Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

"Ο Μέγας Ιεροεξεταστής "





Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι  (Fyodor Dostoevsky, 1821 - 9 Feb. 1881)

Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ

[από τους Αδελφούς Καραμαζὠφ (τόμ. 2, βιβλ. Τέταρτο, κεφ. 5) 
– Ο Ιβάν κουβεντιάζει με τον αδελφό του Αλιόσα και του αφηγείται τον μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, ένα ποίημα δικό του, που έχει συντάξει κι αποστηθίσει στο μυαλό του· ο Ιβάν θεωρεί τον αδελφό του σαν τον καταλληλότερο, για να είναι ο πρώτος ακροατής του δημιουργήματος του…
- Η δράση εξελίσσεται στον 16ο αιώνα στην Ισπανία, στη Σεβίλλη, την πιο φρικτή περίοδο της Ιεράς Εξέτασης, τότε που στο όνομα της δόξας του Θεού άναβαν καθημερινά πυρές και σε μεγαλοπρεπή ολοκαυτώματα έκαιγαν αιρετικούς.]

Μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου


Όχι με τον τρόπο που υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει, στους αιώνες των αιώνων, με το πλήρωμα του χρόνου και σ᾿ όλη του την ουράνια δόξα, αλλά ξαφνικά, ξαναγυρίζει (ο Ιησούς) κοντὰ στους ανθρώπους, με την μορφὴ που είχε κατὰ την διάρκεια των τριών χρόνων της δημόσιας ζωής του.
Σιωπηλός, περνά καταμεσὶς του πλήθους, μ᾿ ένα χαμόγελο απέραντης συμπάθειας.
Η καρδιά του πλημμυρίζει απὸ αγάπη, τα μάτια του αντανακλούν την Γνώση, το Φως, την Δύναμη, που φωτίζουν και ξυπνούν την αγάπη στις καρδιές, τους απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί, μια αρετὴ εξυγίανσης βγαίνει απ᾿ την κάθε επαφὴ μαζί του κι᾿ ακόμη απ᾿ τα φορέματα του.
Ο λαὸς χύνει δάκρυα χαράς και φιλά το χώμα όπου πατά.
Τα παιδιὰ σκορπίζουν λουλούδια στο πέρασμα του και φωνάζουν «Ωσαννά!»
- Εκείνος!, φωνάζουν. Είναι Εκείνος! δεν μπορεί παρὰ νάναι Εκείνος.
Κάνει θαύματα, μοιράζει έλεος.

Εκείνη την στιγμὴ περνά απὸ την πλατεία ο καρδινάλιος Μέγας Ιεροεξεταστής.
Είν᾿ ένας ψηλὸς γέρος, σχεδὸν αιωνόβιος, με στεγνὸ πρόσωπο, μάτια χωμένα στις κόγχες, μα που μέσα τους λάμπει ακόμη μια σπίθα. Δεν φορεί πια εκείνη την περίλαμπρη στολή, που τον έκανε να ξεχωρίζει χτες μέσα στο πλήθος, την ώρα που έκαιγαν τους εχθροὺς της Καθολικής Εκκλησίας· έχει ξαναβάλει το παλιό, ασκητικό του ράσο. Οι βοηθοί του κι ο Μέγας Σκευοφύλακας τον ακολουθούν απὸ απόσταση, όλο σεβασμό. Σταματά πλάι στο πλήθος και κοιτάζει απὸ μακριά. Ζαρώνει τα πυκνά του φρύδια και στα μάτια του αστράφτει μια τρομερὴ φλόγα.

Τον δείχνει με το δάχτυλο και διατάζει τους φρουρούς του να τον πιάσουν.
Είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του και ο λαὸς τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που όλοι παραμερίζουν, υπακούουν τρέμοντας· μέσα σε μία θανάσιμη σιωπή, οι χωροφύλακες τον πιάνουν και τον παίρνουν μαζί τους. Σαν ένας άνθρωπος όλο αυτὸ το πλήθος γονατίζει μπρος στον Μεγάλο Ιεροεξεταστὴ, που σηκώνει το χέρι του και το ευλογεί, κι ύστερα χωρὶς να πει μία λέξη εξακολουθεί τον δρόμο του.
Οδηγούν τον Κρατούμενο στο θλιβερὸ και παλιὸ κτίριο του Ιεροδικαστηρίου, και τον κλείνουν εκεί, σ᾿ ένα μικρὸ υπόγειο κελλί. Η ημέρα περνά κι έρχεται η νύχτα, μια νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστὴ κι αποπνικτική. Η ατμόσφαιρα «μυρίζει δάφνη και λεμονιά» (1).

Μέσα στο βαθύ σκότος ανοίγει η σιδερένια πόρτα της φυλακής κι ο Μεγάλος Ιεροεξεταστὴς αυτοπροσώπως, με μια λαμπάδα στο χέρι, μπαίνει αργά στο κελλί. Είναι μόνος, η πόρτα πίσω του κλείνει αμέσως. Σταματάει στο κατώφλι κι επί μακρόν, ένα λεπτό ή δύο, περιεργάζεται το πρόσωπο Του. Τελικὰ πλησιάζει, ακουμπάει το κηροπήγιο στo τραπέζι και του λέει:
«Εσύ; Είσαι Εσύ;   ….

«Μην απαντάς, σώπα. Άλλωστε τι θα μπορούσες να πεις; Ξέρω πολὺ καλά τι θα έλεγες. Και ούτε έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτε στα όσα είπες άλλοτε. Γιατί ήρθες να μας αναστατώσεις; Γιατί, για να μας αναστατώσεις ήρθες, το ξέρεις και μόνος σου. Αλλὰ ξέρεις τι θα συμβεί αύριο; Αγνοώ ποιος είσαι κι ούτε θέλω να ξέρω: είσ᾿ Εσὺ ή μόνο το ομοίωμα Του; Δεν ξέρω. Όμως αύριο θα σε καταδικάσω και θα καείς στην πυρά, όπως ο χειρότερος των αιρετικών, κι αυτὸς ο ίδιος λαὸς που σήμερα φιλούσε τα πόδια σου, θα ξεχυθεί αύριο, με ένα μου νεύμα, να μαζέψει ξύλα για την πυρά σου. Το ξέρεις αυτό; Ναι, ίσως και να το ξέρεις. Όλα τα έχεις κληροδοτήσει στον Πάπα. Έτσι μην έρχεσαι τώρα, τουλάχιστον μην ενοχλείς προς το παρόν. Έχεις το δικαίωμα να μας αποκαλύψεις έστω και ένα απὸ τα μυστικὰ του κόσμου απ᾿ όπου έρχεσαι; Όχι, δεν έχεις το δικαίωμα· γιατὶ τούτη η αποκάλυψη θαρχόταν να προστεθεί στην προηγούμενη, για να μην στερήσεις από τους ανθρώπους την ελευθερία, την οποία τόσο υπερασπιζόσουν, όσο ήσουν πάνω σε τούτη τη γη.
Ό,τι διακηρύξεις τώρα θα θίξει την ελεύθερη πίστη των ανθρώπων, διότι θα φανεί σαν θαύμα· όμως, εσὺ ο ίδιος πριν απὸ δεκαπέντε αιώνες, έβαζες πάνω απ᾿ όλα τούτη την ελευθερία της πίστης. Δεν είπες τάχα τόσες φορές: «Θέλω να σας καταστήσω ελεύθερους!» (2)
Ε, λοιπόν! Τους είδες τους «ελεύθερους» ανθρώπους. Ναι, όλο αυτὸ μας στοίχισε πολὺ ακριβά, μα επιτέλους τελειώσαμε τούτο το έργο στ᾿ όνομά σου. Μας χρειάσθηκαν δεκαπέντε αιώνες σκληρής δουλειάς, για να εγκαθιδρύσουμε την ελευθερία· μα τώρα πια έγινε, για τα καλά. Δεν το πιστεύεις; Με κοιτάζεις μάλιστα με τρυφερότητα, χωρὶς ούτε να καταδεχτείς ν᾿ αγανακτήσεις; Μὰθε λοιπόν ότι οι άνθρωποι ποτὲ άλλοτε δεν πίστεψαν τον εαυτό τους πιο λεύτερο όσο τώρα, κι ωστόσο, η ελευθερία τους είν᾿ εκείνη, που έρχονται να την καταθέσουν υποταχτικά στα πόδια μας. Αυτὸ λοιπὸν είναι το έργο μας, για να λέμε την αλήθεια· αυτὴ είν᾿ η ελευθερία που ονειρεύτηκες;   ….

«Καθότι τώρα μόνο, έγινε δυνατόν για πρώτη φορά να σκεφτούμε πάνω στην ευτυχία των ανθρώπων. Φυσικὰ εκείνοι επαναστάτησαν· μπορούν όμως οι επαναστατημένοι να είναι ποτὲ ευτυχισμένοι; Ήσουν πληροφορημένος για όλα αυτὰ, δεν σου έλειψαν οι προειδοποιήσεις κι οι υποδείξεις, όμως εσύ δεν λογάριασες τίποτα, απέρριψες τον μοναδικὸ τρόπο για να γίνουν οι άνθρωποι ευτυχισμένοι, μα ευτυχώς, φεύγοντας ανάθεσες την υπόθεση σ᾿ εμάς. Υποσχέθηκες, μας παραχώρησες επίσημα το δικαίωμα να λύνουμε και να δένουμε· τώρα, δεν πιστεύω να σκέφτηκες να μας το αφαιρέσεις; Για ποιον λόγο λοιπὸν ήρθες να μας αναστατώσεις;   ….

«Το Πνεύμα, το τρομαχτικό και πανέξυπνο, το Πνεύμα της καταστροφής και της ανυπαρξίας, μίλησε μαζί σου στην έρημο, κι οι Γραφὲς αναφέρουν ότι «σ᾿ έβαλε σε πειρασμό». Είν᾿ αλήθεια αυτό; Και μπορούμε να πούμε τίποτα πιο διεισδυτικό, απ᾿ αυτά που σου εξέθεσε σε εκείνα τα τρία ερωτήματα ή για να μιλήσουμε όπως οι Γραφές, στους τρεις «πειρασμοὺς» που απέκρουσες; Κι ωστόσο αν υπήρξε ποτὲ στη γη ένα εκκωφαντικό θαύμα, αυτὀ έγινε κείνη την ημέρα. Ακριβώς στην εμφάνιση αυτών των τριών ερωτημάτων, συνἰστατο το θαύμα.   ….

«Αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, μόνο για δοκιμή χάριν παραδείγματος, ότι αυτὰ τα τρία ερωτήματα του τρομαχτικού πνεύματος, χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη στις Γραφές, κι ότι πρέπει να τ᾿ ανασυστήσουμε, να τα επινοήσουμε εκ νέου για να τα τοποθετήσουμε πάλι εκεί, και συγκεντρώνουμε γι᾿ αυτὸν τον σκοπὸ όλους τους σοφοὺς της γης, κυβερνήτες, αρχιερείς, διανοούμενους, φιλοσόφους, ποιητές, και να τους αναθέσουμε το μέλημα: σκεφτείτε και συντάξετε πάλι τρία ερωτήματα, τα οποία όχι μόνο να είναι αντάξια στη σημασία του γεγονότος, μα ακόμη και να εκφράζουν σε τρεις φάσεις όλη την μελλοντικὴ ιστορία της ανθρωπότητας, πιστεύεις ότι αυτὸς ο Άρειος Πάγος της ανθρώπινης σοφίας θα μπορούσε να φανταστεί τίποτα τὸ ίδιο δυνατὸ και το ίδιο βαθύ, με τα τρία ερωτήματα που σου ἑθεσε τότε το ισχυρὸ Πνεύμα στην έρημο; Αυτὰ τα τρία ερωτήματα αποδείχνουν απὸ μόνα τους, ότι έχουμε να κάνουμε μ᾿ ένα Πνεύμα προαιώνιο κι απόλυτο, κι όχι μ᾿ ένα τρέχον ανθρώπινο μυαλό. Καθότι σ΄ αυτά τα τρία ερωτήματα φαίνεται να ενώνεται σε ένα όλον και να προδιαγράφεται ατόφια η μελλοντική ανθρώπινη ιστορία και να προκύπτουν τρεις μορφὲς, στις οποίες θα συγχωνευτούν όλες οι άλυτες ιστορικές αντιθέσεις της ανθρώπινης φύσης επί της γης. Τότε αυτό δεν μπορούσε να είναι τόσο φανερό, διότι το μέλλον ήταν άδηλο, μα τώρα που κύλησαν δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε ότι τα πάντα στὰ τρία αυτά ερωτήματα είναι τόσο διαγνωσμένα και προοιωνισμένα και τόσο δικαιωμένα, που δεν γίνεται πια να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις κάτι από αυτά.   ….

«Αποφάσισε μόνος σου ποιος είχε δίκιο: εσύ ή εκείνος που σου έθεσε τότε τα ερωτήματα; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα, αν και όχι αυτολεξεί, το νόημα του ήταν το εξής: «Θὲλεις να πας στον κόσμο μ᾿ άδεια χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας, την οποία αυτοί, στην απλοϊκότητα τους και στην εγγενή ανεντιμότητα τους, δεν μπορούν ούτε να την φανταστούν, την οποία φοβούνται και τρέμουν, καθότι ποτέ και τίποτε δεν ήταν για τον άνθρωπο και για την ανθρώπινη κοινωνία πιο ανυπόφορο από την ελευθερία! Βλέπεις όμως, αυτὲς τις πέτρες στην άνυδρη γη; Μετάτρεψε τις σε άρτους κι η ανθρωπότητα θα τρέξει πίσω σου σαν κοπάδι, ευγνωμονούσα και υπάκουη, αν και αιωνίως ανυσηχούσα ότι θα αποσύρεις το χέρι σου και θα σταματήσουνε οι άρτοι». Αλλά δεν θέλησες να στερήσεις στον άνθρωπο την ελευθερία και απέρριψες την πρόταση, διότι τι ελευθερία είναι αυτή, αν η υπακοή εξαγοράζεται με άρτους;   ….

«Αντέτεινες, πως ο άνθρωπος ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται (3), το ξέρεις όμως, ότι εν ονόματι του γήινου αυτού άρτου, το επίγειο πνεύμα θα στασιάσει εναντίον σου, θ᾿ αγωνιστεί και θα σε νικήσει, κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: «Ποιος μπορεί να συγκριθεί με το θηρίο ετούτο, που μας έδωσε την επουράνια φωτιά;» (4). Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει δια του στόματος της γνώσης και της επιστήμης, ότι δεν υπάρχει έγκλημα, άρα ούτε κι αμάρτημα, και υπάρχουν μόνο πεινασμένοι: «Τάισε τους πρώτα κι ύστερα απαίτησε απ΄αυτούς αρετή!» – να τι θα γράψουν στα λάβαρα που θα υψώσουν εναντίον σου κι από τα οποία θα καταρρεύσει ο οίκος σου. Στη θέση του δικού σου οίκου θα ανεγερθεί καινούργιο οικοδόμημα, θα υψωθεί και πάλι ο οίκος της Βαβέλ, που θα παραμείνει δίχως αμφιβολία ατέλειωτος, όπως κι ο πρώτος εκείνος· αλλὰ θα μπορούσες να γλυτώσεις τους ανθρώπους απ᾿ αυτὴ την δοκιμασία, κι απὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θα ξανάρθουν να μας βρουν, αφού θάχουν κοπιάσει χίλια χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους! Θα μας αναζητήσουν κάτω απ᾿ τη γη, όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θάμαστε κρυμμένοι (θα μας βασανίσουν πάλι), θα μας βρουν και θα βοήσουν προς εμάς: «Ταΐστε μας, διότι εκείνοι που μας υποσχέθηκαν την επουράνια φωτιὰ δεν μας την έδωσαν». Και τότε εμείς θ᾿ αποπερατώσουμε τον πύργο τους, καθότι θα τον αποπερατώσει μόνον όποιος τους ταΐσει, και θα τους ταΐσουμε μόνον εμείς, επ’ ονόματι σου, και λέγοντας ψέματα ότι είναι επ’ ονόματί σου.
Ω, ποτέ δεν θα ταῒσουν τους εαυτούς τους χωρίς εμάς! Όσο θα περιμένουν, καμιά επιστήμη δεν θα τους δώσει ψωμί, αλλὰ θὰ καταλήξουν να την καταθέσουν στα πόδια μας τούτη την ελευθερία τους, και να μας πουν: «Υποδουλώστε μας καλύτερα, αλλά ταΐστε μας». Θα καταλάβουν επιτέλους ότι ελευθερία και επιούσιος άρτος εν αφθονία για τον καθένα δεν πάνε μαζί, διότι ποτέ, ποτέ δεν θα μπορέσουν μόνοι τους να το μοιραστούν μεταξύ τους! Θα πεισθούν ακόμη για την ανικανότητά τους νάναι ελεύθεροι, όντας αδύναμοι, φαύλοι, τιποτένιοι κι στασιαστές. Τους υποσχέθηκες τον επουράνιον άρτο· αλλὰ το επαναλαμβάνω και πάλι, πώς μπορεί να συγκριθεί στα μάτια του αδύναμου, μονίμως φαύλου και μονίμως αχάριστου ανθρώπινου είδους με τον επίγειο; Ή μήπως σε ενδιαφέρουν μόνον κάποιες δεκάδες χιλιάδες ψυχὲς σπουδαίων και δυνατών, ενώ τα υπόλοιπα εκατομμύρια, πολυπληθή σαν τους κόκκους της άμμου, ανίσχυρα, αλλά που σ’ αγαπάνε, θα πρέπει απλώς να γίνουν ύλη για τους σπουδαίους και δυνατούς; Όχι, εμάς μας είναι πολύτιμοι και οι ανίσχυροι. Είναι φαύλοι και στασιαστές, αλλά στο τέλος θα γίνουν και υποταγμένοι. Θα μας θαυμάζουν και θα μας θεωρούν θεοὺς, για το ότι γινόμενοι ταγοί τους, συμφωνήσαμε να άρουμε την ελευθερία τους και να κυριαρχήσουμε επ’ αυτών – τόσο τρομαχτικό θα τους είναι στο τέλος, να είναι ελεύθεροι! Εμείς όμως θα πούμε ότι υπακούμε σε σένα και ηγεμονεύουμε εξ ονόματός σου. Θα τους εξαπατήσουμε και πάλι, διότι δεν θα σ᾿ αφήσουμε να τους ξαναπλησιάσεις.   ….

«Στην απάτη αυτή θα συνίσταται το δικό μας μαρτύριο, αφού θα είμαστε υποχρεωμένοι να ψευδόμαστε. Να τι σήμαινε αυτό το πρώτο ερώτημα στην έρημο, και να τι απέρριψες στ᾿ όνομα της ελευθερίας, την οποία έβαλες υπεράνω όλων.
Κι εν τω μεταξύ, στο ερώτημα αυτό περικλειόταν το μεγάλο μυστικό του κόσμου. Αποδεχόμενος τους «άρτους», θάχες απαντήσει στο γενικό και προαιώνιο δίλημμα του ανθρώπου κι ως ατομικής οντότητας κι ως ολόκληρης της ανθρωπότητας μαζί, που είναι: «Ποιον να προσκυνήσω;» Δεν υπάρχει πιο διηνεκές και πιο βασανιστικό μέλημα για τον άνθρωπο, από το μένοντας ελεύθερος, να βρει το συντομότερο δυνατόν ποιον να προσκυνήσει. Αλλά ο άνθρωπος ψάχνει να προσκυνήσει εκείνο που είναι αδιαμφισβήτητο, τόσο αδιαμφισβήτητο, ώστε όλοι οι άνθρωποι ταυτόχρονα να καταλήξουν σε πάνδημο προσκύνημα. Καθότι το μέλημα αυτών των αξιολύπητων πλασμάτων δεν είναι μόνο να βρουν εκείνο στο οποίο θα υποκλιθώ εγώ ή ο άλλος, αλλά να το κάνουν και όλοι μαζί. Να, αυτή η ανάγκη του πάνδημου προσκυνήματος είναι το κυριότερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και όλης της ανθρωπότητας μαζί, απ΄αρχής των αιώνων. Για το πάνδημο προσκύνημα εξόντωναν ο ένας τον άλλο δια πυρός και σιδήρου. Κατασκεύαζαν θεοὺς κι ύστερα καλούσαν ο ένας τον άλλο: «Αρνηθείτε τους θεούς σας κι ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, αλλιώς θα πεθάνετε κι εσείς και οι θεοί σας!» Κι έτσι θα γίνεται ως την συντέλεια του κόσμου, ακόμα και τότε που θα έχουν εξαφανιστεί από τον κόσμο και οι θεοί: ούτως ή άλλως θα πέσουν ενώπιον των ειδώλων.
Ήξερες, δεν μπορούσες να μην ξέρεις αυτὸ το βασικὸ μυστικὸ της ανθρώπινης φύσης, αλλά εσύ απέρριψες το μοναδικὸ ακατανίκητο λάβαρο που σου προσφέρθηκε και που αναμφισβήτητα θάχε τυλίξει όλους τους ανθρώπους μέσα του και θα τους έκανε να κλίνουν το κεφάλι μπρος σου, το λάβαρο του επιούσιου άρτου· τo απώθησες στ᾿ όνομα του ουράνιου άρτου και της ελευθερίας! Δες τι έκανες στη συνέχεια. Κι όλα πάλι εν’ ονόματι της ελευθερίας! Δεν υπάρχει, στο ξαναλέω, πιο βασανιστικό μέλημα για τον άνθρωπο, απ᾿ το να βρει εκείνον στον οποίο θα μεταβιβάσει όσο το δυνατόν συντομότερα, το δώρο της ελευθερίας με το οποίο αυτό το δύστυχο πλάσμα γεννιέται. Αλλὰ θα εκπορθήσει την ελευθερία των ανθρώπων, μόνον εκείνος που θα καθησυχάσει την συνείδηση τους. Με τον άρτο σου δινόταν ένα αδιαμφισβήτητο λάβαρο: θα δώσεις άρτο και ο άνθρωπος θα προσκυνήσει, καθότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαμφισβήτητο από τον άρτο, αλλά αν την ίδια στιγμή κάποιος άλλος, πλην εσού, κυριέψει την συνείδηση του – ω, τότε θα πετάξει μακριά ακόμη και τον άρτον σου, και θα πάει με εκείνον που θα πλανέψει την συνείδηση του.   ….

«Πάνω σ᾿ αυτὸ είχες δίκιο, καθότι το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης δεν είναι μόνο να ζει, αλλά κι ο λόγος για τον οποίο ζει. Χωρίς συγκεκριμένη ιδέα για τον σκοπό της ύπαρξης, ο άνθρωπος δεν θα συμφωνήσει να ζήσει και θα προτιμήσει να αυτοεξοντωθεί, παρά να παραμείνει στη γη, έστω κι αν γύρω του είναι βουνά οι άρτοι. Αυτό είναι έτσι, όμως δες τι έγινε: αντί να γίνεις ο κυρίαρχος της ανθρώπινης ελευθερίας των ανθρώπων, τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Ή μήπως ξέχασες ότι για τον άνθρωπο είναι προτιμότερη η ηρεμία, ακόμη κι ο θάνατος, απ᾿ ό,τι η ελεύθερη επιλογή στη γνώση του καλού ή του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο δελεαστικό για τον άνθρωπο απ᾿ την ελευθερία συνείδησης, μα και τίποτα πιο βασανιστικό. Αλλά να, αντί να φτιάξεις σταθερά θεμέλια που θάχαν καθησυχάσει για πάντα την ανθρώπινη συνείδηση, πέταξες αόριστα νοήματα, μυστήρια κι ασαφή, προέταξες όλα όσα ήταν πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις, για τούτο και φέρθηκες σαν να μην τους αγαπούσες διόλου. Ποιος; Εσύ που ήρθες για να τους δώσεις τη ζωή Σου! Αντί να κυριαρχήσεις επί της ανθρώπινης ελευθερίας, την επαύξησες και επιβάρυνες για πάντα με οδύνη τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Προτίμησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, ήθελες να σ᾿ ακολουθήσει ελεύθερα, γοητευμένος και αιχμαλωτισμένος απὸ σένα. Κι ορίστε, αντὶ για τον αρχαίο σταθερό κανόνα, ο άνθρωπος ἐπρεπε στο εξής να αποφασίζει μόνος του, τι είναι καλό και τι κακό, με ελεύθερη καρδιά, έχοντας ως καθοδήγηση μόνον τη μορφή σου. Είναι δυνατόν να μην σκέφτηκες ότι στο τέλος, όταν θα τον ζορίσουν με το τόσο τρομαχτικό άχθος, όπως η ελευθερία επιλογής, θα απαρνηθεί και θα αμφισβητήσει μέχρι και τη μορφή σου και την αλήθεια σου; Στο τέλος θα φωνάξουν πως η αλήθεια δεν βρίσκεται σε σένα, αφού τους ήταν αδιανότητο πώς τους αφήνεις στη σύγχυση και στον παιδεμό άλλο, όπως έκανες εσύ κληροδοτώντας τους τόσες έγνοιες κι αξεδιάλυτα προβλήματα. Έτσι, έβαλες μόνος σου τις βάσεις για την καταστροφὴ του βασιλείου σου· και μην κακίζεις κανέναν γι’ αυτό.   ….

«Εν τω μεταξύ, αυτό σου είχε προταθεί, υπάρχουν τρεις δυνάμεις, οι μοναδικές τρεις δυνάμεις στη γη, που μπορούν εσαεί να κατανικούν και να αιχμαλωτίζουν την συνείδηση αυτών των αδυνάμων στασιαστών, για χάρη της ευτυχίας τους, είναι: το θαύμα, το μυστήριο, και το κύρος!
Εσύ απέρριψες και το ένα και το άλλο και το τρίτο, κι έδωσες ο ίδιος το παράδειγμα. Όταν το τρομερὸ και βαθύ Πνεύμα, σε έφερε στην κορυφή του Ναού και σου είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω απὸ δω ψηλά, γιατί είναι γραμμένο πως οι άγγελοι έχουν εντολή να Σε προστατεύσουν και να Σε σηκώσουν στα χέρια τους, για να μην χτυπήσουν τα πόδια Σου κάτω (5), και τότε θα μάθεις αν είσαι Υιός του Θεού, και θ᾿ αποδείξεις έτσι την πίστη Σου στον Πατέρα Σου», όμως εσύ, αφού τον άκουσες απέρριψες την πρόταση και δεν υπέκυψες και δεν ρίχτηκες στο κενό.
Ω, φυσικά, εδώ φέρθηκες περήφανα και μεγαλειωδώς, σαν Θεός, αλλά οι άνθρωποι, το αδύναμο στασιάζον γένος, είναι θεοί νομίζεις!
Ω, κατάλαβες τότε πως κάνοντας έστω και μόνον ένα βήμα, μια κίνηση για να ορμήσεις στο κενό, θα είχες αμέσως βάλει σε πειρασμό τον Κύριο και θα είχες χάσει όλη την πίστη σου σ᾿ Αυτόν. Όμως επαναλαμβάνω, υπάρχουν πολλοὶ σαν κι εσένα, και είναι δυνατόν να φαντάστηκες ποτέ στ’ αλήθεια, έστω και για μια στιγμὴ, ότι οι άνθρωποι θάχαν την δύναμη ν᾿ αντέξουν σ᾿ έναν τέτοιον πειρασμὸ; Έτσι άραγε είναι φτιαγμένη η ανθρώπινη φύση, ώστε ν᾿ αποδιώχνει το θαύμα και σε τέτοιες τρομαχτικές στιγμὲς της ζωής, στιγμές των τρομερότερων βασικών και βασανιστικών ψυχικών ερωτημάτων της, να ακολουθεί μόνο τις αποφάσεις της καρδιάς; 
Ω! Ήξερες πως ο άθλος σου θα μείνει στα βιβλία, θα φτάσει στα βάθη το χρόνου και στα απόμακρα σημεία της γης, και ήλπισες ότι ακολουθώντας σε, ο άνθρωπος θα παραμείνει με τον Θεὸ χωρὶς να έχει ανάγκη το θαύμα. Δεν ήξερες όμως, ότι με το που θα απορρίψει το θαύμα ο άνθρωπος, θα απορρίψει ταυτόχρονα και τον Θεό, διότι ο άνθρωπος δεν αναζητά τόσο τον Θεό, όσο τα θαύματα (6). Κι όπως ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ζήσει χωρίς θαύμα, θα επινοήσει για τον εαυτό του άλλα θαύματα προσωπικά, και θα υποκλίνεται πια στο θαύμα του κομπογιαννίτη, στα μάγια των γυναικών, έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος.   ….

«Δεν κατέβηκες απὸ τον σταυρὸ, όταν σου φώναζαν κοροϊδεύοντας σε και πειράζοντας σε: «Κατέβα εσύ απὸ τον σταυρὸ κι εμείς θα πιστέψουμε ότι είσαι εσύ». Δεν το έκανες, γιατί και πάλι δεν θέλησες να υποδουλώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρούσες μια πίστη που θάταν ελεύθερη και δεν θα εμπνεόταν απὸ θαύματα. Λαχταρούσες ελεύθερη αγάπη κι όχι δουλικὴ έκσταση του ανελεύθερου μπροστά στην παντοδυναμία που θα τον τρομοκρατούσε δια παντός. Κι εδώ όμως αποτίμησες τους ανθρώπους πολύ υψηλά, διότι φυσικά είναι ανελεύθεροι, έστω κι αν έχουν φτιαχτεί στατιαστές. Κοίτα γύρω σου και κρίνε, ορίστε, ἐχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες, πήγαινε και κοίτα τους: ποιον ανύψωσες ως εσένα; Σου το ορκίζομαι, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος πιο αδύναμος και τιποτένιος απ᾿ όσο νόμιζες! Μπορεί άραγε, είναι δυνατὸ ποτὲ να ολοκληρωθεί ένας άνθρωπος, όπως εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο, φέρθηκες σαν να είχες πάψει να τον συμπονάς, διότι ζητούσες απ’αυτόν πάρα πολλὰ, κι αυτό το ἒκανε ποιος, εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο απὀ τον εαυτό του! Αν τους εκτιμούσες λιγώτερο, θα απαιτούσες από αυτούς λιγότερα, κι αυτό θα ήταν πιο κοντά στην αγάπη, αφού το φορτίο θα ήταν ελαφρύτερο.   ….

«Είναι αδύναμος και πρόστυχος. Και τι, που τώρα εξεγείρεται παντού εναντίον της εξουσίας μας και κομπάζει για το ότι εξεγείρεται; Αυτό είναι ο κομπασμός ενός παιδιού, ενός σχολιαρόπαιδου. Είναι μικρά παιδιά που στασίασαν στην τάξη κι έδιωξαν τον δάσκαλο τους. Αλλά ο ενθουσιασμός των μικρών θα πάρει τέλος και θα τους στοιχίσει ακριβά. Θα γκρεμίσουν τους ναοὺς και θα πνίξουν τη γη στο αίμα. Και τελικά θα καταλάβουν επιτέλους, αυτὰ τ᾿ ανόητα παιδιά, ότι ακόμα και αν είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές, δεν αντέχουν ούτε την ίδια τους την ανταρσία. Πνιγμένοι στα ηλίθια δάκρυα τους, θα παραδεχτούν τελικά ότι ο Δημιουργὸς κάνοντάς τους έτσι στασιαστές, ήθελε αναμφίβολα να γελάσει μαζί τους. Θα πουν ότι είναι απελπισμένοι, και τα λόγια τους αυτά θα είναι βλασφημία, εξαιτίας της οποίας θα γίνουν ακόμη πιο δυστυχισμένοι, καθότι η ανθρώπινη φύση δεν αντέχει τη βλασφημία, και καταλήγει να παίρνει την εκδίκηση της. Ταραχή, σύγχυση και δυστυχία, να ποια είναι η τωρινή μοίρα των ανθρώπων, κατόπιν όλων όσων εσύ υπέφερες για την ελευθερία τους!   ….

«Ο μεγάλος προφήτης σου λέει, μέσα στο όραμα του και στις παραβολές του, ότι είδε όλους τους περιλαμβανόμενους στην πρώτη ανάσταση κι ότι ήταν από κάθε φυλή δώδεκα χιλιάδες (7). Μα αν ήταν τόσοι, τότε μάλλον ούτε αυτοί θα ήταν άνθρωποι, αλλά θεοί. Άντεξαν την σταύρωση σου, άντεξαν δεκάδες χρόνια στη λιμοκτονούσα και γυμνή έρημο, τρεφόμενοι με ακρίδες και ρίζες… και βεβαίως, μπορείς με υπερηφάνεια να επέδειξες αυτὰ τα παιδιὰ της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελέυθερης και υπέροχης θυσίας τους εν ονόματι σου. Να θυμάσαι όμως, ότι ήταν μόνο μερικὲς δεκάδες χιλιάδες, θεοί κι αυτοί. Οι υπόλοιποι; Τι φταίνε οι λοιποί αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να αντέξουν όσα οι παντοδύναμοι; Τι φταίει η αδύναμη ψυχή που δεν είναι σε θέση να χωρέσει τόσο φοβερά δώρα; Και είναι δυνατόν να είχες έρθει στ᾿ αλήθεια μόνον στους εκλεκτούς και για τους εκλεκτούς; Αν είναι έτσι, τότε εδώ υπάρχει ένα μυστήριο ακατανόητο για μας, Και αν είναι μυστήριο, τότε έχουμε κι εμείς δικαίωμα να πρεσβεύουμε ένα μυστήριο και να κηρύττουμε, ότι δεν είναι η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους το βασικό, ούτε η αγάπη, αλλὰ το μυστήριο στο οποίο οφείλουν να υπακούουν τυφλά, ακόμη και ενάντια στην συνείδηση τους. Αυτὸ και κάνουμε.   ….

«Διορθώσαμε τον άθλο σου και τον στηρίξαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Κι οι άνθρωποι χάρηκαν που τους κατεύθυναν εκ νέου σαν κοπάδι και που έφυγε επιτέλους από τις καρδιές τους το τόσο τρομαχτικό βάρος ενός δώρου που τους έφερε τόσα βάσανα. Κάναμε σωστά κηρύσσοντας και πράττοντας έτσι; Για πες! Μήπως δεν αγαπούσαμε την ανθρωπότητα, συνειδητοποιώντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της, ελαφραίνοντας με αγάπη το φορτίο της και επιτρέποντας την αδύναμη φύση της, ακόμη και την αμαρτία, αλλά με την άδεια μας;
Γιατί λοιπὸν ήρθες τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τι με κοιτάς σιωπηλὸς και διεισδυτικά, με το πράο βλέμμα σου; Θύμωσε, δεν την θέλω την αγάπη σου, γιατί ούτε εγὼ σ᾿ αγαπώ. Τι ἐχω να σου κρύψω; Ή μήπως δεν ξέρω σε ποιον μιλάω; Όσα έχω να σου πω, σου είναι ήδη γνωστά, το διαβάζω στα μάτια σου αυτό. Μήπως θα κρύψω από σένα το μυστικό μας;   ….

«Ίσως τελικά να θέλεις να το ακούσεις απ᾿ το στόμα μου, άκου λοιπόν: δεν είμαστε με εσένα, αλλὰ μ᾿ Εκείνον, να το μυστικό μας!
Καιρό τώρα δεν είμαστε με σένα, αλλά μ’ Εκείνον, οκτώ αιώνες τώρα.
Πάνε ακριβώς οκτώ αιώνες, που πήραμε απ᾿ Αυτὸν εκείνο που εσύ απέρριψες αγανακτισμένος, το τελευταίο τούτο δώρο, που σου πρότεινε, δείχνοντας σου όλα τα επίγεια βασίλεια: πήραμε απ’ Αὐτόν την Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, και ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας επίγειους καίσαρες, μοναδικούς καίσαρες, παρότι μέχρι τώρα δεν έχουμε προλάβει να ολοκληρώσουμε πλήρως το έργο μας. Ποιος ευθύνεται όμως;
Ω! Το πράγμα είναι ακόμα στην αρχή του, αλλά έχει αρχίσει. Θα περιμένουμε ακόμα πολύ μέχρι να ολοκληρωθεί, και θα υποφέρει ακόμα πολύ η γη, αλλὰ θα τα καταφέρουμε, θα γίνουμε Καίσαρες και τότε θα συλλογιστούμε και την παγκόσμια ευτυχία. Κι ωστόσο, θα μπορούσες ακόμα τότε νάχες πάρει το σπαθὶ τοῦ Καίσαρα. Γιατί απέρριψες αυτὸ το τελευταίο δώρο; Δεχόμενος την τρίτη συμβουλὴ του παντοδύναμου Πνεύματος, θα είχες εκπληρώσει όλα όσα αναζητεί ο άνθρωπος στη γη, δηλαδή: ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να αποθέσει την συνείδηση του και με ποιον τρόπο θα συμβληθούν όλοι σε μια αδιαμφισβήτητη, κοινή και ειρηνική μυρμηγκοφωλιά, καθότι η ανάγκη παγκόσμιας ένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων.   ….

«Στο σύνολο της, η ανθρωπότητα ἐτεινε πάντα να οργανώνεται σε παγκόσμια κλίμακα, ανυπερθέτως. Υπήρξαν πολλοί μεγάλοι λαοί με μεγάλη ιστορία, αλλά όσο πιο ψηλά ήταν οι λαοί με μεγάλη ιστορία, τόσο πιο δυστυχισμένοι ήταν, διότι συνειδητοποιούσαν την ανάγκη της παγκοσμιότητας στην ένωση των ανθρώπων. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Τιμούρ και οι Τσέγκις Χαν, εφόρμησαν σαν λαίλαπες πάνω στη γη, πασχίζοντας να κατακτήσουν την υφήλιο, μα κι αυτοί, έστω και ασυνείδητα, εξέφρασαν την ίδια μεγάλη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια και γενική συνένωση. Αποδεχόμενος τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμελίωνες το παγκόσμιο βασίλειο και θα πρόσφερες και την παγκόσμια ηρεμία. Καθότι ποιος θα εξουσιάσει τους ανθρώπους, αν όχι εκείνοι που εξουσιάζουν την συνείδηση τους κι εκείνοι από τους οποίους εξαρτάται το ψωμί τους; Εμείς πήραμε το ξίφος του Καίσαρα, και παίρνοντας το, βεβαίως σε αρνηθήκαμε και ακολουθήσαμε Εκείνον.
Ω, θα περάσουν ακόμη αιώνες παρεκτροπών του ελεύθερου πνεύματος της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας τους, καθότι αρχίζοντας να σηκώνουν τον δικό τους Πύργο της Βαβέλ, χωρὶς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Ε, τότε το θηρίο θα συρθεί σ᾿ εμάς, θα γλύψει τα πόδια μας, θα τα μουσκέψει με τα αιματοβαμμένα δάκρυα των ματιών του. Κι εμείς θα καθίσουμε πάνω στο θηρίο και θα σηκώσουμε το κύπελλο, που πάνω του θα είναι γραμμένο: «Μυστήριο!». Τότε και μόνον τότε θα προκύψει για τους ανθρώπους το βασίλειο της ηρεμίας και της ευτυχίας.   ….

«Περηφανεύεσαι για τους εκλεκτούς σου, όμως για σένα είναι απλώς εκλεκτοί, ενώ εμείς θα τους ειρηνεύσουμε. Κι εξάλλου: τόσοι από αυτούς τους εκλεκτούς, από τους δυνατούς, που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν περιμένοντας σε και μετέφεραν και θα μεταφέρουν ακόμα τις δυνάμεις του πνεύματος τους και την φλόγα της ψυχής τους σε άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον σου το ελεύθερο λάβαρο τους. Είσαι όμως εσύ ο ίδιος, που σήκωσες το λάβαρο αυτό. Μ’ εμάς, όλοι θα είναι ευτυχισμένοι και δεν θα εξεγείρονται πλέον, ούτε θα εξοντώνουν ο ένας τον άλλο, όπως με την δική σου ελευθερία, παντού.
Ω, θα τους πείσουμε ότι θα γίνουν ελεύθεροι, μόνο όταν απαρνηθούν την ελευθερία υπέρ ημών και μας υποταχθούν. Τι νομίζεις, θα έχουμε μιλήσει σωστά ή θα ψευδόμαστε; Μόνοι τους θα πειστούν ότι έχουμε δίκιο, διότι θα θυμηθούν σε τι φρίκη δουλικότητας, τους είχε βυθίσει η δική σου ελευθερία. Η ελευθερία, το ελεύθερο πνεύμα και η επιστήμη θα τους οδηγήσουν σε τέτοια αδιέξοδα και θα τους φέρουν μπροστά σε τέτοια θαύματα και άλυτα μυστήρια, που κάποιοι από αυτούς, οι ανυπόταχτοι και θηριώδεις, θα εξοντώσουν τους ίδιους τους εαυτούς τους, ενώ άλλοι, οι ανυπόταχτοι αλλά αδύναμοι, θα εξοντώσουν ο ένας τον άλλο, και κάποιοι τρίτοι, οι εναπομείναντες αδύναμοι και δυστυχισμένοι θα συρθούν ως τα πόδια μας και θα αναφωνήσουν: «Ναι, είχατε δίκιο, μόνο εσείς κατείχατε το μυστικὸ Του· κι επιστρέφουμε σε σας, σώστε μας από εμάς τους ίδιους!» Λαβαίνοντας απὸ μας τον άρτο φυσικά, θα βλἐπουν ξεκάθαρα ότι τον άρτο τους αυτόν, που έβγαλαν με τα ίδια τους τα χέρια, τους τον παίρνουμε για να τους τον μοιράσουμε, χωρίς κανένα θαύμα εδώ, θα δουν ότι εμείς δεν μετατρέψαμε τα λιθάρια σε άρτους, όμως αλήθεια, περισσότερο απ’ ό,τι για το ψωμί, θα χαίρονται για το ό,τι το λαβαίνουν απὸ τα χέρια μας! Διότι θα θυμούνται πολύ καλά, ότι πριν, χωρίς εμάς, οι άρτοι που έφτιαχναν, μετατρέπονταν στα χέρια τους σε λιθάρια, ενώ όταν επέστρεψαν σ’εμάς, τα λιθάρια αυτά μετατρέπονταν στα χέρια τους σε άρτους. Θα εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, το τι σημαίνει να υποτάσσεσαι μια για πάντα!   ….

«Κι όσο οι άνθρωποι δεν θα το κατανοούν αυτό, θάναι δυστυχισμένοι. Ποιος συντέλεσε περισσότερο σ’αυτή την μη κατανόηση; Πες μου! Ποιος διέσπασε και το σκόρπισε σε πρωτόγνωρα μονοπάτια; Το ποίμνιο όμως, θα ξανασυγκεντρωθεί και θα ξαναϋποταχθεί, αυτή την φορά για πάντα. Τότε θα τους προσφέρουμε μια ήρεμη, ταπεινὴ ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, όπως και έχουν πλαστεί.
Ω, θα τους πείσουμε τέλος, να μην είναι περήφανοι, διότι εσύ τους ανύψωσες και έτσι τους έμαθες να περηφανεύονται. Θα τους αποδείξουμε ότι είναι αδύναμοι, ότι είναι μόνο αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι γλυκύτερη από κάθε άλλη. Θα γίνουν άτολμοι και θα μας κοιτάνε και θα σφίγγονται πάνω μας φοβισμένοι, σαν τα τρυφερὰ κλωσσοπούλια κάτω απ᾿ τα φτερὰ της κότας. Θα μας θαυμάζουν και θα σκιάζονται μπροστά μας, και θα είναι περήφανοι που είμαστε τόσο δυνατοί και τόσο έξυπνοι, που μπορέσαμε να υποτάξουμε ένα τόσο ταραγμένο ποίμνιο εκατομμυρίων. Θα τρέμουν ανίσχυροι την οργή μας, το πνεύμα τους θα κιοτέψει, τα μάτια τους θα αποκτήσουν δακρύρροια, όπως των παιδιών και των γυναικών, αλλά θα μεταπηδούν τόσο εύκολα, κατόπιν νεύματος, στην ευθυμία και το γέλιο, στη λαμπερή χαρά και στο ευτυχισμένο παιδικό τραγουδάκι.   ….

«Ναι, βέβαια, θα τους υποχρεώνουμε να δουλεύουν, μα τις ώρες της σχόλης τους, θα κάνουμε την ζωή τους παιχνίδι, με τραγούδια, με χορωδίες, μ᾿ αθώους χορούς.
Ω, ναι! Θα τους επιτρέπουμε ακόμη και ν᾿ αμαρτάνουν, γιατί είν᾿ αδύναμοι, κι εξαιτίας αυτού είναι που θα μας αγαπούν σαν παιδιά. Θα τους πούμε ότι κάθε αμαρτία τους θα εξιλεωθεί, αν έχει διαπραχθεί κατόπιν αδείας μας· τους επιτρέπουμε να αμαρτἠσουν διότι τους αγαπάμε, και την τιμωρία για τις αμαρτίες θα την πάρουμε πάνω μας, δεν γίνεται αλλιώς. Θα την πάρουμε πάνω μας, κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες, που ανέλαβαν ενώπιον του Θεού τις δικές τους αμαρτίες. Και δεν θα έχουμε κανένα μυστικό απ΄ αυτούς. Θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους και τις ερωμένες τους, νάχουν ή να μην έχουν παιδιὰ -ανάλογα με το πόσο υπάκουοι θα είναι – και θα υποτάσσονται σε εμάς με χαρά κι ευθυμία. Τα πιο βασανιστικά μυστικὰ της συνείδησης τους, όλα, όλα, θα τα φέρουν σ’εμάς κι εμείς θα τα λύσουμε όλα, και θα πιστέψουν στη λύση μας με χαρά, διότι αυτό θα τους γλυτώσει από μια μεγάλη σκοτούρα και από τα τρομερά τωρινά βάσανα μιας απόφασης προσωπικής κι ελεύθερης. Και θα είναι όλοι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια πλάσματα, εκτός από τις εκατό χιλιάδες που θα τους διοικούν. Διότι μόνον εμείς, εμείς, που θα φυλάμε το μυστικό, μόνον εμείς θα είμαστε δυστυχισμένοι. Θα υπάρχουν δισεκατομμὐρια ευτυχισμένων βρεφών και εκατό χιλιάδες μαρτύρων που πήραν απάνω τους την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. Αθόρυβα θα πεθάνουν, αθόρυβα θα σβήσουν εν ονόματι σου και μέσα στον τάφο δεν θα συναντήσουν παρὰ μόνο τον θάνατο.   ….

«Όμως εμείς θα φυλάξουμε το μυστικό· και για δική τους πάλι ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την ουράνια και αιώνια επιβράβευση. Καθότι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι στον άλλον κόσμο, σίγουρα δεν είναι για τύπους σαν αυτούς. Λένε και προφητεύουν, ότι θα έρθεις και θα νικήσεις εκ νέου, περιτριγυρισμένος απὸ τους εκλεκτούς σου, με τους περήφανους και δυνατούς σου· αλλά εμείς θα πούμε ότι αυτοί έσωσαν μόνο τους εαυτούς τους, ενώ εμείς θάχουμε σώσει όλον τον κόσμο. Λένε ότι θα ατιμαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στο χέρι της το μυστήριο (8), ότι θα εξεγερθούν εκ νέου οι αδύναμοι, και θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το «πρόστυχο» σώμα της. Τότε όμως θα σηκωθώ εγώ και θα σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών, που δεν γνωρίζουν την αμαρτία. Κι εμείς, που επωμιστήκαμε τις αμαρτίες τους, για την ευτυχία τους, θα σταθούμε μπροστά σου και θα πούμε: «Δίκασε μας, αν μπορείς και τολμάς».   ….

«Μάθε ότι δεν σε φοβάμαι. Μἀθε ότι ήμουν κι εγώ στην έρημο, ότι κι εγώ τρεφόμουν με ακρίδες και ρίζες· ότι κι εγώ έχω ευλογήσει την ελευθερία, με την οποία εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, κι εγώ προετοιμαζόμουν να ενταχθώ στις γραμμές των εκλεκτών σου, των δυνατών και ισχυρών, λαχταρούσα να «συμπληρώσω τις γραμμές». Αλλὰ συνήλθα και δεν θέλησα να υπηρετήσω την τρέλα. Επέστρεψα και συνενώθηκα με την στρατιά εκείνων που διόρθωσαν το έργο σου. Έφυγα από τους περήφανους κι επέστρεψα στους ταπεινούς, για την ευτυχία αυτών των ταπεινών». Αυτό που σου λέω θα γίνει, και «Η βασιλεία μας θα εγκαθιδρυθεί. Σου επαναλαμβάνω ότι αύριο κιόλας θα δεις αυτό το υπάκουο κοπάδι, με το πρώτο νεύμα μου, να τρέχει να φυσήξει τα αναμμένα κάρβουνα της πυράς σου, σ’ αυτήν που θα σε κάψω, γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. Διότι αν υπήρξε κάποιος που άξιζε την πυρά μας, αυτὸς είσ᾿ εσύ.
Αύριο θα σε κάψω. Dixi! (Είπα!) »   ….

Ο Ιεροεξεταστὴς σωπαίνει, περιμένει μία στιγμὴ την απάντηση του Κρατούμενου. Η σιωπή του, τον βαραίνει. Eίχε δει με πόση προσοχή και ηρεμία τον άκουγε όλη αυτή την ώρα ο Έγκλειστος, κοιτάζοντας τον κατάματα, αλλά προφανώς δεν ήθελε να τον αντικρούσει. Ο γέρος θα ήθελε τρομερά να του έλεγε ο,τιδήποτε, έστω και πικρό, τρομαχτικό. Εκείνος όμως, πλησιάζει σιωπηλὸς τον γέρο και τον ασπάζεται ελαφρά στα αναιμικά ενενηντάχρονα χείλη του. 
Αυτὴ ήταν η απάντηση Του.
Ο γέρος αναπηδάει, κάτι συσπάται στις άκρες των χειλιών του· πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει και του λέει:
«Πήγαινε και να μην ξανάρθεις… μην ξανάρθεις πια….ποτέ, ποτέ!»
Και τον αφήνει να βγει «στις σκοτεινές πλατείες της πόλης».
Ο Αιχμάλωτος φεύγει.»


-------
1. Παραλλαγή σε ένα στίχο από το ποίημα του Α. Σ. Πούσκιν, «Ο πέτρινος επισκέπτης»
2. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κεφ 8, εδ. 31-36
και κατά Λουκάν Ευαγγέλιο κεφ. 4, εδ. 18
3. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. 4, εδ.
4. Παράφραση του εδ.4, κεφ 13 της Αποκάλυψης του Ιωάννου
5. Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ 4, εδ 9-11
6. Δες σχετικά και Πασκάλ, Σκέψεις, όπου μεταξύ άλλων κάνει αναφορά και στα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου: «Δεν θα ήμουν χριστιανός, αν δεν υπήρχαν τα θαύματα».
7. Εννοεί τον Ιωάννη τον Θεολόγο ( Αποκἀλυψη, κεφ. 7 εδ.4-8 )
8. Αποκάλυψη Ιωάννου, κεφ. 17, εδ. 3-5





– [2φΑ]







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου