Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

"Ζώσα θεολογία.. "



"Από την προσκύνηση του Σταυρού στη σταύρωση της φιλαυτίας",

Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως, π. Χριστόδουλος Μπίθας

Εκφωνήθηκε στον Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Ηλιουπόλεως, στις 23 Μαρτίου 2014






Σχόλιο στο YouTube:
GEO PI

Ο πατήρ Χριστόδουλος, εφημέριος του Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, κατηχεί τον αληθινό χριστιανικό ευαγγελικό και πατερικό λόγο με τόσο απίστευτα απλά και κατανοητά λόγια, που χαίρεται η ψυχή σου να τον ακούει να μιλά και λυπάται όταν ολοκληρώνει την κατήχηση.

Για όποιον αναζητά καταφύγιο της ψυχής του στον Χριστό, ο πατήρ Χριστόδουλος αποτελεί άξιο εκπρόσωπο της εκκλησίας Του.
Είναι σύγχρονος απόστολος που έχει φέρει τη νεολαία στην εκκλησία.
Το λέει ένας άνθρωπος που το ζει από κοντά..

Διαβάστε το βιβλίο του που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΑΘΩΣ,
''Το μυστήριο της χαράς και της ευχαριστίας'' και θα καταλάβετε τι εννοώ..







db - [2fA]





"Τα δύο είδη θεολογίας"







Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ


«Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας: το ένα –ευρέως γνωστό τους περασμένους αιώνες- είναι η επαγγελματική αυθεντία του πολυμαθούς, το άλλο η συσταύρωση με τον Χριστό, η γνώση Του στα ενδόμυχα της καρδιάς.

Το πρώτο είδος είναι προσιτό στο πλήθος των διανοητικά προικισμένων ανθρώπων, που προτιμούν τη φιλοσοφική προσέγγιση της θεολογίας. Η πραγματική πίστη στη θεότητα του Χριστού, που εκφράζεται με μια ζωή σύμφωνη με το πνεύμα των εντολών Του, δεν είναι απαραίτητη γι’ αυτούς.

Το δεύτερο είδος είναι θεολογία ομολογίας, που γεννιέται με τη βαθιά αίσθηση του Θεού στη φωτιά της φλογερής μετάνοιας και την εισχώρηση στην οντολογική πραγματικότητα με την εμφάνιση του Ακτίστου Φωτός.

Η ακαδημαϊκή θεολογία σε συνδυασμό με τη ζωντανή πίστη αποδίδει αγαθά αποτελέσματα. Εύκολα όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο που είναι φανερό στη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Αγίων Πατέρων, δηλαδή η άμεση ενέργεια του Θεού στις ψυχές μας. 

Η Αγία Τριάδα είναι Θεός Αγάπης.
Η αγάπη για την οποία μιλά το Ευαγγέλιο, είναι άκτιστη ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητας. Έχει την ιδιότητα να μας διατηρεί ενωμένο το είναι…, να αυξάνει τη χάρη του Πνεύματος στην παραμονή μας στον Θείο χώρο, με την τήρηση των εντολών του Χριστού.

Ο νους ξαφνικά αποκτά γνώση και μπορεί να την εκφράσει με ανθρώπινους όρους. Αυτό έρχεται σαν την λάμψη της αστραπής, όταν την καρδιά πυρώνει η αγάπη. Αυτό είναι το «θαυμαστό φως της αιωνιότητας», στο οποίο όλοι μας είμαστε καλεσμένοι.

Η συσσώρευση τέτοιων στιγμών θείου φωτισμού στις συνειδήσεις μας, μέσα στην πείρα της Εκκλησίας, οδήγησε στη σύνθεση τους σε ένα οργανικό σύνολο. Έτσι εμφανίστηκε η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσας θεολογίας, από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, άνδρα επίσης πλούσιον και κατά την προσωπική του εμπειρία.

Η ματαίωση της θαυμαστής αυτής ανάβασης προς τον Θεό … προέκυψε σε αδόκιμες εποχές παρακμής της ζώσας εμπειρίας, με την τάση της υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως στην κριτική της λογικής μας, με την παρέκκλιση προς την «φιλοσοφία της θρησκείας».

Σαν επακόλουθο αυτού, υπήρξαν τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, όπου επικρατεί η φιλοσοφία και όχι το πνεύμα της ζωής.


agioritikovima.gr – [2φΑ]



                                                      



Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

"Ο Γέροντας Σωφρόνιος"











Ο Γέροντας Σωφρόνιος  (22 Σεπτεμβρίου 1896 - 11 Ιουλίου 1993)


Ο Σέργιος Σαχάρωφ, όπως λεγόταν ο ιερομόναχος Σωφρόνιος, γεννήθηκε στη Μόσχα και ήταν μέλος μιας 9μελούς οικογένειας.
Από μικρός έδειχνε ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική και στη θεολογία. Ασχολήθηκε ένα διάστημα με τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό και το 1921 (25 ετών) εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, για να εργαστεί σαν ζωγράφος.

Εκεί φοίτησε στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου και στη συνέχεια, το 1925, εντάχθηκε στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, όπου έλαβε το σχήμα του μοναχού. 

Τέσσερα έτη αργότερα γνώρισε τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, που έγινε και ο πνευματικός καθοδηγητής του.
Το 1938 αναχώρησε για τα Καρούλια του Αγίου Όρους, όπου ασκήτεψε αυστηρά.

Το 1948 επέστρεψε στη Γαλλία για να χειρουργηθεί, επισκέφτηκε τη Μόσχα μετά από πολλά χρόνια και ασχολήθηκε με τη συγγραφή.

Το 1963 εγκατέλειψε οριστικά το Άγιο Όρος και ίδρυσε μια χριστιανική αδελφότητα στο Έσσεξ της Αγγλίας, χτίζοντας παράλληλα και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1993 που κοιμήθηκε, σε ηλικία 97 ετών.

Βιβλία του:
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (1η έκδοση 1973).
Η Ζωή Του ζωή μου, Θεσσαλονίκη 1977.
Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ Αγγλίας 1985.
Περί προσευχής, Έσσεξ Αγγλίας 1991.
Περί Πνεύματος και Ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 1992.
και:
Άσκησις και θεωρεία, Έσσεξ Αγγλίας 1996.
Αγώνας θεογνωσίας, Έσσεξ Αγγλίας 2004.
Γράμματα στη Ρωσία, Έσσεξ Αγγλίας 2009.


«Ήμουν στο Παρίσι όπου τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις του, τίποτα ωστόσο δεν μου έδινε χαρά και ικανοποίηση.
Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου, ένοιωθα μέσα μου κενό και αγωνία.
Ο λογισμός μου, μου έλεγε πως κάτι έπρεπε να κάμω, για να ξεφύγω από το αδιέξοδο που με κατείχε, όμως δεν έβρισκα λύση.

Ένα βράδυ, μετά από μια διασκέδαση, ανέβαινα στο σπίτι μου με σκυμμένο το κεφάλι και με βήμα αργό. Έλεγα πως αυτή η ζωή είναι σκληρή, χωρίς νόημα. Τότε σκέφτηκα να γίνω μοναχός, όμως πού και πώς, δεν είχα ιδέα.

Ήμουν ένας Ρώσος εμιγκρέ-πρόσφυγας στη Γαλλία. Εκεί υπήρχαν πολλοί Ρώσοι, που είχαν ιδρύσει το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου.

Στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για τον Θεό, αλλά Θεό δεν είδα. Όταν τελικά πήγα στο Άγιο Όρος, εκεί κανείς δεν μιλούσε για Θεό, όμως όλα φανέρωναν τον Θεό… »


[2φΑ]



                                               




Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

"Οι πέντε δρόμοι.. "








Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, "Χριστός χριστιανούς χαρά χαρίζει"


Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος  μας δείχνει πρακτικά πέντε δρόμους της μετανοίας.
Πρώτος δρόμος μετανοίας είναι να αυτοκαταδικάζεσαι για τις αμαρτίες σου.
Ο Κύριος εκτιμά ιδιαίτερα αυτή σου την πράξη.Αυτός που μόνος του καταδίκασε τα αμαρτήματά του, πολύ δύσκολα θα τα επαναλάβει. Η έγκαιρη εξέγερση της συνειδήσεως σου δια της αυτοκατηγορίας, δεν θα έχει κατήγορο στο ουράνιο κριτήριο.

Δεύτερος
αξιόλογος δρόμος μετανοίας είναι να μη βαστάς κακία για κανένα, ακόμα και γι’ αυτούς τους εχθρούς σου.Να συγκρατείς πάντοτε την οργή σου, να συγχωρείς τ’ αμαρτήματα των άλλων, γιατί έτσι θα εξαλείψει και τα δικά σου ο Κύριος.  Αν συγχωρέσετε τους χρεώστες σας, τότε θα  συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος πατέρας μας (Ματθ. 6. I).
Τρίτος ασφαλής δρόμος μετανοίας είναι η ορθή, θερμή και εκ βαθέων καρδιακή προσευχή.
Ας μη λησμονούμε την ευαγγελική χήρα που επέμενε στο αίτημα της στον δικαστή και τελικά έλαβε το ποθούμενο (Λουκ. 18, 1-8). Αν εκείνη έλαβε για την επιμονή της από τον  δύστροπο δικαστή, πόσο μάλλον εμείς που έχουμε ουράνιο πατέρα ήμερο, φιλικό και φιλάνθρωπο.

Τέταρτος
σίγουρος δρόμος μετανοίας είναι αυτός της ελεημοσύνης, που η δύναμή της είναι ανέκφραστα  μεγάλη.
Ο προφήτης Δανιήλ είπε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, να ξεπλύνει τις πολλές αμαρτίες του με ελεημοσύνη και τα ανομήματά του με το να ευσπλαγχνισθεί τους φτωχούς. Η αγάπη είναι ικανή να εξαλείψει αμαρτήματα. Ο μετανοημένος παραβάτης επανορθώνει τα πάντα με τη φιλανθρωπία, με τον αγώνα του και τη χάρη του Θεού.
Πέμπτος δρόμος σταθερός, είναι ο συνδυασμός της πηγαίας μετριοφροσύνης με την εγκάρδια ταπεινοφροσύνη.
Μάρτυρας προς τούτο ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής. Η γνήσια ταπεινοφροσύνη του αποτίναξε όλο το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων του.

Να καταδικάζουμε τις αμαρτίες μας, καταλήγει ο ιερός Χρυσόστομος, να συγχωρούμε τις αμαρτίες των αδελφών μας, να έχουμε κερδοφόρα προσευχή, καρπούς ελεημοσύνης και ταπεινοφροσύνης, δίχως να καθυστερούμε, δίχως να χάνουμε ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα, βαδίζοντας τους πέντε αυτούς σωτήριους δρόμους καθημερινά.

[2φΑ]




Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

"Στον δρόμο του φεγγαριού "














Μποτίλια στο πέλαγο


Είμαι και εγώ ένας ταξιδευτής
Μ' αρέσει να αρμενίζω τα πέλαγα…
όσο κι αν η εστία ενός παλατιού -μιας Πηνελόπης- με κάνει να το ξεχνώ,
κυλάει αίμα πολυμήχανου στις φλέβες μου

Λέω πως διαπλέω τους ωκεανούς της ζωής με τη βάρκα των αλιέων αγάπης,
ωστόσο οι καιροί με καθιστούν αιθεροβάμονα
Ξεθαρρεύω
Πάω να αγγίξω -τι ανόητος- τον Ανέγγιχτο
Μόνος
Το βούλιαγμα αναπόφευκτο – "ολιγόπιστε εις τι εδίστασας;"

Συχνά βρίσκομαι να κολυμπώ ασθμαίνοντας, σχεδόν ναυαγός, προσπαθώντας να πιαστώ από κανένα ξεχασμένο καραβόσχοινο.
Καμιά φορά που το χέρι μου ψηλαφά κάτι, ξεγελιέμαι.
δεν είναι σχοινί
ο γάργαρος αφρός έχει κάποτε την υφή ενός χεριού!

Τα κύματα σταματούν και το πλοίο γίνεται φως
Σιωπή
Το φως, ενός δεύτερου φεγγαριού του Αυγούστου!


π Ζ

----

Συγκινητικά ευχάριστη έκπληξη ένα σφραγισμένο μπουκάλι..
το απόθεσε το κύμα στο φεγγαρόφωτο, σαν αναφορά –δεν πάει,
σαν παρουσία..

εκεί, στα βότσαλα, όταν φτάνει το μήνυμα, τα φεγγάρια όλου του χρόνου –κι ένα δεύτερο μαζί, φωτίζουν κάθε γωνιά του κόσμου

χωρίς απορίες, χωρίς βία, επιβιβαζόμαστε και πάλι ανανεωμένοι
για την υπέροχη βεβαιότητα που μας οδηγεί.


[2φΑ]







Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

"Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου"






Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον
καί τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις·
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται
καί Γαβριήλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται.
Διό καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν·
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.







Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

"Ευλογητός ο Θεός.. "







"Έχασα τον σύζυγό  μου. Ευλογητός ο Θεός!

Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός!
Ο δεύτερος υιός μου δεκατετραετής την ηλικίαν μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός!

Υπό την σκιάν του σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός!

Θα νικήσωμεν ή θα παύσομεν να ζώμεν. Θα έχομεν όμως την παρηγορίαν ότι δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους Έλληνας".


Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα






"Η Εικόνα του Ευαγγελισμού"







Από την Θεολογία της Εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου

πρωτ. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου

Στην εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Άγγελος αναγγέλλει ένα γεγονός. Εφ όσον αναγγέλλει γεγονός και κινείται, τα πόδια του όπως βλέπουμε στην εικόνα, είναι ανοιχτά. Υπάρχει μια κίνηση. Σε άλλες περιπτώσεις θα δούμε αγγέλους, οι οποίοι δεν έχουν αυτή την κίνηση, που τα πόδια τους είναι στατικά. Κατά τα μέτρα της Αγίας Γραφής είναι «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα».
Δηλαδή πρώτον, είναι λειτουργικά πνεύματα, λειτουργούν τον Θεό και δεύτερον εις διακονίαν αποστελλόμενα. Έχουν αποστολή. Τους αποστέλλει ο Θεός για να κάνουν κάτι στον κόσμο.

Και οι Απόστολοι έχουν μία κίνηση· λειτουργούν τον Θεό.
Αν βρίσκονται σε αποστολή έχουν ανοικτά τα πόδια. Αν βρίσκονται σε λειτουργία του μυστηρίου της θείας οικονομίας, έχουν κλειστά τα πόδια. Στην εικόνα της Αναλήψεως ή στην εικόνα της ψηλαφήσεως τού Θωμά θα δείτε τους μαθητές να στέκονται ένθεν και ένθεν. Στο κέντρο είναι ο Θωμάς, ο οποίος ψηλαφεί τον Χριστό και ένθεν και ένθεν είναι οι υπόλοιποι απόστολοι. Θα δείτε τους μισούς να έχουν ανοικτά πόδια και τους άλλους μισούς να έχουν κλειστά πόδια. Δεν μπορούν να αγιογραφήσουν τον ίδιο Απόστολο με ανοιχτά και κλειστά πόδια. Επειδή οι Απόστολοι είναι ένα σώμα, οι μισοί εκδηλώνουν την κίνηση, που είναι απόστολοι δια της ανοικτής εκφράσεως των ποδών τους και οι άλλοι μισοί δια της κλειστής εκφράσεως των ποδών τους.

Και δηλώνουν πως ταυτόχρονα είναι και εν κινήσει, αλλά και λειτουργοί. Αυτό είμαστε και εμείς δηλαδή. Στην Ορθοδοξία δεν αναρωτιόμαστε «τι είναι καλύτερο», να είμαστε ακίνητοι ή κινούμενοι; Μας ενδιαφέρει να είμαστε κινούμενοι, κατά τα μέτρα της αποστολής που μας βάζει ο Θεός να κάνουμε, αλλά και ακίνητοι κατά τα μέτρα του ησυχασμού και της στάσεως της νηπτικής και της προσευχής. Και τα δύο μέτρα ισορροπούν στην Ορθοδοξία. Ποτέ δεν έχουμε μια απολυτότητα. Δηλαδή, αν κάποιος πει «εγώ θα ησυχάσω χωρίς να κάνω κίνηση, κάποια ενέργεια», τότε αυτός δεν ζει την Ορθοδοξία σωστά. Αυτά τα δύο λοιπόν, εναλλάσσονται.

Στην εικόνα, ο αρχάγγελος Γαβριήλ είναι αποστελλόμενος στην Παναγία, γι΄ αυτό τα πόδια του είναι ανοιχτά. Όπως βλέπετε, έχει το χέρι του εκτεταμένο, της δείχνει κάτι. Αν ήταν λειτουργός και λειτουργούσε το μυστήριο (όπως μπορείτε να δείτε) στην εικόνα της Βαπτίσεως, τα χέρια του θα ήταν κλειστά. Και μάλιστα καλυμμένα με ένα ύφασμα. Ενώ βλέπετε, αν το χέρι είναι ανοικτό, κάτι δεικνύει. Ο Θεός του λέει κάτι να πει. Δεν είναι το δικό του το χέρι. Δανείζει το χέρι του, στο Θεό.

Αυτό συμβαίνει στη Θεία λειτουργία. Αν έχετε παρατηρήσει, εμείς οι ιερείς φοράμε το εξωτερικό ένδυμα το οποίο λέγεται φελόνιον και καλύπτει τα χέρια μας. Τα χέρια μας είναι καλυμμένα. Που σημαίνει ότι δεν έχουμε χέρια. Κι αν πρόκειται να κάνουμε κάτι, το κάνουμε όπως το λέει η Εκκλησία, κατά εντολή του Θεού. Δηλαδή, δε χρησιμοποιούμε τα χέρια μας όπως εμείς θέλουμε για να κάνουμε εκφράσεις λύπης, χαράς, θριάμβου, νίκης κτλ. Ο ιερέας βγάζει το χέρι του κάτω από το φελόνιο για να ευλογήσει τον λαό, τα τίμια δώρα, να πει «ειρήνη πάσι». Τίποτα άλλο. Βλέπετε κι ο ιερέας μετέχει αγγελικώς, κατά τα δικά του τα μέτρα, όπως κι όλος ο λαός του Θεού, στο θέμα της λειτουργίας. Κινητός και ακίνητος. Στην εικόνα, ο Άγγελος λοιπόν, έχει το χέρι εκτεταμένο, τα πόδια ανοιχτά, που είναι αυτή τη στιγμή εις διακονίαν αποστελλόμενος.

Ας δούμε την κεφαλή του Αγγέλου. Βλέπετε πως ο Άγγελος έχει μια κορδέλα. Αυτή η κορδέλα στην αγιογραφία είναι (θα έλεγα) η σαρκική, υλική έκφραση της νοεράς προσευχής. Ο Άγγελος συγκεντρώνει το πλούσιο του νοός του, (δεν μπορώ να περιγράψω τη διάνοια και το νου) μπροστά στο Θεό. Για αυτό έχει κι αυτήν την κορδέλα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι αυτή η συγκέντρωση.

Ο Άγγελος κρατάει στα χέρια του ένα ραβδί. Ποτέ μην αγιογραφήσετε τον Άγγελο με εκείνη την έκφραση την ρομαντική - όπως την κάνει η βατικάνια αγιογραφία - να μεταφέρει κάποιο κρίνο. Δεν υπάρχει παράδοση που να αναφέρει κάτι τέτοιο, ούτε μας λέει η Αγία Γραφή ότι ο Άγγελος κρατάει ραβδί στα χέρια του. Το ραβδί για εμάς έχει ένα θεολογικό συμβολισμό. Το ραβδί ήτανε πάντοτε το αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αγγελιοφόροι για να αναγγείλουν τα μηνύματά τους.

Μέχρι και πρόσφατα στα χωριά μας, έβγαινε ένας ντελάλης και χτυπούσε στο δάπεδο, στο καλντερίμι, ένα ξύλο και έλεγε θα γίνει αύριο αυτό το γεγονός. Το ραβδί σημαίνει πως ο Άγγελος έρχεται να αναγγείλει κάτι. Δεν κρατάει ένα λουλούδι για να ωραιοποιήσει την κατάσταση ή να δώσει ένα δώρο στην Παναγία. Αυτό είναι λάθος. Είναι ρομαντική αντιμετώπιση του πράγματος. Και η εκκλησία μας ποτέ στην αγιογραφία δεν κάνει ρομαντική αντιμετώπιση του πράγματος, αλλά πάντοτε κάνει κατανυκτική αντιμετώπιση του γεγονότος.

Ο Άγγελος έχει μια λωρίδα - θα δούμε αυτή τη λωρίδα και στα ρούχα του Χριστού πολλές φορές - που δηλώνει πως ως αξιωματικός έχει μια εντολή. Πήρε μια εξουσία από κάποια ανώτερη αρχή. Δηλώνει πως ένας Άγγελος δεν είναι αυτοτελής. Δεν λειτουργεί μόνος του. Δεν λειτουργεί κατά τα μέτρα της δικής επιθυμίας, αλλά υπακούει στο Θεό. Κι εδώ με αυτή την κορδέλα (λωρίδα) δηλώνεται η δοθείσα εξουσία.

Στον Χριστό, η δοθείσα εξουσία δηλώνεται και με μια κορδέλα, αλλά ταυτόχρονα θα Τον δούμε να κρατάει στα χέρια Του - συνήθως πάντοτε - ένα ειλητάριο.
Τα ευαγγέλια παλιά δεν ήταν βιβλία, ήταν αυτά τα ελισσώμενα αντικείμενα των παπύρων. Ο Χριστός πήρε την εξουσία από τον Πατέρα για να κάνει αυτό που θα κάνει. Κανείς δηλαδή δεν είναι αυτοτελής.

Να θυμάστε όλους τους αγγέλους τους τιμάμε πάντοτε την ημέρα της Δευτέρας.
Όπως Κυριακή είναι η μέρα της Αναστάσεως. Δευτέρα των αγγέλων.
Τρίτη είναι του Προδρόμου. Τετάρτη είναι της Σταυρώσεως και της Παναγίας.
Πέμπτη των αγίων Αποστόλων και πάντοτε του αγίου Νικολάου, εις τύπον ενός ιεράρχη.
Παρασκευή πάλι της Παναγίας και ταυτόχρονα και του Σταυρού.
Σάββατο είναι η μέρα των κεκοιμημένων και Κυριακή της Αναστάσεως.

