Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε τις φοβερές του
εμπειρίες σε βιβλίο, το 1975 στην Κατερίνη.
Μια από τις συγκλονιστικές
αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεγιαλάν, της περιφέρειας
Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν.
«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση,
ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να
τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν.
Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό,
βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος…
Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν
σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς.
Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι
να δουν τι θα γίνει…
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες ,
περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας.
Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά.
Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για
πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας
πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια.
Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα
παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην
πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, να δώσουν φωτιά στα σπίτια και να τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν
τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους.
Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές
υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και
δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο
ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει
κανείς.
Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες
που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες,
ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς
σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο
πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’
ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων,
που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία.
Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που
γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμηξαν μανιασμένοι
στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας,
κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το
τσουχτερό κρύο και τον φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα
στα πόδια τους.
Οι κοπέλες, άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους
αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν
πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και
θρήνους και κοπετούς.
Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεγιαλάν έκλεισε, έτσι,
θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν
στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους
επιχείρησης.
Διατάξανε να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και
τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό.
Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει
στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος,
εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια
επιχείρηση.
Σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά
και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν
στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις
τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες,
ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το
απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια
άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα
γύρω βουνά και δάση…
Τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της
πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν.
Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτώματα)
ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν,
από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί
ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και
τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που
έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!».
Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους
αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να
δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους
κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες.
Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα
βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά
τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός
κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα
είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και
την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να
σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό
θάνατο στην φωτιά.
Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι
τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή,
από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο
κλάμα.
Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές,
ξεφωνητά και ξελαρυγγιάσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα.
Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι
φωνές και το κλάμα.
Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά
και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά,
που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο
στοιχειωμένα σπίτια του Μπεγιαλάν».
Epikaira – 2φΑ