Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

"Οι σκάλες της Σάμου "





Οι σκάλες: Λαϊκό παραμύθι από τη Σάμο
-  Από την συλλογή λαϊκών παραμυθιών του Δημήτρη Β. Προύσαλη


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία.
Ήταν λένε εκεί ένας μεγαλέμπορος που είχε στη δούλεψή του έναν παραγιό.
Το παλικάρι ήταν καλό στη δουλειά του, και στους λογαριασμούς να μη λαθεύει, στις παραγγελίες σωστό και στις κουβέντες του μετρημένο, άνθρωπος να στηριχτείς πάνω του.
Ο κόσμος σαν έμπαινε στο μαγαζί αυτόν ζητούσε και άλλον κανένα, για να έχει πάρε-δώσε. 
Μονάχα το αφεντικό του που όλα τον πείραζαν, είχε παράπονο από δαύτον κι όλο κάτι έβρισκε να του πει κι όλο τον απόπαιρνε.
Σαν τέλειωνε απ’ το μαγαζί το παλικάρι πήγαινε σ’ ένα καφενείο εκεί κοντά, ν’ ακούσει κουβέντες των γερόντων κι ύστερα τραβούσε στο σπίτι του να κοιμηθεί, γιατί οι μέρες του ήταν πάντα φορτωμένες.

Μια μέρα κει που καθόταν στο καφενείο γυρίζει ένας γέρος και τον ρωτά:
- Πώς τα πας παλικάρι μου με το αφεντικό σου, πώς τα περνάς στη δούλεψή του;
- Είναι καλό το αφεντικό μου, μα έχει ένα ελάττωμα, αποκρίνεται το παλικάρι.
- Τι ελάττωμα;
- Κάθε μέρα, σαν τελειώνω τη δουλειά, μου λέει «Τι θα κάνεις, εσύ στη ζωή σου; Τι θα κάνεις;»
Εγώ μια μέρα του είπα πως «έχει ο Θεός», κι από τότε κάθε φορά που σχολάω, με περιμένει και με ρωτά όλο πείραγμα: «Τι κάνει ο Θεός σου, παλικάρι μου, και για σένα τι έχει, αφού για όλους έχει;»
Εγώ πάλι, του αποκρίνομαι: «Αφεντικό, παράπονο δεν έχω, την υγειά μου την έχω, το φαΐ μου το έχω, μια γωνιά να βάλω το κεφάλι μου την έχω…»
Ο γέρος τότε του λέει: «Αν θες να σταματήσει να σε πειράζει, δίχως να χάσεις τη δουλειά σου, να του πεις πως ο Θεός κάνει σκάλες.
Κι αν παραξενευτεί και ρωτήσει «Τι να τις κάνει τις σκάλες ο Θεός;», εσύ να απαντήσεις: 
«Άλλους ανθρώπους τους ανεβάζει κι άλλους τους κατεβάζει».

Την άλλη μέρα όπως πάντα περίμενε το αφεντικό να πειράξει το παλικάρι, μα σαν τούτο του έδωσε την απόκριση με τις σκάλες, κείνος ο μεγαλέμπορος συννέφιασε και τα μούτρα του σκοτείνιασαν.
Μετά από μέρες τον φωνάζει και του λέει: «Μάζεψε τα ρούχα σου, πάρε και τούτους τους παράδες για τους κόπους σου και τράβα! Εγώ δε σε θέλω άλλο στη δούλεψή μου!»
Το παλικάρι τι να κάμει; Έφτιαξε τα ρούχα του ένα μπόγο και κατέβηκε στο λιμάνι. 
Μπαίνει σ’ ένα καράβι που περνούσε και πάει πέρα απ’ τη μεγάλη θάλασσα σε τόπο μακρινό.
Εκεί που πήγε στα ξένα μέρη βρέθηκε από τύχη κοντά σ’ ένα πατριώτη του.
Μαζί δουλεύανε, ο πατριώτης πήγαινε τα φαγητά από τραπέζι σε τραπέζι και το παλικάρι έπλενε στην κουζίνα πιάτα και κατσαρολικά.
Το παλικάρι μουρμούραγε κι έλεγε: «Αρκεί που βρήκα ένα κομμάτι ψωμί και μια γωνιά να κοιμάμαι…»

Μα λένε τώρα, πως το παλικάρι τη δουλειά δεν τη φοβόταν. Από τη λάντζα, βρέθηκε να πηγαίνει τα φαγητά στα τραπέζια που καθότανε ο κόσμος, και πως του γέλασε η τύχη και τον άφησε μια μέρα το αφεντικό στο πόστο του.
Το παλικάρι τα έβγαλε πέρα κείνη τη μέρα, κι όλες τις άλλες που πέρασαν, με τις σκοτούρες του μαγαζιού.
Το αφεντικό είδε την αξιοσύνη του παλικαριού και την επόμενη χρονιά τον έκανε
συνέταιρο στο μαγαζί. Και δούλεψε καλά λένε, το παλικάρι κείνο, και σε δέκα χρόνια πλούτισε κι έκαμε παράδες.

Ήρθε τώρα μια μέρα, που ο άντρας τούτος πεθύμησε τον τόπο του.
Φορτώνει τους παράδες του σ’ ένα καράβι και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού.
Φτάνει στα μέρη τα δικά του και ανοίγει μια ταβέρνα που σαν αυτή άλλη σ’ εκείνον τον τόπο δεν ήταν.
Δούλευε κι έβγαλε κι όνομα γιατί όλοι έτρωγαν στο μαγαζί του και φτωχοί και πλούσιοι. 
Γνώρισε και μια γυναίκα που τον αγάπησε και του στάθηκε και όλα πήγαιναν καλά.

Μια μέρα, σαν πέρασαν άλλα δέκα χρόνια, ανοίγει η πόρτα της ταβέρνας και μπαίνει μέσα ένας ζητιάνος.
Στεκόταν τούτος γέρος άνθρωπος πάνω σε μια μαγκούρα κι έλεγε: 
«Σας παρακαλώ, δώστε μια ελεημοσύνη στο φτωχό…».
Τον πήγαν στο αφεντικό, το παλικάρι που πλούτισε.
Κοιτάζει αυτός και τι να δει; Ο γέρος ο ζητιάνος ήταν το παλιό του αφεντικό, κείνος που τον πείραζε κάποτε σαν ήταν νέος!
Προστάζει τότε μεμιάς και λέει: «Φέρτε του μια καρέκλα να καθίσει, κι ύστερα δώστε του να φάει και να πιει!»

Σιμώνει κοντά στο γέρο κι αρχίζει να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να τον φιλάει.
- Χόρτασες, γέροντα; τον ρωτά.
- Να’ σαι καλά παιδί μου, όλα τα καλά μπροστά σου να τα βρεις! Εμένα που με βλέπεις είχα κάποτε πολλούς παράδες…
- Και πώς γίνηκε και έχασες τα πλούτη σου, γέροντα;
- Τι να θυμηθώ γιε μου; Αυτούς που έκανα μαζί τους δουλειές και με κατακλέψανε; 
Τη γυναίκα μου που έφαγε τους κόπους μου σε λούσα, τις συμφωνίες που δεν έπρεπε να κλείσω; Τα δύο μου τα παιδιά που σκορπίσανε το βιός μου σε γλέντια και ξενύχτια; 
Δικά μου σφάλματα δίχως τελειωμό;
Τώρα μου απόμειναν μονάχα τούτο δω το τριμμένο ρούχο και η μαγκούρα. 
Κοιμάμαι ό,που βρω και τρώω μια στο τόσο…

- Εμένα με γνωρίζεις; του λέει ο ταβερνιάρης.
- Μα εσύ με τα καλά που κάνεις, είσαι βασιλιάς! αποκρίνεται ο γέρος.
- Το παλικάρι που είχες, τι έγινε; ρωτά πάλι.
- Ήταν καλό παιδί, μα εγώ του κακοφέρθηκα και τον κορόϊδευα, λέει πάλι ο ζητιάνος. 
- Ε, το λοιπόν, εγώ είμαι κείνος που τον πείραζες κάποτε και τον ρώταγες τι κάνει ο Θεός μου, κι εγώ σου αποκρινόμουν πως φτιάχνει τάχα σκάλες.
Του λόγου μου, όταν με έδιωξες, έψαξα και βρήκα σκάλες κι ανέβηκα, κείνες που συ άρχισες να κατεβαίνεις…
Μα τώρα μη σε νοιάζει, γιατί πατούμε στο ίδιο σκαλί μαζί, κι εγώ θα σε φροντίσω, του λέει το παλικάρι.




vbr – [2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου