Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Η γιαγιά και ο Χάροντας




Μια φορά, ήταν μια γριά και κάθε πρωί έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα για τη φωτιά της και χορταράκια, για να φάει.
Καθώς γύριζε μια μέρα φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον χάροντα.

- Γεια και χαρά σου, χάροντα, του λέει, για ποιόν με το καλό;
- Γεια και του λόγου σου θειά, της λέει ο χάροντας.
Για σένα ήρθα! Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω.

- Τώρα, του λέει εκείνη, να πάω σπίτι να ξεφορτωθώ και να ετοιμαστώ.
Και για να ’χω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμασθώ;
- Όπως θέλεις εσύ, απαντάει ό χάροντας.

Τότε η γριά πηγαίνει στο σπίτι, ανάβει το τζάκι και βάζει να βράσει τα χόρτα.
Ύστερα έπιασε να ζυμώσει ψωμιά, έφτιαξε και κουλούρια για συγχώρεση.
Ύστερα έστρωσε τραπέζι και περίμενε να ψηθούν τα ψωμιά.

Τότε παρουσιάσθηκε πάλι o χάροντας και τη ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;

- Περιμένω γιέ μου να βράσουν τα χόρτα, να ξεφουρνίσω το ψωμί και να φάμε.
Δεν κάθεσαι και του λόγου σου να φας μαζί μου;
- Μα δεν μ’ έχεις κακία θειά, που θα σου πάρω την ψυχή;

- Μπα, γιατί να σού ’χω κακία... Όπου την πας την ψυχή μου, θα ’ρχομαι κι εγώ μαζί.
- Και το κορμάκι σου, που θα τ’ αφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ο χάροντας.

- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει η γριά.
Εγώ θα το παραδώσω στον Θεό και θα μου το φυλάει. Είδες που βάζομε σταυρό πάνω απ’ τα μνήματα;

Απάνω στην ώρα έβρασαν και τα χόρτα, μύρισε και το ψωμί στο φούρνο και η γριά κατέβασε το φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στο τραπέζι δυο πιάτα χόρτα, λίγες ελιές και κάμποσες φέτες ψωμί.
Ο χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος και δεν ήθελε να φάει.
- Δεν μου κάνει κέφι να παίρνω ανθρώπους, που δεν κλαίνε, λέει στη γριά.

- Και δεν μου λες κι εμένα τον λόγο; λέει η γριά, τι σημασία έχει αν κλαίνε ή όχι;
- Όταν κλαίνε και θρηνούνε, μόνο τότε είναι δικοί μου και τους πάω στην κόλαση.
Όταν είναι ευχαριστημένοι και ήσυχοι, μου τους παίρνει
o Θεός και τους πάει ίσια στον Παράδεισο.

- Γι’ αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει η γριά.
Φάε λίγο να ζεσταθεί η ψυχή σου, να κάνεις τον σταυρό σου, μήπως και πάψεις να κολάζεις τον κόσμο.

Τότε
o χάροντας έσκασε απ’ το κακό του, πετιέται επάνω και φεύγει λέγοντας.
- Εσένα έτσι κι αλλιώς, χαμένη σ’ έχω. Τι κάθομαι και χασομερώ μαζί σου…

Έτσι, έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα, ευχαριστημένη και καλόγνωμη.


fb – 2fA

                                                                      




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου