- William Butler Yeats
Δεν είναι τούτη
χώρα για γέρους. Νέοι
αγκαλιασμένοι, πουλιά στα δέντρα,
γενιές που πεθαίνουν τραγουδώντας
κοπάδια σολομοί, θάλασσες σκουμπριά γεμάτες,
ψάρια, αγρίμια ή πτηνά, όλα το καλοκαίρι εξυμνούν
κι ό,τι αποκτάται, γεννιέται, και πεθαίνει·
παγιδευμένοι στην αισθησιακή εκείνη μελωδία
χωρίς έννοια για μνημεία αδάμαστων μυαλών.
Ασήμαντο πράγμα φυσικά,
είναι ένας γέρος,
κουρελιασμένο σακάκι με μπαστούνι, εκτός κι αν
η ψυχή χτυπά τα χέρια με χαρά, και τραγουδάει δυνατά
για κάθε ράκος ντυμένο θάνατο,
κι ούτε ωδείο δεν υπάρχει, μόνο σχολή μελέτης
Μνημείων του δικού της μεγαλείου∙
κι έτσι ταξίδεψα τις θάλασσες και ήρθα
στην άγια πόλη του Βυζαντίου.
Ω, σοφοί που
στέκεστε μες στου Θεού τη φλόγα
σαν σε χρυσό μωσαϊκό τοιχογραφίας,
ελάτε απ’ την ιερή φωτιά, περάστε γύρω,
και της ψυχής μου γίνετε οι μουσουργοί.
Αρπάξτε την καρδιά μου∙ την άρρωστη από πόθο
και δεμένη σ’ ένα ζώο ετοιμοθάνατο
τι είναι δε γνωρίζει∙ και πάρετε με, ικετεύω,
στο υψηλό τεχνούργημα του αιωνίου.
Και όταν πια δε
θα ’μαι σ’ αυτό τον κόσμο, μορφή
δεν θα ’χω σαν κάποιο πράγμα φυσικό,
εκτός από ένα σχήμα σαν των Ελλήνων χρυσουργών
από σφυρήλατο χρυσάφι, μαλαματένιο σμάλτο
για να κρατάει ξύπνιο ένα ράθυμο Αυτοκράτορα∙
ή πάνω σε χρυσό κλωνάρι θρονιασμένος, θα τραγουδώ
σ’ άρχοντες κι αρχόντισσες του Βυζαντίου
για κάθε τι που πέρασε, περνά ή έρχεται.
(ΜΨ) - 2φΑ