Μετά τήν προβολή πού ἔκανε χθές ἡ παρέα τοῦ Ἁγ. Δημητρίου τοῦ Λουμπαρδιάρη στό «cine ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ» της ρωσικής ταινίας «ΠΟΠ» (Ο Ιερέας), όσοι φίλοι διάβασαν στην επίσης χθεσινή μας ανάρτηση μια μικρή φιλμοκριτική για την ίδια ταινία, έχουν σήμερα την ευκαιρία να διαβάσουν τη σχετική ομιλία του π. Χριστόδουλου Μπίθα, των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, που ο λόγος του έχει τη βαρύτητα του σχήματος του, αφού και ο ίδιος είναι ιερέας, αλλά και ειδικότερος είναι σε ό,τι αφορά στο χώρο του κινηματογράφου.
ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ «Ο ΙΕΡΕΑΣ»
Ὁ Γάλλος κριτικός Ζόρζ Σαντούλ, εἶχε πεῖ πώς ὁ κινηματογράφος εἶναι ἡ «δυναμικότερη μορφή τέχνης, πού ἀπευθύνεται στά πλατιά κοινωνικά στρώματα». Γι αὐτό, ἡ 7η τέχνη ἔγινε βιομηχανία ἀνόητης διασκέδασης, μέσο ὑψηλῆς αἰσθητικῆς καί ψυχαγωγίας, ἀλλά καί μέσο προπαγάνδας γιά τίς διάφορες ὁλοκληρωτικές ἐξουσίες ὥστε νά περάσουν τό μήνυμά τους, νά παρουσιάσουν τήν δική τους ἐκδοχή τῆς πραγματικότητας.
Ὁ κινηματογράφος ὡς τέχνη συνθέτει ὅλες τίς ὑπόλοιπες τέχνες ἀλλά καί ἐκπληρώνει μιά βαθύτατη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου: νά δεῖ καί ν' ἀκούσει χωρίς ἐνδιάμεσους (κυβερνήσεις, πολιτικούς, ΜΜΕ). Νά δοῦμε καί ν’ ἀκούσουμε: ἕναν ἄνθρωπο σέ στιγμές ἀπελπισίας, μιά γυναῖκα νά ἀναλύεται σέ λυγμούς ἤ ἕνα παιδί νά θρηνεῖ... Ἁπλά πράγματα πού τό μάτι μας ἔχει μάθει νά τά ἀποφεύγει. Μερικές ταινίες τά ἐπαναφέρουν στήν μνήμη μας καί ἔτσι μᾶς ἑνώνουν μέ τήν ζωή μ' ἕνα δεσμό σχεδόν ἀόρατο. Μᾶς παρουσιάζουν τήν ἀλήθεια μέ ἕνα τρόπο λυρικό καί κρυστάλλινο, ἀνατρέπουν κυρίαρχες ἰδεολογίες, ἀναδεικνύουν τό καίριο καί σημαντικό, προβάλλουν πρότυπα ζωῆς, κι ὄχι χάρτινους ἥρωες πού ἀποκοιμίζουν καί διαφθείρουν τήν συνείδηση.
Ἡ ταινία «Ὁ Ἱερέας» εἶναι μιά τέτοια ταινία. Περιγράφει τήν ἀλήθεια χωρίς νά σοῦ δίνει τήν ἐντύπωση τῆς στρατευμένης τέχνης. Μέ τρόπο ποιητικό μά συνάμα ρεαλιστικό, λέει ἀλήθειες πού πολλοί προσπάθησαν χρόνια τώρα νά παραχαράξουν. Εἶναι ἕνα σύγχρονο συναξάρι ὀσιακοῦ καί μαρτυρικοῦ βίου, τόν ὁποῖο ἔζησαν χιλιάδες δίκαιοι των καιρῶν μας. Μᾶς περιγράφει μέ ἁδρά χρώματα πιά εἶναι ἡ ὁμολογία ἑνός ἱερέα – ἀλλά κατ ’ἐπέκταση καί ὁποιουδήποτε Χριστιανοῦ σέ καιρούς δύσκολους και δίσεκτους.
Νά συμπληρώσω ὅτι στήν ταινία παρατηροῦμε μιά μεγάλη ἰσορροπία μεταξύ φόρμας καί περιεχόμενου. Δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κηρυγματική ταινία. Εἶναι μιά ταινία μέ πολύ στέρεα ἀφήγηση. μέ ἀρχή, μέση καί τέλος καί ταυτόχρονα μέ μιά ποιητική κινηματογράφηση, πολλές σκηνές, πολλά πλάνα, γρήγορο μοντάζ. Ὅμως ἔχουμε κι ἕνα θαυμάσιο σενάριο, ἕνα θαυμάσιο περιεχόμενο. Δέν ἀφήνει τόν θεατή καθόλου νά κουραστεῖ, ἀλλά ἐπιβάλλει μέ γλαφυρό τρόπο ἕνα ὑψηλό πνευματικό προβληματισμό.
* * *
Να δούμε πρώτα τό ἱστορικό πλαίσιο: Πρίν τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917, σύμφωνα μέ τά ἐπίσημα στοιχεῖα ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ὑπῆρχαν 51.918 Ναοί στήν Ρωσία. Τό 1941 μόνο 4.225 παρέμειναν!
Μόνον 20 Μοναστήρια ἀπέμειναν ἀπό τά 1025! Ἀρκετές Ἐκκλησίες καί Μονές, μετατράπηκαν σέ τόπους φυλακῶν, βασανιστηρίων, ἐξορίας, μαζικῶν ἐκτελέσεων καί θανάτων.
Ἡ ἐπιτροπή τῶν ἀρχείων τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Ρωσίας δήλωσε ὅτι στή δεκαετία 1930-40 εἶχαν συλληφθεῖ 136.900 κληρικοί, ἐκ τῶν ὁποίων θανατώθηκαν 85.300. Τό 1941 μόνο 5.665 κληρικοί παρέμειναν ἐλεύθεροι.
Ἄς προσθέσουμε ἐδῶ μερικά νούμερα ἀκόμα: 60.000.000 οἱ νεκροί της θηριωδίας τοῦ Β΄παγκοσμίου πολέμου λόγω τῆς παράνοιας του ναζισμού (δεν συμπεριλαμβάνουμε εδώ τα 20.000.000 που έγιναν στο μέτωπο της Κίνας, Ινδοκίνας, Ιαπωνίας), 20.000.000 τά θύματα τῶν Γερμανῶν στήν πρώην Σοβιετική Ἔνωση, ἄν καί εἶναι γνωστό πώς στό νούμερο αύτό συμπεριλαμβάνονται καί πολλά θύματα τῶν Σταλινικῶν διώξεων.
Ἡ μεταστραφεῖσα στόν Χριστιανισμό, πρώην άθεη καθηγήτρια Τατιάνα Γκορίτσεβα ἔγραφε τότε: «Ἡ ὥρα τοῦ Μαρτυρίου ἦταν γιά τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἡ καλύτερα ὥρα. Ἦταν ἡ ὥρα τῆς ἀνθήσεως. Ἡ Ἐκκλησία, πού ἐξωτερικά δέν εἶχε σχεδόν καμία δύναμη, ἔγινε ἐσωτερικά τόσο δυνατή, τόσο καθαρή, ὥστε νά εἶναι πραγματική Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ὀργανισμός, δέν εἶναι ἵδρυμα. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὅποιο ὑποφέρει- τό ὁποῖο σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε»!
* * *
Ἡ ταινία «Ὁ Ἱερέας» μᾶς περιγράφει μέ ἀκρίβεια τί σημαίνει μαρτυρία Χριστοῦ. Σέ μᾶς τούς ζαλισμένους ἀπό τήν καλοπέραση καί τόν καταναλωτισμό νεοέλληνες, θυμίζει πώς ὁ δρόμος πρός τήν Ἁγιότητα περνᾷ μέσα ἀπό τήν ὁμολογία τῆς πίστης, τήν ἀγάπη στόν πλησίον, τήν εὐχαριστία «πάντων ἕνεκεν», τήν παρησσία ἀπέναντι στόν διώκτη.
Σταχυολογῶ εἰκόνες καί σύμβολα ἀπό τήν ταινία:
Λέει ὁ Ἱερέας ὅταν τοῦ ἀνατίθεται ἡ νέα διακονία του: «Ταξιδεύουμε γιά νά δώσουμε ζωή στήν ἔρημο». Ἡ πραγματική ἐκκλησία, ὅσοι ἀκολουθοῦμε ἤ πού πασχίζουμε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, ὄχι ἐπειδή γεννηθήκαμε σέ μιά ὀρθόδοξη οἰκογένεια ἤ ἐπειδή ὑπηρετοῦμε τόν θεσμό ἤ ἐπειδή ἔτυχε νά βαφτιστοῦμε, ἀλλά ὅσοι κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς μας τό βάπτισμά μας προσπαθοῦμε συνεχῶς νά τό τιμοῦμε - παρόλη τήν ἀδυναμία καί ἁμαρτία μας - αὐτό παλεύουμε: Νά δώσουμε ζωή στήν ἔρημο, ταξιδεύοντας τήν ὁδό πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι λόγια. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Καθώς ὁ Ἱερέας ἀποκαθιστᾷ τήν ἐκκλησία πού οἱ κομμουνιστές εἶχαν μετατρέψει σέ κομματική λέσχη, βλέπουμε πάνω στήν βεβηλωμένη Ἁγία τράπεζα, στήν θέση τοῦ εὐαγγελίου μία ὑδρόγειο. Στήν θέση τοῦ παντοκράτορα τό δημιούργημα, το κτίσμα. Στήν θέση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, συνθήματα μίσους, κούφια, ἕωλα. Στήν θέση τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ μισάνθρωποι ἥρωες.
Ὁ Ἱερέας παίρνει στά χέρια του τήν ὑδρόγειο καί εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ πράττει μέ τήν ζωή του αὐτό πού ὀφείλει νά κάνει κάθε Χριστιανός ἱερέας ἀλλά καί λαϊκός: Ὁ π. Ἀλέξανδρος πού ἔχει ὁ ἴδιος περάσει βασανιστήρια καί ἐξορίες ὅπως μαθαίνουμε στήν ἀρχή τῆς ταινίας, ἐξαγιάζει τήν ὕλη διά τοῦ ἐξαγιασμοῦ τῆς ζωῆς του.
Τό κήρυγμά του ἀρέσει ἀκόμα καί στόν Ἑβραῖο τῆς γειτονιᾶς. «Κήρυγμα κατευθείαν στήν καρδιά» ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἄλλοι, ὄχι ξύλινο ἤ θεωρητικό, ξένο ἀπό τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου. Ὅταν λέμε λόγο ἀληθείας, ἀκόμα καί οἱ ἑτερόδοξοί μας παραδέχονται.
Ὁ κομμουνιστής στρατιώτης τόν χλευάζει πώς γιά τούς Χριστιανούς κάθε μέρα εἶναι γιορτή. Μέσα στήν ἀπιστία του διαπιστώνει τήν ἀληθεια. Κάθε μέρα τοῦ μετανοοῦντος πιστοῦ εἶναι εὐχαριστία καί δοξολογία, χαρά στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἱερέας εὐλογεῖ τά παιδιά τοῦ λαοῦ πού πηγαίνουν στόν πόλεμο κι ἅς ἐξουσιάζει τόν στρατό ὁ σταυρωτής του.
Κάνει ὑπακοή στήν Ἐκκλησία γιά χάρη τοῦ ποιμνίου παρ’ ὅτι ἀρχικά διαφωνεῖ μέ τήν συνεργασία μέ τούς φασίστες Γερμανούς. Όπως λέει ο επίσκοπος: Ο καλός ποιμένας δίνει τήν ψυχή του γιά τά πρόβατά του.
Παραδέχεται ταπεινά ὅτι: Φοβάται τόν θάνατο, μά ἄν ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα του, λέει, δόξα τῷ Θεῷ! Χωρίς κομπορρημοσύνες εἶναι ἕτοιμος κάθε στιγμή νά ὁμολογήσει μέ τό μαρτύριο και να πορευτεῖ στά χέρια του πλάστη του.
Ὁ π. Ἀλεξανδρος βρίσκεται στό κέντρο τοῦ μίσους μεταξύ ἀνταρτῶν καί συνεργατῶν τῶν ναζί. Δηλώνει ἀπερίφραστα αὐτό πού εἶναι ἡ ἱστορική ἀλήθεια, τήν ὁποία οἱ τυφλωμένοι ἀπό τό δαιμονικό μῖσος ἄνθρωποι ἔχουν ξεχάσει: ΟΥΤΕ οἱ Γερμανοί, οὔτε οἱ Μπολσεβίκοι θά μείνουν αἰώνια. Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: «Δέν πρέπει νά θέσουμε τίποτα πάνω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χαρά. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή, τό φῶς. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Αὐτός εἶναι ἡ ἀπώτερη ἐπιθυμία. Τά πάντα εἶναι ὄμορφα στόν Χριστό».
Εἶμαι μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τήν Παναγία, τόν Ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, λέει σ’ αὐτόν πού τόν ἀπειλεῖ. Ἑπόμενος Ἁγίοις πατράσι, ἀγαπᾷ τήν πατρίδα του ἀλλά πιστεύει μόνο στήν Οὐράνια πατρίδα ὅπως γράφει ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή τόν 2ο αἰῶνα: «Οἱ Χριστιανοί ζοῦν στήν δική τους ὁ καθένας πατρίδα ἀλλά ὡς πάροικοι. Μετέχουν σέ ὅλα τά κοινά ὡς πολῖτες καί ὑπομένουν τά πάντα, ὅμως σάν νά ἦσαν ξένοι. Ἡ ξενιτειά εἶναι πατρίδα τους καί ἡ πατρίδα τους ξενιτειά».
Μαρτυρία του ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ἡ συγχώρεση: Νά ἀγαπήσεις ἀκόμα καί τόν ἐχθρό σου: Στόν ἀντάρτη πού πηγαίνει στό σπίτι του μέ ἀδιευκρίνιστες προθέσεις λέει: Πρίν μέ σκοτώσεις, ἄσε μέ νά σέ ἐλευθερώσω ἀπό τίς ἁμαρτίες σου: Τοῦ διαβάζει συγχωρητική εὐχή σέ περίπτωση πού τόν σκοτώσει. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης ἔλεγε πώς ὅποιος ἔχει τήν δύναμη τῆς ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς γνωρίζει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ἐν Πνεύματι καί Ἀλήθεια. Ν' ἀγαπάς τους εχθρούς σου σημαίνει ότι ἀκολουθείς τά χνάρια τοῦ Χριστοῦ πού σταυρώθηκε γιά τούς ἐχθρούς του. Προσευχόμενος συμπάσχεις, γιατί καταλαβαίνεις ὅτι αὐτοί ὑποφέρουν ἀπό τήν ἁμαρτία τους.
Ὁ Ἱερέας ἀρνεῖται νά κηδεύσει τούς ἀμετανόητους δοσίλογους. Μέ παρρησία δηλώνει ὅτι δέν μπορεῖ νά εὐχηθεῖ νά «καταταχτοῦν μέ τούς ἁγίους», αὐτοί πού καί τόν Θεό καί τήν πατρίδα εἶχαν ἀρνηθεῖ, σκοτώνοντας, τρομάζοντας καί κακοποιώντας τόν πλησίον. Δέν τό κάνει ἀπό μῖσος, ἀλλά γιατί ἔτσι ὑποδεικνύει σέ ὅλους ὅτι δέν μπορεῖ νά νομιμοποιήσει τήν κτηνωδία. Ἀφήνει τούς νεκρούς στήν δίκαια κρίση τοῦ Θεοῦ.
Μά κι ὅταν μιλάει γιά τά προσωπικά του, ἀσκητικό καί συνάμα εὐχαριστιακό το φρόνημά του. Ἡ γυναῖκα του εἶναι ἡ πέτρα πού ἀκονίζει τό θέλημά του, λέει. Σάν μιά ἐλάχιστη μονάδα αὐτός, σάν μηδέν ἐκείνη - λόγω σωματικῆς κατασκευῆς- διαφορετικοί στούς χαρακτῆρες, μά σπουδαῖοι στά μάτια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἑνωμένοι καί συνηγμένοι στό ὄνομά Του ἀγωνίζονται τόν δρόμο τῆς ἀγάπης. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης πού ὁμολογεῖ μπροστά στήν φωτογραφία της ὅταν ἐκείνη ἔχει θυσιαστεῖ.
Βράχος δίπλα του ἡ πρεσβυτέρα Ἀλεντίνα, καί παρ’ ὅτι μέ τίς εὐαισθησίες καί τίς ἰδιοτροπίες καί τήν δεισιδαιμονία της φαίνεται νά δυσανασχετεῖ μέ τά λόγια, στήν πράξη τόν ἀκολουθεῖ ἄφοβα στόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Τόν ἐνισχύει στόν ἀγῶνα του, περιθάλπτει ὀρφανά παιδιά, τρέχει μαζί του στό στρατόπεδο συγκέντρωσης γιά νά ἐνισχύσει τούς ἐξαθλιωμένους αἰχμαλώτους. Κάνοντας πράξη τόν λόγο τοῦ Κυρίου πώς «κανεὶς δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴν ζωή του γιὰ χάρη τῶν φίλων του», χάνεται μέσα στό δάσος γιά νά μήν κολλήσει τῦφο τούς συνανθρώπους της, παρακαλώντας τόν Θεό νά δεχθεῖ τήν θυσία της καί νά μήν τήν θεωρήσει ὡς αὐτοκτονία. Ζητᾶ τήν συγχώρεση γιά ὅποιον πίκρανε και παρακαλεῖ τόν ἱερέα νά προσεύχεται γιά τίς ἁμαρτίες της, ἀφοῦ ὡς γνήσια Ὀρθόδοξη δέν ἔχει καμμία ψευδαίσθηση αὐτοδικαίωσης, ἀλλά ὅμως ζεῖ μέ τήν βεβαιότητα τῆς συνάντησής τους στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Στο τέλος της ιστορίας ο ἱερέας θά πορευτεῖ καί πάλι τον δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ὅμως ἡ εἰρήνη στά μάτια του, ἡ χαρμολύπη πού εἶναι ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του φανερώνει τήν γαλήνη τῆς καρδιᾶς του: «τὸν καλὸν ἀγῶνα ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα», ἀπότολος κι αὐτός τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ὅπως κι ὁ Μέγας Παῦλος. Ἄν θά πεθάνει σέ κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης ἤ θά τόν ξανασυνανήσουμε ἱερομόναχο μετά ἀπό χρόνια πολλά, εἶναι θέμα τοῦ καλοῦ σεναριογράφου. Ὁ ἱερέας ἔχει ἤδη προγευτεῖ τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ταινία τοῦ Vladimir Khotinenko θά ἔπρεπε νά παίζεται σ’ ὅλους τους ναούς τῆς χώρας. Γιά νά θυμόμαστε πρῶτοι ἀπ’ ὅλους ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, τί θά πεῖ πραγματική δυσκολία. Κι ἄν εἴχαμε ξεχάσει μέσα στήν καταναλωτική μας νιρβάνα ὅτι πάνω ἀπό τά δύο τρίτα του κόσμου ζεῖ σέ πολέμους καί λιμούς καί λοιμούς, νά θυμηθοῦμε τί πέρασαν οἱ λαοί ἀπό τούς μαύρους καί κόκκινους φασισμούς. Νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ αἰῶνας ποῦ πέρασε γέμισε τόν παράδεισο μέ χιλιάδες νεομάρτυρες καί νά πάψουμε νά εἴμαστε ἀχάριστοι, γκρινιάζοντας γιά τίς δυσκολίες πού συμβαίνουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν στήν χώρα μας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικός ζωντανός ὀργανισμός στήν Ἑλλάδα πού διασώζει τήν ἱστορική μνήμη. Ἡ λήθη θεωρεῖται ἀπό τούς πατέρες ἁμάρτημα μεγάλο, στερητικό τῆς ἀλήθειας.
Καί μπορεῖ ὅσοι δέν ἔχουν πίστη νά δικαιολογοῦνται γιά τήν ἀπελπισία καί τόν θυμό τους, ἀλλά ἕνας Χριστιανός ὀφείλει νά ζεῖ μέ εὐχαριστία, χαρά καί ἀδιάλειπτη ὑπόμνηση τοῦ Θεοῦ, διαδίδοντας τά καλά νέα καί τήν ἐλπίδα μέ τό παράδειγμά του, μακριά ἀπό τούς φανατισμούς καί τίς ἀκρότητες.
Ἅς θυμηθοῦμε τήν ἀρχή τῆς ταινίας: Ἡ κάμερα περνάει πάνω ἀπό ἕναν ὑπέροχο ποταμό, μέσα στήν ὄμορφη φύση, στόν παράδεισο αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός καί πού ἐμεῖς τόν κάνουμε κόλαση. Καί ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἱερέα καθώς λέει: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί λίγο ἀργότερα, καθώς βαπτίζει τήν μικρή Ἑβραιοπούλα ἀκούγεται στήν κατήχηση τό ἐρώτημα «Ἀποτάσσει τῷ σατανᾷ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ;». Καί καθώς αὐτές οἱ ποιητικές εἰκόνες στήν φύση καί στήν ἐκκλησία περνοῦν μπροστά ἀπ’ τά μάτια μας, ταυτόχρονα σέ παράλληλη ἀφήγηση, μέ παράλληλο μοντάζ, βλέπουμε τόν σκληρό κατακτητή νά εἰσβάλλει καί νά σπέρνει τόν πανικό καί τήν βία.
Μᾶς δόθηκε αὐτός ὁ πλανήτης γιά νά ζήσουμε σέ μακαριότητα. Κι ἀπό τότε πού ἔγινε ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἀρνηθήκαμε νά ζοῦμε σέ παραδείσια κατάσταση. Καί τό ἁμάρτημα αὐτό τό ἐπαναλαμβάνουμε γενιά μέ γενιά, ἄνθρωπος μέ ἄνθρωπο.
* * *
Ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί ὁ νεοέλληνας ἀφοῦ ἀρνήθηκε τήν παράδοσή του, φροντίζει σιγά-σιγά νά στερεῖ ἀπό τά παιδιά του ὁποιαδήποτε ἀξία καί νά ὁδηγεῖται στόν μηδενισμό καί τήν ἀπαξίωση, κι ἀφοῦ πρῶτα οὔρλιαξε κάτω ἀπό τά μπαλκόνια γιά ἄρχοντες στούς ὁποίους δέν ὑπάρχει σωτηρία, τώρα φωνάζει ἐνάντια στούς ἄρχοντες ἐκείνους πού κάποτε ψήφιζε μέ μανία. Ἔχουμε ξεχάσει κάθε μέτρο καί κάθε ἀρετή. Εἶναι καλός ὁ λαός, ἀλλά εἶναι ἀλλοτριωμένος. Σκεφτόμουν ὅτι καθώς περνοῦσε ὁ ἱερέας μέ τό ποδηλατάκι του κι οἱ συνεργάτες τῶν Γερμανῶν τόν χλεύαζαν, μπορεῖ αὐτό νά γινόταν σέ μιά κατάσταση κόλασης, ἀλλά τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί σήμερα πολλές φορές ὅταν περνάει ἕνας ἱερέας. Αὐτό καταφέραμε.
Πρέπει νά ξυπνήσουμε ὅσοι θέλουμε νά λεγόμαστε χριστιανοί. Νά σηκωθοῦμε ἀπό τούς καναπέδες μας. Νά ἀποκτήσουμε ἑνότητα, σέ μιά κοινωνία πού εἶναι διαρκῶς διχασμένη, ἀπό τό 1821 μέχρι σήμερα. Ἐμεῖς στήν ἐκκλησία πρέπει νά ἔχουμε ἑνότητα. Νά προσπαθήσουμε ἐπιτέλους νά ἀποκτήσουμε ἐκεῖνο τό ἦθος, ἐκείνη τήν ἀντίληψη τῆς ζωῆς πού εἶχαν οἱ ἀπόστολοι καί ἡ πρώτη ἐκκλησία. Ὁ Χριστός ἄφησε μιά ἐντολή: νά γίνουμε τό ἅλας τῆς γῆς. Σάν τό ἁλάτι πού συντηρεῖ τόν κόσμο νά εἴμαστει. Κι ἄν τό ἁλάτι χαλάσει, μετά ὁ κόσμος χάνεται. Καί σέ μεγάλο βαθμό τό ἁλάτι αὐτό, ἐμεῖς δηλαδή, ἔχουμε ἀρχίσει καί ξεραινόμαστε.
Ἐκεῖνος μᾶς ζήτησε νά κάνουμε τήν ζωή μας, ζωή Του. Μᾶς ζήτησε νά πορευόμαστε ἔχοντας πάρει ὁ καθένας τίς εὐθύνες μας. Μᾶς ζήτησε νά χαιρόμαστε κάθε μέρα. Νά μήν ἔχουμε καμία γκρίνια. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ συνθῆκες πάρα πολύ χειρότερες ἀπό αὐτές πού ζοῦμε σήμερα, δέν γκρινιάζει οὔτε μία φορά στίς ἐπιστολές του. Ἀπευθύνει χαιρετισμούς χαρᾶς σ’ ὅλους τους συνεργάτες καί ἀδελφούς του.
Δυστυχῶς κάποιοι ἀπό ἐμᾶς (εἰδικά νέοι), οἱ ὁποῖοι περνοῦν πολλές ὧρες στό διαδίκτυο βλέποντας κάποια περίεργα μπλόγκ καί ἰστοσελίδες, ἀλλόκοτα στήν κυριολεξία ἀλλά μέ μεγάλη ἀναγνωσιμότητα, διαβάζουν διαφόρους καλογέρους καί παπάδες καί λαϊκούς πού γράφουν προφητεῖες: ὅτι τώρα θά γίνει πόλεμος, αὔριο θά γίνει τό τέλος τοῦ κόσμου. Κάνουν δηλαδή ὅ,τι καί οἱ ἄθεοι. Φοβοῦνται καί ψάχνουν τά μελλούμενα. Ξέρετε ὅμως τί ἔλεγαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, κάθε βράδυ ποῦ ἔπεφταν νά κοιμηθοῦν; Μαράν Ἀθα. Δηλαδή "Ὁ Κύριος εἶναι κοντά". Ἔπεφταν νά κοιμηθοῦν καί περίμεναν ὅτι μπορεῖ τό βράδυ νά ἔρθει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φόβο δέν εἶχαν κανένα κι οὔτε μελετοῦσαν κανένα σημάδι. Διέδιδαν τό εὐαγγέλιο, ζοῦσαν τά καλά νέα, χαίρονταν, κι ὅταν ἔπεφταν ἔκαναν ἀρχή μετανοίας.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω νά βάλουμε στό νοῦ μας ἕνα πρᾶγμα. Αὐτή ἡ παθητικότητα πού ἡ καλοπέραση μᾶς ἔδωσε τόσα χρόνια, πρέπει νά σταματήσει μεταξύ μας. Αὐτό τό πήγαιν’ ἔλα τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ ὅπου ὅλο γυρνᾶμε δεξιά κι ἀριστερά ἀλλά δέν ἀνήκουμε πουθενά, πού ὅλο λέμε μεγάλες θεωρίες - ἐμεῖς οἱ κληρικοί πρῶτοι - ἀλλά πράξη δέν κάνουμε. πού παριστάνουμε τούς ἔνθεους κι ἅς ζοῦμε μέσα σέ ἀχαριστία, χωρίς νά σκεφτόμαστε ὅτι ἔστω κι αὐτό τό πιό λιγοστό πιάτο πού ἔχουμε νά φᾶμε σήμερα, τό ἔχουμε, καί γι’ αὐτό καί μόνο θά ἔπρεπε νά λέμε ἕνα μεγάλο «δόξα τῷ Θεῷ», ὅπως βλέπουμε στήν ταινία νά κάνουν οἱ πιστοί μέσα σέ συνθῆκες φρίκης.
Νά κλείσουμε τίς τηλεοράσεις καί νά πάψουμε νά ἀκοῦμε τίς φωνές τοῦ κόσμου τούτου. Νά ζήσουμε λιγάκι πιό ἡσυχαστικά γιά νά γεμίσει ἡ καρδιά μας μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Νά δώσουμε χῶρο ἐπιτέλους στό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τό ‘χουμε ξεχασμένο.
Δέν ξέρω ἄν φαίνονται σκληρά ὅλα αὐτά πού λέω, ἀλλά ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος «ὅπου πλεονάζει ἡ ἁμαρτία ὑπερπερισσεύει ἡ χάρις» καί αὐτή ἡ κρίση γιά τήν ὁποία συνεχῶς ὅλοι μιλᾶνε, ἐμεῖς ὡς χριστιανοί, ἀκριβῶς ἐπειδή γνωρίζουμε ἱστορία, ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχουμε ἱστορική μνήμη, ξέρουμε ὅτι εἶναι μιά πολύ μεγάλη εὐκαιρία. Ὅπως σ’ ἕνα ζευγάρι ἡ κρίση λειτουργεῖ γιά νά πάει μπροστά, ὅπως σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἡ κρίση εἶναι μιά εὐκαιρία γιά νά ξυπνήσει καί ν’ ἀναζητήσει τήν ἀλήθεια, ἔτσι καί σ’ ἕναν λαό πού ἔχει ξεφύγει τόσο πολύ εἶναι μιά τεράστια εὐκαιρία.
Οἱ χριστιανοί αὐτή τήν κρίση δέν πρέπει καθόλου νά τήν φοβόμαστε. Τό ὅτι λιγοστεύουν τά χρήματά μας καί δέν θά μποροῦμε νά καταναλώνουμε θά μᾶς ὁδηγήσει στό νά ἔχουμε περισσότερο μέτρο. Τό ὅτι ὁρισμένοι ἀπό ἐμᾶς δέν θά ἔχουμε ἴσως αὐτά πού θά ἔπρεπε νά ἔχουμε θά μᾶς ὁδηγήσει σέ μιά φιλαδελφία. Καί ὅλα αὐτά μαζί θά μᾶς ὁδηγήσουν νά στραφοῦμε σ’ ἐκεῖνο πού εἶναι καίριο στή ζωή μας, γιατί ὅλα αὐτά τά χρόνια, μά πάρα πολύ γιά ἀλλότρια πράγματα τυρβάζαμε.
* * *
Κλείνοντας νά θυμίσω μία φράση πού εἶπε ὁ π. Ἀλέξανδρος στήν μικρή Ἑβραιοπούλα ὅταν ἤθελε νά βαπτιστεῖ. Καί τῆς εἶπε ἕνα λόγο τόσο σοφό καί τόσο σπουδαῖο. Ἄν μείνεις Ἑβραία, τῆς εἶπε χωρίς καμία μισαλλοδοξία γιά κανένα λαό, ἄν μείνεις Ἑβραία αρκεῖ νά κάνεις τό καλό στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἄν γίνεις ὅμως χριστιανή πρέπει νά τιμᾶς τό βάπτισμά σου. Καί οἱ νεοέλληνες ἔχουμε διαπράξει αὐτή τήν μεγάλη ἁμαρτία. Δέν τιμᾶμε τό βάπτισμά μας. Ἐμεῖς, λοιπόν, πού θέλουμε νά λεγόμαστε χριστιανοί ἅς κάνουμε ἀρχή μετανοίας τώρα, σήμερα.
Θά τελειώσω μέ ἕνα λόγο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου: Ἀδελφοί, πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο καί στήν μαρτυρία τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, καί τότε θά γευθεῖτε, ἤδη ἀπ' αὐτή τήν γῆ, τήν μακαριότητα τοῦ παραδείσου. Ἀληθινά, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας: Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίζει στήν ψυχή τόν παράδεισο. Ἀμήν.
π. Χριστόδουλος Μπίθας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου