Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αναστάσιμος Ημέρα!

 


"Ἡ μεταποίηση τῶν παθῶν σέ ἀρετές, ὡς πράξη λογοποίησης τοῦ κόσμου"

Βασίλειος Μπετσᾶκος
[Ἀπό τό βιβλίο «ΣΤΑΣΙΣ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟΣ    Ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀριστοτελικῆς κινήσεως στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», ἐκδ. “Ἀρμός» 2006]


 κί­νη­ση ­νή­κει στὴ φύ­ση τῶν κτι­στῶν­στε δὲν εἶ­ναι στὴν εὐ­χέ­ρειά τους νὰ ἀκινητή­σουν 
­πὸ μό­να τους. Στὴν εὐ­χέ­ρεια ὅ­μως τῶν λο­γι­κῶν ὄν­των ἐναπόκειται,  τρό­πος τῆς κι­νή­σε­ως. 
 κα­τὰ φύ­σιν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι ­ναγ­κα­στι­κὸ δε­δο­μέ­νο, στὸ ­ποῖ­ο εἶ­ναι δέ­σμιος· 
­πα­φί­ε­ται στὴν ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή του ἂν θὰ ἐμ­μεί­νει στὴν κί­νη­ση πρὸς τὸν Θε­ ἄν­νάν­τια στὸν φυ­σι­κὸ προ­ο­ρι­σμό του, θὰ ­κτρέ­ψει τὴν κί­νη­σή του πρὸς κτί­σμα­τα ­πο­κομ­μέ­να ­πὸ τοὺς
λό­γους τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους.

 Ἐκτροπὴ τῆς κινήσεως τοῦ νοῦ

ἕλ­ξη τῶν αἰ­σθη­τῶν ­κτρέ­πει τὴν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ­πὸ τὸ «κα­τὰ φύ­σι­ν» στὸ 
«πα­ρὰ φύ­σι­ν». Καὶ ­πο­κλει­στι­κὴ ἐμ­μο­νὴ στὶς αἰ­σθή­σεις συ­σκο­τί­ζει τὴ θέ­α­ση τῆς φύ­σης· 
ἂν  ἄν­θρω­πος ἀρ­κε­στεῖ στὴ δύ­να­μη τῶν αἰ­σθή­σε­ων (= ἂν ­πι­λέ­ξει ­ναν τρό­πο ζω­ῆς στὴν 
­πη­ρε­σί­α τῶν πα­θῶν καὶ τῆς πα­ρά­χρη­σης τῶν κτι­σμά­των) καὶ δὲν ­νερ­γο­ποι­ή­σει τὴν γνω­στι­κὴ 
δύ­να­μη τοῦ λό­γου, βυ­θί­ζε­ται στὸ σκό­τος τῆς ­πό­λυ­της ­γνοι­ας.

Μέ­σα ­πὸ τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς «αἴ­σθη­ση­ς»  πε­ρι­πλα­νώ­με­νη ψυ­χὴ πα­ρα­πεί­θε­ται καὶ μέ­νει
προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ συγ­γε­νὲς ἀν­τι­κεί­με­νο (τὸ «προ­σφυ­ὲς αἰ­σθη­τό­ν») τῆς κα­θε­μιᾶς ­πὸ τὶς
πέν­τε αἰ­σθή­σεις­τσι χά­νει τὸν δρό­μο της πρὸς τὸν Θεό.
Ἐκτροπὴ τῆς κί­νη­σης ση­μαί­νει ­πώ­λεια τοῦ στό­χου της­πο­τα­γὴ στὸν πα­ρα­λο­γι­σμὸ τῶν 
ἀν­τι­φα­τι­κῶν ­πι­μέ­ρους κι­νή­σε­ων

­πο­μο­νω­μέ­νη  αἰ­σθη­τι­κὴ λει­τουρ­γί­α -ἐν  τῆς ­λο­γί­ας ­πάρ­χει σαφῶς  κίνησις- ἀπὸ τὶς 
ἄλ­λες γνω­στι­κὲς δυ­νά­μεις, τὸν λό­γο καὶ τὸν νοῦἀδυνατεῖ νὰ λει­τουρ­γή­σει στὴν προ­ο­πτι­κὴ 
τῆς εὕ­ρε­σης τοῦ «τέλους». ­γνοι­α τοῦ τέ­λους συ­νε­πά­γε­ται καὶ ἄγνοι­α τῆς «ἀρ­χῆς», ­γνοι­α
τοῦ ἴδιου τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ ἂν  ἄν­θρω­ποςμέ­σος ὢν Θε­οῦ καὶ ­λης, δὲν κι­νη­θεῖ πρὸς τὸν Θε­, ἀλ­λὰ πρὸς τὴν ­λη
ἐγ­κλω­βί­ζει τὴν κί­νη­σή του στὰ ­ρια τῆς δι­κῆς του ­τε­λοῦς ­πάρ­ξε­ως·
πλα­νη­μέ­νος νο­μί­ζει ­τι κα­τέ­χει τὴν τε­λει­ό­τη­τα­νῶ βι­ώ­νει τὴν ἔκ­πτω­ση ­πὸ τὸ ­διο τὸ εἶ­ναι.
Εἰ­σά­γει  ­διος τὴν φθο­ρὰ στὴν ­παρ­ξή του ὡς πλημ­με­λῆ καὶ ­ναρ­μό­νιον πα­ρὰ τὴν τά­ξιν κί­νη­σιν
τῆς
φύ­σε­ως φθο­ρὰ καὶ  θά­να­τος εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς  ­πο­μά­κρυν­σης ­πὸ τὸν Θε­ό, τῆς πτώ­σης
 πτώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ­φε­νὸς τὴν εὐ­χέ­ρεια καὶ ­νε­ση στὴ ρο­πὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὰ πά­θη
­φε­τέ­ρου τὴν ­στά­θε­ι­α καὶ­νω­μα­λί­α στὴν κτί­ση φθο­ρὰ καὶ  θά­να­τος ­πε­κτεί­νον­ται καὶ
­κτὸς τοῦ πρω­ταί­τιου ἀν­θρώ­που· μὲ δι­κή του εὐ­θύ­νη εἰ­σά­γον­ται καὶ στὸν κό­σμο.

 φι­λαυ­τί­α ­χι μό­νο δὲν ­λο­κλη­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­ποἀλ­λὰ τὸν ­δη­γεῖ σὲ πολ­λα­πλὴ κα­τά­τμη­ση
τῆς φύ­σης του κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη φύ­ση­δυ­να­τών­τας νὰ κι­νη­θεῖ πρὸς ­να τέ­λος ­κτὸς τῆς 
­διαςἐμ­πλέ­κε­ται στὴν ­νω­μα­λί­α τῆς ­λο­γης κί­νη­σης. Μό­νο τὸ ­λεύ­θε­ρο γνω­μι­κὸ θέ­λη­μα τοῦ
ἀν­θρώ­πουοἱ προ­σω­πι­κές του δυ­να­τό­τη­τες σὲ δι­α­μά­χη πλέ­ον πρὸς τὴ ρο­πὴ τῆς φύ­σηςμπο­ρεῖ 
νὰ συ­νερ­γή­σει στὴν ­πα­νεύ­ρε­ση τοῦ δρό­μου πρὸς τὸν Θε­ό [1].

Ἀλ­λὰ καὶ ­λεύ­θε­ρη γνώ­μη-βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μο­νά­χα ρό­λο συ­νερ­γί­ας ­χει στὸν 
­να­προ­σα­να­το­λι­σμὸ τῆς φυ­σι­κῆς κί­νη­σης πρὸς τὸν Θε­ό ­διος  φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς 
­πα­να­φέ­ρει στὴ φυ­σι­κὴ τρο­χιά της τὴν κί­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, κα­θὼς πρῶ­τος Αὐ­τὸς κι­νεῖ­ται
καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος­να τὴν φύ­σιν τῶν ἀν­θρώ­πων πρὸς ­αυ­τὸν συ­να­γά­γῃ, καὶ στή­σῃ τοῦ 
φέ
­ρε­σθαι κα­κῶς, πρὸς ­αυ­τήν, μᾶλ­λον δὲ κα­θ’ ­αυ­τῆς στα­σι­ά­ζου­σάν τε καὶ με­με­ρι­σμέ­νην· καὶ 
μη
­δε­μί­αν ­χου­σαν στά­σιν, διὰ τὴν πε­ρὶ ­κα­στον τῆς γνώ­μης ­στάθ­μη­τον κί­νη­σιν.

Πάθη (ἐσφαλμένη χρῆσις νοημάτων – παράχρησις πραγμάτων)

Ἡ ἐ­κτρο­πὴ τῆς κί­νη­σης ἀ­πὸ τὸν κα­τὰ φύ­σιν στό­χο της συ­νι­στᾶ νό­σο, δι­ό­τι ἡ πα­ρὰ φύ­σιν-
πα­ρά­λο­γη κί­νη­ση, ἀ­στο­χών­τας ὡς πρὸς τὸ τέ­λος της, δου­λεύ­ει στὴ φθο­ρὰ μιᾶς ἄ­λο­γης
πο­λυ­μορ­φί­ας. Ὅ­ταν ἡ κί­νη­ση τῶν ὄν­των παύ­ει νὰ λει­τουρ­γεῖ μὲ τρό­πο συ­νεύ­ον­τα 
τῷ λό­γῳ τῆς φύ­σε­ως, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο φθαρ­τι­κόν τοῦ λό­γου τῆς φύ­σε­ως, τὰ ὄν­τα πά­σχουν.
Οἱ πολ­λὲς μορ­φὲς τῆς νο­ση­ρῆς κι­νή­σε­ως εἶ­ναι τὰ πά­θηΠά­θος ἐ­στὶ ψε­κτόν, κί­νη­σις ψυ­χῆς
πα­ρὰ φύ­σι­ν [2].
 
Ἡ κί­νη­ση τῆς πε­ρι­πλα­νώ­με­νης καὶ πλα­νη­μέ­νης ψυ­χῆς ἀ­πο­τε­λεῖ πά­θος καὶ νό­ση­μα, δι­ό­τι 
ἡ ψυ­χὴ τε­λι­κὰ τὴν ὑ­φί­στα­ται ὡς φθο­ρὰ καὶ θά­να­τον.

Τὰ πά­θη συ­νι­στοῦν κα­ταρ­χὴν δυ­σαρ­μο­νί­α στὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν κό­σμο, γι’ αὐ­τὸ 
καὶ ἐν­το­πί­ζον­ται κα­τε­ξο­χὴν στὶς λει­τουρ­γί­ες τοῦ νοῦ, τοῦ ὀρ­γά­νου ποὺ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὶς
προ­σω­πι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες. Τὸ πρό­σω­πο, ἡ προ­αί­ρε­σις καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ποὺ
ἀ­πο­τυγ­χά­νουν στὴ λο­γο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου.

Ὅ­πως εἴ­δα­με, ὁ νοῦς στρέ­φε­ται στὸν κό­σμο καὶ ἀ­πο­κα­θι­στᾶ σχέ­ση μὲ αὐ­τόν·κα­τὰ τὴ φύ­ση του καὶ μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τῆς αἴ­σθη­σης νο­εῖ τὰ πράγ­μα­τα. Ὣς ἐ­δῶ λει­τουρ­γεῖ ἄ­μεμ­πτα, ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας
δυ­νά­μεις δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Τὸ νό­η­μα, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς νο­η­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, ἐν­το­πι­σμέ­νο ὄ­χι πιὰ ὅ­πως τὸ πράγ­μα ἔ­ξω 
ἀ­πὸ τὸν νοῦ ἀλ­λὰ ἐν­τὸς αὐ­τοῦ, ἐν­δέ­χε­ται νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ μὲ τρό­πο κα­κό: τῇ γὰρ ἐ­σφαλ­μέ­νῃ 
τῶν νο­η­μά­των χρή­σει ἡ πα­ρά­χρη­σις τῶν πραγ­μά­των ἀ­κο­λου­θεῖ
.

Τὸ πά­θος ἑ­δρά­ζε­ται στὴν κα­κὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος. 
Ἡ ἄ­λο­γη χρή­ση (πα­ρά­χρη­σις ἢ κα­τά­χρη­σις) τῶν νο­η­μά­των, καὶ κα­τὰ προ­έ­κτα­ση τῶν πραγ­μά­των,
γεν­νᾶ τὰ πά­θη, τὴν ἀ­κο­λα­σί­α, τὸ μί­σος, τὴν ἄ­γνοι­α· ἀν­τί­θε­τα, ἡ εὔ­λο­γη χρή­ση γεν­νᾶ τὴν
σω­φρο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ γνώ­ση [3].

Κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται στὴ σύ­ζευ­ξη ἐ­νὸς αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τῆς ἀν­τί­στοι­χης αἴ­σθη­σης) καὶ μιᾶς φυ­σι­κῆς ἀν­θρώ­πι­νης δύ­να­μης (πχ. τοῦ θυ­μοῦ, τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας, τοῦ λό­γου)· ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ
ἔ­χει ἐ­κτρα­πεῖ ἀ­πὸ τὸ φυ­σι­κὸ στό­χο της, ἐ­ξυ­η­η­ρε­τών­τας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴ σύ­ζευ­ξή της μὲ τὸ 
συγ­κε­κρι­μέ­νο αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα, ἕ­να νέ­ο – κα­τὰ σύν­θε­σιν – τέ­λος. 

Ὁ νοῦς ἔ­χει τὴν εὐ­θύ­νη νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ τέ­λος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ πράγ­μα­τος (καὶ τῆς
αἰ­σθή­σε­ως ποὺ τὸ προσ­λαμ­βά­νει) ἀ­πὸ τὸ τέ­λος τῆς φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως, καὶ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει ἔ­τσι
τὸ κα­θέ­να στὸν οἰ­κεῖ­ο λό­γο του.

Γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ ὁ νοῦς, πρέ­πει, πρῶ­τον, νὰ θε­ω­ρή­σει τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα κα­θαυ­τό· πρέ­πει, 
ἀ­κό­μα, νὰ ἀ­πε­ξαρ­τή­σει τὴν ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση ἀ­πὸ τὸ αἰ­σθη­τὸ πράγ­μα καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ θε­ω­ρή­σει 
ἀ­πρό­σβλη­τη ἀ­πὸ τὴν οἰ­κει­ό­τη­τα πρὸς τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό της.

Δεύ­τε­ρον, εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ ἀ­κυ­ρώ­σει ὁ νοῦς τὴν δι­ά­θε­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φυ­σι­κῆς δύ­να­μης πρὸς τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ τὴν αἴ­σθη­ση.

Τρί­τον, ὀ­φεί­λει ὁ νοῦς νὰ ἀ­φα­νί­σει παν­τε­λῶς καὶ τὴν φαν­τα­σί­α τῶν πα­θῶν κα­θε­αυ­τά, τὴν φαν­τα­σί­α
δη­λα­δὴ ποὺ γεν­νι­έ­ται ἀ­πόν­τος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος τοῦ συμ­πλε­κο­μέ­νου στὸ πά­θος [4]. 
Ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α ἔ­χει σα­φέ­στα­τα γνω­στι­κὸ-ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο, αὐ­τὸ τῆς συλ­λο­γῆς
τῶν λό­γων τῆς φύ­σε­ως.

Ἡ ἐμ­μο­νὴ στὸ πά­θος ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­να­πη­ρί­α τῶν γνω­στι­κῶν δυ­νά­με­ων τῆς ψυ­χῆς. 
Ἀ­πο­μο­νώ­νον­τας ὁ ἄν­θρω­π­ος τὴν πρω­ταρ­χι­κὴ λει­τουρ­γί­α τῆς αἴ­σθη­σης ἀ­πὸ τὸν λό­γο καὶ τὸν νοῦ, 
ἀ­πο­λυ­το­ποι­ών­τας δη­λα­δὴ τὴ γνώ­ση ποὺ αὐ­τὴ τοῦ προ­σφέ­ρει, μέ­νει δέ­σμιος μιᾶς αἴ­σθη­σης ἔγ­κλει­στης στὸν δι­κό της ἐ­πι­φα­νεια­κὸ καὶ πα­ρα­πλα­νη­τι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα.
Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ἐν­τὸς τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­να­φύ­ον­ται τὰ πά­θη: τὰ τῶν αἰ­σθη­τῶν εἴ­δη καὶ σχή­μα­τα, δι’ ὧν πέ­φυ­κε τὰ πά­θη δη­μι­ουρ­γεῖ­σθαι πε­ρὶ τὰς ἐ­πι­φα­νεί­ας τῶν ὁ­ρα­τῶν, στά­σιν λαμ­βα­νού­σης διὰ τῆς μέ­σης αἰ­σθή­σε­ως τῆς πε­ρὶ τὰ νο­η­τὰ δι­α­βά­σε­ως τῆς ἐν ἡ­μῖν λο­γι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας.

Ἂν οἱ αἰ­σθή­σεις δὲν εὐ­γε­νι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸν λό­γο, ἂν δὲν ἐν­τα­χθοῦν στὴν εὐ­σε­βῆ λει­τουρ­γί­α τοῦ νοῦ ποὺ τεί­νει νὰ βρεῖ τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ Νοῦ, γί­νον­ται δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κὴ τῆς ψυ­χῆς. 
γνω­στι­κὴ ἐμ­βέ­λεια τῶν αἰ­σθή­σε­ων φτά­νει μέ­χρι τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῶν πραγ­μά­των· χω­ρὶς τὴν 
λο­γι­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἡ ψυ­χὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ μπεῖ στὴν τρο­χιὰ τῆς δι­ά­βα­σης πρὸς τὰ νο­η­τά, καὶ τό­τε 
ἡ αἴ­σθη­ση χά­νει τὴν ἔμ­φυ­τη γνω­στι­κή της δύ­να­μη.

Ὁ Μά­ξι­μος χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ δύ­ο ση­μα­σί­ες τὸν ὅ­ρο ‘‘πά­θο­ς’’. Πρῶ­τον θε­ω­ρεῖ πά­θη ψε­κτὰ 
ἢ δι­α­βε­βλη­μέ­να, ὅ­λες τὶς πα­ρὰ φύ­σιν κι­νή­σεις τῆς ψυ­χῆς, ἐ­κτι­μών­τας πὼς ὑ­πεύ­θυ­νος γι’ αὐ­τὲς εἶ­ναι 
ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος· αὐ­τὰ τὰ πά­θη ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὶς κα­κί­ες.

Δεύ­τε­ρον, ὀ­νο­μά­ζει πά­θη ἀ­δι­ά­βλη­τα κά­ποι­ες φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες δο­σμέ­νες ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό.
Αὐ­τές,ὑ­πο­κεί­με­νες στὴν τρο­πὴ καὶ τὴν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς κτι­στό­τη­τας, ἀ­νή­κουν στὴ ‘‘φύ­ση­’’ καὶ ὄ­χι στὸ ‘‘πρό­σω­πο­’’ τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ δὲν ση­μαί­νον­ται ἐ­ξαρ­χῆς ὡς κα­λὲς ἢ κα­κές · ὁ τρό­πος μὲ τὸν 
ὁ­ποῖ­ο θὰ τὶς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ νοῦς (ὁ ἄν­θρω­πος ὡς ἐ­λεύ­θε­ρο πρό­σω­πο) θὰ τὶς χα­ρα­κτη­ρί­σει
κα­λὲς ἢ κα­κές. […]

Ἀ­φοῦ, λοι­πόν, τὸ ἐμ­πα­θὲς νό­η­μα εἶ­ναι λο­γι­σμὸς σύν­θε­τος ἀ­πὸ κά­ποι­ο πά­θος καὶ νό­η­μα, ἐ­πα­φί­ε­ται στὴν ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση νὰ ἀ­πο­κό­ψει τὸ πά­θος ἀ­πὸ τὸ νό­η­μα, ὥ­στε νὰ κα­θαρ­θεῖ ὁ λο­γι­σμός. 
Ἡ ἀ­πο­κο­πὴ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­γά­πη καὶ ἐγ­κρά­τεια [5].

Τρόπος ὕπαρξης τῶν παθῶν

Ὁ νοῦς ἔ­χει τὴν ἐν­θύ­νη καὶ γιὰ τὴ σω­στὴ χρή­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ γιὰ τὴν πα­ρά­χρη­ση ἢ την
κα­τά­χρη­σή του. Γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὴν ἐμ­πλο­κή του στὰ πά­θη, ὀ­φεί­λει νὰ θε­ω­ρεῖ στὴν
κα­θα­ρό­τη­τά τους τοὺς λό­γους-τέ­λη ὄ­χι μό­νο τῶν ὄν­των, ἀλ­λὰ καὶ τῶν αἰ­σθή­σε­ων καὶ τῶν ἄλ­λων
φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων τοῦ ἀν­θρώ­που.

Μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ δι­εισ­δυ­τι­κό­τη­τα ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ἐ­πε­ξη­γεῖ πῶς ὁ νοῦς μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὰ πά­θη,
δι­δά­σκον­τάς μας μὲ ποι­όν τρό­πο ὑ­πάρ­χουν αὐ­τά: κά­θε πά­θος συ­νί­στα­ται ἀ­πὸ τὴν «συμ­πλο­κὴ­» δύ­ο
πα­ρα­γόν­των: ἀ­φε­νὸς κά­ποι­ου αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος καὶ τῆς ἀν­τί­στοι­χής του αἰ­σθή­σε­ως (θε­ω­ρεῖ­ται
δε­δο­μέ­νη μί­α συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα καὶ οἰ­κει­ό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στὰ αἰ­σθη­τὰ καὶ στὶς
αἰ­σθή­σεις), ἀ­φε­τέ­ρου κά­ποι­ας ἔμ­φυ­της δύ­να­μης, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ θυ­μὸς καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α.

Αὐ­τὰ τὰ ἀρ­χι­κὰ συ­στα­τι­κὰ τοῦ πά­θους, δη­λα­δὴ τὸ αἰ­σθη­τὸ ὄν (καὶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη αἴ­σθη­ση) καὶ
ἡ ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη, ἐμ­πε­ρι­έ­χον­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς λί­αν κα­λῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. 

Ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δὲν γεν­νι­έ­ται οὔ­τε ἀ­πὸ ὄν­τα οὔ­τε ἀ­πὸ αἰ­σθή­σεις οὔ­τε ἀ­πὸ 
ἔμ­φυ­τες δυ­νά­μεις · ἐ­πί­σης, ἡ νο­ση­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πά­θους δὲν γεν­νι­έ­ταιἀ­πὸ μό­νη τὴν "δι­πλὴ 
συμ­πλο­κή", πρῶ­τον, τοῦ αἰ­σθη­τοῦ καὶ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, δεύ­τε­ρον τοῦ συμ­πλέγ­μα­τος αἰ­σθη­τοῦ-
αἴ­σθσης 
μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔμ­φυ­τη δύ­να­μη

Ἡ νο­ση­ρό­τη­τα τοῦ πά­θους γεν­νι­έ­ται:
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ σύγ­χυ­ση τε­λῶν ποὺ ἐμ­φι­λο­χω­ρεῖ στὴ συμ­πλο­κὴ αἰ­σθη­τοῦ καὶ αἰ­σθή­σε­ως,
• εἴ­τε ἀ­πὸ τὴν ἐ­κτρο­πὴ τῆς ἔμ­φυ­της δύ­να­μης ἀ­πὸ τὸν κα­τὰ φύ­σιν λό­γο-τέ­λος της.

Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, θε­μέ­λιο τοῦ πά­θους καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις εἶ­ναι ἡ ἀ­στο­χί­α τῆς κί­νη­σης, ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ φυ­σι­κοῦ της τέ­λους : ἂν ἡ κί­νη­ση τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ὄν­τος κα­τευ­θυν­θεῖ πρὸς τὴν ἀν­τί­στοι­χη
αἴ­σθη­ση ἀ­γνο­ών­τας τὸν ἐ­νυ­πάρ­χον­τα στὸν Θε­ὸ λό­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας του, γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος.

Κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ἂν ἡ κί­νη­ση τῆς αἴ­σθη­σης ἐγ­κλω­βι­στεῖ στὴν οἰ­κει­ό­τη­τα ποὺ τὰ αἰ­σθη­τὰ ἔ­χουν
γι’ αὐ­τήν, ἂν μὲ ἄλ­λα λό­για πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἡ λει­τουρ­γι­κό­τη­τα τῆς αἴ­σθη­σης στὴν πρόσ­λη­ψη τῶν
αἰ­σθη­τῶν ὄν­των, χω­ρὶς τὴν ἀ­να­γω­γὴ τῆς αἰ­σθη­τη­ρια­κῆς λει­τουρ­γί­ας στὶς ἀ­νώ­τε­ρες γνω­στι­κὲς
βαθ­μί­δες τοῦ λό­γου καὶ τῆς νό­η­σης, καὶ πά­λι γεν­νι­έ­ται τὸ πά­θος.

Τὰ πά­θη ἀ­να­φύ­ον­ται ὅ­πο­τε τὸ αἰ­σθη­τὸ καὶ ἡ αἴ­σθη­ση συρ­ρι­κνώ­νουν (καὶ ἐ­ξαν­τλοῦν) τὰ τέ­λη τους σὲ μιὰ ‘‘ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα­’’, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τὸν λό­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους σὲ μιὰ ἀ­μοι­βαί­α
σκο­πι­μό­τη­τα: ὁ­σά­κις τὸ αἰ­σθη­τὸ ὑ­πάρ­χει γιὰ τὴν αἴ­σθη­ση καὶ ἡ αἴ­σθη­ση γιὰ τὸ αἰ­σθη­τό, 
ἐγ­κλω­βί­ζουν καὶ τὸν ἄν­θρω­πο στὸ πά­0­ος. Τὸ πά­θος εἶ­ναι τε­λι­κὰ θέ­μα προ­ο­πτι­κῆς: πρὸς τὰ ποῦ 
κι­νεῖ­ται ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, πρὸς τὴν ὕ­λη ἢ πρὸς τὸν Θε­ό.

Τὸ κακὸ ὡς παρυπόστασις

Στὴ ρί­ζα τῶν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρή­σε­ων βρί­σκε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ καὶ τῆς 
ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πα­ρά­δο­σης πὼς τὸ κα­κὸν δὲν ὑ­φί­στα­ται ὡς ὀν­τό­της-ὕ­παρ­ξη, δὲν ἀ­νή­κει
στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ· ἀλ­λὰ τὸ κα­κὸ ὡς στέ­ρη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ, ὡς ἀ­δυ­να­μί­α καὶ ἀ­σθέ­νεια, 
ὡς ἀ­τευ­ξί­α καὶ ἀ­πό­πτω­ση ἀ­πὸ τὸ ἀ­γα­θό, ὡς πα­ρυ­πό­στα­σις, ὑ­πάρ­χει καὶ συ­ναν­τᾶ­ται σὲ ὅ­λη τὴν
κλί­μα­κα τῶν ὄν­των.

Στὸ χω­ρί­ο ποὺ πα­ρα­θέ­του­με, συ­νο­ψί­ζον­ται μὲ πλη­ρό­τη­τα καὶ ἀ­με­σό­τη­τα οἱ θέ­σεις τοῦ ἁ­γί­ου
Μα­ξί­μου σχε­τι­κὰ μὲ τὸ τί δὲν εἶ­ναι καὶ τί εἶ­ναι τὸ κα­κόν:

"Ὅ­ρος κα­κοῦ.
Τὸ κα­κὸν οὔ­τε ἦν, οὔ­τε ἔ­σται κα­τ’ οἰ­κεί­αν φύ­σιν ὑ­φε­στώς· οὔ­τε γὰρ ἔ­χει κα­θ’ ὁ­τιοῦν οὐ­σί­αν,
ἢ φύ­σιν, ἢ ὑ­πό­στα­σιν, ἢ δύ­να­μιν, ἢ ἐ­νέρ­γειαν ἐν τοῖς οὖ­σιν· οὔ­τε ποι­ό­της ἐ­στίν, οὔ­τε πο­σό­της,
οὔ­τε σχέ­σις, οὔ­τε τό­πος, οὔ­τε χρό­νος, οὔ­τε θέ­σις, οὔ­τε ποί­η­σις, οὔ­τε κί­νη­σις, οὔ­τε ἕ­ξις, οὔ­τε
πά­θος, φυ­σι­κῶς τι­νι τῶν ὄν­των ἐν­θε­ω­ρού­με­νον, οὔ­τε μὴν ἐν τού­τοις πᾶ­σιν τὸ πα­ρά­παν
κα­τ’ οἰ­κεί­ω­σιν φυ­σι­κὴν ὑ­φέ­στη­κεν· οὔ­τε ἀρ­χή, οὔ­τε με­σό­της, οὔ­τε τέ­λος ἐ­στίν· ἂλ­λ’ ἵ­να ὡς ἐν 
ὅ­ρῳ πε­ρι­λα­βὼν εἴ­πω, τὸ κα­κὸν τῆς πρὸς τὸ τέ­λος τῶν ἐγ­κει­μέ­νων τῇ φύ­σει δυ­νά­με­ων ἐ­νερ­γεί­ας
ἐ­στὶν ἔλ­λει­ψις, κα­ι ἄλ­λο κα­θά­παξ οὐ­δέν."

Κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ ὄν­τος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ στὸ κα­κόν· καὶ κα­μί­α φυ­σι­κό­τη­τα
δὲν προ­σι­διά­ζει σὲ αὐ­τό. Τὸ κα­κόν, ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση καὶ ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση, ἐκ­φαί­νε­ται 
ὡς ἔλ­λε­ψη ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­νέρ­γειας τῶν κτι­σμά­των ποὺ θὰ τὰὁ­δη­γοῦ­σε στὸ φυ­σι­κό τους τέ­λος,
τὸν Δη­μι­ουρ­γό.

Εἴ­τε ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νη κρί­ση εἴ­τε ὡς ἀ­λό­γι­στη κί­νη­ση εἴ­τε ὡς ἄ­γνοι­α τῆς αἰ­τί­ας τῶν ὄν­των, 
ἡ πα­ρυ­πό­στα­σις τοῦ κα­κοῦ εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ πρά­ξεις τοῦ ἀν­θρώ­που προ­σφέ­ρουν στὸ κα­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­νά­δυ­σης στὸ γί­γνε­σθαι τῆς κτι­στῆς φύ­σης, ἐ­νῶ τὸ κα­κὸ πα­ρα­μέ­νει 
ἀ­νυ­πό­στα­το­ν [6].

Μεταποίηση τῶν παθῶν σὲ ἀρετές

Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει πάν­τα τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τα­ποι­ή­σει τὰ πά­θη τῆς κα­κί­ας σὲ ἀ­ρε­τές.
Καὶ τε­λι­κὰ τὰ πά­θη εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν τὴ σω­τη­ρί­α τοῦἀν­θρώ­που· καὶ αὐ­τό, χω­ρὶς
νὰ κα­ταρ­γη­θοῦν, ἀλ­λὰ ἔ­χον­τας μὲ σο­φί­α ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πὸ τὴ σύν­δε­σή τους πρὸς τὴ σω­μα­τι­κό­τη­τα. 
Ἡ κτή­ση τῶν πα­θῶν ὀ­φεί­λει νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ ἐ­κεί­νη τὴ χρή­ση τους, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὰ οὐ­ρά­νια:

"Πλὴν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, ὁ­πη­νί­κα σο­φῶς αὐ­τὰ τῶν σω­μα­τι­κῶν 
ἀ­πο­στή­σαν­τες, 
πρὸς τὴν τῶν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται κτῆ­σιν."

Ἡ ἐ­νά­ρε­τη χρή­ση τῶν πα­θῶν πραγ­μα­τώ­νε­ται ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, σὲ ὅ­σους ὑ­πο­τάσ­σουν κά­θε νό­η­μα στὴν ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ [7].

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Τὰ ἑ­πό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ γρα­φὲς τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου θὰ μπο­ροῦ­σαν, ἄ­ρι­στα,
νὰ ἀ­να­γνω­σθοῦν αὐ­το­τε­λῶς. Ταυ­τό­χρο­να, κα­θέ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νη
πα­ρα­πομ­πὴ ἐκ μέ­ρους τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Βασ. Μπε­τσά­κου.

 1. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1196Β-C: Ἡ τῶν ἀν­θρώ­τε­ων φι­λαυ­τί­α καὶ 
σύ­νε­σις, ἀλ­λή­λους καὶ τὸν νό­μον, ἢ ἀ­πω­σα­μέ­νη, ἢ σο­φι­σα­μέ­νη, εἰς πολ­λὰς μοί­ρας τὴν μί­αν
φύ­σιν κα­τέ­τε­με· καὶ τὴν νῦν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν αὐ­τῆς ἀ­ναλ­γη­σί­αν
εἰ­ση­γη­σα­μέ­νη, αὐ­τὴν κα­θ’ ἑ­αυ­τῆς τὴν φύ­σιν διὰ τῆς γνώ­μης ἐ­ξώ­πλι­σε. Διά τοι τοῦ­το, πᾶς 
ὅ­στις σώ­φρο­νι λο­γι­σμῷ καὶ φρο­νή­σε­ως εὐ­γε­νεί­ᾳ, ταύ­την λῦ­σαι δε­δύ­νη­ται τῆς φύ­σε­ως
τὴν ἀ­νω­μα­λί­αν, ἑ­αυ­τὸν πρὸ τῶν ἄλ­λων ἐ­λέ­η­σε, τὴν γνώ­μην κα­τὰ τὴν φύ­σιν δη­μι­ουρ­γή­σας,
καὶ Θε­ῷ κα­τὰ τὴν γνώ­μην διὰ τὴν φύ­σιν προ­σχω­ρή­σας...

2. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 968Α καὶ 988D-989A: Πά­θος ἐ­στὶ κί­νη­σις ψυ­χῆς πα­ρὰ φύ­σιν, 
ἢ ἐ­πὶ φι­λί­αν ἄ­λο­γον, ἢ ἐ­πὶ μῖ­σος ἄ­κρι­τον, ἤ τι­νος, ἢ διά τι τῶν αἰ­σθη­τῶν.

3. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1008Β, 988C-D: Τί οὖν ἐ­στι τὸ κα­κόν; Δῆ­λον ὅ­τι τὸ πά­θος
τοῦ κα­τὰ φύ­σιν νο­ή­μα­τος, ὅ­περ δύ­να­ται μὴ εἶ­ναι ἐν τῇ τῶν νο­η­μά­τι­υν
χρή­σει, ἐ­ὰν ὁνοῦς γρη­γο­ρῇ. 

4. Κε­φά­λαι­α δι­ά­φο­ρα..., PG 90, 1201B-C: Πᾶν πά­θος κα­τὰ συμ­πλο­κὴν παν­τός αἰ­σθη­τοῦ τι­νος
καὶ αἰ­σθή­σε­ως, καὶ φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως, θυ­μοῦ λέ­γω τυ­χόν ἢ ἐ­πι­θυ­μί­ας, ἢ λό­γου πα­ρα­τρα­πέν­τος
τοῦ κα­τὰ φύ­σιν, συ­νί­στα­ται. Ἐ­ὰν οὖν τὸ πρὸς ἄλ­λη­λα κα­τὰ σύν­θε­σιν τέ­λος, τοῦ τε αἰ­σθη­τοῦ 
καὶ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, καὶ τῆς ἐ­π’ αὐ­τῇ φυ­σι­κῆς δυ­νά­με­ως θε­ω­ρή­σας ὁνοῦς, δυ­νη­θῇ πρὸς τὸν
οἰ­κεῖ­ον φύ­σει λό­γον, τού­των ἕ­κα­στον δι­α­κρί­νας ἐ­πα­να­γα­γεῖν, καὶ θε­ω­ρή­σας κα­θ’ ἑ­αυ­τὸ τὸ 
αἰ­σθη­τόν, ἄ­νευ τῆς πρὸς αὐ­τὸ τῆς αἰ­σθή­σε­ως σχέ­σε­ως, καὶτὴν αἴ­σθη­σιν δί­χα τῆς τοῦ αἰ­σθη­τοῦ 
πρὸς αὐ­τὴν οἰ­κει­ό­τη­τος· καὶ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­αν, φέ­ρε εἰ­πεῖν, ἢ ἄλ­λην τι­νὰ τῶν κα­τὰ φύ­σιν
δυ­νά­με­ων χω­ρὶς τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐ­π’ αἰ­σθή­σει τε καὶαἰ­σθη­τῷ δι­α­θέ­σε­ως· ὡς ἡ τοῦ πά­θους ποι­ὰ 
πα­ρα­σκευά­ζειν τὴν θε­ω­ρί­αν γί­νε­σθαι κί­νη­σις, δι­ε­σκέ­δα­σε καὶ ἐ­λέ­πτυ­νε, κα­τὰ τὸν πά­λαι τοῦ
Ἰσ­ρα­ὴλ μό­σχον, τοῦ οἱ­ου­δή­πο­τε συμ­βαί­νον­τος πά­θους τὴν σύ­στα­σιν, καὶ ὑ­πὸ τὸ ὕ­δωρ τῆς
γνώ­σε­ως ἔ­σπει­ρεν, ἀ­φα­νί­σας παν­τε­λῶς καὶ αὐ­τὴν τῶν πα­θῶν τὴν ψι­λὴν φαν­τα­σί­αν, διὰ τῆς
πρὸς ἑ­αυ­τὰ τῶν ἀ­πο­τε­λούν­των αὐ­τὸ κα­τὰ φύ­σιν πραγ­μά­των ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως.

5. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, PG 90, 1029Β: Νό­η­μά ἐ­στι ἐμ­πα­θές, λο­γι­σμὸς σύν­θε­τος ἀ­πὸ πά­θους
καὶ νο­ή­μα­τος. Χω­ρί­σω­μεν τὸ πά­θος ἀ­πὸ τοῦ νο­ή­μα­τος, καὶἀ­πο­μέ­νει ὁ λο­γι­σμὸς ψι­λός.
Χω­ρί­ζο­μεν δὲ δι’ ἀ­γά­πης πνευ­μα­τι­κῆς καὶ ἐγ­κρα­τεί­ας, ἐ­ὰν θέ­λω­μεν.

6. Κε­φά­λαι­α πε­ρὶ ἀ­γά­πης, ΡG 90, 1052A: Οὐ πε­ρὶ τὴν οὐ­σί­αν τῶν γε­γο­νό­των τὸ κα­κὸν θε­ω­ρεῖ­ται, 
ἀλ­λὰ πε­ρὶ τὴν ἐ­σφαλ­μέ­νην καὶ ἀ­λό­γι­στον κί­νη­σιν. Πεύ­σεις καὶ Ἀ­πο­κρl­σεις..., Qu, 9, 20-23: 
"Ὁ δι’ ἀ­ρε­τῆς καὶ γνώ­σε­ως τὸ τῆς ψυ­χῆς ὀ­πτι­κὸν ἀ­να­κα­θή­ρας γι­νώ­σκει σα­φῶς ὅ­τι ἡ κα­κί­α 
ἀ­νυ­πό­στα­τός ἐ­στιν καὶ ἐν οὐ­δε­νὶ τῶν ὄν­των ὑ­πάρ­χου­σα εἰ μὴ μό­νονἐν τῷ πράτ­τε­σθαι."

7. Πρὸς Θα­λάσ­σιον..., PG 90, 269B-C: "Πλὴν κα­λὰ γί­νε­ται καὶ τὰ πά­θη ἐν τοῖς σπου­δαί­οις, 
ὁ­πη­νί­κα σο­φῶς αὐ­τὰ τῶν σω­μα­τι­κῶν ἀ­πο­στή­σαν­τες, πρὸς τὴν τῶν οὐ­ρα­νί­ων με­τα­χει­ρί­ζον­ται
κτῆ­σιν· οἷ­ον, τὴν μὲν ἐ­πι­θυ­μί­αν τῆς νο­ε­ρᾶς τῶν θεί­ων ἐ­φέ­σε­ως ὀ­ρε­κτι­κὴν ἐρ­γά­ζον­ται κί­νη­σιν,
τὴν ἡ­δο­νὴν δὲ τῆς ἐ­πὶ τοῖς θεί­οις χα­ρί­σμα­σι τοῦ νοῦ θελ­κτι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας εὐ­φρο­σύ­νην ἀ­πή­μο­να,
τὸν δὲ φό­βov τῆς μελ­λού­σης ἐ­πὶ πλημ­με­λή­μα­σι τι­μω­ρί­ας προ­φυ­λα­κτι­κὴν ἐ­πι­μέ­λειαν, τὴν δὲ 
λύ­πην δι­ορ­θω­τι­κὴν ἐ­πὶ πα­ρόν­τι κα­κῷ με­τα­μέ­λειαν. Καὶ συν­τό­μως εἰ­πεῖν, κα­τὰ τοὺς σο­φοὺς
τῶν ἰα­τρῶν, σώ­μα­τι φθαρ­τι­κοῦ θη­ρὸς τῆς ἐ­χίδ­νης τὴν οὖ­σαν ἢ με­λε­τω­μέ­νην ἀ­φαι­ρου­μέ­νους
λώ­βω­σιν, τοῖς πά­θε­σι τού­τοις πρὸς ἀ­ναί­ρε­σιν χρώ­με­νοι πα­ρού­σης κα­κί­ας ἢ προσ­δο­κω­μέ­νης,
καὶ κτῆ­σιν καὶ φυ­λα­κὴν ἀ­ρε­τῆς τε καὶ γνώ­σε­ως. Κα­λὰ οὖν, ὡς ἔ­φην, ταῦ­τα τυγ­χά­νει διὰ τὴν
χρῆ­σιν ἐν τοῖς πᾶν νό­η­μα αἰχ­μα­λω­τί­ζου­σιν εἰς τὴν ὑ­πα­κο­ὴν τοῦ Χρι­στοῦ."

 

 antifono – [2fA]

                                          




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου