Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

"Ευαγόρας Παλληκαρίδης "




Σαν σήμερα, στις 14 Μαρτίου του 1957, απαγχονίστηκε  από τους Άγγλους στην Κύπρο, ο 19χρονος αγωνιστής Ευαγόρας Παλληκαρίδης.

Το Ι953, 15χρονος τότε μαθητής ο Ευαγόρας, συμμετείχε στις διαδηλώσεις της Πάφου, αρνούμενος να γιορτάσει την ενθρόνιση της Ελισάβετ. 
Κατέβασε από τον ιστό της και έσκισε την σημαία των αποικιοκρατών και συνελήφθη μαζί με άλλους διαδηλωτές, όμως η Πάφος υπήρξε η μόνη περιοχή της Κύπρου στην οποία δε γιορτάστηκε μετά τα γεγονότα, η ενθρόνιση.

Στα δεκαεφτά του χρόνια, άριστος μαθητής, εγκατέλειψε το σχολείο, και εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ. 
Ως παράνομος πλέον, μπήκε κάποια νύχτα στην τάξη του και άφησε στην έδρα ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα:

«Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας,
κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα,
κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό.
Μην κλάψετε στον τάφο του, δεν κάνει να τον κλαίτε.
Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο.
Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ' αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ' τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα 'χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα 'ρθει το καλοκαίρι.
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ, θα μπω σ' ένα παλάτι,
το ξέρω θαν' απάτη, δεν θαν' αληθινό.

Μεσ' το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ' αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.

- Γειά σας παλιοί συμμαθηταί.
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό,
ένα παλιό του φίλο,
ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα με βρει εκεί.»


Συνελήφθη με δύο άλλους συναγωνιστές του με την κατηγορία της κατοχής και διακίνησης όπλων.
Στη δίκη του, δήλωσε:
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε.
Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του.
Τίποτα άλλο.»

Οι διαδηλώσεις των συμμαθητών του και του κόσμου, η παρέμβαση της Ελληνικής Βουλής και του ΟΗΕ, η διαμαρτυρία 40 Εργατικών Άγγλων Βουλευτών, δεν απέτρεψαν την εκτέλεσή του.
«Θ' ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου.
Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει.
Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία.
Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα.
Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα!
Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα.
Μη ρωτάτε γιατί.»

«… Όταν πεθάνω, θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω, να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται».

Και πράγματι έτσι έγινε!!
Ο Ευαγόρας ήταν ο νεαρότερος, αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.
Η καταδίκη του και η εκτέλεσή του προκάλεσαν την παγκόσμια κατακραυγή και κινητοποίηση κατά των Άγγλων αποικιοκρατών.
Η κατακραυγή αυτή απέτρεψε τον απαγχονισμό 26 άλλων αγωνιστών που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο.
Ήταν η τελευταία του προσφορά στους συναγωνιστές του.

- Απαγχονίστηκε στα 19 του χρόνια σαν σήμερα, χωρίς να δοθεί το σώμα του στους δικούς του, από τον φόβο μιας ακόμη εξέγερσης. -


Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι.
[Αυτό το ποίημα, που γράφτηκε κατά τη μαρτυρία του ποιητή, την επαύριο της εκτέλεσης του Παλληκαρίδη, δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Γ. Χατζηκωστή, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: ο Ήρωας και ο Ποιητής» (Λευκωσία 1984), και περιλαμβανόταν στο παλιό -προ του 2006- βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ τάξης Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος]


ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ  -  «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι
κι ούλοι οι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, ετούτος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας.

Μπαίνει κι η Πρώτη, η άταχτη, κι η Τρίτη, που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;  – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος· και με φωνή που τρέμει:
Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!

Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο.
- Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

— Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο.
— Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!

Τα ᾽πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο…













[2φΑ]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου