Την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ πέντε ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα,
τιμάται η Ζωοδόχος Πηγή
τιμάται η Ζωοδόχος Πηγή
"Ύδωρ το ζωήρυτον της Πηγής, μάννα το προχέον,
τον αθάνατον δροσισμόν το νέκταρ το Θείον
την ξένην άμβροσίαν το μέλι το εκ πέτρας,
πίστει τιμήσωμεν."
τον αθάνατον δροσισμόν το νέκταρ το Θείον
την ξένην άμβροσίαν το μέλι το εκ πέτρας,
πίστει τιμήσωμεν."
Γεώργιος
Βιζυηνός - Το Mπαλουκλί
Σαράντα μέρες πολεμά - ο Μωχαμέτ να πάρη - την Πόλη την
μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν - ο ’γούμενος το ψάρι - στα χείλη του να βάλει.
Απ' τες σαράντα κι ύστερα, - πεθύμησε να φάγει - τηγανισμένο ψάρι.
Αν μας φυλάγ’ η Παναγιά - καθώς μας εφυλάγει - την Πόλη ποιος θα πάρει;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, - τρία ψαράκια πιάνει – Θεός να τα βλογήσει!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά - μες στ' αργυρό τηγάνι - για να τα τηγανίσει.
Τα τηγανίζ’ από την μια, - και πά’ να τα γυρίσει - κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά - πετά να του μιλήσει - και τάχασεν ο γέρος!
– Μην τηγανίζεις, γέροντα, - και μόσχισε το ψάρι - στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή - οι Τούρκοι έχουν πάρει - μας κόβουν το κεφάλι!
– Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν - κι Αγαρηνού ποδάρια! - Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ' αν είν' αλήθεια το κακό, - να σηκωθούν τα ψάρια - να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ’ ο λόγος βάσταγε, - τα ψάρι’ απ' το τηγάνι - την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε - στης λίμνης την λεκάνη - γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ' ώς τώρα πλέουνε, - κόκκιν’ από το μέρος - όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο - ν’ αναστηθεί κι ο γέρος - να τ' αποτηγανίσει.
Σαράντα μέρες έκαμεν - ο ’γούμενος το ψάρι - στα χείλη του να βάλει.
Απ' τες σαράντα κι ύστερα, - πεθύμησε να φάγει - τηγανισμένο ψάρι.
Αν μας φυλάγ’ η Παναγιά - καθώς μας εφυλάγει - την Πόλη ποιος θα πάρει;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, - τρία ψαράκια πιάνει – Θεός να τα βλογήσει!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά - μες στ' αργυρό τηγάνι - για να τα τηγανίσει.
Τα τηγανίζ’ από την μια, - και πά’ να τα γυρίσει - κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά - πετά να του μιλήσει - και τάχασεν ο γέρος!
– Μην τηγανίζεις, γέροντα, - και μόσχισε το ψάρι - στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή - οι Τούρκοι έχουν πάρει - μας κόβουν το κεφάλι!
– Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν - κι Αγαρηνού ποδάρια! - Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ' αν είν' αλήθεια το κακό, - να σηκωθούν τα ψάρια - να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ’ ο λόγος βάσταγε, - τα ψάρι’ απ' το τηγάνι - την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε - στης λίμνης την λεκάνη - γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ' ώς τώρα πλέουνε, - κόκκιν’ από το μέρος - όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο - ν’ αναστηθεί κι ο γέρος - να τ' αποτηγανίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου