ΟCTPOB [Ostrov - Το Νησί, Ρωσία - 2006]
«Το Νησί», για κάποιον που καλοπροαίρετα πρωτοβλέπει την ταινία, αποτελεί μια ανέλπιστη έκπληξη. Ανακαλύπτει μια καταπληκτική δημιουργία, ένα υπέροχο ποίημα ή καλύτερα έναν σύγχρονο ψαλμό, που με αδρές γραμμές διαγράφεται και προβάλλει ανάγλυφα μέσα από την ομίχλη της Λευκής Θάλασσας, στη βόρεια Ρωσία. Εκεί, στη θάλασσα του Αρχαγγέλου, σε ένα παγωμένο και αφιλόξενο νησάκι, διαδραματίζεται η ιστορία του Ανατόλιου. Μακριά από τον κόσμο, μα σκληρά προσδιορισμένη και ζυμωμένη μέχρι το τέλος με τον κόσμο και τη ζωή.
Η ταινία χαρακτηρίστηκε σαν θρησκευτική. Όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι μια ταινία Ορθόδοξη, δηλαδή βαθιά ανθρώπινη, σαν μια προσωπική συνομιλία με τον Θεό.
Στο πρόσωπο του Ανατόλιου, η σύγχρονη Ρωσία, μετά από μια σκληρή πολύχρονη επιβαλλόμενη αθεΐα, αρχίζει να ξαναβρίσκει το πρόσωπο της. Η γενναιότητα, ο αυθορμητισμός, το βαθύ συναίσθημα του ρωσικού λαού που καταλυτικά συμμετέχουν και εκφράζονται στη δημιουργία του Octroβ και από τους τρεις κύριους συντελεστές, τον σεναριογράφο Dmitry Sobolev, τον σκηνοθέτη Pavel Lungin και τον πρωταγωνιστή Pyotr Mamonov, καταγράφουν την πνευματική συνέχεια της Ρωσίας των αγίων, των στάρετς και των ορθόδοξων πατέρων της διασποράς, της Ρωσίας του Ντοστογιέφσκι, αλλά και του Αϊζενστάϊν.
Από την εισαγωγή της η ταινία τοποθετεί τον θεατή αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Οι Γερμανοί στρατιώτες εξαναγκάζουν τον φοβισμένο ναύτη να σκοτώσει τον καπετάνιο του και η διάχυτη ένταση σηματοδοτεί την ψυχολογική βία που αριστοτεχνικά μεταφέρεται στον θεατή και τον ωθεί σε διαδικασίες ταύτισης και παραλληλισμού. Και δεν αμβλύνεται η ένταση με τον πυροβολισμό, αφού το έγκλημα επιτελέστηκε πια. Αντίθετα επιτείνεται.
Η κορύφωση επέρχεται βαθμιαία με την αιφνίδια, αργή αποχώρηση των στρατιωτών, καθώς ο χρόνος παγώνει στα επόμενα δευτερόλεπτα και βιώνεται η απόλυτη μοναξιά της αμαρτίας. Οι στρατιώτες αποσύρονται δραματικά αθόρυβα σαν τους λογισμούς που αποστρέφουν μόλις πετύχουν τον στόχο τους. Η στιγμιαία συνειδητοποίηση της αφόρητης μοναξιάς που επιφέρει το αμαρτωλό γεγονός που με τίποτα πια δεν αλλάζει, δεν αντέχεται.
Τη θέση των προτρεπτικών λογισμών παίρνουν οι τύψεις που νοθεύουν την ανακούφιση για την απομάκρυνση του κινδύνου και άμεσα ακολουθούν η άρνηση, η προβολή και η εκλογίκευση σαν ψυχολογικοί μηχανισμοί κατευνασμού, «Δεν το έκανα εγώ. Εσείς το κάνατε!». Ο Ανατόλιος όμως είναι ένας απλός άνθρωπος, ακαλλιέργητος και αγνός. Αποδέχεται τελικά την πράξη του και ομολογεί συντετριμμένος στον εαυτό του «Κι’ όμως, εγώ το έκανα!».
Η αμαρτία του Ανατόλιου και του καθενός από μας! Οι ίδιες οδυνηρές εμπειρίες που διαφέρουν ίσως μόνο στις συνθήκες, στην εστίαση και στη σκηνοθεσία.
Τριάντα χρόνια μετά ο Ανατόλιος, με την ειλικρινή του και συνεχή μετάνοια για την αμαρτία του που βρίσκεται πάντοτε ενώπιον του, με τη θερμή αδιάλειπτη προσευχή που συνοδεύει την ανάσα του μέρα και νύχτα και με την υπέροχη ταπείνωση του, έχει αξιωθεί να βιώνει τη γαλήνη της αγιοσύνης του, να διαθέτει παρρησία στις προσευχές του και το χάρισμα της προορατικότητας.
Την περίοδο της μετάνοιας του, που άλλωστε ποτέ δεν τη διέκοψε, μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο συμπερασματικά. Η κάμερα δεν μπορεί να καταγράψει την αλλοίωση του προσώπου, την ενσωμάτωση με τον Χριστό, την κάθοδο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Πολύ εύστοχα η περίοδος αυτή παραμένει ευλαβικά μυστηριακή, διακριτικά «προσωπική», από τα κοσμικά μέτρα και μέσα. Γιατί εκτός του κόσμου τούτου, το πρόσωπο δεν έχει στεγανές, κρυφές περιοχές. Η ατομικότητα δεν έχει θέση στην κοινωνία προσώπων. Η ταπείνωση είναι η ιδιότητα που δίνει αυτή τη δυνατότητα, να μπορεί κανείς να συμμετέχει, να κοινωνεί, να ενεργεί, να λειτουργεί ανοιχτός προς όλους και με όλους.
Ο Ανατόλιος διέθετε από φυσικού του σαν γνήσιος Ρώσος και αυθορμητισμό και πλούσιο συναίσθημα. Παρά την αρχική δειλία του όμως, το ευάλωτο σημείο που εκμεταλλεύτηκαν οι Γερμανοί για να τον εξωθήσουν στο έγκλημα, (όπως τα πονηρά πνεύματα εκμεταλλεύονται τα ευαίσθητα σημεία όλων μας για να μας παρασύρουν στην αμαρτία) διέθετε και τη γενναιότητα όχι μόνο να υπερβεί τους φόβους για το άτομο του, αλλά και να ισοπεδώσει το φρόνημα του θέτοντας τον ταπεινωμένο εαυτό του στη διάθεση του Θεού, στην υπηρεσία του θελήματος του.
Η ταπείνωση τον οδηγεί να υιοθετήσει συμπεριφορά «σαλού», να μη θεωρεί τον εαυτό του άξιο να συγκατοικεί με τους άλλους μοναχούς, να επιδιώκει την μειωτική κριτική της απομόνωσης του, να εργάζεται συνεχώς σκληρά, να αποφεύγει τις επιδοκιμασίες και τις εύλογες ευχαριστίες.
Ζούμε την ταπείνωση του στα άκακα «παιχνίδια» του στους μοναχούς και σ’ εκείνους που προστρέχουν κοντά του αναζητώντας βοήθεια. Ακόμα και στην αποβολή του δαιμονίου από την κόρη του «άγνωστου», ούτε μια φορά δεν κάνει το σημείο του Σταυρού προς την κοπέλα, ενεργώντας για να απομακρύνει το δαιμόνιο, φυσικά εξ ονόματος του Θεού. Αρκείται στο να κάνει ο ίδιος ξανά και ξανά τον σταυρό του και να προσεύχεται θερμά, επίμονα, ικετεύοντας για την έξοδο του δαιμονίου.
Ο Ανατόλιος που βλέπουμε, δεν είναι ένας ηθοποιός που παίζει εξαίσια τον ρόλο του. Είναι ο Άγιος Ανατόλιος που προσεύχεται με ειλικρίνεια, ταπεινώνεται αυθεντικά, συμπεριφέρεται με απλότητα, συστολή και όλα αυτά με την αρμόζουσα αξιοπρέπεια του προσώπου που αξιώθηκε να γνωρίσει τον Θεό και επομένως τον εαυτό του.
Ο Χριστός ζει μέσα στην καρδιά του και τον καθοδηγεί. Συμβουλεύει τη δύστυχη κοπέλα που έμεινε έγκυος και αγωνιά για το μέλλον της. Μετατρέπει το πρόβλημα της σε παρηγοριά με την προορατικότητα του, τη θλίψη της σε ευτυχία. Τη μαλώνει, αλλά δεν στέκεται στην ανόητη παράκληση της να έχει την ευλογία του για να αμαρτήσει ή στην άστοχη απόπειρα της να εξαγοράσει την μεσολάβηση του. Γνωρίζει καλά τη δυστυχία του κόσμου και τα προβλήματα του και τα αντιμετωπίζει με πολλή επιείκεια και με πολλή στοργή.
Στόμα με στόμα εκείνοι που ευεργετήθηκαν με πράξεις ή με νουθεσίες από τον γέροντα Ανατόλιο, πληροφορούν και άλλους. Όσοι έρχονται να τον συναντήσουν αναζητούν τη λύση στο πρόβλημα τους, την διαφυγή στο αδιέξοδο τους, τη συμβουλή, τη βοήθεια. Βλέπουμε να ζωντανεύουν σε σύγχρονες παραλλαγές, παραβολές του Χριστού μας και ιστορίες του Ευαγγελίου, που άλλωστε πάντοτε παραμένουν ζωντανές και πάντοτε επαναλαμβανόμενες.
Η μητέρα που έφερε το ανάπηρο παιδί της να το γιατρέψει ο Ανατόλιος, αρνείται «την πρόσκληση στο Δείπνο», για μετάληψη την επομένη, γιατί θα χάσει τη δουλειά της. Μα δεν την αφήνει να απομακρυνθεί. Είναι η ανάγκη που την πιέζει και οι δυσκολίες της επιβίωσης. Έτσι επεμβαίνει δυναμικά και της παίρνει το παιδί, αναγκάζοντας την να τον ακολουθήσει. Και η θεία πρόνοια οικονομεί τα πράγματα, ώστε να μη χάσει η πονεμένη μητέρα τη δουλειά της.
Η χήρα πάλι που έρχεται να ζητήσει μνημόσυνο για τον άντρα της, περίλυπη ακούει πως θα πρέπει να πουλήσει το γουρούνι της και να τρέξει στη Γαλλία όπου εκείνος ζει ακόμα, να τον προλάβει ζωντανό. Θυμίζει η ιστορία αυτή τον πλούσιο νέο που περίλυπος άκουσε από τον Χριστό, πως θα έπρεπε για να σωθεί, να πουλήσει όλα τα υπάρχοντα του και να τον ακολουθήσει. Όταν κάποιος αισθάνεται βολεμένος, πολύ δύσκολα πείθεται να αλλάξει ζωή και συνήθειες. Όμως όποιος είναι «βολεμένος» στον κόσμο μας και δεν νοιώθει ενοχλημένος απ’ αυτό, πως μπορεί να απελευθερωθεί;
Όλοι έχουν την ευκαιρία να διδαχθούν και να κατανοήσουν την αδυναμία τους. Ακόμα και ο ηγούμενος που ταπεινά δέχεται κι’ ερμηνεύει σωστά το παράδοξο φέρσιμο του Ανατόλιου.
Τα περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο με τόση φυσικότητα και διαύγεια, που μας εντάσσουν αβίαστα στην ατμόσφαιρα που εκτυλίσσονται. Η κάθε σκηνή παίρνει τη θέση της στη διαμόρφωση της τελετουργίας της ζωής ενός αγίου, με εκπληκτική απλότητα. Η εικόνα εισδύει λυτρωτικά και αποκαθαίρει τις ψυχές μας.
Τα δαιμόνια της κοπέλας απομακρύνθηκαν. Ο πατέρας συγκλονισμένος από την σωτηρία της κόρης του, παρακολουθεί την εξομολόγηση του Ανατόλιου που ήδη τον έχει αναγνωρίσει, αλλά ζητά την επιβεβαίωση και τη συγχώρεση.
Ο αγέρωχος, γεμάτος υπερηφάνεια και εγωισμό άνδρας, που άλλοτε έφτυσε αηδιασμένος τον πανικόβλητο ναύτη για τη δειλία του, τώρα βουρκωμένος, ταπεινός και ο ίδιος, αναγνωρίζει τον θύτη του, συγχωρεί, ευχαριστεί. . .
Στα βλέμματα τους, στις καρδιές τους, «φτερουγίζουν αγγελάκια». . .
Οι δυο άνδρες στέκουν απέναντι, σε μια σκηνή γεμάτη δύναμη και υψηλά νοήματα. Γιατί και ο καπετάνιος δεν ήταν τυχαίος. Την κρίσιμη στιγμή της σύλληψης τους από τους Γερμανούς, στάθηκε υπέροχα γενναίος. Ψύχραιμος ανάβει το τσιγάρο του, κάθεται ήρεμος, ζυγίζει με μια ματιά τους εχθρούς και τον σύντροφο του και περιμένει τον θάνατο, αδιαφορώντας πιο χέρι θα πατήσει την σκανδάλη. Μοιραίες σκηνές, όπου το πνεύμα κυριαρχεί πάνω στο φόβο, πάνω στο παρελθόν, στις μαθήσεις, στη λογική.
Σε τέτοιες στιγμές ανδρείας δεν υφίσταται εγωισμός, αλαζονεία, πάθος, μικροψυχία, γιατί δεν υπάρχει πια μέλλον, ζωή σ’ αυτό τον κόσμο. Είναι στιγμές θεϊκές, υπέρβασης.
Ο Ανατόλιος, ο φονιάς που δεν σκότωσε, ο εργάτης που δεν κουράστηκε, ο τρελός που δίδασκε, ο ανεκπαίδευτος που θεράπευε, πέρασε μια ζωή συνομιλώντας με τον Θεό. Άνοιξε τον εαυτό του στον Θεό και προσευχόταν πρόσωπο προς πρόσωπο, με όλη τη συναίσθηση της αδυναμίας και της αναξιότητας του, αλλά και με όλη τη θέρμη και την αμεσότητα που πηγάζουν από την απόλυτη εμπιστοσύνη και την εκπεφρασμένη αγάπη.
Αυτή η αμεσότητα της προσευχής στο εικόνισμα, το ευλαβικά τοποθετημένο στο ύψος του προσώπου του στο άδειο κελί, δίνει ένα μέτρο οικειότητας και πίστης, σηματοδοτεί ένα δίαυλο ανενδοίαστης επικοινωνίας, διατρανώνει την απρόσκοπτη προσέγγιση με τη θεότητα.
Ο Ανατόλιος βρήκε τον δρόμο του προς τον Θεό ή ορθότερα, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η αγάπη του Θεού γι’ αυτόν, για να τον συναντήσει. Για τον καθένα μας υπάρχει χαραγμένος ο δικός του δρόμος, στρωμένος με κοσμικές δυσκολίες, θλίψη και πόνο, αλλά και με ουράνια γαλήνη και θεϊκή στοργή.
Ο μοναχός Ιώβ ξεπέρασε την αντίθεση του με τον Ανατόλιο και βρήκε τελικά τον δρόμο του. Ο Ανατόλιος του το είχε πει: «Θα κλάψεις για μένα». Τώρα που εκείνος ξάπλωσε στο φέρετρο που του επιμελήθηκε, τώρα που έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε, ο Ιώβ αναγνώρισε την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει. Έστω και την ύστατη στιγμή, άνοιξε την καρδιά του στην αγάπη. Σήκωσε τον Σταυρό του και ακολούθησε τον δρόμο του οφειλόμενου σεβασμού, της αποδοχής και της αγάπης. Ο Ανατόλιος έγινε κομμάτι του εαυτού του. Όπως έγινε ένα μέρος του εαυτού όλων μας.
Η αγάπη είναι ένωση, είναι ταύτιση.
Ο σκηνοθέτης Pavel Lugmin, ευτύχησε να διαθέτει ένα καλοδουλεμένο σενάριο και ένα ταλαντούχο πρωταγωνιστή. Μετέτρεψε το σενάριο σε ζωή και τον ηθοποιό σε άγιο. Με διεισδυτική ματιά εξισορρόπησε θαυμαστά την πνευματικότητα με την αισθητική, αποδίδοντας ύψιστου βαθμού απόλαυση τόσο πνευματική όσο και αισθητική.
Ανακάτεψε κάρβουνο, λάσπη, παγωνιά, υγρασία, φτώχεια, λιτότητα και δυστυχία κι’ έφτιαξε ένα αριστούργημα. Μετέτρεψε τα πιο περιφρονημένα υλικά του κόσμου μας, σε ένα πνευματικό θησαυρό.
Μ. Ψ.