Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

"Εδάκρυσεν ο Ιησούς "





"Η αναγγελία του Πάσχα, το νόημα του Σταυρού, ο θρίαμβος της Αγάπης"
-  π. Αλεξάνδρου Σμέμαν
[Από το βιβλίο του, "Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ",
Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος]



….  Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα».
Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και την γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι η ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.

Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.
Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας, δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του.

«Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4).
Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε , δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: τον θάνατο.
Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του.
Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.

Πως είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο;
Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό, όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου.
«Που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ· Κύριε έρχου και ίδε.
Εδάκρυσεν ο Ιησούς». (Ιω. 11, 35).
Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή;

Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση.
Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν "Θεανδρικές", δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού.

Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος, αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί τον Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός, αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα.
Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα.
Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει τον θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο, τον δημιουργημένο από τον Θεό.

«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της οι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό.
Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή.
Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής.
Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…

Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά τον Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση.
Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου».
Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό, καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…»)· στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.

Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του, αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…».
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε: αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε την δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή.
Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.

Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή…
Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει την ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού.
Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεύρο έξω!..»
Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως.

Ακριβώς γι’ αυτό, το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν την μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.




fb - Panteleimon Krouskos

[2fA]

                                             


Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

"Η έβδομη μέρα "





π. Alexander Schmemann: Το Σάββατο του Λαζάρου
-  από την Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία προς το Πάσχα


…  Μοναδική είναι η θέση του Σαββάτου — της έβδομης δηλαδή ημέρας — στη λειτουργική μας παράδοση: με τον διπλό χαρακτήρα του, σαν μέρα γιορτής και μέρα θανάτου.

Είναι μια γιορτή γιατί μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και στον χρόνο του, ο Χριστός «επάτησε» τον θάνατο και εγκαινίασε τη Βασιλεία Του, γιατί η Σάρκωσή Του, ο Θάνατος και η Ανάστασή Του, είναι το πλήρωμα της Δημιουργίας, από την οποία «αναπαύθηκε» ο Θεός στην αρχή.
Το Σάββατο είναι μέρα θανάτου, γιατί με τον Θάνατο του Χριστού πέθανε και ο κόσμος: 
Έτσι η σωτηρία του, η ολοκλήρωσή του και η μεταμόρφωσή του κόσμου, βρίσκονται πέρα από τον τάφο, στον «ερχόμενο αιώνα».

Όλα τα Σάββατα στον λειτουργικό χρόνο παίρνουν το νόημά τους από τα δυο αποφασιστικά Σάββατα: πρώτα από το Σάββατο της Ανάστασης του Λαζάρου, η οποία έγινε σ’ αυτόν τον κόσμο και αποτελεί την αναγγελία και τη βεβαιότητα της κοινής ανάστασης:
Και ύστερα από το Άγιο και Μεγάλο Σάββατο του Πάσχα, οπότε ο ίδιος ο θάνατος μετατράπηκε σε «διάβαση» στην καινούργια ζωή της Νέας Δημιουργίας.

Την Παρασκευή της έκτης εβδομάδος των νηστειών «έρχεται ο Κύριος εις Βηθανίαν… … και γαρ εκεί εξαναστήσαι εκ τάφου Λάζαρον…»
Η τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με τον θάνατο — πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στον θάνατο του ίδιου του Χριστού.

Πλησιάζει η «ώρα του Χριστού», για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του…  …




[2φΑ]

                                                     


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

"Το «Γιατί» του Γ. Μαγκλή "





ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ  -  Γιατί;
[από τη συλλογή διηγημάτων "Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί", 1956]



Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα κόπασε πια.
Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο.
Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία.
Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς, είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί.
Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.

Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό.
Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα.
Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.

«Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε.
Έγινε άλλος άνθρωπος.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.

- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου.
Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου.
Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι.
Σηκώθηκε να φύγει.

Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος, να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.

Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα, κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή.
Τάχατες ήθελε να πει:

- «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος.
Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι.
Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή.
Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».

Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό.
Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα.
Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.

Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά.
Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη.
Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.

Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
«Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε;
Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; 
Παρακάλαγα το Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».

Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
«Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε.
Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό.
Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».

Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε.
Τα μάτια καίγανε.
Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα.
Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.

Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο.
Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. 
Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται.
Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε.
Αξάφνου, χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας.
Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.

Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.

Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του 'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου.
Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.

- Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
- Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. 
Συχώρα με, καλέ μου, δεν το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς.
Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. 
Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια.
Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.

Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι.
Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. 
Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.

Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε.
Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει.
Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι-πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια.
Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.



ebooks – [2fA]

                                                           


Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

"Η Προσευχή της καρδιάς "





Prayer of the heart  -  του John Tavener με την Björk

Η Προσευχή της καρδιάς (Prayer of the heart, 1999),
ένα έργο του άγγλου, ορθόδοξου συνθέτη Τζων Τάβενερ,
με θέμα του την καρδιακή ή νοερά προσευχή του Ιησού,
το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με".


Prayer of the heart
-  Björk
και
το Κουαρτέτο
String Brodsky






db – [2fA]




Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

"Το κομπολόι του Λαζάρου "




π. Παντελεήμων Κρούσκος


Αυτή την εβδομάδα, μετράμε στις ακολουθίες της εκκλησίας μας την πορεία του Λαζάρου, σαν κομπολόι.
Να! Σήμερα ασθενεί, αύριο βλέπει τον θάνατο, την άλλη πεθαίνει, την επόμενη δισημερεύει, την μεθεπόμενη βλέπει τους απ αιώνος νεκρούς, την τελευταία ετοιμάζεται να ακούσει την φωνή του Κυρίου να τον σηκώνει από τον τάφο. 

Παράλληλα, παρακολουθούμε και την πορεία του Χριστού. 
Τώρα πληροφορείται την ασθένεια, αύριο προφητεύει, είναι πέραν του Ιορδάνου, πλησιάζει στην Βηθανία... 
Δίνουμε κουράγιο στην Μάρθα και την Μαρία, ζητάμε από την Βηθανία πότε να ετοιμάσει τα σάβανα και πότε να αναλάβει τα βάγια για να υποδεχθεί τον Νικητή του θανάτου.

Γιατί τόση αγωνία, για ένα ήδη τετελεσμένο γεγονός;

Γιατί αυτή η πορεία είναι στο βάθος δική μας πορεία προς την δική μας ανάσταση.
Φίλοι του Χριστού είμαστε εμείς, που τώρα νεκρωθήκαμε από την αναισθησία της αμαρτίας μας και ζητάμε επειγόντως αφύπνιση και ανάσταση.
Βηθανία είναι η ζωή μας και συγγενείς αδελφές μας, το σώμα και η ψυχή μας.

Δεν φωνάζουμε στον Χριστό να λύσει το δράμα και να φέρει την κάθαρση στην τραγωδία του Λαζάρου του αναστημένου και δικαιωμένου. 
Ζητάμε την δική μας ανάσταση, από Αυτόν, ο οποίος είναι η χαρά, η ζωή και η ανάσταση του κόσμου. 

Ζητάμε την κάθαρση στην δική μας τραγωδία.
Και πίσω από την δική μας, στην τραγωδία του σύμπαντος κόσμου και την φθορά της ωραιότητας του, της οποίας κομμάτια της εμείς οι ίδιοι, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε...



fb – [2fA]

                                 


"Προ των Βαΐων "




π. Παντελεήμων Κρούσκος

'Τήν ἕκτην Ἑβδομάδα τῆς Νηστείας ἐπέχοντες,
προεόρτιον ὕμνον τῶν Βαΐων ᾄσωμεν,
Χριστῷ τῷ ἐρχομένῳ δι' ἡμᾶς, καθῖσαι ἐπί πώλου ὀνικοῦ,
τό τῶν ἐθνῶν ὑποκλῖναι ὡς Βασιλεύς, ἀλόγιστον τῷ Γεννήτορι,
τούς κλάδους αὐτῷ τῶν ἀρετῶν πάντες προευτρεπίσωμεν,
ὅπως καί τήν Ἀνάστασιν αὐτοῦ, χαίροντες ἴδωμεν
."


Φθάσαμε επιτέλους στην εβδομάδα των βαΐων, η οποία μόνο "βουβή" και "κουφή" δεν είναι. Το νόημα της βρίσκεται ανάμεσα σε δύο Λαζάρους.
Ο πρώτος είναι ο Λάζαρος ο φίλος του Χριστού.
Προσευχόμαστε λοιπόν να άρει ο Χριστός τον λίθο τον βαρύ από την πωρωμένη μας ψυχή και να μας αναστήσει από τον βυθό της αμαρτίας.

Ο δεύτερος είναι ο φτωχός Λάζαρος της παραβολής, τον οποίο θυμόμαστε καθημερινά στους ύμνους του τριωδίου, αυτή την εβδομάδα.
Αυτός έπαθε, ταπεινώθηκε και μετά δοξάστηκε.
Έτσι προτύπωσε το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού.

Εμείς ζητάμε να μην βρεθούμε στη θέση του πλουσίου, όπως οι σταυρωτές του Χριστού και μετά κληρονομήσουμε την απώλεια.
Φέροντες λοιπόν τα βάγια, ως δυνάμει νικητές των παθών, περιμένουμε την έλευση του Ερχόμενου.
Μια εβδομάδα νικηφόρας ελπίδας και προσμονής.



fb – [2fA]



Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

"Οι δύο Μαρίες "




Ε΄ Κυριακή των Νηστειών

Φέτος την Ε’ Κυριακή των Νηστειών, συνέπεσε η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου 
με την εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Για τις δύο Μαρίες, μίλησε προς τους πιστούς ο Πρωτοπρεσβύτερος Χριστόδουλος Μπίθας, 
κατά την διάρκεια κατανυκτικής αγρυπνίας που τελέσθηκε στον Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Πειραιώς


«Η πρώτη Μαρία ήταν Παναγία, η δεύτερη Αγία.
Η Παρθένος Μαρία οδηγήθηκε από τους γονείς της στο Ναό, ενώ η Μαρία η Αιγυπτία εμποδίστηκε από θεία δύναμη να μπει στον Ναό.
Η μία Μαρία ταξίδευε εξυψώνοντας την ψυχή της καθώς άκουγε την διδασκαλία του Υιού του Θεού, η άλλη Μαρία ταξίδευε ευτελίζοντας το σώμα της.»   ….

«Στον δρόμο της μετανοίας πορευόμαστε με δύο παράλληλους τρόπους.
Με την Ευχαριστία, που πραγματώνεται στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, και την άσκηση, δηλαδή τον αγώνα για ελεύθερη αποκοπή του φίλαυτου θελήματος μας, ώστε να αποδεχτούμε το θέλημα του Θεού και να οδηγηθούμε στην φιλαδελφία και δι’ αυτής στην φιλοθεΐα.
Η Παναγία σε όλη της την ζωή αποδεχόταν ελεύθερα το θέλημα του Θεού, κόβοντας το δικό της θέλημα. Το ίδιο συνέβη και στην ζωή της Οσίας Μαρίας, μετά την μεταστροφή της και την ασκητική της βιοτή στην έρημο.»    ….

«Όποιος γνωρίζει τον Κύριο όπως πράγματι είναι, ως Θεό αγάπης και ευσπλαχνίας και πιστεύει σ’ αυτόν με την εμπιστοσύνη του μικρού παιδιού στον πατέρα, Του εμπιστεύεται την ζωή του και επιθυμεί την ίδια αγάπη και ευσπλαχνία, να την μεταδίδει και στον πλησίον.
Γι’ αυτό η Θεία Μετάληψη λέγεται Θεία Ευχαριστία, αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει Ορθόδοξη πίστη δίχως Ευχαριστία»   …..


«Ευαγγελίστρια 2018»
Πρωτοπρεσβύτερος Χριστόδουλος Μπίθας





exapsalmos – [2fA]



"Ἡ Ξανθούλα "




Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης  -  Ἡ Ξανθούλα


«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.

Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;

Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά

Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.

Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.

«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»



nektar – [2fA]










Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

"New York "





25η  ΜΑΡΤΙΟΥ
….
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε,
δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας
μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε
καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν,
θὰ 'ρθοῦνε, θὰ περάσουν.
Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν
οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.
….
Κωστῆς Παλαμᾶς



NEW YORK GREEK INDEPENDENCE DAY PARADE 










fb - Nota Nicolopoulou Katras
[2fA]



"Μέ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός "






Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

ΕὐΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ - ἙΛΛΗΝΙΣΜΟΣ


Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»

Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός... Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...

«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».

Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται... Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.

«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».
….


nektar – [2fA]



Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

"Fra Angelico, Ευαγγελισμός "





Ο Ευαγγελισμός του Fra Angelico
[περί τα 1438–1450 / San Marco – Firenze
]

Yiannick Haenel  Ένα σχόλιο  
[Magazine Philosophie Mensuel, No 53 (Octobre 2011), p. 91]


Το φως, στον Fra Angelico έχει χαρακτήρα μελέτης· είναι το άλλο όνομα της χάριτος: το μυστήριο αυτό που διά της ενοίκησής του στην αναπαράσταση εισάγει στην μυσταγωγία.
Δείτε τον περίφημο Ευαγγελισμό της Θεοτόκου που βρίσκεται στο Αββαείο του Αγίου Μάρκου στην Φλωρεντία.
Ο Άγγελος έρχεται από τα αριστερά, η Θεοτόκος στέκεται στο περιστύλιο του οικήματος καθισμένη σε ένα σκαμνάκι με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος της.

Ο Άγγελος κάμπτει κατά το ήμισυ το γόνατο, χαιρετά σεβαστικά την Μαρία, την εκλογή του Θεού που θα κυοφορήσει τον Υιό του.
Άραγε το άγγελμα να έχει ήδη δοθεί;
Και μαζί με αυτό η συνείδηση του πεπρωμένου της Παρθένου;
Η ζωγραφούμενη στιγμή δεν είναι συμβατή με την έννοια του χρόνου: 
Για να το πούμε αλλιώς, είναι μία θεοφάνια.
Είναι η συναγμένη έκσταση και για αυτό το στοιχείο της εκφράζεται στην εμβίωση του απολύτου μες το φως.

Από τότε που ξεκίνησα να ζω στην Φλωρεντία, επιστρέφω συχνά για να δω αυτό το έργο: 
Μέσα σε τούτη την πόλη τα έργα τέχνης είναι διαθέσιμα, όπως άλλοτε οι φίλοι που συναντάς στον δρόμο.
Μπορείτε να διακόψετε τον περίπατό σας, να μπείτε σε μία εκκλησία ή σε ένα μικρό μουσείο, την πόρτα τους την βρίσκεται σχεδόν πάντοτε ανοιχτή και, ψυχή τριγύρω να μην υπάρχει.

Όταν θελήσω να δω τον Ευαγγελισμό του Αγίου Μάρκου, προσπαθώ να επαναλάβω κάθε φορά την εμπειρία ωσάν μία κλήση ομορφιάς αναπόδραστης.
Φτάνει η ανάβαση των σκαλοπατιών - που οδηγούν στα κελιά – για να βρεθείς μπροστά στον Ευαγγελισμό, που σου απευθύνεται όπως απευθυνόταν στους μοναχούς, καθώς περνούσαν από μπροστά του για να επιστρέψουν στην μόνωση των κελιών τους.
Άλλωστε το μαρτυρά κι η επιγραφή στο κάτω μέρος του φρέσκο: 
«Μη ξεχάσεις να πεις το Ave Maria κάθε φορά που περνάς μπροστά από τούτο το φρέσκο».

Η μοιρασιά της εμπειρίας: Η μεταβίβαση είναι άμεση, μία πλησμονή φωταύγειας, φωτός καταναλίσκοντος.
Συνομολογείτε πως βρίσκεται σε έναν τόπο κείμενο έξω από τον χρόνο, γιατί αυτός εκφράζει τον κατεξοχήν καιρό.
Οι αψίδες που προστατεύουν το κατοικητήριο της Παρθένου παρατείνουν την χωρίς τέλος απλωσιά του κήπου, ο οποίος είναι παρεμπιπτόντως αυτός της Εδέμ – κι η Παρθένος που διαγράφει το προπατορικό αμάρτημα η Νέα Εύα.
Η παρθενία της εξεικονίζεται με ένα λειμωνάριο ανθέων που προστατεύεται και περικλείεται από μία περίφραξη.

Το ένδυμα της Θεοτόκου, στο γλυκό χρώμα της άμμου, ομοιάζει με αυτό των τοίχων: 
Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην Παρθένο και στον τόπο της αφιέρωσής της. 
Ακόμα, το δωμάτιο που ανοίγεται πίσω από εκείνη και τον Άγγελο καταλήγει σε ένα παράθυρο με κάγκελο: Είναι ένα κενό δοχείο, δεκτικό του έργου που θα την κάνει μητέρα.
Κοιτώντας αυτό το φρέσκο, βρισκόμαστε στον τέλειο τόπο – εκείνον του παρθενικού, από το οποίο θα γεννηθεί ο Λόγος· συμμετέχοντας εν σιωπή στην αόρατη σύλληψη του Θεού.

Το μη δυνάμενο εξεικονίσεως, το πέρασμα του Πνεύματος ενεργείται εδώ εκφαντορικά: 
Ο Λόγος μεταφέρεται από τον Άγγελο στην Παρθένο, χωρίς να χρειαστεί να ζωγραφιστεί ειλητάριο για να τον καταστήσει κατανοητό, ούτε βεβαίως χρειάζονται ακτίνες για τον μεταφέρουν.
Η Παρθένος σκύβει προς την εσωτέρα εμπειρία της, γνωρίζει το συντελεσμένο. 
Αυτού του είδους η ζωγραφική, εγκρατής κι αφαιρετική όπως είναι, επικεντρωμένη στο αόρατο, αποτελεί μία ομοίωσή του.

Από που διάβηκε άραγε το άγιο Πνεύμα; Πιθανόν να είναι αυτή η διακριτική σκιά που επισημαίνουμε κάτω από το σκαμνάκι πίσω ακριβώς από την Παρθένο.
Δεν είναι κιόλας γραμμένο πως «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι»;
Αυτή η μεγάλη σιωπή που στέκεται αναμέσον του Αγγέλου και της Θεοτόκου είναι μία φωνή δίχως όρια, όπως εκείνη ενός χυμού που κοχλάζει.
Αυτό ίσως να είναι το πλέον προφανές και βαθύ σε ετούτον τον Ευαγγελισμό:
Η σιωπή.

Η Παρθένος καθίζεται μες την αληθή παρουσία της κλήσεώς της, στεφανωμένη δοξαστικά από την καμάρα του οικήματος, θρονιασμένη ταπεινά κάτω από μία αψίδα, κουλουριασμένη μέσα στην συγκατάθεσή της, την πληρωτική χάριτος.
Μία θηλυκότητα χωρίς τέλος ανοίγεται στο γεγονός που η Θεοτόκος δεξιούται· μία άπειρη χαρά διατρέχει την ισορροπία της σκηνής.
Η ευαισθησία είναι ο τρόπος της υπάρξεως που ταιριάζει στο γεγονός της καταπαύσεως. 
Γραμμές και καμπύλες: Βρισκόμαστε εντός το τόπου του Λόγου, που αθόρυβα αρθρώνεται.

Μοιάζει δύσκολο, αν πρώτα σκεφτείς αυτή την άπειρη δωρεά, να επιστρέψεις στον εαυτό σου και να περπατήσεις τον δρόμο σου.
Άκου όμως αυτόν τον χτύπο που σε συντροφεύει, συμπορεύσου με την εικόνα, ανάπνευσε μέσα στο θάμβος της κατάπαυσης.


[Μετάφραση: Ευάγγελος Σταυρόπουλος]


antifono – [2fA]



Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

"Στα χρόνια του Ακαθίστου "




Αναστασίου Φιλιππίδη  -  Μια ιστορική αναδρομή

….    Στις αρχές του έβδομου αιώνα, ο ελληνορωμαϊκός κόσμος βρέθηκε για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με τον προαιώνιο εχθρό, τους Πέρσες, κι αυτή έμελλε να είναι η τελική αναμέτρηση.
Μετά τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, μετά την Ισσό και τα Γαυγάμηλα, μετά τους πολέμους του Ιουλιανού και του Ιουστινιανού, η υπερχιλιετής σύγκρουση πήρε πλέον την μορφή ολοκληρωτικού πολέμου.
Όταν μάλιστα, τον Μάιο του 614, ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης μπήκε στα Ιεροσόλυμα και σύλησε την Αγία Πόλη, αρπάζοντας το ιερότερο κειμήλιο της Χριστιανοσύνης, τον Τίμιο Σταυρό, ο πόλεμος άγγιξε το βαθύτατο θρησκευτικό συναίσθημα των Ρωμαίων.  ….

Η αρπαγή του Τιμίου Σταυρού προφανώς, δεν είχε ιδιαίτερη αξία για τους ειδωλολάτρες Πέρσες.
Επειδή όμως, μια σύζυγος και διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Χοσρόη ήταν νεστοριανοί Χριστιανοί, δεν αποκλείεται να υποκίνησαν αυτή την ενέργεια, ώστε να χρησιμοποιήσουν το σημαντικότερο σύμβολο της Χριστιανοσύνης για τη νομιμοποίηση του δικού τους δόγματος.

Το 616 υποδουλώθηκε και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, η Αλεξάνδρεια και στην συνέχεια όλη η Αίγυπτος και η Καρχηδόνα, όπου ζούσε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος πριν ανέλθει στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, άλλη περσική στρατιά εισέβαλε στη Μικρά Ασία και έφτασε ως την Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.   ….
Στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε το κράτος, η Εκκλησία διέθεσε στο κρατικό νομισματοκοπείο όλους τους θησαυρούς της σε χρυσό και αργυρά σκεύη.

Ο Ηράκλειος προχώρησε σε μια εσπευσμένη ανασυγκρότηση του στρατού και ήταν έτοιμος για την απελευθερωτική εκστρατεία το 622. Στις 4 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, με την στολή του απλού στρατιώτη κοινώνησε δημόσια.
Την επόμενη μέρα προσευχήθηκε στην Αγιά-Σοφιά, πήρε την Αχειροποίητη εικόνα του Χριστού, κατέβηκε στην παραλία και επιβιβάστηκε στα πλοία.
Την φύλαξη της πόλης την ανέθεσε σε μια μικρή φρουρά – ουσιαστικά μόνο στην Παναγία.
Τα αποχαιρετιστήρια λόγια του προς τον Πατριάρχη Σέργιο ήταν:
«Εις χείρας της Θεομήτορος αφίημι την πόλιν ταύτην και τον υιόν μου».
(Γεώργιος Μοναχός, «Σύντομο Χρονικό», 110.829.23).

Πριν αρχίσει τις εχθροπραξίες έστειλε πρέσβεις ζητώντας ειρήνη από τον Πέρση βασιλιά.
Ο Χοσρόης απάντησε: «Ει αρνήσεται ο βασιλεύς υμών τον εσταυρωμένον και προσκυνήσει τω ηλίω, ποιώ ειρήνην»
(Γεώργιος Μοναχός, «Σύντομο Χρονικό», 110.832.1).
Ο πόλεμος δεν ήταν πια μόνο για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και για την πίστη του Χριστού.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια διεξήχθησαν αδυσώπητες συγκρούσεις στα βάθη της Μικράς Ασίας, στη Λαζική, στην Αρμενία.
Τον Απρίλιο του 626 ο Ηράκλειος με όλο τον στρατό βρισκόταν στη Σεβάστεια.
Και τότε, ξαφνικά, πραγματοποιήθηκε ο χειρότερος εφιάλτης της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής, αυτό που πάντα προσπαθούσε να αποφύγει με απειλές, με συμμαχίες, με κατευνασμoύς, με δωροδοκίες.
Για πρώτη, και τελευταία, φορά της επιτέθηκαν συγχρόνως ο εχθρός από το Βορρά και ο εχθρός από την Ανατολή.

Στις 29 Ιουλίου, κι ενώ ο ρωμαϊκός στρατός βρισκόταν περίπου 800 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης ένα τεράστιο πλήθος Αβάρων (100.000 με 150.000).
Τα μονόξυλα πλοία τους, «πλήθος άπειρον» κατά τον Θεοφάνη, κάλυψαν όλο τον Κεράτιο Κόλπο, «τον κόλπον του Κέρατος επλήρωσαν».
Ταυτόχρονα, στην απέναντι ακτή του Βοσπόρου, στη Χαλκηδόνα, έφτασε ο περσικός στρατός, έτοιμος να επιτεθεί από τη θάλασσα.

Η κατάσταση ήταν απελπιστική για τους πολιορκούμενους και αυτό το γνώριζε και ο χαγάνος, ο βασιλιάς των Αβάρων.
Απέρριψε όλες τις προτάσεις εκεχειρίας, που περιλάμβαναν την πληρωμή τεράστιων ετήσιων ποσών σε χρυσό καθώς και μεγάλη εφάπαξ πληρωμή, λέγοντας χαρακτηριστικά πως δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας εκτός κι αν γίνονταν ψάρια για να διαφύγουν κολυμπώντας η πουλιά για να πετάξουν στον ουρανό («άλλως γαρ υμάς ουκ ένι σωθήναι, μη ιχθύες έχετε γενέσθαι και δια θαλάσσης απελθείν η πτερωτοί και εις τον ουρανόν ανελθείν» σημειώνει το «Πασχάλιο Χρονικό», πηγή σύγχρονη με τα γεγονότα).

Στις 6 Αυγούστου οι Άβαροι κατέλαβαν με έφοδο την εκκλησία των Βλαχερνών στο ευάλωτο βορειοανατολικό άκρο της πόλης και ετοιμάστηκαν για την τελική επίθεση σε συνεννόηση με τους Πέρσες.
Έδωσαν εντολή στα μονόξυλα να επιτεθούν όταν δουν φωτιές στο ακραίο σημείο των θαλάσσιων τειχών, ώστε να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον ρωμαϊκό στόλο και να μεταφερθούν με ασφάλεια οι Πέρσες με τα υπόλοιπα πλοία.

Εκείνη την δραματική νύχτα, καθώς ο πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη με την εικόνα της Παναγίας για να ενθαρρύνει τους υπερασπιστές και οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας ανέπεμπαν δεήσεις στην Υπεραγία Θεοτόκο, η ρωμαϊκή κατασκοπεία κατάφερε να υποκλέψει το σύνθημα των εχθρών.
Νωρίς τα ξημερώματα οι αμυνόμενοι άναψαν φωτιές στην άκρη των θαλάσσιων τειχών, προκαλώντας την άκαιρη επίθεση των μονόξυλων.
Ο ρωμαϊκός στόλος περίμενε και τα εξολόθρευσε.
Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στα υπόλοιπα πλοία που είχαν αρχίσει να μεταφέρουν Πέρσες από την Χαλκηδόνα και τα βύθισαν όλα.
Μέσα στον πανικό που ακολούθησε, απέτυχε και η χερσαία επίθεση των Αβάρων εκείνη την ημέρα, αφήνοντας χιλιάδες νεκρούς.

Ο εμβρόντητος χαγάνος διέταξε τα υπολείμματα του στρατού του να αποχωρήσουν. 
Την επόμενη μέρα, 8 Αυγούστου, έφτασε στον Βόσπορο, μετά από πορεία 800 χιλιομέτρων, ο αδερφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος, επικεφαλής μεγάλης ρωμαϊκής στρατιάς. 
Η Βασιλεύουσα είχε σωθεί οριστικά από την χειρότερη δοκιμασία της μέχρι τότε ιστορίας της.

Οι κάτοικοι της Πόλης δεν είχαν καμιά αμφιβολία για το ποιός τους είχε σώσει: «μόνην γαρ οίμαι την Τεκούσαν ασπόρως τα τόξα τείναι και βαλείν την ασπίδα, και ταις αδήλοις συμπλοκαίς μεμιγμένην βάλλειν, τιτρώσκειν, αντιπέμπειν το ξίφος, ανατρέπειν τε και καλύπτειν τα σκάφη δούναί τε πάσι τον βυθόν κατοικίαν», έγραφε ο Γεώργιος Πισίδης που παραβρέθηκε στα γεγονότα («Εις την γενομένην έφοδον των βαρβάρων και εις την αυτών αστοχίαν», στ. 451-456).
«Τη του θεού δυνάμει και συνεργία και ταις πρεσβείαις της αχράντου και θεομήτορος παρθένου ηττήθησαν» σημείωνε ο Θεοφάνης.

Άλλωστε ο ίδιος ο χαγάνος ομολογούσε κατάπληκτος στη διάρκεια της μάχης ότι «εγώ θεωρώ γυναίκα σεμνοφορούσαν περιτρέχουσαν εις το τείχος μόνην ούσαν»
(Πασχάλιο Χρονικό, 725).
Όλος ο λαός, με επικεφαλής τον πατριάρχη Σέργιο, έτρεξε στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών για να ευχαριστήση την Παναγία.
Εκείνο το βράδυ της 8ης Αυγούστου 626, όρθιοι έψαλαν τον ύμνο που από τότε ονομάστηκε «Ακάθιστος», δοξολογώντας και αποδίδοντας την σωτηρία «τη υπερμάχω στρατηγώ», γνωρίζοντας ότι αυτή αποδείχθηκε «της βασιλείας το απόρθητον τείχος».

Δύο χρόνια αργότερα, ο Ηράκλειος εισήλθε θριαμβευτικά στην περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα, και υπέταξε οριστικά τον αιώνιο αντίπαλο.
Βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και τον ύψωσε πανηγυρικά και πάλι στα Ιεροσόλυμα.
Ήταν πλέον ο αληθινός πλανητάρχης, τα κατορθώματα του οποίου υμνήθηκαν επί αιώνες σε Ανατολή και Δύση, όπως φαίνεται από το έργο του Άραβα ιστορικού Ίμπν Καθίρ (14ος αιώνας), το Φραγκικό «Χρονικό του Φρεντεγκάρ» (7ος αιώνας), την τοιχογραφία του καθεδρικού ναού του Μπράουνσβαϊγκ (12ος αιώνας) και την τοιχογραφία της Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας (14ος αιώνας).

Στις 15 Μαΐου 629, Κυριακή της Πεντηκοστής, από τον άμβωνα της Αγιά-Σοφιάς αναγνώστηκε το νικητήριο διάγγελμα του αυτοκράτορα, το οποίο διασώζεται στο «Πασχάλιο Χρονικό».
Η αρχή του είναι ενδεικτική του πνεύματος των προγόνων μας, ανεξαρτήτως θέσης και εξουσίας: «Αλαλάξατε τω Θεώ πάσα η γη, δουλεύσατε τω Κυρίω εν ευφροσύνη, εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει, και γνώτε ότι Κύριος αυτός εστιν ο Θεός. Aυτός εποίησεν ημάς και ουχ ημείς· ημείς δε λαός αυτού εσμεν και πρόβατα νομής Αυτού».  ….

Αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα μας φέρνει στη μνήμη κάθε χρόνο η ακολουθία των Χαιρετισμών θυμίζοντας σε όλους μας ότι στις πιο απελπισμένες στιγμές, όταν δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη βοήθεια, δεν μας ξεχνά ο Θεός.  ….



parenbasis – [2fA]\

                              



Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

"Στη μνήμη Χατζηγεώργη "




ΓΙΟΡΤΗ ΚΑΙ ΛΕΙΠΕΙΣ


Γιορτή σου σήμερα, γεννήθηκε  η Άνοιξη
θα λουλουδιάσουν οι κήποι κι οι καρδιές
και λείπεις…

Σύννεφο ήσουν περαστικό
στον ουρανό του απομεσήμερου
σχήμα συμβολικά βυζαντινό
σε σθένος και εμπνεύσεις
τραγούδια ύμνους και ψαλμούς
με οραματισμούς πέρα από οριοθετήσεις
και αετίσια κοφτερή θωριά
στα ονειρικά αιθέρια περίπολα σου

για θαύματα μιλούσες και προσδοκίες γενεών
για παραδόσεις και ανάσταση ονείρων
σαν το βλαστάρι που στρέφεται στον ήλιο
για χάδι πρωινό
ή σαν τη γέρικη ιτιά που ψιθυρίζει προσευχές
στη μοναξιά της
- ρίζες πίστης, πολλή ελπίδα
και φυλλωσιές αγάπης…

Στην τροχιά που ακολουθούσες
στους δρόμους τους μοναχικούς
ίσκιος κι ανάσα στην ιδρωμένη ανηφοριά
στάλες δροσιάς μελωδικές στις κλίμακες
της αγρυπνίας κι άπλωνες
παρηγοριά στον αδερφό το δάκρυ σου
ψιλόβροχο
στο πονεμένο μάγουλο του

σύννεφο ήσουν άπιαστο περαστικό
και φύσηξε τ’ αγέρι κι έφυγες
σε άλλους ουρανούς γιορταστικούς
ταξίδι μακρινό και τελευταίο
σ’ ένα αύριο ειρηνικό
κι απάνεμο.



Μ Ψ

                                         


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

"Μέγας Κανών στην Πορταριά"





Γιώργος Δ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος,
[Φύλλο υπ’ αρ. 4 της έκδοσης ΠΟΡΤΑΡΙΑ, Ιανουάριος 1999]


...  Αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα-Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1942, μας είχε διηγηθεί.
Ποια χρονιά ακριβώς συνέβη, δεν το ξέρω. 
Το παραθέτω, όπως μας το διηγήθηκε ο παππούς μου.

Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο Μεγάλος Κανόνας του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. 
Βγήκε στην Ωραία Πύλη ο παππούς μου με το βιβλίο στο χέρι, που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα, και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια.
Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. 
Και ήτανε πάρα πολλά.

Διάβασε το πρώτο και πήρε μια βαθειά ανάσα, έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιος, που στεκότανε όρθιος από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. 
Ο παππούς μου ξαφνιάστηκε λίγο και προχώρησε στο τρίτο. 
Ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους το τέταρτο.

Ο παππούς μου, με αγωνία που αυξανόταν, διάβασε την πέμπτη στροφή και ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους την έκτη, και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα. 
Ο παππούς μου διαβάζοντας από το βιβλίο και ο άγνωστος απ’ έξω, χωρίς βιβλίο. 

Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. 
Αυτός μετά δυσκολίας, κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου και τα απήγγελλε μεστά περιεχομένου.

Ο φόβος του έβαλε την ιδέα, ότι ο ξένος ήταν άγγελος Κυρίου, σταλμένος από τον Θεό να ελέγξει αν επιτελεί σωστά το έργο του. 
Και πρόσθετε ο παππούς μου: «Ήμουν και νέος παπάς…».

Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό να βγάλει το πετραχήλι και έως ότου βγει έξω ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Πράγμα που εμπέδωσε, στη αρχή, την υποψία του αγνού ιερέα για την εξ ουρανών προέλευση του αγνώστου.
Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του απόκοσμου ξένου. 

Ρώτησε και έμαθε στη συνέχεια ότι αυτός ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις και το παρουσιαστικό του, ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. 
Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.

Να λοιπόν που το χωριό μας, συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα του σε ένα δρόμο της συνοικίας, που έμενε ο αδελφός του Γιώργης.




                                                 


"Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά "



Άνοιξη – Ανάταση – Ανάσταση - Ζωή
"Κάθε βράδυ νά παλεύεις στόν γκρεμνό, μέ τόν θάνατο"
 

                                               






ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ: Πέρα από την χώρα του θανάτου
-  Ιστορίες μετανοίας, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα
Συγγραφέας: π. Χριστόδουλος Μπίθας


Μπῆκε στόν μισοσκότεινο ναό καί κοίταξε τά καντήλια πού τρεμόπαιζαν φωτίζοντας τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων. Στάθηκε στήν ἄκρη τοῦ τέμπλου καί κάθισε στό ψαλτήρι νά ξαποστάσει ἡ ψυχή του ἀπό τόν κάματο.
Ἀσυναίσθητα ἄρχισε νά σιγοψέλνει τό «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα....».
Γνωρίζει πολύ καλά πώς ὅλη ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι μιά πάλη μέ τόν πιό παράλογο καί ἀδυσώπητο ἐχθρό, τόν θάνατο.
Δέν χωροῦν ἐδῶ μεταφυσικές ψευδοβεβαιότητες, οὔτε κούφια λόγια.

Ὅσα θεολογικά κείμενα κι ἄν εἶχε διαβάσει, ὅσες πραγματεῖες γύρω ἀπό τόν θανάτο, ὅσα πατερικά κείμενα κι ἄν ρούφηξε μέ ἀγωνία ψυχῆς, ὅταν ἔνοιωσε νά πνίγεται ἀπό τόν πνευματικό θάνατο κι ἄρχισε νά ἐλπίζει στήν Ἀνάσταση, κατανόησε πώς μόνο ἡ προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό μποροῦσε νά τοῦ δώσει ἀπαντήσεις, ὄχι ἀπό αὐτές πού ἀκούει τό ἀνθρώπινο αὐτί, ἀλλά ἀπό ἐκεῖνες πού ὁ Θεός ψιθυρίζει μυστικά στήν ὕπαρξη.

Πῶς στέκεται ὁ ἄνθρωπος μπροστά στό παράλογο γεγονός τοῦ θανάτου;
Πῶς μπορεῖ κάποιος νά ἀντέξει τήν ἀπώλεια ἀγαπημένων προσώπων, τόν φόβο τῆς ἀνυπαρξίας, τήν ἀγωνία τῆς φθορᾶς;


Στό βιβλίο παρουσιάζονται ἀφηγήματα βασισμένα σέ πραγματικά γεγονότα, ἱστορίες ἀνθρώπων πού μέσα ἀπό ὀδυνηρές ἐμπειρίες ὁδηγήθηκαν στήν μετάνοια.
Μαρτυρίες πού φανερώνουν πώς ἐκεῖ πού ὅλα μοιάζουν σκοτεινά καί ἀνυπόφορα, μπορεῖ νά βλαστήσει ἡ προσμονή στό Φῶς κι ἡ προσδοκία τῆς Ἀνάστασης.
Μόνο ἅμα νοιώσεις, καθώς λέει ὁ ποιητής, κάθε βράδυ νά παλεύεις στόν γκρεμνό, μέ τόν θάνατο, κρεμασμένος σχεδόν ἀλλά ὄρθιος, πατώντας στήν κόψη ἑνός ξυραφιοῦ, μπορεῖς νά ἐννοήσεις τί σημαίνουν ὅλα αὐτά.

Εἶναι στιγμές στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού ξεπερνοῦν τήν λογική καί συνθλίβουν τήν ὕπαρξη στήν ἀκραία ἀπελπισία.
Κι ἄν ἐκείνη τήν ὥρα ἀφήσεις νά συντελεστεῖ μέσα σου αὐτό τό μυστήριο τῆς πίστης, δέν ξέρω πῶς γίνεται, σοῦ δίνεται, σοῦ χαρίζεται, τότε ὅλα ἀλλάζουν μονομιᾶς, ἀστραπιαῖα, σέ ἁρπάζει ὁ Θεός.
Ξέρω πώς πολλοί σέ τέτοιες συνθῆκες Τόν ἀπαρνοῦνται, γιατί τούς πνίγει τό ἐρώτημα γιατί νά ὑπάρχει τόσο κακό καί πόνος καί θάνατος καί τελικά θεομαχοῦν.
Μά σέ ἐμένα ἐπέτρεψε ὁ Χριστός νά Τόν γνωρίσω μέσα ἀπό τόν πόνο καί νά Τόν ἀγαπήσω καί Τοῦ ὑποσχέθηκα μέσα στήν θλίψη μου πώς θά παλεύω νά ἀγαπῶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς πονάω, ὅπως ἔκανε καί Ἐκεῖνος.



taxiarches – [2fA]