Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Η πεδιάδα με τα κόκαλα

 



Προφήτης Ιεζεκιήλ (37, 1-14)
Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος


Ένιωσα πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου. Μ’ έβγαλε με το Πνεύμα του έξω, μ’ έφερε σε μια πεδιάδα που ήταν γεμάτη κόκαλα και με περιέφερε πάνω απ’ αυτά.
Τα κόκαλα ήταν πάρα πολλά και πολύ ξερά, απλωμένα στην πεδιάδα.

«Άνθρωπε», με ρώτησε, «μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα;»
Κι εγώ απάντησα: «Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις».
Τότε μου είπε: «Μίλα εκ μέρους μου σ’ αυτά τα κόκαλα και πες τους: “κόκαλα εσείς ξερά, ο Κύριος ο Θεός σάς λέει: Προσέξτε! Εγώ θα φέρω πνοή μέσα σας και θα πάρετε ζωή. Θα σας δώσω νεύρα και θα κάνω να ’ρθει πάνω σας σάρκα και θα τη σκεπάσω με δέρμα· μετά θα σας δώσω πνοή και θα πάρετε ζωή.
Τότε θα μάθετε, ότι εγώ είμαι ο Κύριος”».

Προφήτεψα, λοιπόν, κατά πώς διατάχθηκα. Κι εκεί που προφήτευα, έγινε ένας θόρυβος κι ακούγονταν τριξίματα· τα κόκαλα πλησίαζαν το ένα το άλλο.
Ύστερα κοίταξα και είδα ότι νεύρα και σάρκες φύτρωναν πάνω στα κόκαλα και μετά ντύθηκαν με δέρμα· ζωή όμως δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους.

Τότε μου είπε ο Κύριος: «Μίλα εκ μέρους μου στην πνοή της ζωής!
Προφήτεψε, άνθρωπε, και πες της: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Έλα, πνοή, από τις τέσσερις άκρες και μπες μέσα σ’ αυτά τα πτώματα για να ξαναπάρουν ζωή”».
Προφήτεψα, λοιπόν, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Μπήκε τότε η πνοή της ζωής στα πτώματα και αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, κι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο στράτευμα.

«Άνθρωπε», μου είπε ο Κύριος, «αυτά τα κόκαλα συμβολίζουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι λένε συνεχώς ότι είναι σαν ξερά κόκαλα, ότι χάθηκε κάθε ελπίδα γι' αυτούς, ότι είναι χαμένοι πια.
Γι’ αυτό, προφήτεψε και πες τους ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: “θ’ ανοίξω τους τάφους σας και θα σας βγάλω μες απ’ αυτούς, λαέ μου, και θα σας φέρω στη χώρα του Ισραήλ. Κι όταν το κάνω αυτό θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα σας δώσω το Πνεύμα μου και θα ξαναβρείτε τη ζωή. Θα σας φέρω στη χώρα σας και θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Το είπα και θα το κάνω εγώ, ο Κύριος».


π. Ζ – 2φΑ

                                            

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αναστάσιμος Ημέρα!

 


"Ἡ μεταποίηση τῶν παθῶν σέ ἀρετές, ὡς πράξη λογοποίησης τοῦ κόσμου"

Βασίλειος Μπετσᾶκος
[Ἀπό τό βιβλίο «ΣΤΑΣΙΣ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟΣ    Ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀριστοτελικῆς κινήσεως στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», ἐκδ. “Ἀρμός» 2006]


 κί­νη­ση ­νή­κει στὴ φύ­ση τῶν κτι­στῶν­στε δὲν εἶ­ναι στὴν εὐ­χέ­ρειά τους νὰ ἀκινητή­σουν 
­πὸ μό­να τους. Στὴν εὐ­χέ­ρεια ὅ­μως τῶν λο­γι­κῶν ὄν­των ἐναπόκειται,  τρό­πος τῆς κι­νή­σε­ως. 
 κα­τὰ φύ­σιν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι ­ναγ­κα­στι­κὸ δε­δο­μέ­νο, στὸ ­ποῖ­ο εἶ­ναι δέ­σμιος· 
­πα­φί­ε­ται στὴν ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή του ἂν θὰ ἐμ­μεί­νει στὴν κί­νη­ση πρὸς τὸν Θε­ ἄν­νάν­τια στὸν φυ­σι­κὸ προ­ο­ρι­σμό του, θὰ ­κτρέ­ψει τὴν κί­νη­σή του πρὸς κτί­σμα­τα ­πο­κομ­μέ­να ­πὸ τοὺς
λό­γους τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους.

 Ἐκτροπὴ τῆς κινήσεως τοῦ νοῦ

ἕλ­ξη τῶν αἰ­σθη­τῶν ­κτρέ­πει τὴν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ­πὸ τὸ «κα­τὰ φύ­σι­ν» στὸ 
«πα­ρὰ φύ­σι­ν». Καὶ ­πο­κλει­στι­κὴ ἐμ­μο­νὴ στὶς αἰ­σθή­σεις συ­σκο­τί­ζει τὴ θέ­α­ση τῆς φύ­σης· 
ἂν  ἄν­θρω­πος ἀρ­κε­στεῖ στὴ δύ­να­μη τῶν αἰ­σθή­σε­ων (= ἂν ­πι­λέ­ξει ­ναν τρό­πο ζω­ῆς στὴν 
­πη­ρε­σί­α τῶν πα­θῶν καὶ τῆς πα­ρά­χρη­σης τῶν κτι­σμά­των) καὶ δὲν ­νερ­γο­ποι­ή­σει τὴν γνω­στι­κὴ 
δύ­να­μη τοῦ λό­γου, βυ­θί­ζε­ται στὸ σκό­τος τῆς ­πό­λυ­της ­γνοι­ας.

Μέ­σα ­πὸ τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς «αἴ­σθη­ση­ς»  πε­ρι­πλα­νώ­με­νη ψυ­χὴ πα­ρα­πεί­θε­ται καὶ μέ­νει
προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ συγ­γε­νὲς ἀν­τι­κεί­με­νο (τὸ «προ­σφυ­ὲς αἰ­σθη­τό­ν») τῆς κα­θε­μιᾶς ­πὸ τὶς
πέν­τε αἰ­σθή­σεις­τσι χά­νει τὸν δρό­μο της πρὸς τὸν Θεό.
Ἐκτροπὴ τῆς κί­νη­σης ση­μαί­νει ­πώ­λεια τοῦ στό­χου της­πο­τα­γὴ στὸν πα­ρα­λο­γι­σμὸ τῶν 
ἀν­τι­φα­τι­κῶν ­πι­μέ­ρους κι­νή­σε­ων

­πο­μο­νω­μέ­νη  αἰ­σθη­τι­κὴ λει­τουρ­γί­α -ἐν  τῆς ­λο­γί­ας ­πάρ­χει σαφῶς  κίνησις- ἀπὸ τὶς 
ἄλ­λες γνω­στι­κὲς δυ­νά­μεις, τὸν λό­γο καὶ τὸν νοῦἀδυνατεῖ νὰ λει­τουρ­γή­σει στὴν προ­ο­πτι­κὴ 
τῆς εὕ­ρε­σης τοῦ «τέλους». ­γνοι­α τοῦ τέ­λους συ­νε­πά­γε­ται καὶ ἄγνοι­α τῆς «ἀρ­χῆς», ­γνοι­α
τοῦ ἴδιου τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ ἂν  ἄν­θρω­ποςμέ­σος ὢν Θε­οῦ καὶ ­λης, δὲν κι­νη­θεῖ πρὸς τὸν Θε­, ἀλ­λὰ πρὸς τὴν ­λη
ἐγ­κλω­βί­ζει τὴν κί­νη­σή του στὰ ­ρια τῆς δι­κῆς του ­τε­λοῦς ­πάρ­ξε­ως·
πλα­νη­μέ­νος νο­μί­ζει ­τι κα­τέ­χει τὴν τε­λει­ό­τη­τα­νῶ βι­ώ­νει τὴν ἔκ­πτω­ση ­πὸ τὸ ­διο τὸ εἶ­ναι.
Εἰ­σά­γει  ­διος τὴν φθο­ρὰ στὴν ­παρ­ξή του ὡς πλημ­με­λῆ καὶ ­ναρ­μό­νιον πα­ρὰ τὴν τά­ξιν κί­νη­σιν
τῆς
φύ­σε­ως φθο­ρὰ καὶ  θά­να­τος εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς  ­πο­μά­κρυν­σης ­πὸ τὸν Θε­ό, τῆς πτώ­σης
 πτώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ­φε­νὸς τὴν εὐ­χέ­ρεια καὶ ­νε­ση στὴ ρο­πὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὰ πά­θη
­φε­τέ­ρου τὴν ­στά­θε­ι­α καὶ­νω­μα­λί­α στὴν κτί­ση φθο­ρὰ καὶ  θά­να­τος ­πε­κτεί­νον­ται καὶ
­κτὸς τοῦ πρω­ταί­τιου ἀν­θρώ­που· μὲ δι­κή του εὐ­θύ­νη εἰ­σά­γον­ται καὶ στὸν κό­σμο.

 φι­λαυ­τί­α ­χι μό­νο δὲν ­λο­κλη­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­ποἀλ­λὰ τὸν ­δη­γεῖ σὲ πολ­λα­πλὴ κα­τά­τμη­ση
τῆς φύ­σης του κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη φύ­ση­δυ­να­τών­τας νὰ κι­νη­θεῖ πρὸς ­να τέ­λος ­κτὸς τῆς 
­διαςἐμ­πλέ­κε­ται στὴν ­νω­μα­λί­α τῆς ­λο­γης κί­νη­σης. Μό­νο τὸ ­λεύ­θε­ρο γνω­μι­κὸ θέ­λη­μα τοῦ
ἀν­θρώ­πουοἱ προ­σω­πι­κές του δυ­να­τό­τη­τες σὲ δι­α­μά­χη πλέ­ον πρὸς τὴ ρο­πὴ τῆς φύ­σηςμπο­ρεῖ 
νὰ συ­νερ­γή­σει στὴν ­πα­νεύ­ρε­ση τοῦ δρό­μου πρὸς τὸν Θε­ό [1].

Ἀλ­λὰ καὶ ­λεύ­θε­ρη γνώ­μη-βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μο­νά­χα ρό­λο συ­νερ­γί­ας ­χει στὸν 
­να­προ­σα­να­το­λι­σμὸ τῆς φυ­σι­κῆς κί­νη­σης πρὸς τὸν Θε­ό ­διος  φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς 
­πα­να­φέ­ρει στὴ φυ­σι­κὴ τρο­χιά της τὴν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, κα­θὼς πρῶ­τος Αὐ­τὸς κι­νεῖ­ται
καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος­να τὴν φύ­σιν τῶν ἀν­θρώ­πων πρὸς ­αυ­τὸν συ­να­γά­γῃ, καὶ στή­σῃ τοῦ 
φέ
­ρε­σθαι κα­κῶς, πρὸς ­αυ­τήν, μᾶλ­λον δὲ κα­θ’ ­αυ­τῆς στα­σι­ά­ζου­σάν τε καὶ με­με­ρι­σμέ­νην· καὶ 
μη
­δε­μί­αν ­χου­σαν στά­σιν, διὰ τὴν πε­ρὶ ­κα­στον τῆς γνώ­μης ­στάθ­μη­τον κί­νη­σιν.

