Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

"Τι είδε άνθρωπος.. "




Απάνθισμα ποιημάτων και στίχων του Μακαριστού
Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού 


- Σ. Σ. Χαρκιανάκης -


(από την ποιητική συλλογή ΘΟΛΑ ΠΟΤΑΜΙΑ)

Ο χασάπης είναι πάντα ενήμερος
ποιο το καλύτερο κομμάτι απ' το σφαχτό,
αδιάφορο αν πουλά μικρά του γάλακτος
ή μεγαλύτερα ζώα.

Δεν θα μαντέψει όμως ποτέ ο χασάπης
τι είδε άνθρωπος
στα μάτια ζωντανού προβάτου
μήτε τι άκουσε στους μυκηθμούς αγελάδας
καθώς της έπαιρναν για μακελειό
το ανήλικο μοσχαράκι.


ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΜΑ  (ΣΚΕΥΗ ΚΕΡΑΜΕΩΣ)

Όσο κι αν τραβήξει η ευθεία
μέσα της κουβαλά τη στροφή.
Δεν την παρασύρει το σχήμα της γης
την τρομάζει η πλήξη!


Το πρωτείο της βροχής  (ΣΠΗΛΑΙΩΔΗ ΤΟΠΙΑ)

Όλα μπορεί να τα ξεχάσουμε
από τον παρερχόμενο κόσμο
όμως ποτέ τη βροχή.
Νερό που κύλησε απ' τον ουρανό
θρόμβοι δακρύων αγενεαλόγητης οδύνης
δεν ήταν δυνατόν να χρεοκοπήσει σε τέλμα
χωρίς να φυτρώσουν κυκλάμινα.


(ΕΝ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙ ΚΑΙ ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ)

Η απογοήτευση έγινε τώρα πανικός
πώς δεν μου μένει πια τρίτη λύση.
Ή πρέπει να σωπάσω σαν να δέχτηκα
θανατηφόρο πυροβολισμό
ή ν' αδιαφορήσω για τους πολλούς γράφοντας μόνο για κείνους
που σέβονται τις λέξεις.


Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Εσύ πρέπει να κλαις μόνο τη νύχτα
σε μιαν από τις πολύ προχωρημένες ώρες
τις νοτισμένες,
όταν κοιμούνται οι πολλοί πού ’χαν κλάψει τη μέρα
τότε μονάχα να κλαίς.
Η νύχτα ξέρει να κρύβει, ξέρει να σωπαίνει
κι είν' απαραίτητη εδώ η εχεμύθεια
τουλάχιστον γι' αυτούς που ζητούν
να χαρούν από σένα.
Μην ξεχνάς:
του γενναίου το κλάμα
πρέπει μονάχα ο ουρανός να το παραστέκει
κι η σιωπή η συμπάρεδρος
των μεγάλων στιγμών.

Bonn 30-10-60


(ένα τρύπιο παπούτσι)

Το αειπάρθενο της ζωής
Ένα παπούτσι τρύπιο έχει μια ιστορία
το ειδύλλιο με το δρόμο
οι καθημερινοί αποχαιρετισμοί
και οι εκ νέου συναντήσεις με το πόδι
μα πάνω απ’ όλα η μακρυνή ανάμνηση
σχεδόν διαλυμένη στα υγρά της βυρσοδεψίας
πως κάποτε το δέρμα αυτό το βαμμένο
ήταν επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε…


«Δεντρόμορφη Παναγία»

«Το κόψανε το δέντρο το ιερό
ημέρα Σάββατο δώδεκα Μαϊου…
που για τόσα χρόνια ήταν η φυσική κουρτίνα
στο πλατύ μεγάλο παράθυρο
ακουμπισμένη κατάσαρκα στα τζάμια
…..
Θα βάλω λοιπόν να σημάνουν αργά
δεκαπέντε χτυπήματα του καθεδρικού οι καμπάνες
όσα τα χρόνια που ζήσαμε μυστικά
η Καστανιά Παντάνασσα
κι εγώ χωρίς ανάσα.
Θα βάλω ακόμη τ’ άλλα δένδρα της αυλής
να χαμηλώσουν τα κλαδιά -μεσίστιες σημαίες
και τα πτηνά να βουβαθούνε ομοθυμαδόν
ενός λεπτού σιγή για τη δεντρόμορφη Παναγία


Διαψεύσεις

«Νομίζαμε πως φεύγοντας ο ήλιος
Θα ‘παιρνε μαζί του τις σκιές.
Μα κείνες ενωθήκαν σαν βασίλεψε
Και κάμανε τη νύχτα»…


Προσανατολισμός

«Όλα τα ποτάμια που κυλούν
ορμητικά ή ράθυμα
έχουνε μια μονάχα νοσταλγία:
τη θάλασσα»


Καστελλόριζο:


«Τα ερειπωμένα τώρα σπίτια δεν αναπνέουν
μήτε τολμάς να ψάξεις για πορτοπαράθυρα
όμως ολόλευκοι όγκοι σιωπής
με προτεταμένα μπαλκόνια στο πέλαγο
σαν στήθη που δεν ολοκλήρωσαν το θηλασμό
επικαλούνται τα ναυαγισμένα καΐκια…»


«Αν δεν είδες άνθρωπο σε μπαλκόνι
να θαυμάζει το κενό
θα πει πως δεν εγνώρισες
τα στοιχειώδη της ζωής:
την πλήξη
την απόγνωση
τη νοσταλγία»


«Η μοναξιά είναι μια αρρώστια
που παραμορφώνει
όχι μονάχα πρόσωπα
αλλά και τα έπιπλα και τα σπίτια» 


«Κάποια στιγμή τα δάχτυλα ξεχάστηκαν
κι άρχισαν να πιέζουν ασφυκτικά το τσιγάρο
λες και ο ταλαίπωρος νόμιζε ασυναίσθητα
πως έσφιγγε της μοναξιάς το λαρύγγι»


«Ο καπετάνιος που πεθαίνει στη στεριά
με την ψυχή λησμονημένη στο καϊκι
ήξερε να μεθά και να κινδυνεύει
πίνοντας απ’ την ίδια κούπα κρασί και θάνατο»


«Αλίμονο σ’ αυτούς
που δεν αμφισβητήθηκαν
γιατί θα πει πως ταυτιστήκαν
μ’ όλους τους ανθρώπους
Αλίμονο σ’ αυτούς
που δεν διώχτηκαν
γιατί θα πει πως δεν πολέμησαν
μήτε με σκιές….» 


«Ήτανε μαραμένα τα χέρια Της
σαν άνθη που τα κόψαν την αυγή
και τα λησμόνησαν
χωρίς νερό στο ανθογυάλι» 


«Αν και ξέρω πως λείπεις
και το τηλέφωνό σου δεν θ’ απαντήσει
σχηματίζω αργά, τελετουργικά τον αριθμό
που μεσίτευε άλλοτε τη φωνή σου
έχοντας την ικανοποίηση του τυφλού
που χτυπά το ραβδί
και νομίζει πως βλέπει το δρόμο.
Παρόλο που έφυγες
και ξέρω πως δεν θα γυρίσεις
μιλώ στο κενό χωρίς να φοβούμαι
πως τα λόγια μου πάνε χαμένα
γιατί γνωρίζω πως συλλαβίζοντας τ’ όνομά σου
σου εξασφαλίζω μια μορφή αθανασίας
παράλληλα στη θλίψη και στο θάνατο…»


«Γιατί νομίζεις σου ’βαλα το κάδρο;
απλούστατα
για να μην απλωθεί η μορφή Σου
σ’ ολόκληρο τον τοίχο
για να μην εκταθεί η μορφή Σου
μέσα κι έξω απ’ το σπίτι
και δεν μπορούν πια να Σ’ αγκαλιάζουν
τα δακρυσμένα μάτια μου …»


«Το ποίημα συλλέγεται με χούφτες τρεμάμενες
όπως τα δάκρυα στο μαντήλι

το μαργαριτάρι από πληγωμένο κοχύλι»




db – [2fA] 






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου