Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

"Περιμένοντας"






*  Περιμένοντας...   [Rolleicord, φυσικός φωτισμός...]




Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Άγια Νύχτα







Άγια Νύχτα


Η Ουράνια νύχτα της Γέννησης του Χριστού στον κόσμο μας, έφθασε!
Η γιορτή της ενανθρώπισης του Θεού που σκύβει να αγκαλιάσει τον άνθρωπο, για να τον ανεβάσει μαζί Του στην αιώνια χαρά της Αγάπης Του, ξημερώνει και πάλι για όλο τον κόσμο και όλοι καλούνται να συνεορτάσουν ανοίγοντας την καρδιά τους στον Χριστό.

Τα χριστουγεννιάτικα δέντρα με τις λαμπερές μπάλες και τις γιρλάντες τους, τα στολίδια στις βιτρίνες και τα σαλόνια των σπιτιών, τα πολύχρωμα μπαλόνια και τα φωτάκια, τα παιχνίδια και τα γλυκίσματα, οι ευχές και τα κάλαντα, κάνουν τα παιδιά να ανοίγουν εκστατικά τα μάτια τους και να αναρωτιούνται, τι θα μπορέσουν να κρατήσουν «δικό τους» από όλη αυτή τη φαντασμαγορική πανδαισία που τα περιβάλλει. Και οι αναμνήσεις αυτές τα ακολουθούν στη ζωή τους, ντυμένες με ζεστή νοσταλγία.

Το νόημα των Χριστουγέννων για τους «μεγάλους», δεν σταματά στις κοσμικές εκδηλώσεις και τη γιορτινή διακόσμηση. Πάει λίγο πιο βαθιά, στην ανάγκη να μοιάσουμε όσο μπορούμε στον Χριστό που γεννιέται την κάθε στιγμή για τον κάθε άνθρωπο, να γεμίσουμε με αγάπη την καρδιά μας και να αισθανθούμε αδελφό μας τον κάθε «πλησίον μας», συγγενή, φίλο ή άγνωστο.
Να γίνουμε λίγο καλύτεροι αυτή τη «μαγική» νύχτα, που κάνουμε κάποια ευχή κοιτάζοντας ψηλά τα αστέρια, αναζητώντας ταυτόχρονα το άστρο της Βηθλεέμ για να σταθεί οδηγός στο δρόμο μας προς το «Θείο βρέφος».

Υπάρχουν και κάποιοι που βλέπουν τη μοναδική αυτή νύχτα περισσότερο προσωπικά. Δεν σταματούν στις ευχές, συνειδητοποιούν τον χρόνο που έχασαν ψάχνοντας την κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση, την απατηλή «χαρά» της ζωής και την ανεύθυνη ξενοιασιά, αντιλαμβάνονται ότι το να είναι «καλοί» δεν σημαίνει πως είναι καθαροί ή πως είναι θερμοί στην πίστη τους, δεν αντέχουν να δικαιολογούνται άλλο στον εαυτό τους παραμερίζοντας έτσι τον Χριστό από τη ζωή τους και να αναβάλλουν για αργότερα μια εξεταστική ματιά, καθαρή και ειλικρινή, στο «στάβλο» της ψυχής τους.       

Είναι εκείνοι που λαχταρούν την αγάπη του μικρού Ιησού, εκείνοι που αποφάσισαν να Τον δεχθούν στο λίκνο της ύπαρξης τους και αντιλαμβάνονται συγκλονισμένοι πως για να γίνει αυτό, οφείλουν να την αδειάσουν από κάθε ασχήμια, εγωισμό ή κακία και να τη στολίσουν με αγάπη, καθαρότητα νοημάτων και επιθυμιών, ολόθερμη συμμετοχή στη λατρεία Του και μικρές θυσίες και προσφορές του εαυτού τους.
Όταν όμως νοιώθεις πως ο Θεός σου χαμογελά, είναι δυνατόν να σε απασχολεί κάτι άλλο στον κόσμο;


Μ Ψ





Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

"Αινείας"


















ΑΙΝΕΙΑΣ


Η Τροία έπεσε
οι κραυγές κόπασαν
Οι τελευταίοι αγωνιστές της πόλης
ο ημίθεος Αινείας
γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης
με τα παλικάρια του
δέχθηκαν τη μεγαλόψυχη πρόταση των Ελλήνων
αναγνώριση ανδρείας
να αποχωρήσουν επάξια
με ο, τι πολύτιμο μπορούσαν να κρατήσουν
στα χέρια τους

Το απόγευμα ήταν προχωρημένο
ο ουρανός μουντός από καπνούς
και αίμα
στη δυτική πύλη της θάλασσας
οι νικητές επευφημούσαν τους Αινειάδες
που αποχωρούσαν σοβαροί και αμίλητοι
φορτωμένοι με σακιά
χρυσό, κοσμήματα και ασήμι -
σαν φάνηκε ο Αινείας όλοι σώπασαν
στους ώμους του έφερε περήφανος
αντί για χρυσάφι
τον γέροντα και ανήμπορο ασπρομάλλη
πατέρα του

ξέσπασαν αμέσως σε ιαχές
και ύμνους στον Απόλλωνα
του δήλωσαν πως άξιζε να φέρει
και δεύτερο φορτίο
όταν έφθασε ξανά στην πύλη
ο ήλιος που έγερνε πια στη δύση του
χρύσιζε τα λαβωμένα τείχη
και τα μαλλιά του
στεφανώνοντας τον
η αγκαλιά του τώρα
ήταν γεμάτη
αγαλματίδια θεών

Αγέρωχος ο γέροντας Αγχίσης
ακουμπισμένος στην άμμο
την ώρα που πυρακτωνόταν ο ουρανός
παρακολουθούσε τους Έλληνες
να σηκώνουν ψηλά τον Αινεία
με αλαλαγμούς ενθουσιασμού
και στο πρόσωπο του κυλούσαν δάκρυα
συγκίνησης
για την αρετή του γιου του.



Μ Ψ 

                                                                                  


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

"Ο Άγιος Σπυρίδων"









Ο Άγιος Σπυρίδων

Ο γαλήνιος Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου, ο “των ορθοδόξων υπέρμαχος και των κακοδόξων αντίπαλος” Άγιος και θαυματουργός Σπυρίδων (270-350), είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της Χριστιανοσύνης. Και όπως είναι γνωστό, έχει συνδεθεί αδιάσπαστα και αρμονικά το όνομα του με το όνομα της Κέρκυρας, από τότε που μεταφέρθηκε το Σεπτό του Σκήνωμα στο νησί από την Κωνσταντινούπολη το 1456, τρία χρόνια δηλαδή μετά την άλωση της από τους Τούρκους.

Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι η παρουσία του Σεπτού του Σκηνώματος στην Κέρκυρα, τη σκλαβωμένη στους καθολικούς κατακτητές (από το 1267 μέχρι το 1386 στους Γάλλους Ανδηγαβούς και από το 1386 μέχρι το 1797 στους Ενετούς) ήταν θείο Δώρο για τον καταπιεζόμενο θρησκευτικά και εθνικά κερκυραϊκό Ορθόδοξο λαό. Και τούτο γιατί «ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, αδελφός του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του Β’, όταν κατέλαβε την Κέρκυρα, κατήργησε πραξικοπηματικά τον ορθόδοξο νόμιμο Μητροπολίτη Κερκύρας, για να ευχαριστήσει τον Πάπα Κλήμη τον Β’, ο οποίος τον είχε βοηθήσει να γίνει βασιλιάς της Νεαπόλεως. Και από τότε μέχρι το 1800, δηλαδή 533 χρόνια, συνεχώς η Κέρκυρα μόνο Καθολικό Αρχιεπίσκοπο είχε, ο οποίος προσπαθούσε μαζί με τους λοιπούς καθολικούς να ξερριζώσει από την ψυχή του ελληνικού Κερκυραϊκού λαού, την ελληνορθόδοξη συνείδηση του. Επίσης πρέπει να θυμίσουμε ότι τον περιφρονημένο ορθόδοξο κλήρο αντιπροσώπευε ο λεγόμενος Μέγας Πρωτοπαπάς, ο οποίος δεν είχε το δικαίωμα να χειροτονεί. Όσοι ορθόδοξοι ήθελαν να γίνουν κληρικοί, πήγαιναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συνήθως στην Ήπειρο, και εκεί χειροτονούντο από Έλληνες Επισκόπους. Επομένως ο Άγιος Σπυρίδων ήταν ο προστάτης, η ελπίδα και ο Παρήγορος Άγγελος των περιφρονημένων ορθοδόξων. Αντικαθιστούσε στη σκέψη και στη καρδιά των Κερκυραίων τον νόμιμο ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Μητροπολίτη, τον οποίο τους είχαν στερήσει παράνομα οι κατακτητές.»

 

Έτσι εξηγείται η ιδιαίτερη αγάπη και ο άπειρος σεβασμός του κερκυραϊκού ελληνορθόδοξου λαού προς τον προστάτη του νησιού Άγιο Σπυρίδωνα, του οποίου το Σεπτό Σκήνωμα έγινε ιερό εθνικοθρησκευτικό λάβαρο και ελπίδα για τη θρησκευτική και εθνική μελλοντική του αποκατάσταση.
 
Για όλα αυτά δεν είναι παράδοξο, που η φήμη, ο σεβασμός και η αγάπη προς τον Άγιο Σπυρίδωνα απλώθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, αλλά ακόμα και στους αλλόθρησκους Τούρκους. Ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα εδώ με συντομία θα αναφέρουμε. Το διηγείται στον Α’ τόμο των περιηγήσεων του ένας ξένος συγγραφέας ο BARHTOLOZ

Κάποτε στις αρχές του 19ου αιώνος, ο Τούρκος Αρχιναύαρχος Κατήρ Μπέης έπλεε με το στόλο του έξω από το Παλέρμο της Σικελίας. Εκεί αντιμετώπισε μια πρωτοφανή σε αγριότητα τρικυμία, στην οποία “είδε τον Χάρο με τα μάτια του”, όπως λέγει ο λαός μας.. Μέσα σ’ αυτό τον τρομερό κίνδυνο θυμήθηκε τον Άγιο Σπυρίδωνα. Είχε πολλές φορές ακούσει να μιλούν για τα θαύματα του. Για τούτο και με όλη τη δύναμη της ψυχής του τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει. Τελικά η σφοδρότατη αυτή θαλασσοταραχή κόπασε και σώθηκαν τα πλοία του από τον καταποντισμό. Επιστρέφοντας κατόπιν στην Τουρκία πέρασε από την Κέρκυρα, για να εκφράσει στον Άγιο Σπυρίδωνα την ευγνωμοσύνη για την σωτηρία του. Ήταν όμως πολύ άρρωστος και δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος στο Ναό του Αγίου. Ανέλαβε να τον θεραπεύσει ο Κερκυραίος Ιατρός Ιωάννης Καποδίστριας, ο μετέπειτα Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και Πρώτος Κυβερνήτης του απελευθερωμένου από τους Τούρκους Ελληνικού Κράτους. Στον Ιωάννη Καποδίστρια λοιπόν διηγήθηκε τον φοβερό κίνδυνο, που είχε διατρέξει έξω από το Παλέρμο και τον παρεκάλεσε να πάει εκείνος στο Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και να ανάψει μεγάλες λαμπάδες σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία του.

Αυτή με λίγα λόγια ήταν η περιπέτεια του Τούρκου Αρχιναυάρχου Κατήρ Μπέη, δείγμα λαμπρό του σεβασμού και αλλοθρήσκων ακόμη προς την σεπτή μορφή του Κυπρίου Ιεράρχου και Προστάτου της Κερκύρας Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος.

(του φιλόλογου Σπύρου Σταμ.Μεσημέρη)

από το περιοδικό ”Απολύτρωση” - www.proskynitis.blogspot.com




Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

"Αναβίωση"









ΑΝΑΒΙΩΣΗ



Η υπέρβαση έληξε
Στην καμπύλη της φθίνουσας
έντασης
ρυθμική επανάληψη παλμών
κατακλύζει δραματικά
τις αισθήσεις
αρχέγονες δονήσεις
εκλύουν  πλημμυρίδα
συγκίνησης

πίσω από καθαρές μνήμες
κάτω από λείψανα εμπειριών
η δεκτικότητα αναβιώνει  
λυτρωτικά
βιολογικά χνάρια  ανασυνθέτουν
βαθιά αίσθηση συνύπαρξης
πολύτιμες στιγμές
πληρότητας

Αιφνίδιος χρονομέτρης
οριοθετεί προστατευτικά
τα προσωρινά
ανεκτίμητο το ταξίδι στις πηγές
αναστέλλεται δραματικά
με νωπό το κενό
της ματαίωσης.






Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

"Έρημος"







Έρημος  (απόσπασμα)

Του Χρήστου Γιανναρά

.......
Τη νύχτα, το πρόσωπο της ερήμου είναι όλο στραμμένο στον ουρανό. Δεν έχει έκταση τη νύχτα η Έρημος, όλες οι διαστάσεις είναι κατακόρυφες - μόνη η θέα των άστρων στον κατασκότεινο χώρο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο Μωχάμετ, βρήκε απλωσιά και τρέχει δαιμονισμένα. Άνοιξε η Έρημος την αγκαλιά της - ένα λουλούδι σκοτεινό, αινιγματικό και μεις βυθιζόμαστε μεθυσμένοι στον κάλυκα, ανήμποροι για κάθε αντίσταση. Κάθε μέτρο γης μας ξεμακραίνει από την παρουσία των ανθρώπων, μας γυμνώνει από την εμπιστοσύνη στην οργανωμένη αδυναμία μας, μας αποκαλύπτει αυτά που πραγματικά είμαστε, ελάχιστες μοναχικές παρουσίες πάνω στο πρόσωπο της γης.

Ψάχνουμε τ' αστέρια να βρούμε τη βορειοδυτική κατεύθυνση, να ψαχουλέψουμε κάπου εκεί για την πατρίδα, να τονώσουμε την παρηγοριά με την παρουσία των αγαπημένων, που μας δένουν με το μίτο της νοσταλγίας. Προχωρούμε στην έρημο κι ωστόσο διστάζουμε να κόψουμε πίσω τα σκοινιά, αύτη την ψευδαίσθηση της σιγουριάς, που είναι η αγάπη των ανθρώπων. Ίσως αυτή νάναι η δοκιμασία της ερήμου, η άπληστη, η ζηλότυπη αποκλειστικότητα, να σε κατέχει μονάχα αυτή, χωρίς καμιά παραχώρηση. Της ανήκεις ολοκληρωτικά, κανένας, με κανένα τρόπο δεν μπορεί εδώ να σε ακούσει, να σε βοηθήσει, ν' ανανεώσει την προστασία της ανθρώπινης συντροφιάς. Μονάχα αυτή εδώ η μικρή μηχανή, που αγκομαχάει μέσα στη νύχτα δίνοντας κίνηση στους τροχούς, τολμάει να καταλύει τη δύναμη της ερήμου, μεταφέροντας το χρόνο και την ταχύτητα στο παρθενικό πρόσωπο της.

...Ξημερώματα φτάσαμε στο μοναστήρι.
Δέκα μέρες που μείναμε στο Σινά, είναι ένας ασήμαντος χρόνος για ν' ανιχνεύσει κανείς το μυστικό της έρημου, να μαντέψει πως είναι ένας τρόπος ζωής κι όχι ένας τόπος η Έρημος. Αυτή η έσχατη γυμνότητα, η τέλεια απελευθέρωση από τις περισπάσεις και την απατηλότητα του κόσμου τούτου, είναι ένα νόημα μυστικό, που δεν ερμηνεύεται με το λόγο.
Περπατούσαμε το πυρωμένο πρόσωπο της ζητώντας τις σπηλιές των ασκητών, τα σκόρπια ξωκλήσια κι όλη αυτή η νοσταλγική μας ανίχνευση ήταν μια εμπειρία κι όχι ένα χρονικό. Για το χρονικό, απόμειναν οι εντυπώσεις, μόνο αυτές μπορούν να μπούνε στο χαρτί.

Από το agioritis.pblogs.gr




Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

"Ησυχία"














ΗΣΥΧΙΑ


Πέρασαν οι καιροί
των παιάνων
- ήχων θριαμβικών
που εναρμόνιζαν τη ζωή
με το όνειρο
Τώρα όλα
οφείλουν να είναι
διακριτικά

το φως
η μουσική
οι συγκινήσεις
και ιδιαίτερα,
να το θυμάσαι, 
η παρουσία σου.


Μ Ψ





Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

04. "Vredens Dag"






VREDENS DAG  [Μέρες Οργής, Δανία – 1943] 

Η αριστουργηματική ταινία «Μέρες Οργής» του Carl Dreyer, γυρίστηκε στη Γερμανοκρατούμενη Δανία του 1943. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή, που επικρατούσε η επιφυλακτικότητα, η δυσπιστία και ο φόβος της σκληρής ναζιστικής αλαζονείας, ο Dreyer τροποποιώντας ένα θεατρικό έργο, επιστρέφει σε μια παλαιότερη δύσκολη εποχή σκληρότητας και υποκρισίας, όπου το δημόσιο κάψιμο των μαγισσών συνιστούσε την κύρια εκδήλωση κοινωνικής αρετής, στο ημίφως της Δανίας του 1623.


Το βασικό θέμα της ταινίας είναι ο έρωτας μεταξύ της νεαρής συζύγου ενός ιερωμένου, πολύ μεγαλύτερου απ' αυτήν σε ηλικία και του γιου του άνδρα της από προηγούμενο γάμο του, όμως δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ταινία σαν αισθηματική. Η πλοκή του έργου, με έντονες ψυχολογικές συγκρούσεις των κεντρικών προσώπων, εκτυλίσσεται σε μια ατμόσφαιρα που κυμαίνεται η μαγεία και οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις της, αλλά η ταινία δεν θα μπορούσε και πάλι να χαρακτηριστεί, ούτε σαν μεταφυσική. Οι προβληματισμοί που προκύπτουν και τα θέματα που θίγονται μέσα στο αυστηρό και λιτό περιβάλλον, από τη συναισθηματική εκφραστικότητα που φορτίζει το φαινομενικά διαυγές ύφος της ταινίας, δεν θα μπορούσαν επίσης να την προσδιορίσουν σαν κοινωνική. Η ταινία τελικά είναι σε όλα τα επίπεδα της βαθιά δραματική, γιατί ξεδιπλώνει πολυδιάστατα τις δραματικές αλήθειες ενός τρόπου ζωής, προσαρμοσμένου από τον άνθρωπο στα μέτρα του εγωισμού και της υπεροψίας του, της τυπολατρείας και των ποικίλων συμβιβασμών του, μιας ζωής χωρίς πνευματική ανάταση, με τυφλή θρησκευτικότητα χωρίς θεϊκή παρουσία. 


Ο Ντράγιερ αντλώντας στοιχεία από βιώματα πικρίας, απόρριψης και μοναξιάς στην προσωπική του ζωή, διεισδύει με ευελιξία και αναλύει πειστικά τη ζωή των ηρώων του, ώστε να αποδίδει την αλήθεια δημιουργώντας τέχνη με ωριμότητα, πληρότητα και μέτρο. Ισορροπεί θαυμαστά τους χαρακτήρες του έργου του ανάμεσα στο πάθος και στο όνειρο, στην προδοσία και το καθήκον, στην απωθημένη ενοχή και στην αναζήτηση του Θεού. Όμως «η Μέρα της Οργής πλησιάζει, ημέρα θρήνου και φρικτής τιμωρίας», διαβάζουμε στον ύμνο της εισαγωγής της ταινίας, με τη συνοδεία της κατάλληλης υποβλητικής μουσικής.  Το έργο αρχίζει.


Η μάγισσα Marthe Herlof [Anna Svierkier] ακούει στο σπίτι της το σήμαντρο που αναγγέλλει ότι οι κυνηγοί μαγισσών εντόπισαν το νέο θήραμα τους και έντρομη αντιλαμβάνεται πως τη φωνάζουν και της χτυπούν την πόρτα. Το σήμαντρο αυτή τη φορά, ηχεί για κείνη. Απομακρύνεται κρυφά χωρίς να την αντιληφθούν.


Στο σπίτι του πάστορα Absalon Pedersson [Thorkild Roose] βλέπουμε τη νεαρή σύζυγο του Anne [Lisbeth Movin] και τη μητέρα του Meret [Sigrid Neiiendam]. Είναι τόσο διαφορετικές οι εικόνες τους! Η Άννε, διστακτική και ακαθόριστη, προσπαθεί να ενταχθεί αρμονικά στη νέα της οικογένεια. Η γιαγιά Μέρετ βλοσυρή και μονολιθική, παρακολουθεί σαν άγρυπνος δεσμοφύλακας τις κινήσεις της Άννε, έτοιμη να τεκμηριώσει την αντιπάθεια της γι’ αυτήν και να την καταδώσει στον σύζυγο της. Πλησιάζει την πόρτα του γραφείου του γιου της και τον προτρέπει να βιαστεί, γιατί το πλοίο που φέρνει τον εγγονό της από τον πρώτο γάμο του Άμπσαλον, έχει ήδη φτάσει. Εκείνος λιτός, σοβαρός και συγκεντρωμένος στον εαυτό του, πηγαίνει να προϋπαντήσει τον γιο του Martin [Preben Lerdorff]. Ο Μάρτιν όμως που βρισκόταν ήδη στον δρόμο για το σπίτι, φθάνει και βρίσκει την Άννε μόνη της. Είναι το ίδιο νέος με κείνη, το ίδιο απλός με τον πατέρα του. Με καλή θέληση, ευγένεια και ειλικρίνεια, ανταλλάσσουν τις πρώτες εντυπώσεις της γνωριμίας τους. Η ευγένεια προδιαθέτει θετικά και η ειλικρίνεια αφοπλίζει. Όταν έρχεται ο Άμπσαλον, έχουν συνάψει την πρώτη συμμαχία τους. Ο Μάρτιν κρύβεται, για να έχει ο πατέρας του μια ευχάριστη έκπληξη. Η ατμόσφαιρα είναι ακόμα ανάλαφρη με τον ερχομό του Μάρτιν, όμως οι συμμαχίες που αναπτύσσονται σε ένα βαρύ, σοβαρό και πιεστικό περιβάλλον ανάμεσα σε ένα νεαρό και μια κοπέλα συνομήλικη του, εύκολα μπορούν να ξεφύγουν από τα προκαθορισμένα όρια.


Η μάγισσα Μάρτε έχει καταφύγει εν τω μεταξύ στο σπίτι του Άμπσαλον και ζήτησε από την Άννε να την κρύψει. Οι διώκτες της την εντόπισαν και την συλλαμβάνουν. Η Μάρτε γνωρίζει πως η μητέρα της Άννε ήταν μάγισσα και ο Άμπσαλον την απάλλαξε από την κατηγορία, για να μπορέσει να παντρευτεί την κόρη της. Όταν εκείνος την εξομολογεί στο γραφείο του, η Μάρτε τον κατηγορεί και τον εκβιάζει, απαιτώντας να ελευθερώσει και την ίδια.

   
Ο φόβος, η αγωνία και οι απελπισμένες προσπάθειες της Μάρτε, αποτελούν το προοίμιο μόνο μιας θλιβερής «ελεγείας της σκληρότητας», που ο Ντράγιερ με μοναδικό τρόπο μας παρουσιάζει στη συνέχεια σε δύο μέρη. Στο πρώτο, οι ειδικοί ανακριτές με μεθόδους βασανισμού που στερεότυπα εφαρμόζονται από κάθε μορφή ανεξέλεγκτης εξουσίας και ενώ οι κραυγές της γριάς μάγισσας αντανακλούν στους άδειους πέτρινους τοίχους και συγκρούονται με τις τεράστιες μαύρες σκιές που γεμίζουν τον χώρο και τις ψυχές όσων μετέχουν στην ανάκριση, αποσπούν από την εξουθενωμένη Μάρτε την ομολογία που θέλουν. Η φρίκη ωστόσο δεν αγγίζει τους ανακριτές, αντίθετα με την Άννε και τον Μάρτιν που με συγκλονισμένες τις ευαίσθητες και ευάλωτες καρδιές τους, προχώρησαν σε μια εναρμόνιση τρυφερότητας και κατέφυγαν στην προστατευτική γαλήνη της εξοχής.
Η ηρεμία της φύσης, η βλάστηση της γης, η χαρά που νιώθουν να βρίσκονται μαζί, είναι μια βαθιά ανάσα για τον θεατή.


Η ώρα της απάνθρωπης τιμωρίας του κακού, φθάνει. Η πυρά είναι έτοιμη. Η Μάρτε προετοιμάστηκε για τον θάνατο της από τον Άμπσαλον. Του ζήτησε και πάλι να τη σώσει και αποκαλώντας τον ψεύτη, τον έδιωξε από κοντά της φορτωμένο με τις ενοχές του. Τον προειδοποίησε πως αν την αφήσει να καεί στην πυρά, το ίδιο θα συμβεί και στην Άννε. Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Το τυπικό όμως της επίσημης διαδικασίας συνεχίζεται. Ενώ δένουν τη γριά μάγισσα, ομάδα παιδιών ψάλλει τον ύμνο «Ημέρα οργής, ημέρα θρήνου». Η επόμενη γενιά αναλγησίας, ακολουθεί και προετοιμάζεται στα πρότυπα της κοινωνίας. Η φριχτή κραυγή της Μάρτε τη στιγμή που τη ρίχνουν στη φωτιά, δονεί την ατμόσφαιρα και σφραγίζει ένα ακόμα έγκλημα διεστραμμένης  πίστης στο όνομα του Θεού.
 

Οι κατηγορίες της Μάρτε δεν φεύγουν από το μυαλό του Άμπσαλον. Αποκαλύπτει στην Άννε ότι η μητέρα της ήταν μάγισσα. «Είχε τη δύναμη της επίκλησης. Αν καλούσε κάποιον, ζωντανό ή νεκρό, έπρεπε να φανεί. Αν επιθυμούσε τον θάνατο κάποιου, αυτός πέθαινε!» Την έσωσε για χάρη της. «Όμως δεν με ρώτησες ποτέ αν σ’ αγαπώ!» του λέει εκείνη και τον αγκαλιάζει. Εκείνος την απωθεί απαλά, κοιτώντας την σαν κάτι αγαπητό μα μακρινό. «Τα υπέροχα μάτια σου» της λέει, «τόσο παιδικά, αγνά και καθαρά!»


Η Άννε μόνη, σβήνει τον λύχνο, βλέπει τη νύχτα από το παράθυρο και δοκιμάζει τις δυνάμεις της. Καλεί τον Μάρτιν νοερά και πραγματικά εκείνος εμφανίζεται! «Κανείς δεν έχει τα μάτια σου!» της λέει. «Είναι παιδικά, αγνά και καθαρά;» τον ρωτά εκείνη.
«Όχι, είναι βαθιά, γεμάτα μυστήριο!» της απαντά. Τι καθρεφτίζουν λοιπόν τώρα τα μάτια της Άννε; Την καρδιά της, βλέποντας τον Μάρτιν που δίνει υπόσταση στα όνειρα της ή μήπως την επιβεβαίωση πως έχει κληρονομήσει τις μαγικές δυνάμεις της μητέρας της και μπορεί να κατευθύνει η ίδια τη ζωή της, όπως θέλει;
«Σε βλέπω μέσα από τα δάκρυα μου» του λέει, «Κι’ εγώ σου τα σκουπίζω!» απαντά εκείνος. Μέσα στη νύχτα, φεύγουν στο δάσος.

 
Σε κάθε σκηνή που παρουσιάζει ο Ντράγιερ, διευθύνει «μαγικά» την ορχήστρα του και κατευθύνει τα θέματα της σύνθεσης του παράλληλα, τονίζοντας περισσότερο κάθε φορά κάποιο στοιχείο, σε μια συνεχή πλοκή της μαγείας με την σκληρότητα, της σκληρότητας με τον έρωτα, του έρωτα με τη μαγεία.
Η παρουσίαση του έρωτα της Άννε δίνει την αίσθηση ότι ολοκληρώνει και εξαντλεί το θέμα, ένα θέμα από τη φύση του ανεξάντλητο. Από το πέρασμα της τρυφερότητας στην οικειότητα και από κει στον έρωτα, η Άννε μεταμορφώνεται κυριολεκτικά. Οι πλαστικές νεανικές της κινήσεις, δείχνουν τώρα ανάερες, χορευτικές. Το δροσερό μα αγέλαστο πρώτα πρόσωπο της, αποκτά λάμψη και ακτινοβολία. Το αυθόρμητο γέλιο της τώρα, γεμίζει και στολίζει το σπίτι. Ο Άμπσαλον είναι ευχάριστα έκπληκτος από την αλλαγή της, αλλά η γιαγιά Μέρετ είναι γεμάτη ανησυχία και βλέπει την καταιγίδα να πλησιάζει. Προειδοποιεί όσο ανοιχτά μπορεί, όμως στον έρωτα δεν λειτουργεί η λογική. Είναι τόσο έντονος και απόλυτος ο αιφνιδιασμός της Βούλησης, που όλη η ενέργεια της κινείται προς το Συναίσθημα όπου γεννά τον έρωτα, αφήνοντας τη Σκέψη να υπολειτουργεί χωρίς σύνεση, χωρίς λογική. 


Η Άννε απολαμβάνει την ευτυχία της με τον Μάρτιν στο δάσος, στο ποτάμι, ακόμα και στο σπίτι, όπου αρχίζει να φέρεται με αναίδεια. Θέλει να το φωνάξει, θέλει να μάθουν όλοι πως είναι ερωτευμένη. Ο Μάρτιν συνεπαρμένος από το αίσθημα αυτό, συμμετέχει και ο ίδιος στο μέτρο που του επιτρέπουν οι ενοχές του.

 
Όμως ο έρωτας έχει θεϊκή υφή, γι’ αυτό και μακριά από τον Θεό είναι επικίνδυνος και καταστροφικός. Ο Άμπσαλον επιστρέφει τη νύχτα από το σπίτι του κύριου ανακριτή της Μάρτε, που αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε, όπως εκείνη τον είχε προειδοποιήσει. Πριν από λίγο ένιωσε και ο ίδιος μια πνοή θανάτου να τον τυλίγει. Μόλις μένει μόνος με την Άννε, της ζητά να τον συγχωρήσει που την παντρεύτηκε τόσο νέα και τη ρωτά αν ευχήθηκε ποτέ τον θάνατο του. Για κείνη, ο Άμπσαλον είναι το μόνο εμπόδιο στη χαρά της. Πλημμυρισμένη από το αδηφάγο αίσθημα της και με τη σιγουριά της μαγικής δύναμης της, χωρίς δεύτερη σκέψη, του φανερώνει πως ναι, εύχεται τον θάνατο του και περισσότερο τώρα, που αυτή και ο Μάρτιν…  «Εσύ και ο Μάρτιν;» Η φοβερή αλήθεια αποκαλύφθηκε. Ο Άμπσαλον με φρίκη αρχίζει να τρέμει, σηκώνεται να φύγει μακριά της, φωνάζει τον Μάρτιν, μα πριν προλάβει να ζητήσει βοήθεια από τον γιο του, σωριάζεται νεκρός. Τον σκότωσε άραγε η ανίερη αλήθεια που έμαθε ή η δύναμη της ευχής και του έρωτα της γυναίκας του; 


Σε κάθε θέμα που παρουσιάζει ο Ντράγιερ, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια του, εντυπωσιάζει με τη σαφήνεια και τη βαθιά γνώση του. Το θέμα της μαγείας δεν είναι καθόλου εύκολο, όμως το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει απλά και καθαρά, πέρα από βότανα και μυστηριώδη υλικά που καμιά δύναμη δεν έχουν από μόνα τους, πέρα από τις τελετουργικές διαδικασίες που ο κύριος σκοπός τους είναι να κρατήσουν τη βούληση επικεντρωμένη, αδιάσπαστη στον επιδιωκόμενο στόχο. Η μόνη δύναμη της μαγείας είναι η βούληση, η βαθιά επιθυμία, η ευχή του ανθρώπου για κάτι, η πίστη του. Είναι μια δύναμη σαν τον έρωτα, θεϊκής υφής, δώρα του Θεού, κατ’ εικόνα Θεού και επομένως οφειλόμενα στον Θεό.
Μακριά από τον Θεό και όταν ακόμα δεν γίνεται νοερή επίκληση του κακού, οι δαιμονικές δυνάμεις πρόθυμα συνεπικουρούν στο να εκπληρωθούν κάποιες σκοτεινές επιθυμίες, μέχρι να επιτύχουν τον δικό τους στόχο, να επιφέρουν την πλήρη καταστροφή.

Ο Άμπσαλον είναι νεκρός. Ο Μάρτιν κυνηγημένος από τις ερινύες της απερισκεψίας του, κλαίει και θρηνεί. Πριν από την κηδεία, μπροστά στο φέρετρο και τους συγκεντρωμένους ιερείς, με σφιγμένο τον νου και την καρδιά, αποχαιρετά τον πατέρα του με λίγα επικήδεια λόγια και σύμφωνα με το έθιμο, συμπληρώνει πως ο θάνατος αυτός δεν βαρύνει κανέναν, άντρα ή γυναίκα.
Η γιαγιά Μέρετ ξαφνιασμένη τον κοιτάζει, σηκώνεται και παίρνει τον λόγο: «Εγώ, θα πω την αλήθεια. Ο γιος μου, είναι εδώ δολοφονημένος κι’ εκείνη που τον σκότωσε, είναι εκεί. Την καταγγέλλω για μαγεία. Με τη βοήθεια του κακού σε μάγεψε Μάρτιν, με τη βοήθεια του κακού σκότωσε τον άντρα της!»


«Με τη βοήθεια του κακού;» Ο Μάρτιν σαστισμένος και έντρομος απομακρύνεται από κοντά της και πηγαίνει να σταθεί δίπλα στη γιαγιά του.  Η Άννε νιώθει ξαφνικά τον έρωτα της μετέωρο, τα όνειρα της να καταρρέουν, αισθάνεται βαθιά προδομένη και την καρδιά της να κατακλύζεται από ένα κύμα ψυχρής εγκατάλειψης.
Ο επικεφαλής των παρισταμένων της ζητά να ακουμπήσει το χέρι της στον νεκρό και να ορκιστεί. Εκείνη σαν υπνωτισμένη, πλησιάζει το φέρετρο. «Ορκίζομαι…»
Θα ορκιστεί πως είναι αθώα, θα προσπαθήσει να περισώσει ό, τι μπορεί;
Μα είναι μάταιο. Ο έρωτας της προδόθηκε. Όλα πια χάθηκαν. Ποιο νόημα έχει το τι θα επακολουθήσει; Κοιτάζει τον νεκρό άντρα της και συνεχίζει: «Ομολογώ…ομολογώ, με τη βοήθεια του κακού σε σκότωσα, με τη βοήθεια του κακού πλάνεψα τον γιο σου. Τώρα, ξέρεις!»


Η δραματική κορύφωση με την ομολογία της Άννε, αποτελεί το απρόβλεπτο επιστέγασμα σε ένα έργο χωρίς διακριτούς ρόλους ακραίων χαρακτήρων, σε ένα έργο όπου όλοι έχουν κάποιο δίκιο, αλλά δεν είναι αρκετά καλοί ώστε να αναμένουμε τη δικαίωση τους και όλοι είναι αμαρτωλοί, αλλά και ανέτοιμοι να συνειδητοποιήσουν τα λάθη τους.

Ωστόσο η Άννε, είναι το κεντρικό πρόσωπο του έργου και η αυτοκαταδίκη της που προκαθόρισε η γριά Μάρτε, συνιστά και την κάθαρση μιας τραγωδίας, που σε καλεί και σε προτρέπει να την επεξεργαστείς σε κλειστό προσωπικό επίπεδο, χωρίς σχολιασμό των γεγονότων και καθοδήγηση από τα χορικά κάποιας κοινωνικής ομάδας, κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας.
Αντί χορού εδώ, μας συνοδεύει ο απόηχος του ύμνου της Κρίσεως:
                                 «Οργής ημέρα, άκου το κάλεσμα μας
                                   λυπητερό ξέσπασμα δακρύων,
                                   με το αίμα σου, σώσε μας Ιησού...»


Η Άννε, σταθερή και σοβαρή, ολοκλήρωσε τη λιγόλογη συγκλονιστική ομολογία της στον Άμπσαλον, σαν να βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους στο παγωμένο δωμάτιο. Σε ποιον από τους ζωντανούς να απευθυνθεί, άλλωστε;
«Βλέπω μέσα από τα δάκρυα μου» μονολογεί, «αλλά κανείς δεν έρχεται να τα σκουπίσει»… Και έχοντας αποδεχτεί το αντίτιμο της παράνομης ευτυχίας που έζησε,  το αντίτιμο που επεδίωξε για να επισφραγίσει το τέλος του έρωτα και της ζωής της, άδεια από κάθε γήινο δεσμό και προσδοκία, στρέφει αργά το βλέμμα της στον Ουρανό, στη μόνη ειλικρινή επίκληση του Θεού σε όλο το έργο, τη μόνη αχτίδα ελπίδας..   



Μ. Ψ.