Πάθη (ἐσφαλμένη χρῆσις νοημάτων – παράχρησις πραγμάτων)

Ἡ ἐ­κτρο­πὴ τῆς κί­νη­σης ἀ­πὸ τὸν κα­τὰ φύ­σιν στό­χο της συ­νι­στᾶ νό­σο, δι­ό­τι ἡ πα­ρὰ φύ­σιν-
πα­ρά­λο­γη κί­νη­ση, ἀ­στο­χών­τας ὡς πρὸς τὸ τέ­λος της, δου­λεύ­ει στὴ φθο­ρὰ μιᾶς ἄ­λο­γης
πο­λυ­μορ­φί­ας. Ὅ­ταν ἡ κί­νη­ση τῶν ὄν­των παύ­ει νὰ λει­τουρ­γεῖ μὲ τρό­πο συ­νεύ­ον­τα 
τῷ λό­γῳ τῆς φύ­σε­ως, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο φθαρ­τι­κόν τοῦ λό­γου τῆς φύ­σε­ως, τὰ ὄν­τα πά­σχουν.
Οἱ πολ­λὲς μορ­φὲς τῆς νο­ση­ρῆς κι­νή­σε­ως εἶ­ναι τὰ πά­θηΠά­θος ἐ­στὶ ψε­κτόν, κί­νη­σις ψυ­χῆς
πα­ρὰ φύ­σι­ν [2].
 
Ἡ κί­νη­ση τῆς πε­ρι­πλα­νώ­με­νης καὶ πλα­νη­μέ­νης ψυ­χῆς ἀ­πο­τε­λεῖ πά­θος καὶ νό­ση­μα, δι­ό­τι 
ἡ ψυ­χὴ τε­λι­κὰ τὴν ὑ­φί­στα­ται ὡς φθο­ρὰ καὶ θά­να­τον.

Τὰ πά­θη συ­νι­στοῦν κα­ταρ­χὴν δυ­σαρ­μο­νί­α στὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν κό­σμο, γι’ αὐ­τὸ 
καὶ ἐν­το­πί­ζον­ται κα­τε­ξο­χὴν στὶς λει­τουρ­γί­ες τοῦ νοῦ, τοῦ ὀρ­γά­νου ποὺ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὶς
προ­σω­πι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες. Τὸ πρό­σω­πο, ἡ προ­αί­ρε­σις καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ποὺ
ἀ­πο­τυγ­χά­νουν στὴ λο­γο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου.

Ὅ­πως εἴ­δα­με, ὁ νοῦς στρέ­φε­ται στὸν κό­σμο καὶ ἀ­πο­κα­θι­στᾶ σχέ­ση μὲ αὐ­τόν·κα­τὰ τὴ φύ­ση του καὶ μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τῆς αἴ­σθη­σης νο­εῖ τὰ πράγ­μα­τα. Ὣς ἐ­δῶ λει­τουρ­γεῖ ἄ­μεμ­πτα, ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας
δυ­νά­μεις δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Τὸ νό­η­μα, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς νο­η­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, ἐν­το­πι­σμέ­νο ὄ­χι πιὰ ὅ­πως τὸ πράγ­μα ἔ­ξω 
ἀ­πὸ τὸν νοῦ ἀλ­λὰ ἐν­τὸς αὐ­τοῦ, ἐν­δέ­χε­ται νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ μὲ τρό­πο κα­κό: τῇ γὰρ ἐ­σφαλ­μέ­νῃ 
τῶν νο­η­μά­των χρή­σει ἡ πα­ρά­χρη­σις τῶν πραγ­μά­των ἀ­κο­λου­θεῖ
.

Τὸ πά­θος ἑ­δρά­ζε­ται στὴν κα­κὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος. 
Ἡ ἄ­λο­γη χρή­ση (πα­ρά­χρη­σις ἢ κα­τά­χρη­σις) τῶν νο­η­μά­των, καὶ κα­τὰ προ­έ­κτα­ση τῶν πραγ­μά­των,
γεν­νᾶ τὰ πά­θη, τὴν ἀ­κο­λα­σί­α, τὸ μί­σος, τὴν ἄ­γνοι­α· ἀν­τί­θε­τα, ἡ εὔ­λο­γη χρή­ση γεν­νᾶ τὴν
σω­φρο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ γνώ­ση [3].

Κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται στὴ σύ­ζευ­ξη ἐ­νὸς αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τῆς ἀν­τί­στοι­χης αἴ­σθη­σης) καὶ μιᾶς φυ­σι­κῆς ἀν­θρώ­πι­νης δύ­να­μης (πχ. τοῦ θυ­μοῦ, τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας, τοῦ λό­γου)· ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ
ἔ­χει ἐ­κτρα­πεῖ ἀ­πὸ τὸ φυ­σι­κὸ στό­χο της, ἐ­ξυ­η­η­ρε­τών­τας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴ σύ­ζευ­ξή της μὲ τὸ 
συγ­κε­κρι­μέ­νο αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα, ἕ­να νέ­ο – κα­τὰ σύν­θε­σιν – τέ­λος. 

Ὁ νοῦς ἔ­χει τὴν εὐ­θύ­νη νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ τέ­λος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τῆς
αἰ­σθή­σε­ως ποὺ τὸ προσ­λαμ­βά­νει) ἀ­πὸ τὸ τέ­λος τῆς φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως, καὶ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει ἔ­τσι
τὸ κα­θέ­να στὸν οἰ­κεῖ­ο λό­γο του.

Γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ ὁ νοῦς, πρέ­πει, πρῶ­τον, νὰ θε­ω­ρή­σει τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα κα­θαυ­τό· πρέ­πει, 
ἀ­κό­μα, νὰ ἀ­πε­ξαρ­τή­σει τὴν ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση ἀ­πὸ τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ θε­ω­ρή­σει 
ἀ­πρό­σβλη­τη ἀ­πὸ τὴν οἰ­κει­ό­τη­τα πρὸς τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό της.

Δεύ­τε­ρον, εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ ἀ­κυ­ρώ­σει ὁ νοῦς τὴν δι­ά­θε­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φυ­σι­κῆς δύ­να­μης πρὸς τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ τὴν αἴ­σθη­ση.

Τρί­τον, ὀ­φεί­λει ὁ νοῦς νὰ ἀ­φα­νί­σει παν­τε­λῶς καὶ τὴν φαν­τα­σί­α τῶν πα­θῶν κα­θε­αυ­τά, τὴν φαν­τα­σί­α
δη­λα­δὴ ποὺ γεν­νι­έ­ται ἀ­πόν­τος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος τοῦ συμ­πλε­κο­μέ­νου στὸ πά­θος [4]. 
Ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α ἔ­χει σα­φέ­στα­τα γνω­στι­κὸ-ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο, αὐ­τὸ τῆς συλ­λο­γῆς
τῶν λό­γων τῆς φύ­σε­ως.

Ἡ ἐμ­μο­νὴ στὸ πά­θος ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­να­πη­ρί­α τῶν γνω­στι­κῶν δυ­νά­με­ων τῆς ψυ­χῆς. 
Ἀ­πο­μο­νώ­νον­τας ὁ ἄν­θρω­π­ος τὴν πρω­ταρ­χι­κὴ λει­τουρ­γί­α τῆς αἴ­σθη­σης ἀ­πὸ τὸν λό­γο καὶ τὸν νοῦ, 
ἀ­πο­λυ­το­ποι­ών­τας δη­λα­δὴ τὴ γνώ­ση ποὺ αὐ­τὴ τοῦ προ­σφέ­ρει, μέ­νει δέ­σμιος μιᾶς αἴ­σθη­σης ἔγ­κλει­στης στὸν δι­κό της ἐ­πι­φα­νεια­κὸ καὶ πα­ρα­πλα­νη­τι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα.
Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ἐν­τὸς τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­να­φύ­ον­ται τὰ πά­θη: τὰ τῶν αἰ­σθη­τῶν εἴ­δη καὶ σχή­μα­τα, δι’ ὧν πέ­φυ­κε τὰ πά­θη δη­μι­ουρ­γεῖ­σθαι πε­ρὶ τὰς ἐ­πι­φα­νεί­ας τῶν ὁ­ρα­τῶν, στά­σιν λαμ­βα­νού­σης διὰ τῆς μέ­σης αἰ­σθή­σε­ως τῆς πε­ρὶ τὰ νο­η­τὰ δι­α­βά­σε­ως τῆς ἐν ἡ­μῖν λο­γι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας.

Ἂν οἱ αἰ­σθή­σεις δὲν εὐ­γε­νι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸν λό­γο, ἂν δὲν ἐν­τα­χθοῦν στὴν εὐ­σε­βῆ λει­τουρ­γί­α τοῦ νοῦ ποὺ τεί­νει νὰ βρεῖ τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ Νοῦ, γί­νον­ται δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κὴ τῆς ψυ­χῆς. 
γνω­στι­κὴ ἐμ­βέ­λεια τῶν αἰ­σθή­σε­ων φτά­νει μέ­χρι τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῶν πραγ­μά­των· χω­ρὶς τὴν 
λο­γι­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἡ ψυ­χὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ μπεῖ στὴν τρο­χιὰ τῆς δι­ά­βα­σης πρὸς τὰ νο­η­τά, καὶ τό­τε 
ἡ αἴ­σθη­ση χά­νει τὴν ἔμ­φυ­τη γνω­στι­κή της δύ­να­μη.

Ὁ Μά­ξι­μος χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ δύ­ο ση­μα­σί­ες τὸν ὅ­ρο ‘‘πά­θο­ς’’. Πρῶ­τον θε­ω­ρεῖ πά­θη ψε­κτὰ 
ἢ δι­α­βε­βλη­μέ­να, ὅ­λες τὶς πα­ρὰ φύ­σιν κι­νή­σεις τῆς ψυ­χῆς, ἐ­κτι­μών­τας πὼς ὑ­πεύ­θυ­νος γι’ αὐ­τὲς εἶ­ναι 
ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος· αὐ­τὰ τὰ πά­θη ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὶς κα­κί­ες.

Δεύ­τε­ρον, ὀ­νο­μά­ζει πά­θη ἀ­δι­ά­βλη­τα κά­ποι­ες φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό.
Αὐ­τές,ὑ­πο­κεί­με­νες στὴν τρο­πὴ καὶ τὴν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς κτι­στό­τη­τας, ἀ­νή­κουν στὴ ‘‘φύ­ση­’’ καὶ ὄ­χι στὸ ‘‘πρό­σω­πο­’’ τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ δὲν ση­μαί­νον­ται ἐ­ξαρ­χῆς ὡς κα­λὲς ἢ κα­κές · ὁ τρό­πος μὲ τὸν 
ὁ­ποῖ­ο θὰ τὶς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ νοῦς (ὁ ἄν­θρω­πος ὡς ἐ­λεύ­θε­ρο πρό­σω­πο) θὰ τὶς χα­ρα­κτη­ρί­σει
κα­λὲς ἢ κα­κές. […]

Ἀ­φοῦ, λοι­πόν, τὸ ἐμ­πα­θὲς νό­η­μα εἶ­ναι λο­γι­σμὸς σύν­θε­τος ἀ­πὸ κά­ποι­ο πά­θος καὶ νό­η­μα, ἐ­πα­φί­ε­ται στὴν ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ πά­θος ἀ­πὸ τὸ νό­η­μα, ὥ­στε νὰ κα­θαρ­θεῖ ὁ λο­γι­σμός. 
Ἡ ἀ­πο­κο­πὴ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­γά­πη καὶ ἐγ­κρά­τεια [5].

Τρόπος ὕπαρξης τῶν παθῶν

Ὁ νοῦς ἔ­χει τὴν ἐν­θύ­νη καὶ γιὰ τὴ σω­στὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ γιὰ τὴν πα­ρά­χρη­ση ἢ την
κα­τά­χρη­σή του. Γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὴν ἐμ­πλο­κή του στὰ πά­θη, ὀ­φεί­λει νὰ θε­ω­ρεῖ στὴν
κα­θα­ρό­τη­τά τους τοὺς λό­γους-τέ­λη ὄ­χι μό­νο τῶν ὄν­των, ἀλ­λὰ καὶ τῶν αἰ­σθή­σε­ων καὶ τῶν ἄλ­λων
φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων τοῦ ἀν­θρώ­που.

Μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ δι­εισ­δυ­τι­κό­τη­τα ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ἐ­πε­ξη­γεῖ πῶς ὁ νοῦς μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὰ πά­θη,
δι­δά­σκον­τάς μας μὲ ποι­όν τρό­πο ὑ­πάρ­χουν αὐ­τά: κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται ἀ­πὸ τὴν «συμ­πλο­κὴ­» δύ­ο
πα­ρα­γόν­των: ἀ­φε­νὸς κά­ποι­ου αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος καὶ τῆς ἀν­τί­στοι­χής του αἰ­σθή­σε­ως (θε­ω­ρεῖ­ται
δε­δο­μέ­νη μί­α συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα καὶ οἰ­κει­ό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στὰ αἰ­σθη­τὰ καὶ στὶς
αἰ­σθή­σεις), ἀ­φε­τέ­ρου κά­ποι­ας ἔμ­φυ­της δύ­να­μης, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ θυ­μὸς καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α.

Αὐ­τὰ τὰ ἀρ­χι­κὰ συ­στα­τι­κὰ τοῦ πά­θους, δη­λα­δὴ τὸ αἰ­σθη­τὸ ὄν (καὶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση) καὶ
ἡ ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη, ἐμ­πε­ρι­έ­χον­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς λί­αν κα­λῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. 

Ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δὲν γεν­νι­έ­ται οὔ­τε ἀ­πὸ ὄν­τα οὔ­τε ἀ­πὸ αἰ­σθή­σεις οὔ­τε ἀ­πὸ 
ἔμ­φυ­τες δυ­νά­μεις · ἐ­πί­σης, ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δὲν γεν­νι­έ­ταιἀ­πὸ μό­νη τὴν "δι­πλὴ 
συμ­πλο­κή", πρῶ­τον, τοῦ αἰ­σθη­τοῦ καὶ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, δεύ­τε­ρον τοῦ συμ­πλέγ­μα­τος αἰ­σθη­τοῦ-
αἴ­σθσης 
μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη

Ἡ νο­ση­ρό­τη­τα τοῦ πά­θους γεν­νι­έ­ται:
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ σύγ­χυ­ση τε­λῶν ποὺ ἐμ­φι­λο­χω­ρεῖ στὴ συμ­πλο­κὴ αἰ­σθη­τοῦ καὶ αἰ­σθή­σε­ως,
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴν ἐ­κτρο­πὴ τῆς ἔμ­φυ­της δύ­να­μης ἀ­πὸ τὸν κα­τὰ φύ­σιν λό­γο-τέ­λος της.

Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, θε­μέ­λιο τοῦ πά­θους καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις εἶ­ναι ἡ ἀ­στο­χί­α τῆς κί­νη­σης, ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ φυ­σι­κοῦ της τέ­λους : ἂν ἡ κί­νη­ση τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος κα­τευ­θυν­θεῖ πρὸς τὴν ἀν­τί­στοι­χη
αἴ­σθη­ση ἀ­γνο­ών­τας τὸν ἐ­νυ­πάρ­χον­τα στὸν Θε­ὸ λό­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας του, γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος.

Κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ἂν ἡ κί­νη­ση τῆς αἴ­σθη­σης ἐγ­κλω­βι­στεῖ στὴν οἰ­κει­ό­τη­τα ποὺ τὰ αἰ­σθη­τὰ ἔ­χουν
γι’ αὐ­τήν, ἂν μὲ ἄλ­λα λό­για πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἡ λει­τουρ­γι­κό­τη­τα τῆς αἴ­σθη­σης στὴν πρόσ­λη­ψη τῶν
αἰ­σθη­τῶν ὄν­των, χω­ρὶς τὴν ἀ­να­γω­γὴ τῆς αἰ­σθη­τη­ρια­κῆς λει­τουρ­γί­ας στὶς ἀ­νώ­τε­ρες γνω­στι­κὲς
βαθ­μί­δες τοῦ λό­γου καὶ τῆς νό­η­σης, καὶ πά­λι γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος.

Τὰ πά­θη ἀ­να­φύ­ον­ται ὅ­πο­τε τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ ἡ αἴ­σθη­ση συρ­ρι­κνώ­νουν (καὶ ἐ­ξαν­τλοῦν) τὰ τέ­λη τους σὲ μιὰ ‘‘ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα­’’, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τὸν λό­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους σὲ μιὰ ἀ­μοι­βαί­α
σκο­πι­μό­τη­τα: ὁ­σά­κις τὸ αἰ­σθη­τὸ ὑ­πάρ­χει γιὰ τὴν αἴ­σθη­ση καὶ ἡ αἴ­σθη­ση γιὰ τὸ αἰ­σθη­τό, 
ἐγ­κλω­βί­ζουν καὶ τὸν ἄν­θρω­πο στὸ πά­0­ος. Τὸ πά­θος εἶ­ναι τε­λι­κὰ θέ­μα προ­ο­πτι­κῆς: πρὸς τὰ ποῦ 
κι­νεῖ­ται ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, πρὸς τὴν ὕ­λη ἢ πρὸς τὸν Θε­ό.

Τὸ κακὸ ὡς παρυπόστασις

Στὴ ρί­ζα τῶν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρή­σε­ων βρί­σκε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ καὶ τῆς 
ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πα­ρά­δο­σης πὼς τὸ κα­κὸν δὲν ὑ­φί­στα­ται ὡς ὀν­τό­της-ὕ­παρ­ξη, δὲν ἀ­νή­κει
στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ· ἀλ­λὰ τὸ κα­κὸ ὡς στέ­ρη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ, ὡς ἀ­δυ­να­μί­α καὶ ἀ­σθέ­νεια, 
ὡς ἀ­τευ­ξί­α καὶ ἀ­πό­πτω­ση ἀ­πὸ τὸ ἀ­γα­θό, ὡς πα­ρυ­πό­στα­σις, ὑ­πάρ­χει καὶ συ­ναν­τᾶ­ται σὲ ὅ­λη τὴν
κλί­μα­κα τῶν ὄν­των.

Στὸ χω­ρί­ο ποὺ πα­ρα­θέ­του­με, συ­νο­ψί­ζον­ται μὲ πλη­ρό­τη­τα καὶ ἀ­με­σό­τη­τα οἱ θέ­σεις τοῦ ἁ­γί­ου
Μα­ξί­μου σχε­τι­κὰ μὲ τὸ τί δὲν εἶ­ναι καὶ τί εἶ­ναι τὸ κα­κόν:

"Ὅ­ρος κα­κοῦ.
Τὸ κα­κὸν οὔ­τε ἦν, οὔ­τε ἔ­σται κα­τ’ οἰ­κεί­αν φύ­σιν ὑ­φε­στώς· οὔ­τε γὰρ ἔ­χει κα­θ’ ὁ­τιοῦν οὐ­σί­αν,
ἢ φύ­σιν, ἢ ὑ­πό­στα­σιν, ἢ δύ­να­μιν, ἢ ἐ­νέρ­γειαν ἐν τοῖς οὖ­σιν· οὔ­τε ποι­ό­της ἐ­στίν, οὔ­τε πο­σό­της,
οὔ­τε σχέ­σις, οὔ­τε τό­πος, οὔ­τε χρό­νος, οὔ­τε θέ­σις, οὔ­τε ποί­η­σις, οὔ­τε κί­νη­σις, οὔ­τε ἕ­ξις, οὔ­τε
πά­θος, φυ­σι­κῶς τι­νι τῶν ὄν­των ἐν­θε­ω­ρού­με­νον, οὔ­τε μὴν ἐν τού­τοις πᾶ­σιν τὸ πα­ρά­παν
κα­τ’ οἰ­κεί­ω­σιν φυ­σι­κὴν ὑ­φέ­στη­κεν· οὔ­τε ἀρ­χή, οὔ­τε με­σό­της, οὔ­τε τέ­λος ἐ­στίν· ἂλ­λ’ ἵ­να ὡς ἐν 
ὅ­ρῳ πε­ρι­λα­βὼν εἴ­πω, τὸ κα­κὸν τῆς πρὸς τὸ τέ­λος τῶν ἐγ­κει­μέ­νων τῇ φύ­σει δυ­νά­με­ων ἐ­νερ­γεί­ας
ἐ­στὶν ἔλ­λει­ψις, κα­ι ἄλ­λο κα­θά­παξ οὐ­δέν."

Κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ ὄν­τος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ στὸ κα­κόν· καὶ κα­μί­α φυ­σι­κό­τη­τα
δὲν προ­σι­διά­ζει σὲ αὐ­τό. Τὸ κα­κόν, ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση καὶ ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση, ἐκ­φαί­νε­ται 
ὡς ἔλ­λε­ψη ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­νέρ­γειας τῶν κτι­σμά­των ποὺ θὰ τὰὁ­δη­γοῦ­σε στὸ φυ­σι­κό τους τέ­λος,
τὸν Δη­μι­ουρ­γό.

Εἴ­τε ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση εἴ­τε ὡς ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση εἴ­τε ὡς ἄ­γνοι­α τῆς αἰ­τί­ας τῶν ὄν­των, 
ἡ πα­ρυ­πό­στα­σις τοῦ κα­κοῦ εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ πρά­ξεις τοῦ ἀν­θρώ­που προ­σφέ­ρουν στὸ κα­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­νά­δυ­σης στὸ γί­γνε­σθαι τῆς κτι­στῆς φύ­σης, ἐ­νῶ τὸ κα­κὸ πα­ρα­μέ­νει 
ἀ­νυ­πό­στα­το­ν [6].

Μεταποίηση τῶν παθῶν σὲ ἀρετές

Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει πάν­τα τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τα­ποι­ή­σει τὰ πά­θη τῆς κα­κί­ας σὲ ἀ­ρε­τές.
Καὶ τε­λι­κὰ τὰ πά­θη εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν τὴ σω­τη­ρί­α τοῦἀν­θρώ­που· καὶ αὐ­τό, χω­ρὶς
νὰ κα­ταρ­γη­θοῦν, ἀλ­λὰ ἔ­χον­τας μὲ σο­φί­α ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πὸ τὴ σύν­δε­σή τους πρὸς τὴ σω­μα­τι­κό­τη­τα. 
Ἡ κτή­ση τῶν πα­θῶν ὀ­φεί­λει νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ ἐ­κεί­νη τὴ χρή­ση τους, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὰ οὐ­ρά­νια:

"Πλὴν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, ὁ­πη­νί­κα σο­φῶς αὐ­τὰ τῶν σω­μα­τι­κῶν 
ἀ­πο­στή­σαν­τες, 
πρὸς τὴν τῶν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται κτῆ­σιν."

Ἡ ἐ­νά­ρε­τη χρή­ση τῶν πα­θῶν πραγ­μα­τώ­νε­ται ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, σὲ ὅ­σους ὑ­πο­τάσ­σουν κά­θε νό­η­μα στὴν ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ [7].

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Τὰ ἑ­πό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ γρα­φὲς τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου θὰ μπο­ροῦ­σαν, ἄ­ρι­στα,
νὰ ἀ­να­γνω­σθοῦν αὐ­το­τε­λῶς. Ταυ­τό­χρο­να, κα­θέ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νη
πα­ρα­πομ­πὴ ἐκ μέ­ρους τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Βασ. Μπε­τσά­κου.

 1. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1196Β-C: Ἡ τῶν ἀν­θρώ­τε­ων φι­λαυ­τί­α καὶ 
σύ­νε­σις, ἀλ­λή­λους καὶ τὸν νό­μον, ἢ ἀ­πω­σα­μέ­νη, ἢ σο­φι­σα­μέ­νη, εἰς πολ­λὰς μοί­ρας τὴν μί­αν
φύ­σιν κα­τέ­τε­με· καὶ τὴν νῦν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν αὐ­τῆς ἀ­ναλ­γη­σί­αν
εἰ­ση­γη­σα­μέ­νη, αὐ­τὴν κα­θ’ ἑ­αυ­τῆς τὴν φύ­σιν διὰ τῆς γνώ­μης ἐ­ξώ­πλι­σε. Διά τοι τοῦ­το, πᾶς 
ὅ­στις σώ­φρο­νι λο­γι­σμῷ καὶ φρο­νή­σε­ως εὐ­γε­νεί­ᾳ, ταύ­την λῦ­σαι δε­δύ­νη­ται τῆς φύ­σε­ως
τὴν ἀ­νω­μα­λί­αν, ἑ­αυ­τὸν πρὸ τῶν ἄλ­λων ἐ­λέ­η­σε, τὴν γνώ­μην κα­τὰ τὴν φύ­σιν δη­μι­ουρ­γή­σας,
καὶ Θε­ῷ κα­τὰ τὴν γνώ­μην διὰ τὴν φύ­σιν προ­σχω­ρή­σας...

2. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 968Α καὶ 988D-989A: Πά­θος ἐ­στὶ κί­νη­σις ψυ­χῆς πα­ρὰ φύ­σιν, 
ἢ ἐ­πὶ φι­λί­αν ἄ­λο­γον, ἢ ἐ­πὶ μῖ­σος ἄ­κρι­τον, ἤ τι­νος, ἢ διά τι τῶν αἰ­σθη­τῶν.

3. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1008Β, 988C-D: Τί οὖν ἐ­στι τὸ κα­κόν; Δῆ­λον ὅ­τι τὸ πά­θος
τοῦ κα­τὰ φύ­σιν νο­ή­μα­τος, ὅ­περ δύ­να­ται μὴ εἶ­ναι ἐν τῇ τῶν νο­η­μά­τι­υν
χρή­σει, ἐ­ὰν ὁνοῦς γρη­γο­ρῇ. 

4. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1201B-C: Πᾶν πά­θος κα­τὰ συμ­πλο­κὴν παν­τός αἰ­σθη­τοῦ τι­νος
καὶ αἰ­σθή­σε­ως, καὶ φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως, θυ­μοῦ λέ­γω τυ­χόν ἢ ἐ­πι­θυ­μί­ας, ἢ λό­γου πα­ρα­τρα­πέν­τος
τοῦ κα­τὰ φύ­σιν, συ­νί­στα­ται. Ἐ­ὰν οὖν τὸ πρὸς ἄλ­λη­λα κα­τὰ σύν­θε­σιν τέ­λος, τοῦ τε αἰ­σθη­τοῦ 
καὶ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, καὶ τῆς ἐ­π’ αὐ­τῇ φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως θε­ω­ρή­σας ὁνοῦς, δυ­νη­θῇ πρὸς τὸν
οἰ­κεῖ­ον φύ­σει λό­γον, τού­των ἕ­κα­στον δι­α­κρί­νας ἐ­πα­να­γα­γεῖν, καὶ θε­ω­ρή­σας κα­θ’ ἑ­αυ­τὸ τὸ 
αἰ­σθη­τόν, ἄ­νευ τῆς πρὸς αὐ­τὸ τῆς αἰ­σθή­σε­ως σχέ­σε­ως, καὶτὴν αἴ­σθη­σιν δί­χα τῆς τοῦ αἰ­σθη­τοῦ 
πρὸς αὐ­τὴν οἰ­κει­ό­τη­τος· καὶ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­αν, φέ­ρε εἰ­πεῖν, ἢ ἄλ­λην τι­νὰ τῶν κα­τὰ φύ­σιν
δυ­νά­με­ων χω­ρὶς τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐ­π’ αἰ­σθή­σει τε καὶαἰ­σθη­τῷ δι­α­θέ­σε­ως· ὡς ἡ τοῦ πά­θους ποι­ὰ 
πα­ρα­σκευά­ζειν τὴν θε­ω­ρί­αν γί­νε­σθαι κί­νη­σις, δι­ε­σκέ­δα­σε καὶ ἐ­λέ­πτυ­νε, κα­τὰ τὸν πά­λαι τοῦ
Ἰσ­ρα­ὴλ μό­σχον, τοῦ οἱ­ου­δή­πο­τε συμ­βαί­νον­τος πά­θους τὴν σύ­στα­σιν, καὶ ὑ­πὸ τὸ ὕ­δωρ τῆς
γνώ­σε­ως ἔ­σπει­ρεν, ἀ­φα­νί­σας παν­τε­λῶς καὶ αὐ­τὴν τῶν πα­θῶν τὴν ψι­λὴν φαν­τα­σί­αν, διὰ τῆς
πρὸς ἑ­αυ­τὰ τῶν ἀ­πο­τε­λούν­των αὐ­τὸ κα­τὰ φύ­σιν πραγ­μά­των ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως.

5. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1029Β: Νό­η­μά ἐ­στι ἐμ­πα­θές, λο­γι­σμὸς σύν­θε­τος ἀ­πὸ πά­θους
καὶ νο­ή­μα­τος. Χω­ρί­σω­μεν τὸ πά­θος ἀ­πὸ τοῦ νο­ή­μα­τος, καὶἀ­πο­μέ­νει ὁ λο­γι­σμὸς ψι­λός.
Χω­ρί­ζο­μεν δὲ δι’ ἀ­γά­πης πνευ­μα­τι­κῆς καὶ ἐγ­κρα­τεί­ας, ἐ­ὰν θέ­λω­μεν.

6. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, ΡG 90, 1052A: Οὐ πε­ρὶ τὴν οὐ­σί­αν τῶν γε­γο­νό­των τὸ κα­κὸν θε­ω­ρεῖ­ται, 
ἀλ­λὰ πε­ρὶ τὴν ἐ­σφαλ­μέ­νην καὶ ἀ­λό­γι­στον κί­νη­σιν. Πεύ­σεις καὶ Ἀ­πο­κρl­σεις..., Qu, 9, 20-23: 
"Ὁ δι’ ἀ­ρε­τῆς καὶ γνώ­σε­ως τὸ τῆς ψυ­χῆς ὀ­πτι­κὸν ἀ­να­κα­θή­ρας γι­νώ­σκει σα­φῶς ὅ­τι ἡ κα­κί­α 
ἀ­νυ­πό­στα­τός ἐ­στιν καὶ ἐν οὐ­δε­νὶ τῶν ὄν­των ὑ­πάρ­χου­σα εἰ μὴ μό­νονἐν τῷ πράτ­τε­σθαι."

7. Πρὸς Θα­λάσ­σιον..., PG 90, 269B-C: "Πλὴν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, 
ὁ­πη­νί­κα σο­φῶς αὐ­τὰ τῶν σω­μα­τι­κῶν ἀ­πο­στή­σαν­τες, πρὸς τὴν τῶν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται
κτῆ­σιν· οἷ­ον, τὴν μὲν ἐ­πι­θυ­μί­αν τῆς νο­ε­ρᾶς τῶν θεί­ων ἐ­φέ­σε­ως ὀ­ρε­κτι­κὴν ἐρ­γά­ζον­ται κί­νη­σιν,
τὴν ἡ­δο­νὴν δὲ τῆς ἐ­πὶ τοῖς θεί­οις χα­ρί­σμα­σι τοῦ νοῦ θελ­κτι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας εὐ­φρο­σύ­νην ἀ­πή­μο­να,
τὸν δὲ φό­βov τῆς μελ­λού­σης ἐ­πὶ πλημ­με­λή­μα­σι τι­μω­ρί­ας προ­φυ­λα­κτι­κὴν ἐ­πι­μέ­λειαν, τὴν δὲ 
λύ­πην δι­ορ­θω­τι­κὴν ἐ­πὶ πα­ρόν­τι κα­κῷ με­τα­μέ­λειαν. Καὶ συν­τό­μως εἰ­πεῖν, κα­τὰ τοὺς σο­φοὺς
τῶν ἰα­τρῶν, σώ­μα­τι φθαρ­τι­κοῦ θη­ρὸς τῆς ἐ­χίδ­νης τὴν οὖ­σαν ἢ με­λε­τω­μέ­νην ἀ­φαι­ρου­μέ­νους
λώ­βω­σιν, τοῖς πά­θε­σι τού­τοις πρὸς ἀ­ναί­ρε­σιν χρώ­με­νοι πα­ρού­σης κα­κί­ας ἢ προσ­δο­κω­μέ­νης,
καὶ κτῆ­σιν καὶ φυ­λα­κὴν ἀ­ρε­τῆς τε καὶ γνώ­σε­ως. Κα­λὰ οὖν, ὡς ἔ­φην, ταῦ­τα τυγ­χά­νει διὰ τὴν
χρῆ­σιν ἐν τοῖς πᾶν νό­η­μα αἰχ­μα­λω­τί­ζου­σιν εἰς τὴν ὑ­πα­κο­ὴν τοῦ Χρι­στοῦ."

 

 antifono – [2fA]