Το Δίκαιο του
Αδικημένου
Μ. Σ. Ψαράς
Σε κάθε πράξη αδικίας, οι διακριτές θέσεις της ψυχολογικής μας εμπλοκής (σχηματικά και απλουστευμένα),
είναι δύο. Η θέση του ενόχου και αυτή του αδικημένου.
Είναι οι δύο ρόλοι κρίσης στη ζωή μας, που δεν τους υποδυόμαστε περιστασιακά, αλλά
αντίθετα, τους ερμηνεύουμε καθημερινά· συχνά με δραματική ένταση και όχι σπάνια, με
τραγικές συνέπειες.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι εσωτερικές διεργασίες που βιώνουμε, αντανακλούν μια
συνειδησιακή αναστάτωση, που θα ομαλοποιηθεί μόνο με την αποκατάσταση των
σχέσεων μας με τον εαυτό μας, με τους άλλους και με τον Θεό. Γιατί οι
ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ Προσώπων, όλων των προσώπων, οφείλουν να είναι σχέσεις αγάπης, με διάφανες προθέσεις
και χωρίς αισθήματα ενοχής ή πικρίας.
Ο ένοχος που έχει συναίσθηση των πράξεων του, αντιλαμβάνεται
πως με τα λάθη του, βρίσκεται οδυνηρά μόνος, απέναντι σε όποιον ή όσους
αδίκησε· ακόμα και σε όσους δεν αδίκησε, απέναντι σε όλους, γιατί η απτή μοναξιά της
αδικίας δεν είναι μόνο εκείνη που επιβάλλεται (τιμωρητικά ή σωφρονιστικά) από την
πολιτεία, αλλά ιδιαίτερα η εσωτερική αίσθηση ηθικής έκπτωσης και αυτοεξορίας που επ-ακολουθεί την συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας.
Στην μοναχική πορεία του ο ένοχος έχει μόνιμο συνοδό του τον
φόβο.
Φοβάται την τιμωρία, αλλά παράλληλα, έστω και ασυνείδητα, την επιζητά.
Γνωρίζει
ότι το τίμημα του λάθους, ταυτίζεται με την προοπτική της εξιλέωσης και με την
ελπίδα επιστροφής στον παράδεισο.
Οι προσπάθειες αναβολής ή αποφυγής της τιμωρίας επιδεινώνουν τα νοσηρά
συναισθήματα του απρόσωπου άγχους και του επιτεινόμενου φόβου, του πανικού και
των τύψεων που κατατρώγουν την ψυχή, ενώ η αυτοεκτίμηση και οι όποιες
προσδοκίες αμβλύνονται και ο ένοχος αφήνεται έκθετος στην αυτοτιμωρό
συμπτωματολογία της κατάθλιψης.
Όσο ο ένοχος κρύβεται από τους άλλους, τόσο εκτίθεται στον
εαυτό του.
Την κατανόηση του λάθους πρέπει να ακολουθήσει άμεσα η ομολογία και
αποφόρτιση από το αμαρτωλό βάρος, προτού εκκολαφθούν από την επώαση των
προειδοποιητικών τύψεων οι στυγνές ερινύες, που ορίζουν τις πύλες της κόλασης.
Ένα βήμα πιο πέρα, η δαιμονική κυριαρχία αποστραγγίζει κάθε ελπίδα και
μορφοποιεί τον θάνατο.
Η αποδοχή της ευθύνης και η εσωτερική συντριβή είναι το
πρώτο βήμα, για να μπορέσει ο ένοχος να επενδύσει και πάλι συναισθηματικά στο μετά.
Η μεταστροφή θα δρομολογηθεί με την μετάνοια
– η μεταμέλεια, θα εκδηλωθεί με την
κατάθεση της συγγνώμης και την παράκληση για συγχώρεση.
Η συνέχεια αφορά στο δίκαιο του αδικημένου.
Αν ο αδικημένος σαν άρτια δομημένη προσωπικότητα, επιλέξει την δικαιοσύνη της
Αγάπης, θα συγχωρήσει με χαρά τον ένοχο, δίνοντας του παράλληλα το παράδειγμα της υγιούς
συμπεριφοράς – η πνευματική υγεία είναι ταυτόσημη με το αγαθό.
Αν επιλέξει τον ρόλο του θύματος και τον δρόμο της εκδίκησης, θα εμπλακεί σε
έναν φαύλο κύκλο υποκρισίας, μάταιο και καταστροφικό, αφού η οποιαδήποτε
ικανοποίηση αποκομίσει απ’ αυτόν, θα έχει ανεστραμμένη την ανάλογη γεύση της αδικίας.
Όμως με την απόδοση δικαιοσύνης, οι πολλοί επιθυμούν την επιβολή μιας γενναίας ποινής· η
πληγή της αδικίας, ζητά με αρχέγονες κραυγές αντεκδίκηση, οφθαλμό αντί
οφθαλμού, την νοσηρή χαρά να υποφέρει ο δράστης τα ίσα έστω, με τον παθόντα.
Η επιθετικότητα που θα αναπτύξει ο αδικημένος για την βλάβη που του προκάλεσαν οι
ενέργειες του ενόχου, θα βρει και τους
δικούς της δρόμους για να συμπράξει.
Οι κατάρες, ο διασυρμός και η αυτοδικία,
δίνουν εύλογα την ικανοποίηση της προσωπικής συμμετοχής στην απονομή
δικαιοσύνης.
Στην τραγωδία που συμπρωταγωνιστεί ο αδικημένος, σημαντικό
ρόλο παίζει και ο χορός, ο κοινωνικός περίγυρος, με την κριτική που θα ασκήσει
στις αποφάσεις και τις ενέργειες του. Το τι περιμένουν οι άλλοι από μας,
καθοδηγεί πολλές φορές και την εξέλιξη του σεναρίου μας.
Το αδίκημα μπορεί να είναι παρορμητικό, να οφείλεται στην «κακή στιγμή».
Μα και
η επιθετικότητα που προκαλεί, παρορμητική είναι.
Αυτή η έτοιμη αντίδραση, η χωρίς
σκέψη και αναλύσεις, δείχνει και τον βαθύτερο εαυτό μας. Και αν η απάντηση δεν εκδηλωθεί άμεσα, υπάρχει πάντα η προμελετημένη εκδίκηση, η
ικανοποίηση του "κρύου πιάτου", που μεθοδεύει το δευτερογενές μίσος απέναντι στην
πρωτογενή κακία.
Το κακό έτσι αναπαράγεται, έχοντας "ξεπλυθεί" συνειδησιακά στο όνομα, αλλά και στην εγκυρότητα της επιβεβλημένης απονομής δικαιοσύνης.
Αλλά τι συμβαίνει πραγματικά, στην ψυχή του αδικημένου;
Μήπως μέσα από την διαδικασία τιμωρίας του ενόχου, προσπαθεί να απενοχοποιήσει
τον εαυτό του; Μήπως στην επιμονή του για εφαρμογή του Νόμου, προβάλλει και την
δική του ανάγκη για εξιλέωση;
Μήπως στα τραύματα που υπέστη από τον ένοχο, περιλαμβάνονται και τα προϋπάρχοντα
ψυχολογικά του προβλήματα;
Τι τον εμποδίζει, ώστε να συνειδητοποιήσει πόσο λάθος είναι η άρνηση αυτή, να δεχθεί
την συγγνώμη του ενόχου, ακόμα κι όταν εκείνος συνειδητοποίησε το δικό του
λάθος;
Και πώς νομιμοποιεί αυτή του την στάση;
Δεν αντιλαμβάνεται την
νοσηρότητα της απόφασης, όταν δεν έχει το σθένος να ξεπεράσει τις αντιστάσεις του,
και υποκύπτει στις αναστολές του;
Η συγχώρεση δεν είναι εύκολη.
Όπως δεν είναι εύκολη και η
αγάπη και η θυσία και η απέκδυση του παλαιού εαυτού μας.
Οι αμαρτίες μας, οι
ενοχές μας, οι παθολογικοί ψυχολογικοί μηχανισμοί που δικαιολογούν τις
εκδικητικές μας ενέργειες, είναι ζυμωμένες μέσα μας.
Όμως η συγχώρεση μπορεί να είναι και εύκολη.
Όσο απλό και εύκολο είναι να ανοίξεις
την καρδιά σου στην αγάπη – αρκεί μόνο να το θέλεις· η βούληση έχει τη δύναμη
να μηδενίσει τον εγωισμό.
Παράλληλα με την Εκδίκηση και την Συγχώρεση, για όσους διαφωνούν
με την επίθεση, αλλά δεν μπορούν να υπερκεράσουν τα γεγονότα, υπάρχει και η
επιλογή της Απόστασης.
Ο αδικημένος διαγράφει τον ένοχο από την ζωή του – δεν τον ενδιαφέρει η τιμωρία
του, ούτε καν η ύπαρξη του.
Η ξεκάθαρη αυτή μέση λύση καθησυχάζει τυπικά την συνείδηση, αποφεύγει τα
χειρότερα και συμβιβάζει τα πράγματα.
Όμως συμβιβασμοί στην αλήθεια και στην αγάπη δεν υπάρχουν.
Η παθητική
επιθετικότητα που εκφράζεται έμπρακτα με την διατήρηση αποστάσεων, δεν διαγράφει το
παρελθόν μας. Η απουσία αγάπης φθείρει την ψυχή αργά, αλλά σταθερά, ενώ "τυχαίες" αναμνήσεις
επανέρχονται περιοδικά και υποδηλώνουν την ανάγκη αφύπνισης από τις εφιαλτικές
εμμονές του εγωκεντρισμού.
Οι επιλογές της εκδίκησης και της απόστασης, δημιουργούν και συντηρούν δύο ενόχους και δύο τουλάχιστο,
θύματα.
Η δικαιοσύνη της αγάπης, είναι η αυθεντική προσωπική στάση –παρακαταθήκη Θεού-,
που δεν ελέγχεται από τρίτους υποβολείς· δίνει άμεσα στον ένοχο την ευκαιρία να
καταθέσει την μεταμέλεια του, απελευθερώνει την ψυχή του αδικημένου από τον
κύκλο του κακού και επιβραβεύει και τους δύο, με την συμμετοχή τους στη χαρά μιας
αδελφικής σχέσης.
- Έντυπη δημοσίευση, στην περιοδική έκδοση
του Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου
"Αρχαγγέλων ΛΟΓΟΣ", Φθινόπωρο 2016, τ. 21ο
[2φΑ]