Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

"Πέντε ημέρες νοσηλεία "

 



-  Πρωτοπρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου
"Πέντε μέρες στο Αττικό νοσοκομείο"   [ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ]


….   Τὸ βρά­δι συ­νε­χί­στη­κε ὁ πυ­ρε­τός καὶ ἕ­ως τὰ χα­ρά­μα­τα ἤ­μουν σχε­δὸν ἄ­γρυ­πνος.
Πρω­ὶ πρω­ί, 3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μα­ζί μὲ τὴν σύμ­μα­χο πρε­σβυ­τέ­ρα, ἀ­φή­νον­τας πί­σω τὰ τέσσε­ρα παι­δι­ά μας, πή­γα στὸ ἐ­φη­με­ρεῦ­ον Ἀτ­τι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο.

Οὐ­ρὲς κό­σμου. Ἕ­να τε­ρά­στι­ο μελ­λί­σι, ἀ­σθε­νῶν, νο­ση­λευ­τῶν, ἰ­α­τρῶν, δι­οι­κη­τι­κοῦ προ­σω­πι­κοῦ, δι­α­σω­στῶν τοῦ ΕΚΑΒ, ἀ­σθε­νο­φό­ρων, ὄ­λοι καὶ ὅ­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἀσθένει­α αὐ­τή.
Ἕ­νας «ἀ­ο­ρα­τος πό­λε­μος», ὄ­χι τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Ἁγίου Νι­κο­δή­μου, ἀλ­λὰ τοῦ σῶ­μα­τος ἐ­κτυ­λι­σσό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τι­α μας.

Ἐ­κεῖ καὶ ἕ­ως ὅ­του ἐ­ξε­τα­στῶ, ἄ­κου­σα καὶ ἀν­τι­λή­φθη­κα τὴ «με­τά­νοι­α» τῶν ἀν­θρώ­πων.
Ποι­α; «Με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν ἐ­κα­να τὸ ἐμ­βό­λι­ο», ἄ­κου­γες παν­τοῦ!

Εὐ­τυ­χῶς, ἤ­μουν ἀ­πὸ τοὺς πρῶ­τους ποὺ προ­σῆλ­θα καὶ σὲ δύ­ο ὥ­ρες εἶχαν τε­λει­ώ­σει οἱ ἐ­ξε­τά­σεις. Ἡ ἀ­γω­νί­α στὸ ζε­νίθ!
Εἰ­δι­κὰ γι­ὰ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­ξο­νι­κῆς ποὺ θὰ ἔδει­χναν ἄν ὑ­πῆρ­χε πνευ­μο­νί­α.

Στὴ πρώ­τη αὐ­τὴ «γραμ­μὴ» ἀν­τι­με­τώ­πι­σης καὶ ἐ­ξε­τά­σε­ως τῶν ἀ­σθε­νῶν, «ἰ­δί­οις ὄμμασι» εἶδα τὸν τι­τά­νι­ο, χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λή, ἀ­γῶ­να τῶν γι­α­τρῶν καὶ τῶν νο­ση­λευ­τῶν, ποὺ ἔ­πρε­πε μέ­σα σὲ μι­ὰ ἐ­φη­με­ρί­α, μὲ τε­ρά­στι­α πί­ε­ση, νὰ ἀ­πο­φα­σί­σουν γι­ὰ τὸ τὶ θὰ ἀπο­γί­νει ὁ κα­θέ­νας μας.
Νο­ση­λεί­α; Ἀ­γω­γὴ στὸ σπί­τι; Μο­νο­κλω­νι­κὰ ἀν­τι­σώ­μα­τα;

Ἡ γι­α­τρός, χι­λι­ό­χρο­νη νὰ εἶ­ναι, μοῦ εἶ­πε σχε­δὸν ντρο­πα­λά: «Πά­τερ, πρέ­πει νὰ νοσηλευ­τεῖ­τε»! Τῆς ἐ­πι­α­σα τὸ χέ­ρι καὶ πῆ­γα νὰ πῶ «ἔ­χω τέσ­σε­ρα παι­δι­ά. Μή­πως γί­νε­ται νὰ πά­ω στὸ σπί­τι»;
Δὲν τὸ τολ­μη­σα ὅ­μως.
Ἀ­στρα­πι­αῖ­α θυ­μή­θη­κα ὅ­τι «τί­μα ἰ­α­τρὸν πρὸς τὰς χρε­ί­ας αὐ­τοῦ τι­μαῖς αὐ­τοῦ, καὶ γὰρ αὐ­τὸν ἔ­κτι­σε Κύριος», ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι καὶ εἶ­πα «νά ᾿ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο».
Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τη στιγ­μὴ ἡ­ρέ­μη­σα. Ἔ­νι­ω­σα ὅ­τι «ἄλ­λος» ἔ­χει πι­ὰ τὴν εὐ­θύ­νη.

Δύ­σκο­λος ὁ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς ἀ­πὸ τὴ πρε­σβυ­τέ­ρα ποὺ ἀ­γω­νι­οῦ­σε.
Γνω­ρί­ζα­με κα­λῶς ὅ­τι ἐ­πι­σκε­πτή­ρι­α δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται.
Σὲ νο­σο­κο­μεῖ­ο δὲν εἴ­χα μπεῖ πο­τέ μου. Πα­ρά­ξε­να συ­ναι­σθή­μα­τα…

Μὲ ὁ­δή­γη­σαν στὴν κλι­νι­κή. Κλι­νι­κὴ Covid 03, δω­μά­τι­ο 3, κρε­βά­τι Β.
Ἐ­πι­με­λή­τρι­α κλι­νι­κής ἡ κα Λ. Λ. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ εἶ­χες νὰ ἀ­γω­νι­στεῖς σὲ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα. Τὸ πρῶ­το ὁ ἑ­αυ­τός σου· τὸ δεύ­τε­ρο οἱ συ­να­σθε­νεῖς σου!

Στὸ ἀ­ρι­στε­ρό μου χέ­ρι ξα­πλω­μέ­νος βρι­σκό­ταν ἕ­νας ἄλ­λος ἱ­ε­ρέ­ας. 72 ἐ­τῶν ἦ­ταν ὁ π. Δ. Φρ.
Πό­σο μὲ πο­νά­ει αὐ­τὸ τὸ «ἦ­ταν»…
Ἔ­φυ­γε νι­κη­μέ­νος με­τὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ες μέ­ρες νο­ση­λεί­ας στὴν ἐν­τα­τι­κή.
Ἀν­τι­δροῦ­σε σὲ ὅ­λα ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος…

Ἀ­πέ­ναν­τί μου δε­ξι­ὰ ὁ Ν., μὲ πνευ­μο­νί­α 60%. Κα­λὸ παι­δί. Τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Γί­να­με φίλοι. Ἀ­πέ­ναν­τι καὶ ἀ­ρι­στε­ρά μου ὁ κ. Θ., δυ­να­μι­κὸς δι­κη­γό­ρος. Ἐ­τῶν 80.

Καὶ οἱ τρεῖς ἀ­νεμ­βο­λί­α­στοι, ὄ­πως καὶ τὸ 90% τῶν 60 νο­ση­λευ­ο­μέ­νων στὴν κλι­νι­κή.
Στὸ δω­μά­τι­ο πά­λι, ἄ­κου­σα ἀ­πὸ τον Ν. αὐ­θόρ­μη­τα τὴν ἴ­δι­α «με­τά­νοι­α».
«Με­τά­νοι­ω­σα πά­τερ ποὺ δὲν ἐμ­βο­λι­ά­στη­κα. Εἶ­μαι δέ­κα μέ­ρες ἤ­δη μέ­σα.
Μό­νο μὲ βιν­τε­οκ­λή­σεις μπο­ρῶ νὰ δῶ τὰ τρί­α μι­κρὰ κο­ριτ­σά­κι­α μου.
Εἶ­δα τὸν χά­ρο μὲ τὰ μά­τι­α μου»!

