φιλοσοφούντων, όπως διετείνετο ο ουνιτίζων Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1359), τον 14ο αιώνα.
Αυτόν κυρίως αντέκρουσε, ως κύριος εκπρόσωπος και πρόμαχος της Ησυχαστικής παραδόσεως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)2, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος θεολόγος της εποχής του και μέγας Πατήρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Άγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στην αληθινή Θεολογική Σχολή της Ορθοδοξίας, κατά τα κεφάλαια 12-14 της Α’ Προς Κορινθίους (δόμηση της Εκκλησίας διά των χαρισμάτων), δηλαδή στον χώρο της ασκήσεως και μετανοίας.
Μέσα στο (κοινοβιακό) Μοναστήρι ο Παλαμάς έγινε Θεολόγος.
Πηγή της Θεολογίας του δεν ήταν η σχολική, ακαδημαϊκή, έστω και αν κατείχε και αυτήν στο έπακρον, γνώση, αλλά η αγιοπνευματική ζωή.

Με αυτή την προϋπόθεση αναδείχθηκε συνεχιστής των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων και γνήσιος Θεολόγος της παραδόσεως.
Με βάση δε τα θαύματά του -βεβαίωση της αναδείξεώς του σε «ναόν του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε το 1368 Άγιος της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με τα αγιολογικά κριτήρια της, και όχι λόγω των υπέροχων συγγραμμάτων του, όπως θα ήθελε το κοσμικό πνεύμα3.

Eυρύτερα γνωστόν έκαμαν τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, κατά τον 20ό αιώνα, οι εκδοτικές και ερευνητικές συμβολές των γνωστών ακαδημαϊκών Θεολόγων μας, Παναγιώτου Χρήστου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ιουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου κ.ά.  ….



impantokratoros – [2fA]



Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

"Στή Magna Graecia.. "




Παρουσίαση τοῦ βιβλίου

-  Την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017, ὥρα 11.00΄ π.μ.  -
στο Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱ. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μοσχάτου
(Ταξιαρχῶν 43, Μοσχάτο, 18345)



«Λατῖνοι καί Ὀρθόδοξοι στή Magna Graecia τοῦ 13ου αἰώνα»
-  Γράφει ὁ πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Παν/μίου Ἀθηνῶν


ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ μία ἱστορικοθεολογική ἀνατομία τῶν σχέσεων Λατίνων καί Ὀρθοδόξων στήν Μεγάλη Ἑλλάδα (MAGNA GRAECIA) τόν 13ο αἰώνα, μέ ἐπικέντρωση στήν πόλη τοῦ Ὄτραντο (Ὑδροῦς) καί τόν ὄχι τόσο γνωστό στήν ἔρευνα ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἁγίου Νικολάου Κασούλων, Νικόλαο τόν ἐξ Ὑδροῦντος (1219-1235).
Ἡ ἔρευνα προκάλεσε δημιουργικῶς τήν εὐσυνειδησία τοῦ συγγραφέα, Διδάκτορος Θεολογίας Σωτηρίου Κόλλια, ὁ ὁποῖος δέν δίστασε, οὔτε ἐφείσθη κόπων, ὥστε νά μεταβεῖ στήν Ἰταλία, Γαλλία καί Γερμανία γιά ἐπιτόπια διερεύνηση θεμάτων σχετιζομένων μέ τήν ἐργασία.

Ἰχνηλατεῖται, ἔτσι, ἡ ἀκόμη ἔντονη παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας στήν πολύπαθη αὐτή περιοχή καί προσφέρεται μία οὐσιαστική συμβολή στήν ἔρευνα λόγῳ τῆς παντελοῦς ἔλλειψης μίας εἰδικῆς μονογραφίας γιά τόν Νικόλαο, πού ἀποδεικνύεται μία πολύ ἐνδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Φωτίζεται, ἐπίσης, ἐπαρκῶς ἡ λίγο γνωστή σχέση του μέ τόν μεγάλο φίλο του Μητροπολίτη Κερκύρας Γεώργιο Βαρδάνη καί ἡ συμμετοχή του στόν διάλογο Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στίς συνόδους 1205/6 καί 1214/16 στήν Κωνσταντινούπολη, μετά τήν τραγική ἅλωσή της ἀπό τούς Φράγκους τό 1204.

Ὀρθά ὀνομάζεται ἀπό τόν συγγραφέα μας ἡ πόλη τοῦ Ὄτραντο «πύλη τῆς Ἀνατολῆς» καί ἐπαρκῶς ἀξιολογεῖται ὁ μοναχισμός στήν Κάτω Ἰταλία, συγκεκριμένα δέ στήν Μονή τῶν Κασούλων.
Τό κεντρικό δέ θέμα τῆς μελέτης ἐπαρκῶς φωτίζει ὁ ἐπιχειρούμενος «ἱστορικός περίπατος» στίς διακυμάνσεις τῶν σχέσεων Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς καί παπικῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπό τόν 8ο αἰώνα μέ κορύφωση στήν ἅλωση τοῦ 1204, σημαντικό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας.

Ἄλλωστε σωστά ἔχει λεχθεῖ (κ. Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ) ὅτι μετά τό 1204 ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν μία πόλη καταδικασμένη νά χαθεῖ.
Στήν Μεγάλη Ἑλλάδα διατηρήθηκε ἡ ἑλληνική ἰδιαιτερότητα μέχρι τόν 16ο αἰώνα, κάτι πού δέν παραλείπει νά τονίσει καί ὁ κ. Κόλλιας, ἡ συνεχῶς ὅμως αὐξανόμενη παπική πίεση ἔγινε τελικά ἀσφυκτική καί ἐν τέλει ἐξουθενωτική, μέ στόχο τόν ἐκλατινισμό τους.
Ὑπάρχουν ὅμως, χάριτι Θεοῦ, ἑλληνικά χωριά μέ ἔντονα καί ἄσβεστα τά ἴχνη τοῦ εὐκλεοῦς ἑλληνικοῦ παρελθόντος.

Ἡ ἐργασία ὅμως κάνει εὐρύτερα γνωστή τήν ἐπιβλητική μορφή τοῦ ἡγουμένου Νικολάου, πού ἐτίμησε τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό, παρότι ἐπιστρατεύθηκε ἀπό τόν κυρίαρχο παπισμό λόγῳ τῆς ὑψηλῆς παιδείας του καί τῆς ἄριστης κατοχῆς ἀπό αὐτόν, μεταξύ ἄλλων γλωσσῶν, τῆς Ἑλληνικῆς καί τῆς Λατινικῆς. Ὑπερασπιστής τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, προσπάθησε νά ἀποβεῖ «μεσάζων» μετά τό 1204 στούς δύο ἀντιμέτωπους κόσμους Ἀνατολῆς καί Δύσης.
Στούς προαναφερθέντες διαλόγους εἶχε τό ρόλο τοῦ διερμηνέως-μεταφραστῆ, ἀγωνιζόμενος καί αὐτός γιά τήν πιθανή ἐξεύρεση κάποιας συμβιβαστικῆς λύσεως στόν ἑνωτικό διάλογο, χωρίς νά παύσει ὅμως ποτέ νά εἶναι προασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας.

Εὔστοχα, καί πρός ἐπίρρωση τῆς δικῆς του θετικῆς τοποθετήσεως ἔναντι τοῦ Νικολάου, ἐπικαλεῖται ὁ κ. Κόλλιας τήν ὑπεύθυνη γνώμη τοῦ παπικοῦ Βυζαντινολόγου Hans-Georg Beck, ὅτι «παρόλο πού ὁ Νικόλαος δραστηριοποιήθηκε στίς ὑπηρεσίες τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε μέ ζῆλο ὀπαδός τοῦ Μεγάλου Φωτίου καί τῆς Θεολογίας του».
Ὁ συγγραφέας δίνει ἀπαντήσεις σέ ἀνοιχτά ἐρωτήματα, ἀποκαθιστᾶ παλαιότερες ἐρευνητικές ἀσάφειες, διορθώνει ἀπόψεις μέ πειστικότητα, παρακολουθώντας τήν πορεία τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, γιά νά καταλήξει στά συμπεράσματά του. 

Παρά τόν βαρύ βιβλιογραφικό ὁπλισμό ἡ μελέτη διαβάζεται ἄνετα καί ἀπό τόν μή εἰδικό λόγῳ τῆς ἁπλότητας καί σαφήνειας τῆς γλώσσας, ἀλλά καί τῆς χρήσεως πλούσιου φωτογραφικοῦ καί εἰκονογραφικοῦ ὑλικοῦ.
Ὁ ἀναγνώστης πολλά ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπ’ τήν μεθοδική παρουσίαση μιᾶς κρίσιμης περιόδου, πού ἄφησε ἔντονα ἴχνη στίς περαιτέρω σχέσεις Παπισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας μέχρι σήμερα.
Εἶναι δέ συγκινητική ἡ ἐπισήμανση τοῦ συγγραφέα, ὅτι μιλώντας ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες γιά «ἀλησμόνητες πατρίδες» στήν Ἀνατολή, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τίς πιό παλαιές «πατρίδες» στή Δύση, τήν Μεγάλη Ἑλλάδα, στήν ὁποία τό ἑλληνικό μεγαλεῖο δέν ἔχει σβήσει.





[2fA]