Να έρθουμε λίγο στην Παναγία.
Βλέπετε την Παναγία καθήμενη. Καθήμενη μπορεί να είναι συνήθως η Παναγία ή ο Χριστός. Και το καθήμενος δηλώνει μία βεβαιότητα. Το χέρι της Παναγίας που είναι ανοιχτό δηλώνει κίνηση αποδοχής. Σημαίνει «αποδέχομαι».
Δεν είναι πάντα η Παναγία καθήμενη στις εικόνες του Ευαγγελισμού. Αλλά εδώ είναι πολύ σωστό, γιατί το καθήμενο στοιχείο που αναφέρεται στον Χριστό και στην Παναγία, δηλώνει την βεβαιότητα. Αυτό που θα γίνει είναι οριστικό. Ξέρει η Παναγία τι κάνει. Δέχεται την πρόταση του Θεού.


Η αποδοχή δηλώνεται ταυτόχρονα με το κεκλιμένο της κεφαλής. Υπάρχει μια ελαχίστη μικροτάτη κλίση, η οποία δηλώνει ταυτόχρονα με την έκφραση της ανοιχτής παλάμης, την αποδοχή. Όπου δούμε λοιπόν ή θέλουμε να εκφράσουμε αποδοχή γεγονότος κάνουμε κεκλιμένο κεφάλι. Μια ελαχίστη μικρή ταπείνωση που δεν είναι εμφανής. Δηλαδή, δεν είναι μια εκρηκτική ταπείνωση. Θα μπορούσε να ήταν κι αυτό ένα στοιχείο ρομαντικό ή εκκωφαντικό. Η ανοιχτή παλάμη δηλώνει την αποδοχή.

Με το άλλο το χέρι η Παναγία κρατάει ένα αντικείμενο. Είναι μία ρόκα όπου γνέθει. Δηλώνει ταυτόχρονα αυτό που είναι η Παναγία. Που είναι η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ. Που προσομοιάζει με τα αγγελικά τα τάγματα και είναι τιμιωτέρα από όλα αυτά. Ταυτόχρονα όμως παραμένει άνθρωπος και εργάζεται και τα ανθρώπινα. Για αυτό κρατάει αυτήν την ρόκα.

Κανείς μέσα στη ζωή της εκκλησίας δεν είναι μόνο πνευματικός άνθρωπος. Επειδή φέρει και τα σαρκικά και τη σαρκική φύση - που δεν είναι αμαρτία το σαρκικό - κάνει και τα ανθρώπινά του έργα. Είναι εργασία. Και να θυμάστε όλη η ασκητική θεωρία και η νηπτική θεωρία της Ορθοδοξίας κρίνεται στην εναλλαγή, δηλαδή στην ταυτόχρονη λειτουργία της εργασίας και της προσευχής. Για αυτό έχει αυτή τη ρόκα η Παναγία.

Το χρώμα του ενδύματος της Παναγίας, το μαφόριο είναι σκούρο κόκκινο, που είναι το χρώμα το οποίο έχει η Ορθοδοξία μας ως χρώμα βαθύτατο κατανυκτικό. Η εκκλησία μας ποτέ δεν χρησιμοποιεί χρώμα μαύρο. Είναι ατυχέστατο οι ιερείς να ντύνονται - ειδικά τη μεγάλη Σαρακοστή - με μαύρα ρούχα ή να βάζουν στην αγία Τράπεζα, την περίοδο της Σαρακοστής μαύρα καλύμματα. Εμείς, δεν έχουμε ποτέ το απόλυτο της θλίψεως. Εμείς - όπως θα το δούμε και στο σχήμα του στόματος που αγιογραφούμε - μιλάμε για την χαρμολύπη. Είναι δύο συνδυαστικά στοιχεία.

Ποτέ δεν είμαστε στην απόλυτη χαρά και στην απόλυτη λύπη. Η απόλυτη χαρά είναι μια ουτοπία. Γιατί ζούμε σε ένα χώρο μεταπτωτικό. Και η απόλυτη λύπη είναι μια τραγωδία, γιατί η λύπη σημαίνει ότι τα έχασες όλα. Δεν υπάρχει ελπίδα στο Χριστό. Εμείς για ένα πράγμα μόνο λυπούμαστε. Λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας. Αυτό που είπε ο Χριστός «οργίζεστε και μην αμαρτάνετε». Πρέπει να οργιζόμαστε μόνο για τις αμαρτίες μας. Δεν πρέπει να αμαρτάνουμε για τίποτα. Και λυπούμεθα μόνο για τις αμαρτίες μας.

Ο Χριστός την ώρα της προσευχής Του στον κήπο της Γεσθημανή, λέει το κείμενο (στο κατά Μάρκον ευαγγέλιον) ότι «ήταν περίλυπος». Συγκεκριμένα, λέει ο Χριστός: «περίλυπος εστιν η ψυχή μου έως θανάτου». Δεν σημαίνει που ο Χριστός είναι απογοητευμένος. Προσέχετε τη λέξη; Είναι περί - λυπος. Όχι λυπημένος. Αλλά είναι περίλυπος. Που σημαίνει ότι υπάρχει λύπη γύρω από Αυτόν.
Είναι η λύπη της αμαρτίας που λειτουργεί γύρω του και γι’ αυτό είναι περίλυπος, για τη δική μας αμαρτία. Η εκκλησία μας ποτέ δεν κάνει γεγονότα απολύτου λύπης ή θλίψεως.

Στην αγιογραφία δεν αγιογραφούμε ποτέ εσωτερικό χώρο (όπως για παράδειγμα τον εσωτερικό χώρο του ναού). Όλα τα γεγονότα είναι εξωτερικά.
Δεν υπάρχει εσωτερικός χώρος. Τίποτα δεν είναι κλεισμένο μέσα σε τοίχους στην αγιογραφία. Όλα βρίσκονται έξω. Ένα γεγονός θα γίνεται κάπου μέσα, εσωτερικά. Αλλά ένα σπίτι αγιογραφείται ως υπαίθριο. Στην αγιογραφία ποτέ δεν κλεινόμαστε μέσα. Όλα είναι μια έξοδος. Δεν υπάρχει εσωτερικό. Και ας αγιογραφείται μια λειτουργία. Δεν φαίνεται ποτέ που είναι ένας κλειστός ναός, δεν φαίνονται οι τοίχοι.

Γιατί όλη η λειτουργία είναι μια έξοδος στα πράγματα του κόσμου. Αλίμονο αν η εκκλησία κλεινόταν μέσα ή έκανε μια λειτουργία αποκτά κατάνυξη και τίποτε άλλο.
Η λειτουργία είναι μια έξοδος. Και λειτουργούμαστε για να αποκτήσουμε τη δυνατότητα να κάνουμε έξοδο, προς τον κόσμο, προς τον Θεό και τους άλλους.


[2φΑ]





Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Συνεδρία Αναφοράς







[ 27]


Όταν μπαίνει η Σαρακοστή, καθώς ζωντανεύει τριγύρω και μέσα μας η Άνοιξη και όσο πλησιάζει την καρδιά μας η Ανάσταση, οι εβδομάδες προχωρούν πιο γρήγορα.

Μια αίσθηση αδημονίας αιωρείται στην ατμόσφαιρα, οι εκκρεμότητες που δεν τις έχουμε τακτοποιήσει μας υπενθυμίζουν πιο έντονα την ανασταλτική παρουσία τους και η ανάγκη να επανακτήσουμε τον έλεγχο του εαυτού μας γίνεται περισσότερο πιεστική.

Πιεστική σαν χαρούμενη προσδοκία, που δεν μας αρκεί να την περιμένουμε απλά, ξέροντας πως κάποια στιγμή θα φτάσει, θέλουμε να μετέχουμε ενεργά στην αναμονή αυτή, σαν να προχωρούμε κι εμείς σε συνάντηση της.  

Οι εκκρεμότητες πρέπει να πάψουν να μας ενοχλούν, ιδιαίτερα οι αφανείς εσωτερικές, που δεν παραμερίζονται καθόλου εύκολα, πρέπει να αντιμετωπιστούν το συντομότερο.


Το σκάφος περιμένει δεμένο πάντα στη θέση του. Καμιά διάθεση για χαλάρωση.
Οι καμπίνες είναι άνω-κάτω, χρειάζεται γενική τακτοποίηση προτού βγούμε πιο έξω.
Σε κάποια σημεία η μπογιά ξεφλούδισε, τα μπρούντζα και τα νίκελ θαμπώσανε.

Σκέφτομαι να τ’ αφήσω όπως είναι, όταν έχω όρεξη κάνω κάτι.., αλλά η εκκρεμότητα είναι πάντα πολύ πιο δύστροπη από την αντιμετώπιση της.
Το ημερολόγιο είναι πολύς καιρός που παραμένει άγραφο.
Κανένας δεν παραπονιέται, όμως αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ στη σιωπή αυτή.


Υπάρχουν διεργασίες που κοινοποιούνται, άλλες πάλι όχι.
Η αναφορά δεν έχει ίσως  δυσκολίες.
Πιο δύσκολο είναι το ξεκαθάρισμα, η έγκαιρη συνειδητοποίηση του τι ακριβώς συμβαίνει, πού μας ωθούν κάποιοι ασυνείδητοι ψυχολογικοί μηχανισμοί που ενεργούν έξω από τις προθέσεις και τα σχέδια μας.

Δεν θα κατανοηθούν ίσως ποτέ, άλλωστε δεν έχει και τόσο νόημα η κατανόηση τους.
Σημασία έχει να ενεργούμε προγραμματισμένα και να δίνουμε τακτικά, έστω και νοερά, την αναφορά μας.
Να έχουμε ζωντανό μπροστά μας, το πλάνο της βούλησης μας και την κατεύθυνση, την πορεία και τον προορισμό.
Χωρίς συχνές αναφορές, όλα ξεθωριάζουν, ξεχνιούνται.

Γι αυτόν που αγαπά, η αναφορά είναι αναγκαία. Να τη δώσει και να τη δεχθεί.
Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο, η καταγραφή των γεγονότων, το ποσοστό επιτυχίας, η απάντηση.
Σημασία έχει η ίδια η αναφορά σαν κίνηση, σαν προσφορά, σαν επιβεβαίωση ότι όλα είναι εντάξει, είμαστε μαζί, έτοιμοι στο ταξίδι την κάθε στιγμή.

Κάποιες αναφορές στέλλονται ή φθάνουν κωδικοποιημένες. Κανένα πρόβλημα.
Τις αποκωδικοποιεί η αγάπη, χωρίς ποτέ να λαθεύει,.


Ημερολόγιο πλοίου:

1. Πήρα κάποτε μια αναφορά σου, μέσα σ’ έναν φάκελο κλειστό.
Τον κράτησα έτσι, χωρίς να τον ανοίξω. Δεν διάβασα την αναφορά.
Μέσα στον φάκελο βρισκόταν όλη η ώρα που διέθεσες, ενώ με σκεφτόσουν.
2. Κάποτε άλλοτε, σου έστειλα την αναφορά μου, χωρίς να γράψω ούτε μια λέξη.
Ήξερα πως στο λευκό χαρτί μου, εσύ θα διάβαζες τα πάντα.

3. Μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τάχα, την προσευχή από την αγάπη ή την αγάπη από την προσευχή;
Η κοινωνία των αισθημάτων, είναι στις άπειρες μορφές της ταυτόσημη...
4. Αυτή είναι η ευτυχία. Να ζεις, να χαίρεσαι και να αναφέρεσαι.
Και κυρίως, η βιωματική πληρότητα της αναφοράς. 




                                               



Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

"Οξώπετρα"






Οδυσσέας Ελύτης  [ 2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996]



Οξώπετρα ή ελεγεία του απορριμμένου λίθου

του Χρήστου Γιανναρά

Η ποίηση δεν σχολιάζεται. Δικαιούμαι ωστόσο, να υπομνηματίζω την ελπίδα. Έλληνας εγώ, σε έτος απολωλός 1992.  Και κουβαλώ αυτό το όνομα βαθιά πληγή επώδυνη. Σε ζαλιστικούς δαιδάλους πολυμήχανης ευτέλειας, διορυγές τρωκτικών στον ιερό τόπο και τρόπο της ποτέ Ελλάδας. Δικαιούμαι λοιπόν να τεχνουργώ, έστω αμήχανα, την όποια περιολκή θραυσμάτων ελπίδας. Να μην χαθεί στην επιπόλαια τύρβη όση Ελλάδα αποτέθηκε στη σημαντική της Οξώπετρας.

Σελίδες αριθμημένες τριάντα εννιά και κει η Ελλάδα ακόμα
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
ή ζώου ταπεινωμένου.

Ψηλαφητή ευγένεια, αφτιασίδωτη, με πρώτη την αρχοντιά της γλώσσας. Αρχοντιά αιώνων κοινωνίας της ζωής, γλώσσα τιθασσευμένη να μεταγγίζει την αμεσότητα, όπως η αφή την αίσθηση, η όπως

Της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη άβαφη
κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία.

Μίτος η γλώσσα στο λαβύρινθο ατέρμονων συγχύσεων όπου τα σημαίνοντα παραπέμπουν σε ανύπαρκτα σημαινόμενα. Στρεβλωτικά πρωτοσέλιδα, δυσλεξικές ιδεολογίες, φλύαρα μπαλκόνια δύσαρθρης χυδαιότητας. Η αρχόντισσα γλώσσα η ελληνική πεισματικά πεταμένη

Μες στις ακαθαρσίες
τη λάβρα και τις καβαλίνες.

Πόσο άραγε θα ζήσει ακόμα η γλώσσα του Ελύτη. Πόσοι παγιδευμένοι άγγελοι στα άναρθρα σημερινά σχολειά θα συλλαβίσουν νόημα. Πόσοι θα συνεχίσουν το μελώδημα της μουσικής γραφής αρνούμενοι τον μονοτονικό ευνουχισμό της, τη λεξιπενία του χρηστικού κρετινισμού. Ερώτημα και ευχή –

Ανθοποιόν εύχος εξ ερημαίων τόπων

– λυγμός θρηνητικός και εύχητική νοσταλγία. Μήπως και γενήσεται εις κεφαλήν γωνίας ο έξω-λίθος, ο απορριμμένος, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες. Προοδευτικοί της οπισθοβατικής κατρακύλας, έμποροι των ιερών της πολιτικής, ασελγομανείς της ακοινώνητης «επικοινωνίας». Απολάκτισαν τον ακρογωνιαίο, για να υψώσουν το τίποτα της χαρτοκοπτικής ανυπαρξίας τους. Κι όμως, στις σελίδες του Ελύτη η Ελλάδα καιροφυλαχτεί, όπως

Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.

Δεν ενδιαφέρει ο τόπος, ούτε καν η Ιστορία. Ζωτικός και ζωοποιός είναι μόνο ο λόγος-τρόπος. «Φιλοσοφώτερον ποίησις ιστορίας εστίν». Την ελληνική ταυτότητα την ορίζει η σοφία της ποίησης, όχι η αποδεικτική της Ιστορίας. Ο τρόπος της παραίτησης, της άοπλης μέθεξης. Της εκούσιας απώλειας που είναι πάντα εύρεση. Αυτό που ήταν πάντοτε η αποφατική Ελλάδα. Και που κλείνεται αποκαλυπτικά στη μονοκοντυλιά του στίχου:

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει.

Ηράκλειτος, Πλωτίνος, Αρεοπαγίτης, Μάξιμος, Γρηγόριος Παλαμάς, διαδρομή δύο χιλιάδων χρόνων αποφατισμού σε ένα μόνο στίχο. Η μέσα λάμψη πριν και πέρα από τη νόηση, «η άγνοια η υπερτέρα πάσης γνώσεως». Όταν ποδηγέτης είναι ο έρωτας. Και όταν «άπας ο αγών περί των πραγμάτων εστίν ου περί νοημάτων και λέξεων»: Για να ξεχωρίσει η φλόγα του έρωτα από τις ανταύγειες των αισθημάτων. Ο τόπος της Προσκύνησης από τη σημαντική των Προσκυνουμένων.

Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξά περνάν οι αχτίδες
Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ’ αρμυρό
Το δάκρυ βγάνουν.  Από κει το φως των Μάγων
Κι η πορεία για κει όπου η Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν' αποκτήσει γίνεται.

Μας χειραγωγεί ο ποιητής τους δεσμώτες. Αποκλείονται οι φαντασιωδώς απελεύθεροι οιηματίες. Η χειραγωγία του ελληνικού λόγου προϋποθέτει πάντοτε τον ρεαλισμό της επίγνωσης των δεσμών, της δέσμευσης στο «εκ μέρους», στο «δι’ εσόπτρου». Πάντοτε δάκρυ αρμυρό επώδυνης δίψας για το «εν, ούτινος εστί χρεία». Εκεί, στο δάκρυ, λάμπει δρομοδείχτης και χειραγωγός η ποίηση. Εκεί διδάσκεται η Προσκύνηση των αρρήτων. Και μόνο τότε η ποίηση διαρκεί και η Ελλάδα επιβιώνει. Ο χρόνος καταλύεται έστω και μόνο με τη σημαντική του ειδώλου στο έσοπτρο. Γιατί το είδωλο καλεί και η κλήση «επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Άφθαρτη από τον χρόνο η κλήση, όσο καλεί στο κάλλος της πάντοτε επόμενης μέθεξης του πραγματικού. Ναι

Η πραγματικότητα ωφελεί εάν έπεται.
Όμως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σ η μ α ι ν ε ι · που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει.

Μια Ελλάδα που δεν καλεί σε τίποτα, που δεν σημαίνει τίποτα, δεν είναι Ελλάδα. Παλεύουμε οι ανύπαρκτοι για δίκαια εθνικά «νοητήν ειδωλολατρίαν ειδωλοποιούντες εν εαυτοίς». Τα είδωλα των δικαίων μας παραπέμπουν σε νοητικά σκαριφήματα, όχι στην ψηλαφητή αίσθηση του πραγματικού. Στα χωρικά μας ύδατα λιμνάζει η αφελληνισμένη ψυχή μας, τη γη μας την αποϊερώσαμε με αντιπαροχή την πλασματική ευζωία.

Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από
θεότητα είναι
Η γη.

Ποτέ τέτοια υποψία. Όσο αρκούσαν οι παρακρούσεις της «προόδου», τα κροταλίσματα της «ανάπτυξης». Τα ευτελιστικά ιδεολογήματα, η μικρονοϊκή συνθηματολογία. Απομείναμε μετέωροι, έρμαια των παραισθησιογόνων της «πολιτικοποίησης», εκτοπλάσματα της ιερής μας γης που σαρκώνει τον Άσαρκο και χωρεί τον Αχώρητο.

Που κι η πέτρα ποθεί ναού νέου να ’ναι το άγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’
απομιμηθεί το στέρνο σου.

Άσχετοι. Καθώς η ιθαγενώς εκπατρισμένη διανόηση, αυτάρκης στον βλαχαδερό της «εκσυγχρονισμό». Ανδρείκελα που κομπάζουν τον πιθηκισμό τους, λείχουν δημόσια το ναρκισσικό τους εγώ, διαλαλούν ξεδιάντροπα την ξιπασμένη τους ανεστιότητα. Τι σημαίνει Ελλάδα, όταν δεν είναι σάρκα του ιερού, τι σημαίνει γη δίχως βωμούς, δίχως «ήθεα», δίχως τάφους προγόνων;

Και καθάπερ Ηράκλειτος λέγεται προς τους ξένους
ειπείν
τους βουλομένους εντυχείν αυτώ
οι επειδή προσιόντες είδον αυτόν θερόμενον προς τώ
ιπνώ έστησαν,
εκέλευε γαρ αυτούς εισιέναι θαρρούντας· είναι γαρ
και ενταύθα θεούς.

Υπονομευμένη από τη θεότητα ακόμα και η πυροστιά όπου λούφαζε ο Ηράκλειτος. Άλλοτε. Σήμερα απόμεινε ο κλαυθμός του ποιητή που δέχεται σαν χάρη την αφή της γης. Μετέωρος σε διαμέρισμα μεταξύ οικοδομήσιμου «αέρα» και νεκρής ασφάλτου.

Κλαίω· που ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα.

Χάρισμα η αίσθηση της γης και χάρισμα η ποίηση που την κάνει κλαυθμό. Δώρο ατίμητο ο λυγμός του ποιητή που μας κελεύει εισιέναι θαρρούντας στην εγγύτητα του απωτάτου. Να ψηλαφίσουμε την εύρεση του απορριμμένου λίθου, να συλλαβίσουμε ελεγεία στην οξώπετρα, να ψάλλουμε μαζί του 

τον Ιησού του ήλιου, τον μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντα.

Γιατί μόνο η νίκη καταπάνω στο θάνατο σπονδυλώνει τη ζωή, αναπιάνει το κοινό ζυμάρι της φθοράς σε ουράνιο άρτο, κάνει την πατρίδα ερωτική προτύπωση της μένουσας πόλης. Μόνο αν βεβαιωθεί ο θάνατος ως ανατολή

ο θάνατος, ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.

Έλληνας εγώ, σε έτος μη-σωτήριο, έτος απολωλός, και δικαιούμαι να ευλογώ τον Οδυσσέα Ελύτη. Για την άρρητη βεβαιότητα που την έκανε λόγο.


-------
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Αντί”, το 1992 – λίγους μήνες μετά την έκδοση της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη «Τα ελεγεία της Οξώπετρας».
Αναρτάται σήμερα στο Αντίφωνο  στην επέτειο του θανάτου, του μεγάλου μας ποιητή.

Πηγή: Αντίφωνο  

[2φΑ]





Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

"Αιγαίο το λένε!"







Αιγαίο το λένε!
-  του Δημήτρη Καμπουράκη


Ταξιδεύω νύχτα στο Αιγαίο, χωρίς προορισμό. Μέσα σ’ ένα κατάμεστο Blue star.
Τουρίστες χαζεύουν το σκοτεινό πέλαγος, φορτηγατζήδες πίνουν μπύρες βροντογελώντας, μανάδες κυνηγάνε τα παιδιά τους  να τα ταΐσουν  προτηγανισμένες πατάτες.
Στους καναπέδες των σαλονιών μισοκοιμούνται μισόγυμνα κορίτσια και φουσκωτά αγόρια γεμάτα τατουάζ. Πως διάολο ξέπεσε έτσι το τατουάζ του ναυτικού;

Όχι του ναύτη του Αιγαίου, αλλά του παγκόσμιου ναυτικού.
Από σημάδι της ψυχής που αναδύεται και χαράζει ανεξίτηλα το κορμί, κατάντησε ασήμαντο χρωματιστό πλουμί πάνω στο δέρμα.

Θα ‘θελα να ‘χα κάνει ένα αληθινό τατού για σένα, όμως τώρα είναι αργά.
Η ψυχή έπαψε να στέλνει προς τα πάνω μηνύματα που σε αφορούν.
Σφραγίστηκε ερμητικά ο τάφος του αλλοτινού μεγάλου έρωτα.
Θα τον ξανανοίξει πολύ αργότερα ο μέγας τυμβωρύχος που ονομάζεται γήρας και θα τον αξιολογήσει κατά πως νομίζει.
Πιθανότατα με την εκδικητικότητα που έχουν πάντα τα γηρατειά απέναντι στα νιάτα.

Δε βαριέσαι, έτσι είναι η φορά των πραγμάτων.

Ταξιδεύω στο Αιγαίο, χωρίς προορισμό. Μέσα σ’ ένα κατάμεστο πλοίο.
Ακολουθεί τους παλιούς δρόμους των νερών.

Από δω περνούσαν τα Μινωικά μονοκάταρτα τραβώντας για τη Σαντορίνη πριν βουλιάξει, από δω ο Οδυσσέας αναζητώντας –δήθεν- την Ιθάκη του.
Από δω πέρασε γρήγορη σαν τον άνεμο, η ιερή τριήρης Πάραλος, τρέχοντας να προλάβει αυτή που μετέφερε την διαταγή της σφαγής των Λεσβίων.

Σ’ αυτούς τους όρμους οι Βυζαντινοί Δρόμωνες έκαναν δοκιμές εκτόξευσης του υγρού πυρός, σ’ αυτές τις παραλίες έβγαιναν λαύροι αλαλάζοντες οι πειρατές του κοκκινογένη Μπαρμπαρόσα.
Εδώ έπλεαν οι Καλύμνιοι βγάζοντας σφουγγάρια, οι Σιφνιοί πουλώντας πήλινα πιθάρια, οι Σαμιώτες ψάχνοντας αγοραστές για το κρασί τους.

Σε τούτα τα καρνάγια έχτισε τον πελώριο στόλο του ο Καπετάν-Μπούμπουλης, χωρίς να φαντάζεται ότι η χήρα του θα τον μετέτρεπε σε τροφή για τα τούρκικα κανόνια, αφού θα τον δώριζε ολόκληρο στον αγώνα για την ανεξαρτησία.
Αλήθεια, αν ζούσαμε τότε, θα πολεμούσαμε άραγε σε κείνο τον αγώνα ή θα στέλναμε τα λεφτά μας στις ξένες τράπεζες, θα περιμέναμε να βγάλουν οι Μπουμπουλίνες τα κάστανα απ’ τη φωτιά κι έπειτα θα ερχόμαστε πάνω στα ερείπια για να οικονομήσουμε;

Ταξιδεύω στο Αιγαίο χωρίς προορισμό.
Ένα κλάμα μου ‘ρχεται απ’ το σκοτάδι, καθώς περνούμε ανοικτά της Μήλου.
Είναι η Αφροδίτη, που έμεινε θαμμένη στο νησί για 2000 χρόνια περιμένοντας το φως και ανακαλύφθηκε λίγες μέρες πριν την ελευθερία. Οι Γάλλοι την έκλεψαν και την έστειλαν στο Λούβρο να τη φωτογραφίζουν Γιαπωνέζοι, στις αρχές Μαρτίου του 1821.
Είκοσι μέρες ακόμα και θα είχε μείνει εδώ δική μας, όπως τής έπρεπε.

Παραδίπλα η ιερή Δήλος.
Μέσα στα αρχαία της μάρμαρα στεγάστηκε το ταμείο για της συμμαχία των Ελλήνων κατά των Περσών, μέσα στα ίδια μάρμαρα στεγαζόταν 2200 χρόνια αργότερα, το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο της μεσογείου.
Από το μέγα πλήθος των γυναικών που πουλιόντουσαν για τα χαρέμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δύο κατηγορίες θηλυκών έπιαναν πάντα την τριπλάσια τιμή απ’ όλες τις υπόλοιπες. Οι Τσερκέζες (Καυκάσιες) και οι νησιώτισσες Αιγαιοπελαγίτισσες.

Οι πρώτες ορεινές ξανθές πρασινομάτες με ατίθασο χαρακτήρα και οι δεύτερες αφράτες μαυρομάτες με μεγάλη εφευρετικότητα στα ερωτικά παιχνίδια που απαιτούσαν οι σουλτάνοι κι οι πασάδες ιδιοκτήτες τους.
Πούθε να κρατάει άραγε η δική σου ρίζα;
Δε με νοιάζει. Τι ήξεραν άλλωστε οι σουλτάνοι κι οι πασάδες;  

Ταξιδεύω νύχτα σ’ ένα Αιγαίο γεμάτο ιστορίες ως τα απώτατα σύνορα του.
Στη Σαμοθράκη, βλέπω τις μυστηριώδεις παγανιστικές τελετές μιας ακόμα πιο σκοτεινής και μυστηριώδους φυλής, των Θρακών.
Κι όμως, οι τελετές αυτές αποτελούν την καθαρά ελληνική προϊστορία μας.

Στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, βλέπω Ροδίτες και Καστελοριζιώτες ντυμένους με τη στολή του Μουσσολινικού στρατού, να μεταφέρονται στην Αλβανία για να πολεμήσουν εναντίον της Ελλάδας. Λιποταχτούν καθότι Έλληνες, μα οι δικοί μας τους εκτελούν καθότι καχύποπτοι.

Βλέπω την έκφραση του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του διαδόχου και αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου, καθώς ανταλλάσσουν τα περιβόητα τηλεγραφήματα, που οδήγησαν στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο:
«Κύριε Πρωθυπουργέ, πορεύομαι προς Μοναστήριον.»
«Αρνητικόν. Κατευθυνθείτε αμέσως προς Θεσσαλονίκην.» «Διαφωνώ.»
«Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, πρώτιστος στόχος σας.»
«Κύριε Πρωθυπουργέ, για να το κάνω πρέπει να με διατάξετε.»
«Ε τότε, κύριε Αρχιστράτηγε, σας διατάσω.»

Από τη μια ο προσανατολισμένος πάντα στη θαλασσινή κοσμοπολίτικη Ελλάδα Βενιζέλος, θαυμαστής της στρατηγικής της θαλασσοκράτειρας Αγγλίας.
Απέναντι του, ο εμποτισμένος από την κουλτούρα του Γερμανικού στρατού διάδοχος του ελληνικού θρόνου, ρέκτης των ανοικτών πεδιάδων και της αξίας των χερσαίων εκτάσεων.

Φεύγει το βλέμμα μου προς το νότιο άκρο, την Κρήτη.
Δυο αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, κατεβαίνουν απ’ τα βουνά το 1974.
Στο μοναδικό μέρος της ελληνικής επικράτειας που δεν υπήρξε ουσιαστικά εμφύλιος, ο εμφύλιος τέλειωσε μετά από 28 ολόκληρα χρόνια.
Χαμογελώ, γιατί καταλαβαίνω πως ανάμεσα σε όλους τούτους, τους ανθρώπους, τους τόπους, τους χρόνους, κατά παράδοξο τρόπο είμαι κι εγώ, όπως κι εσύ που με διαβάζεις.

Ταξιδεύω νύχτα στο Αιγαίο, χωρίς προορισμό.
Μέσα στην μεταμεσονύχτια παραζάλη μου, ψάχνω τραπεζάκι στο μπαρ του μπροστινού καταστρώματος. Αδύνατο, είναι όλα πιασμένα.
Στο ένα, ο Καββαδίας με τον Καραγάτση ανταλλάσσουν χυδαίες απόψεις για τα χούγια των γυναικών του κόσμου. Και στο δίπλα, ο Περικλής με τον Νικηταρά και τον Παλαιολόγο, ονειρεύονται την Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Μπροστά στην πλώρη, κουτσοπίνουν αμίλητοι το ούζο τους ο Ποσειδώνας με τον Άη-Νικόλα.

Σκύβω στην κουπαστή. Ένα λευκό θηριώδες κότερο με σημαία Παναμά πλέει δίπλα μας.
Είναι κατάφωτο. Φιλιππινέζοι σερβίρουν με κρυστάλλινα ποτήρια, τσιφτετέλια ακούγονται απ’ τα σαλόνια του. Ένας χοντρός με πούρο, μας κουνάει το χέρι.
Ποιος ξέρει πάνω σε ποια μίζα του ελληνικού δημοσίου ακουμπά τους τετράπαχους αγκώνες του.
Στο δικό μας πάνω κατάστρωμα, το πλήρωμα κατσαδιάζει κάποιον που είχε βγάλει μισό εισιτήριο χωρίς να το δικαιούται.

Περπατώ πάνω σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει στο Αιγαίο.
Αυτό ήταν πάντα το Αιγαίο. Δεν ήταν θάλασσα, ήταν δρόμος.
Τον διάβαιναν άρχοντες και δούλοι, καπετάνιοι και αφελείς μούτσοι, στρατηλάτες και φοβητσιάρηδες, πνευματικοί άνθρωποι και μακελάρηδες, έμποροι όπως και απατεώνες, αξιωματούχοι και κουρσάροι, όλοι μαζί τουρλού-τουρλού όπως και σήμερα.

Τυχερός όποιος αξιώθηκε να έχει επίγνωση αυτής της ιστορικότητας.
Γιατί δίχως την ιστορικότητα του χώρου μας, η δική μας προσωπική ιστορία είναι ένα τίποτα. Είναι ένα άθυρμα χωρίς παρελθόν, χωρίς συνέχεια, άρα χωρίς αξία.
Κοιτώντας την ιστορία μας, κοιτάμε μέσα μας. Η εθνική μας ιστορία ήταν πάντα η ιστορία του Αιγαίου και της στεριάς που το κυκλώνει, πάντα μαζί με τα αμείλικτα ερωτήματα και διλήμματα της.
Σάματις γύρω από ένα αντίστοιχο κέντρο δεν κινείται και η δική μας προσωπική ζωή;
Τα ίδια ερωτήματα δεν μας συντροφεύουν και στα δικά μας ατομικά μονοπάτια;

Ταξιδεύω νύχτα στο Αιγαίο και ο μισοφωτισμένος διάδρομος ανάμεσα στα καταστρώματα είναι βρεγμένος απ’ τη νυχτερινή αλμύρα.
Οπτασίες και σκιές περπατούν δίπλα μου, προσεκτικά μην γλιστρήσουν και χαθούν στο σκοτεινά νερά από κάτω.

Αχ, αυτές οι μικρές καλές σκιές της ζωής μου.
Πόσο εύκολα μεταπηδώ από τις πιο μεγάλες και τις αιώνιες, στις μικρούλες προσωπικές οπτασίες, που με συντρόφευαν στα κατάρτια και στις παραλίες αυτής της ζωντανής θάλασσας.
Έρχονται απρόσμενα, πότε παιχνιδιάρες και πότε φουρκισμένες απ’ τα νεύρα τους, να μου θυμίσουν το πέρασμα τους.

Για να ακριβολογώ, αυτή την ερμηνεία μ’ αρέσει να δίνω στην εμφάνιση τους, όταν με πιάνει καμιά φορά αυτή η ανόητη ανδρική αυτοπεποίθηση.
Μπορεί όμως να έρχονται και για τον ακριβώς αντίθετο λόγο.
Προσπαθώντας αυτές να θυμηθούν κάτι από μένα. Πως με λέγανε, ας πούμε.
Και να μην τα καταφέρνουν...

Δεν βαριέσαι. Έτσι είναι η φορά των πραγμάτων.



Fb – EGPs – [2fA]





Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

"Οι κούκλες"






Οι κούκλες


Κάποτε κάποιος σοφός χάρισε σε έναν πρίγκιπα τρεις κούκλες.
Ο πρίγκιπας τον αποπήρε.
«Κορίτσι είμαι και μου φέρνεις κούκλες;», είπε ενοχλημένος.

«Κι’ όμως, αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό δώρο για μελλοντικό βασιλιά», απάντησε ο σοφός. «Πάρε αυτόν τον σπάγκο και πέρασε τον στο αυτί κάθε κούκλας.. "

Γεμάτος περιέργεια ο πρίγκιπας πήρε την πρώτη κούκλα, πέρασε το σπάγκο μέσα από την τρύπα του αυτιού της και αυτός βγήκε από το άλλο της αυτί.
«Αυτό είναι ένα είδος ανθρώπων», του είπε ο σοφός· «ό,τι τους λες, μπαίνει από το ένα αυτί και βγαίνει από το άλλο, δεν τους μένει τίποτε».

Ο πρίγκιπας έβαλε το σπάγκο στο αυτί της δεύτερης κούκλας και αυτός βγήκε από το στόμα της.
«Αυτό είναι το δεύτερο είδος τον ανθρώπων», είπε ο σοφός· «όσα τους λες, τα λένε όλα στους άλλους».

Ο πρίγκιπας πήρε και την τρίτη κούκλα και επανέλαβε την διαδικασία. Ο σπάγκος τώρα, δεν ξαναφάνηκε πουθενά.
«Αυτή είναι η τρίτη κατηγορία των ανθρώπων», είπε ο σοφός· «ό,τι και να τους πεις το θάβουν μέσα τους. Ποτέ δεν βγαίνει τίποτα έξω!».

«Και ποιο είναι το καλύτερο είδος;», ρώτησε σκεπτικός ο πρίγκιπας.

Σαν απάντηση ο σοφός του έδωσε μια τέταρτη κούκλα. Όταν ο πρίγκιπας πέρασε το σπάγκο στην κούκλα, εκείνος βγήκε από το άλλο της αυτί.
«Ξαναδοκίμασε», του είπε πάλι ο σοφός.

Ο πρίγκιπας επανέλαβε. Αυτή τη φορά ο σπάγκος βγήκε από το στόμα της κούκλας.
Όταν δοκίμασε για τρίτη φορά, ο σπάγκος δεν εμφανίστηκε καθόλου.

«Τι να σημαίνει αυτό;» αναρωτήθηκε ο πρίγκιπας

«Αυτή είναι η καλύτερη κατηγορία των ανθρώπων!», του εξήγησε ο σοφός.
«Αξιολογούν αυτά που ακούνε και έτσι ξέρουν, πότε δεν αξίζει να δώσουν σημασία σε όσα άκουσαν, πότε πρέπει να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και πότε να μιλήσουν».



GT - [2fΑ]