Τὶ νὰ πῶ γι­ὰ τὶς νο­ση­λεύ­τρι­ες καὶ τοὺς ἰ­α­τρούς.
Τί­μι­α, εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ χω­ρὶς «σάλτσες», ἔ­ζη­σα μέ­σα σὲ ἕ­ναν «πα­ρά­δει­σο νο­ση­λεί­ας», ὅ­που δὲν ὑ­πήρ­χε τὸ «ἐ­γὼ» καὶ τὸ «ἐ­σύ» με­τα­ξύ τους, τὸ «ἀ­νώ­τε­ρος» καὶ «κατώτερος», τὸ «πα­λι­ός» καὶ «νέ­ος»!
Ε­κεῖ­να δηλ. ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α βα­σα­νί­ζε­ται ἡ κοινω­νί­α μας ἐν πολ­λοῖς, ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ἐκκλησί­α μας!!
Ἕ­νας σε­μνὸς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­σμὸς ἦ­ταν σὲ ὅ­λους δι­α­κρι­τός, μα­ζὶ μὲ τὸ χα­μό­γε­λο καὶ τὸ κα­λὸ λό­γο πρὸς κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ ἐ­μᾶς.

- Ἔ­λα Γ., βά­λε δύ­να­μη, πά­ρε ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­πνευ­στῆ­ρα, ἄ­κου­γες.
- Ἔ­λα κ. Θ., κά­νε κου­ρά­γι­ο, καὶ τοῦ χά­ϊ­δευ­αν τὸ κε­φά­λι ἀλ­λά­ζον­τάς του τὰ σεν­τό­νι­α.
Ἀλ­λά­ζον­τάς του, κα­λύ­τε­ρα καὶ ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα τους, τὰ λε­ρω­μέ­να του ἐ­σώ­ρου­χα…

Κά­ποι­α στιγ­μή, φώ­να­ξα τὴ νο­ση­λεύ­τρι­α Φ. ποὺ μό­νο τὰ μά­τι­α της φαί­νον­ταν, λό­γω τῶν προ­στα­τευ­τι­κῶν στο­λῶν τους.
– Παι­δὶ μου ἔ­λα ἐ­δῶ.
– Ὀ­ρί­στε πά­τερ.
– Δώ­σμου τὸ χέ­ρι σου.
Δὲν κα­τά­λα­βε. Μοῦ τὸ δι­νει. Τὸ ἀ­σπά­ζο­μαι εὐ­λα­βι­κά. Τρα­βι­έ­ται ἀ­πό­το­μα.

– Μὰ τὶ κά­νε­τε;
– Ἐ­σεῖς εἶ­στε «ἱ­ε­ρεῖς»! Ἐ­σεῖς δι­α­κο­νεῖ­τε μὲ αὐ­το­θυ­σί­α τὸν ἀ­δελ­φό.
Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!

Τὰ φάρ­μα­κα ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­πο­δί­δουν καὶ ὁ πυ­ρε­τὸς ἔ­πε­σε.
Οἱ μέ­ρες κύ­λη­σαν μὲ ἠ­συ­χί­α ἐ­σω­τε­ρι­κὰ καὶ ἀ­νη­συ­χί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κά.

Ἐ­σω­τε­ρι­κά, δι­ό­τι μὲ συ­νό­δευ­σαν οἱ ἐκ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας ἐ­πι­στο­λὲς τοῦ ἱ. Χρυ­σο­στό­μου, τὶς ὁ­ποῖ­ες δι­ά­βα­σα ἔν­δα­κρυς σχε­δον ὅ­λες.
Τὶ μο­να­δι­κὴ εὐ­αι­σθη­σί­α εἶ­χε αὐ­τὸς ὅ ἅ­γι­ος ἄν­θρω­πος!
Μὲ πό­ση ἀ­γω­νί­α ρω­τού­σε νὰ μά­θει γι­ὰ τὴν πο­λύ­τι­μη ὑ­γεί­α τῶν πα­ρα­λη­πτῶν!

«Ἐν ὑ­γι­εί­ᾳ ἐ­σμεν καί εὐ­θυ­μί­ᾳ», ἔ­γρα­φε γι­ὰ τὸν ἴ­δι­ο γι­ὰ νὰ τοὺς κα­θη­συ­χά­σει.
Ἀν­τι­θέ­τως ὅ­μως ζη­τοῦ­σε δι­αρ­κὴ πλη­ρο­φό­ρη­ση γι­ὰ τὴν ὑ­γεί­α τῶν ἀ­γα­πη­μέ­νων του προ­σώ­πων. Μά­λι­στα σὲ χαι­ρε­τι­στή­ρι­ο ἐ­πί­λο­γο τῆς ΙΕ΄ ἐ­πι­στο­λής του πα­ραγ­γέλ­λει τὴν συ­χνὴ ἐ­νη­μέ­ρω­σή του ἀ­πὸ τὴν Ὀ­λυμ­πι­ά­δα «πε­ρί τῆς ὑ­γεί­ας» της. Ἡ κα­λή της κατά­στα­ση θὰ ἐ­νι­σχύ­ει, γρά­φει, «τήν εὐ­φρο­σύ­νην» του καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ γι’ αὐ­τόν «οὐ μι­κράν πα­ρα­μυ­θί­αν» στὴν ἐ­ρη­μιά τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του.

Ἐ­ξω­τε­ρι­κά, δι­ό­τι οἱ με­τα­πτώ­σεις τῆς ὑ­γεί­ας ὅ­σων πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τὸν θά­λα­μο, μὲ τελευ­ταῖ­ο τὸν πε­νην­τά­χρο­νο Γ., μὲ ἐ­πη­ρέ­α­σαν τό­σο πο­λύ, ποὺ ἔ­κα­να πολ­λὲς μέ­ρες νά ξε­πε­ρά­σω τὶς τρεῖς δι­α­σω­λη­νώ­σεις ποὺ εἶ­δα μὲ τὰ μά­τι­α μου!!

Ἡ τε­λευ­ταί­α μέ­ρα ἦ­ταν ἐ­κεί­νη, ποὺ ὄ­χι μό­νο μά­ζε­ψα τὴ βα­λιτ­σού­λα μὲ τὰ ρού­χα μου, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τὶς ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ πή­ρα καὶ θὰ κου­βα­λῶ δι­α­παν­τός μα­ζί μου.

Ποι­ές;
Ὅ­τι ἡ ἰ­α­τρι­κή, ἰ­δί­ως ἡ θυ­σι­α­ζο­μέ­νη, μα­ζί μὲ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ (ναι, μα­ζί!), σώ­ζει ζω­ές!
Ἐ­κεῖ­νες γι­ὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ Χρι­στὸς θυ­σι­ά­στη­κε.
Ἐ­κεῖ­νες γι­ὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες πολ­λά­κις ἐ­μεῖς οἱ κλη­ρι­κοὶ ἀ­δι­α­φο­ρή­σα­με ἢ καὶ πλα­νή­σα­με μὲ ἀν­τι­εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὲς κατευθύνσεις.

Ὅ­τι τὰ φάρ­μα­κα, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν τυχὸν περιπλέκονται μὲ οἰ­κο­νο­μι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα, σώ­ζουν ζω­ές. Καὶ ἐκεῖ μέσα ἔνιωσα ὅσο ποτὲ τὴν ἀξία της.
Ὅ­τι ἡ γιατρὸς-ἐ­πι­με­λή­τρι­α μοῦ εἶ­πε λί­γο πρὶν φύ­γω: «Πά­τερ σὲ ἔ­σω­σε τὸ ἐμ­βό­λι­ο»!
Καὶ ὄντως ἔ­σω­σε τὴ ζωή μου.
Ὅ­τι δὲν μὲ πεί­θει καμ­μί­α ἄλ­λη συ­νω­μο­σι­ο­λο­γι­κὴ ἢ ψευ­το-πνευ­μα­τι­κὴ πε­ρὶ τοῦ ἀντιθέ­του θε­ω­ρί­α, ἀ­φοῦ «πρᾶ­ξις θε­ω­ρί­ας ἐ­πίβα­σις»!

Καὶ ἐ­γὼ τὰ ἔ­ζη­σα! Δὲν μοῦ τὰ ἀ­νήγ­γει­λαν…

 

orthodoxia

pC – 2fA

                                                                




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου