Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

"Nebraska "






Nebraska
π. Χριστόδουλος Μπίθας

Από παρουσίαση της ταινίας, μετά την προβολή της
στο Πολιτιστικό κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών



Η α­φή­γη­ση στις ι­στο­ρί­ες ­δρό­μου­’’ και ο μύ­θος τους ως έ­να υ­παρ­ξια­κό τα­ξί­δι στις γειτο­νι­ές του κό­σμου, ξε­κί­νη­σε τρεις χι­λιά­δες χρό­νια πριν με την Ο­δύσ­σεια του Ομήρου.
Έ­κτο­τε, τρο­φο­δό­τη­σε την παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α με πλή­θος ι­στο­ρι­ών, ποιημά­των, μυθι­στο­ρη­μά­των και δι­η­γη­μά­των και α­πο­τέ­λε­σε προ­σφι­λή α­φη­γη­μα­τι­κή φόρ­μα για να στο­χα­σμό πάνω σε ι­δέ­ες ση­μαν­τι­κές. Α­πό τούς πε­ρι­πλα­νώ­με­νους κυνικούς φιλοσο­φούν­τες στην Α­θή­να μέ­χρι τους  Shramanas δα­σκά­λους στην Ιν­δί­α, οι εμπειρίες της πε­ρι­πλά­νη­σης τρο­φο­δο­τούν την αν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη.

Στην Χρι­στι­α­νι­κή μας πα­ρά­δο­ση οι Συ­νο­πτι­κοί ευ­αγ­γε­λι­στές θα πε­ρι­γρά­ψουν τα γεγο­νό­τα της συνοδοιπο­ρί­ας τους  με τον Χρι­στό στην Πα­λαι­στί­νη, ε­νώ ε­πί αι­ώ­νες η Ορ­θο­δο­ξί­α θα εμ­πλου­τί­ζε­ται με ο­δοι­πο­ρι­κά ό­πως το Λαυ­σα­ϊ­κό, το Λει­μω­νά­ριο  ή το πιο πρό­σφα­το Ρω­σι­κό α­φή­γη­μα "Πε­ρι­πέ­τει­ες ε­νός προ­σκυ­νη­τού", ό­που περιγράφονται οι ζω­ές περίφη­μων α­σκη­τών και πνευ­μα­τι­κές εμ­πει­ρί­ες.

Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, η 7η τέ­χνη που εμ­πε­ρι­έ­χει ό­λες τις άλ­λες τέχνες, γέν­νη­σε πάμπολ­λες ται­νί­ες, πε­ρι­πέ­τει­ες, έ­πη, μα πά­νω α­π' ό­λα τα­ξί­δια πνευ­μα­τι­κής ω­ρί­μαν­σης με φόν­το, πό­λεις, ε­ρή­μους και χώ­ρες πολ­λές και δι­ά­φο­ρες.
Λί­γη ση­μα­σί­α έ­χει εάν οι πρω­τα­γω­νι­στές θα τα­ξι­δεύ­ουν με αυ­το­κί­νη­το, με πλοί­ο, ή τρέ­νο - με ά­λο­γα ή με τα πό­δια, ό­πως λί­γη ση­μα­σί­α έ­χει τε­λι­κά και ο προ­ο­ρι­σμός – το κα­θο­ρι­στι­κό στην μυθολο­γί­α του δρό­μου εί­ναι η με­τά­βα­ση που λαμ­βά­νει χώ­ρα με ταυ­τό­χρο­νο τρό­πο, εσω­τε­ρι­κά και ε­ξω­τε­ρι­κά.

Οι Κύ­κλω­πες και οι Λαι­στρυ­γό­νες, η Κίρ­κη και η Καλυψώ, θα α­πο­τε­λούν δι­α­χρο­νι­κά σύμ­βο­λα, πάν­τα θα πα­ρα­πέμ­πουν στην ανθρώπινη α­μαρ­τί­α, στην φυ­γή, στην αναζήτη­ση, στην ε­λευ­θε­ρί­α, στην αυ­το­γνω­σί­α.

Κα­θώς ξε­κι­νά η α­να­συγ­κρό­τη­ση του δυ­τι­κού κό­σμου μετά α­πό τις πλη­γές του Β' Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου και οι άν­θρω­ποι αρ­χί­ζουν πά­λι να τα­ξι­δεύ­ουν, το εί­δος των απο­κα­λού­με­νων road movies ε­ξε­λίσ­σε­ται.
Με ε­πιρ­ρο­ές α­πό τα γου­έ­στερν και βέ­βαι­α α­πό κλασ­σι­κούς συγ­γρα­φείς ό­πως ο Μάρκ Του­αίν, ο Τζών Στά­ιν­μπεκ, αλ­λά και επίκαι­ρους ό­πως ο Τζακ Κε­ρου­ακ με το μυθιστό­ρη­μα του Στον Δρό­μο (1951), δημιουρ­γεί­ται μια σει­ρά ται­νι­ών ό­που βλέπουμε α­νή­συ­χους ή­ρω­ες να πε­ρι­πλα­νών­ται στην Α­με­ρι­κά­νι­κη εν­δο­χώ­ρα ή εκπροσώ­πους μιας ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης γε­νιάς να περιφέ­ρε­ται με μο­το­συ­κλέ­τες και αυτο­κί­νη­τα α­να­ζη­τών­τας εμ­πει­ρί­ες και ε­λευ­θε­ρί­α.

Ται­νί­ες ό­πως το Bonnie and Clyde, το Easy Rider δί­νουν την εκ­κί­νη­ση την δε­κα­ε­τί­α του 70 για πλή­θος ται­νί­ες δρό­μου, φτη­νού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού αλ­λά και εμ­πο­ρι­κές, και δη­μι­ουρ­γούν την ευ­και­ρί­α για Ευρωπαϊκά και διεθνή α­ρι­στουρ­γή­μα­τα ό­πως το Week end του Ζαν Λυκ Γκον­τάρ, το "Πα­ρί­σι Τέ­ξας" του Βιμ Βεν­τερς κα­θώς και οι πρώ­τες ται­νί­ες του, το P­α­s­s­e­n­g­er του Αν­το­νι­ό­νι και πολ­λά άλ­λα.

Στην 24 φο­ρές βρα­βευ­μέ­νη μαυ­ρό­α­σπρη πε­ρι­πλά­νη­ση που φέ­ρει τον τί­τλο Nebraska, o Α­λε­ξάν­τερ Πέ­ην ή αλ­λι­ώς Α­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δό­που­λος, πε­ρι­δι­α­βαί­νει μα­ζί με τους ήρωες του τα λι­βά­δια της καρ­διάς της Α­με­ρι­κής. Το έ­χει ξα­να­κά­νει πά­λι, στα ε­πί­σης βρα­βευ­μέ­να "Πλα­γί­ως" και "Σχε­τι­κά με τον Σμίντ".

Η α­πλή ι­στο­ρί­α τού η­λι­κι­ω­μέ­νου με αρ­χή ά­νοι­ας, που πι­στεύ­ει πως το δι­α­φη­μι­στι­κό χαρ­τί που κρα­τά θα τού λύ­σει ό­λα τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα,  εί­ναι πρό­σχη­μα για να μι­λή­σει μέ­σα α­πό το υ­πέ­ρο­χο σενά­ριο του Bob Nelson για πολ­λά θέ­μα­τα, ό­πως τα παι­δι­κά τραύ­μα­τα,  η συμφιλίωση με τους 
γο­νείς, η πο­ρεί­α προς την ω­ρι­μό­τη­τα, η οικο­γέ­νεια, η συγχώρεση.

Πα­ράλ­λη­λα, η πε­ρι­πλά­νη­ση στην καρ­διά της Α­με­ρι­κα­νι­κής ε­παρ­χί­ας θα αποκαλύ­ψει έ­να κό­σμο που ζει πα­ραι­τη­μέ­νος α­πό τους χυ­μούς της ζω­ής. Χιλιάδες άνθρωποι ξεχασμέ­νοι μπρο­στά σε μια τη­λε­ό­ρα­ση, πα­θη­τι­κοί θε­α­τές α­νό­η­των θεμάτων, πί­νουν δια­ρκώς σε πλη­κτι­κά μπαρ και συ­ζη­τούν για πράγ­μα­τα α­νού­σια, ζών­τας α­δι­ά­φο­ρες οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις, ό­που η ρου­τί­να κι η έλ­λει­ψη α­λη­θι­νής α­γά­πης χα­ρα­κτη­ρί­ζει το κε­νό. 

1450 χι­λι­ό­με­τρα α­νά­με­σα σε μο­νό­το­νες πό­λεις και α­πέ­ραν­τα χω­ρά­φια.
Ό­λα μελαγ­χο­λι­κά, α­πο­χρω­μα­τι­σμέ­να, δί­χως την πα­λέ­τα των χρω­μά­των τού Πλά­στη που δί­νουν ευ­χα­ρί­στη­ση και προ­σκα­λούν σε τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής. Μαυ­ρό­α­σπρα, ό­πως οι ζωές και τα συ­ναι­σθή­μα­τα των κα­τοί­κων.
Το το­πί­ο πρω­τα­γω­νι­στεί κι αυ­τό σε ό­λη την διά­ρκεια της ται­νί­ας.  
Το τα­ξί­δι εί­ναι ε­σω­τε­ρι­κό, και το το­πί­ο α­πο­τε­λεί το φόν­το, όπως κα­ταν­τά η ζω­ή μας ό­ταν εί­ναι δί­χως νό­η­μα.

Ο ε­πί­σης Έλ­λη­νας φω­το­γρά­φος Φαί­δω­νας Πα­πα­μι­χα­ήλ, κι­νη­μα­το­γρα­φεί την Αμερικα­νι­κή εν­δο­χώ­ρα χω­ρίς να χρη­σι­μο­ποι­εί τε­χνι­κές που εν­τυ­πω­σιά­ζουν τα μά­τια. Κα­νέ­να στυ­λι­ζά­ρι­σμα, ού­τε πε­ρί­τε­χνοι φω­τι­σμοί, μό­νο υ­ψη­λό κον­τρά­στ στην φωτογρα­φί­α για να το­νί­ζε­ται η δρα­μα­τι­κό­τη­τα της ι­στο­ρί­ας.

Τί­πο­τα που να δια­σπά την αί­σθη­ση του θε­α­τή α­πό τους ή­ρω­ες.
Η ται­νί­α εί­ναι γυ­ρι­σμέ­νη σε σι­νε­μα­σκόπ με α­να­μορ­φι­κούς φα­κούς, ώ­στε μέ­σα στο με­γά­λο κά­δρο να α­να­δει­κνύ­ον­ται οι α­πέ­ραν­τες πε­διά­δες και να το­νί­ζε­ται η μο­να­ξιά και η α­πο­μό­νω­ση των η­ρώ­ων. 
Γε­νι­κά κά­δρα και συν­θέ­σεις που δη­μι­ουρ­γούν ατμόσφαι­ρα, κον­τι­νά πλά­να που πε­ρι­γρά­φουν πρό­σω­πα με α­δρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.

Και η σκη­νο­θε­σί­α, ό­πως μας λέ­ει ο ί­διος Πέ­ην, εί­ναι σαν μια ντο­κυ­μαν­τε­ρί­στι­κη προ­σέγ­γι­ση της μυ­θο­πλα­σί­ας. Ό­λα εί­ναι ρε­α­λι­στι­κά, οι πόλεις, τα χω­ριά, οι άνθρωποι. Τί­πο­τε ψεύ­τι­κο, που­θε­νά δεν θα δού­με πλα­στι­κούς Χολλυ­γουν­τια­νούς ήρω­ες και ι­δε­α­τές κα­τα­στά­σεις. 
Αυ­τή η ρε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση, ό­μως, θα ε­πεν­δυ­θεί με ει­κό­να, α­τμό­σφαι­ρα και α­φή­γη­ση ποι­η­τι­κή.

Η ται­νί­α μοιά­ζει σαν μί­α Ο­δύσ­σεια ό­που ο πρω­τα­γω­νι­στής μπο­ρεί να πή­γε στον πόλε­μο, ό­μως σε τού­τη την ζω­ή δεν εί­ναι κα­θό­λου η­ρω­ϊ­κός, αλ­λά νι­κη­μέ­νος. Η μα­τιά του σκη­νο­θέ­τη εί­ναι αν­θρω­πο­κεν­τρι­κή. Οι κω­μι­κο­τρα­γι­κές φι­γού­ρες αντιμετωπίζονται με συμ­πά­θεια, ο άν­θρω­πος μοιά­ζει α­βο­ή­θη­τος μέ­σα στις δυ­σκο­λί­ες της βιοτής, αλ­λά κα­τά βά­σιν εί­ναι κα­λός.
Ό­πως και στις άλ­λες ται­νί­ες του, έ­τσι και εδώ ο Πέ­ην, έ­χει μια Πα­πα­δι­α­μαν­τι­κή μα­τιά στους ή­ρω­ές του, τους α­γα­πά μέ­σα στα πά­θη τους, στην μι­κρό­τη­τά τους, βλέ­πει την α­στει­ό­τη­τα της α­νο­η­σί­ας τους, τούς συγχω­ρεί.

….    ….    ….

Σε μια πρώ­τη α­νά­γνω­ση η ται­νί­α μοιά­ζει με σά­τι­ρα στον α­με­ρι­κα­νι­κό ψευδοπαράδεισο, στην χτυ­πη­μέ­νη α­πό την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση καρ­διά της χώ­ρας. Όμως, βα­θύ­τε­ρα, η ται­νί­α μάς βά­ζει μπρο­στά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας. Και τό­τε ο τί­τλος μπο­ρεί να πα­ραλ­λα­χτεί. 
Η ται­νί­α θα μπο­ρού­σε να λε­γό­ταν Σπάρ­τη, Κα­τε­ρί­νη, Λα­μί­α.
Α­πό ό­που κι αν προ­έρ­χε­σαι, νι­ώ­θεις σα να στο­χά­ζε­σαι κοι­τών­τας τις φωτογρα­φί­ες των δι­κών σου γο­νι­ών.
Που κα­τα­λα­βαί­νεις πως δεν τους ξέ­ρεις κα­λά, πως δεν ξέ­ρεις πολ­λά πράγ­μα­τα για την ζω­ή τους. Και πως έ­χει έρ­θει ί­σως η ώ­ρα να μά­θεις κά­τι παρα­πά­νω γι αυ­τούς, να τους συγ­χω­ρή­σεις αν σε πλη­γώ­σα­νε.

Για­τί τώ­ρα έ­χεις αρ­χί­σει να συ­νει­δη­το­ποι­είς και την δι­κή σου α­μαρ­τί­α.
Για­τί αν εί­σαι Χρι­στια­νός Ορ­θό­δο­ξος εν με­τα­νοί­α, έ­χεις αρ­χί­σει να κα­τα­λα­βαί­νεις τον λόγο που οι συμπατριώτες σου ζουν έ­τσι.

Για­τί σου α­πο­κα­λύ­φθη­κε ε­κεί­νο το "ο α­να­μάρ­τη­τος πρώ­τος βα­λέ­τω λί­θον" που αναφώ­νη­σε ο γλυ­κύ­τα­τος Γα­λι­λαί­ος και κα­τα­νό­η­σες συντε­τριμ­μέ­νος τι θα πει πνευμα­τι­κός θά­να­τος και θέ­λεις να ξε­φύ­γεις α­π' αυ­τόν, να ανα­στη­θείς, για­τί αποφάσισες να α­να­λά­βεις την ευ­θύ­νη της ζω­ή σου, και συν Θεῷ απέκτησες την επίγνωση πως δεν υ­πάρ­χει λό­γος να κα­τη­γο­ρείς τους άλ­λους.
Μό­νο να τους πε­ρι­χω­ρείς και να τους συγ­χω­ρείς. 

Η Νεμ­πρά­σκα εί­ναι μια ρε­α­λι­στι­κή και ποι­η­τι­κή ται­νί­α, που ό­πως κά­θε κα­λό έργο τέ­χνης υ­πεν­θυ­μί­ζει, συγ­κι­νεί, προ­βλη­μα­τί­ζει.


Σκηνοθεσία: Alexander Payne, Σενάριο: Bob Nelson.
Παίζουν: Bruce Dern, Will Forte Διάρκεια: 114'



Πλήρες το κείμενο:

[2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου