ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Από ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ
-Στους τρικυμισμένους καθρέπτες
Των λυγμών
Θραύεται το ήρεμο πρόσωπο
Της αιωνιότητας
Κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
Το φλοίσβισμα της ηρεμίας.-
ΑΔΕΛΦΗ μου,
θ’ άξιζε ολόρθος να σταθώ
κατάντικρυ στον ήλιο
και των στίχων τους κίονες να
υψώσω
προς το κυανό διάστημα
για να περιπατείς τα βράδια
χαμογελώντας πλάι στην Ευρυδίκη
κάτω απ’ τους έναστρους θόλους
του άφθαρτου θέρους.
Τα λευκά περιστέρια
των παιδικών ονείρων
χαμοπετούν στους κάμπους
του δικού σου χαμόγελου.
Αδελφή μου,
διπλώνω τα φτερά μου
λυγίζω το σώμα
για ν’ ασπασθώ
τις άκρες των γυμνών ποδιών σου.
Ευδόκησε να πραϋνθεί το πνεύμα
μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
σε σένα, αδελφή μου,
αδελφή όλου του κόσμου.
Στρέφω την όψη παντού
και θωρώ μόνο εσένα.
Επικαλούμαι
της ομορφιάς την καλοσύνη
να μ’ ελεήσει μια στάλα δροσιάς.
Το δικό σου χαμόγελο
μου φτάνει.
Η κρήνη των ματιών σου
μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου
και ν’ ανθίσει τη ζωή μου.
Άκου, αυτή η εσπέρα προκαλεί
την αρχαία ψυχή μου
ανεμίζοντας ρόδινους πέπλους
πάνω απ’ τους κήπους.
Μένω πιστός μες στο βραχίονα
της ιδικής σου αγάπης.
Συγχώρεσε με, αδελφή μου,
για τη θλίψη μου αυτή
που ζει έξω απ’ τη θλίψη σου.
ΑΔΕΛΦΗ μου,
Δε σ’ είδαμε ποτέ να κλάψεις.
Μονάχα εκεί στα μηλίγγια σου
οι λεπτές φλέβες
όμοιες με σχέδια κυανού φωτός
έκρουαν τον πυρετό
των κλειδωμένων χειλιών σου.
Τώρα η σιωπή σου εθραύσθη
και στο μικρό κοχύλι πούκρυβες
άκουσα τις κραυγές του ωκεανού.
Θεέ μου,
να σφαλίσω τα μάτια
να σταυρώσω τα χέρια
και ν’ αφεθώ στων ανέμων τη
διάθεση.
Στον ορίζοντα υποφώσκει
η φλόγα ενός λησμονημένου ρόδου.
Οι μαλακές κορυφές
ανεβάζουν
κάνιστρα μενεξέδων
στα διάφανα πόδια
της ανάπαυσης.
Αδελφή μου, δε σε λησμόνησα.
Βυθομετρώ την καλοσύνη
με τη δική σου επιείκεια.
Μοιράζω χαμόγελα
στις γραμμές και στα σχήματα
που φωτίστηκαν απ’ το άγιο σου
φέγγος.
Καθώς ετίναξες
τη χρυσή στάχτη του φωτός
απ’ τα ματόκλαδα της πλάσης
ατένισα στο δειλινό σου ορίζοντα
τους μεγάλους σταυρούς της
ανθρωπότητας
κι αγάπησα τους λυπημένους ανθρώπους
που περνούν σιωπηλοί –λευκά
ποίμνια
σφραγισμένα στο μέτωπο
με την κόκκινη βούλα.
Ω, άνθρωποι, ω, αδέλφια μου,
της αδελφής μου αδέλφια,
στην απέραντη θάλασσα της
καρδιάς σας
καταποντίζονται τα όνειρα
πλησίστια,
η αλαζονεία των στοχασμών
κ’ οι απαθείς ρεμβασμοί των θεών.
ΑΔΕΛΦΗ μου,
…Τις θερινές νύχτες
εκστατικοί θωρούσαμε
το μεγάλο φεγγάρι ν’ αναδύεται
απ’ το γιαλό της πατρίδας μας.
Ο ασημένιος δρόμος μας ταξίδευε
στους γαλάζιους ψιθύρους της
πλάσης.
Η μητέρα παράστεκε
-λευκός άγγελος
στις λευκές νύχτες.
Ακούγαμε
τη μακρινή φωνή της
και το γλυκό θρό της εσθήτας της
ενώ τα μάτια μας έγερναν
στον έναστρο ύπνο.
Α, η γλυκιά προστασία
που αγρυπνούσε στο πλευρό μας
ζεσταίνοντας
τα γυμνά πουλιά των ονείρων μας.
Άχνη από φέγγος μας τύλιγε
και φεύγαμε, αδελφούλα μου,
ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.
Αδελφή μου,
ύψωσε το κεφάλι.
Σκύβω σιμά σου και σου φέρνω
τους παιδικούς μας όρθρους
ν’ αναπνεύσεις βαθιά
την αλμύρα του νησιού μας,
τους βραδινούς φλοίσβους
και περνώντας την ομίχλη του
νόστου
ν’ αράξεις κοντά μου.
Η δύση σέρνει το χρυσό
χαιρετισμό της
πάνω στους ώμους των πραγμάτων.
ΑΔΕΛΦΗ μου,
ακουμπώ στην καρδιά σου
και ακούω το σφυγμό των
ανθρώπων.
Κάτω απ’ τους θόλους των ματιών
σου
ταξίδευε η ζωή μου.
ΕΝΑ υπόλευκο νέφος
αγρυπνισμένης σελήνης
διαλύεται αργά
στη γαλανότητα του όρθρου.
Από μακριά φτάνουν οι γλάροι,
χαιρετούν
τ’ αραγμένα πλοία,
κυκλώνουν
-ένα σύμπλεγμα κρίνων-
τις άγκυρες που σκούριασαν.
Αδελφή μου,
η ακτή σου απομακρύνεται.
Το ταξίδι της εξερεύνησης
αρχίζει.
Ένα χαμόγελο φωτός διαγράφεται
στο μισάνοιχτο βλέφαρο
τ’ ουρανού και της θάλασσας.
ΑΔΕΛΦΗ μου
Πάνω απ’ την πρωινή θάλασσα
τα παράθυρα ανοίχτηκαν διάπλατα.
Το κατώφλι μου γελά
διεσταλμένο βλέφαρο.
ΤΩΡΑ αποδίδομαι στο σύμπαν.
Η ξανθή φύση
μ’ ένα πλατύ ριπίδι
από κλώνους φοινίκων
αερίζει τα μέλη μου
κ’ εξατμίζει το δάκρυ μου.
Η αναρίθμητη γεύση
της προαιώνιας υγείας
τραγουδάει στον ουρανίσκο μου
και σφίγγει τα ούλα μου
σαν άγουρους καρπούς.
Κοιτάω τον ουρανό
ρίχνοντας φιλικά στο χώμα
μια φούχτα σπόρους.
Αδελφή μου,
πιο πέρα από σένα κι από μένα,
πιο πέρα απ’ το θαμπό μας
βλέμμα,
πιο πέρα απ’ τη θαμπή γραμμής
της γης,
εκεί στη ρίζα του παντός
άκου το κύμα της ορμής
που υπέροχο, ανεξέλεγκτο κι
αξήγητο
μας έπλασε και μας εξουσιάζει.
Τι να πούμε;
Ανοίγω τις πύλες
μ’ έντρομο θαυμασμό
μπροστά στη Δημιουργία
κι αλλάζω την οδύνη σ’ έκσταση
και την κραυγή σε προσευχή.
Τα φωτεινά μαλλιά των οριζόντων
μου σκουπίζουν
τα ματωμένα πόδια μου
κι ανηφορίζω ελαφρός και
χαρούμενος
προς τα ύψη του χαμόγελου.
Ήλιε, ήλιε,
πατέρα, προστάτη μου,
δέξου με τώρα.
Κανένας κρίκος δε μου δένει
τα φτερά μου στη γη.
Το φως ακμάζει πιο ψηλά
κι απ’ την αγάπη σου, αδελφή
μου,
κι απ’ την αγάπη μου.
-Το ήρεμο πρόσωπο
της αιωνιότητας
θραύει τους τρικυμισμένους
καθρέπτες
των λυγμών
κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
των λυγμών την τρικυμία.-
2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου