Από την ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ
- του ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ
- του ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ
…. ….
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Χαίρετε, κήρυκες
καλοί,
μαντατοφόροι των θεών αλλά και
των ανθρώπων
σηκώστε το κεφάλι σας, κοιτάξτε
με στα μάτια
και πλησιάστε πιο κοντά, δεν
είστε εσείς οι φταίχτες.
Φταίει ο Αγαμέμνονας! Αυτός σας
έχει στείλει
να πάρετε απ’ τα χέρια μου την
κόρη του Βρισέως.
Έλα, καλέ μου Πάτροκλε, φέρε τη Βρισηίδα,
για να την πάρουν γρήγορα οι
κήρυκες μαζί τους.
Κι ας είναι οι δυο τους
μάρτυρες, ενώπιον των πάντων,
και των θεών και των θνητών μα
και του βασιλέως
–σκληρόκαρδο ή άκαρδο πώς να τον
πω δεν ξέρω–
όταν θα έρθουν σίγουρα τα ζόρια
τα μεγάλα
και θα χρειάζεται εγώ και πάλι
να τους σώσω.
Δεν πρόκειται ν’ αναμειχθώ, ας
καθαρίσει μόνος,
ενώ οι Τρώες οι σκληροί τους
Αχαιούς θα σφάζουν.
Αν κουνηθώ απ’ τη θέση μου,
ευθύς να μαρμαρώσω
και ας με κάνουν άγαλμα για τη
σκληρότητά μου.
Και τότε βγήκε ο Πάτροκλος απ’ της σκηνής την πόρτα
κρατώντας απ’ το χέρι της την
κόρη τη μελένια
που φάνταζε πανέμορφη και τόσο
λυπημένη.
Σαν να βοηθούσε η λύπη της την
ομορφιά ν’ ανθίσει,
όπως ανθίζουν οι όμορφες όταν
μοιρολογούνε
κι η ομορφιά τους σε πονά σαν να
’χασες δικό σου
και κλαις μαζί τους σιωπηλά και
θέλεις να πεθάνεις,
σαν να μιλούν για έρωτα ακόμα
και στον πόνο
και να σου λένε γοερά εκείνο το
τραγούδι:
Τα
ματάκια σου μου λένε να πεθάνω να με κλαίνε.
Ο Αχιλλέας βούρκωσε και στον γιαλό κατέβη
και κοίταζε της θάλασσας την
απεραντοσύνη
ώσπου τα χέρια σήκωσε σαν να
παραδινόταν
σε κάτι ακαταμάχητο και
απαγορευμένο.
Λόγια ζεστά αναβλύσανε απ’ της
ψυχής τα βάθη
σαν προσευχή στη μάνα του από τα
έγκατά του.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Λιγόζωο με γέννησες,
θαλασσινή μου μάνα.
Αυτό το ξέρουμε κι οι δυο, κι ο
Δίας πριν απ’ όλους,
ίσως γι’ αυτό και θα ‘πρεπε να
μ’ αποζημιώσει
με κάποιον τρόπο, μάνα μου,
κάπως να με τιμήσει.
Αντίθετα, με πρόσβαλε αυτός ο
Αγαμέμνων
και με ταπείνωσε βαθιά
παίρνοντας με τη βία
την κόρη που μου χάρισαν και σαν
τρελός τη θέλω,
κι αυτός ο τρισκατάρατος την
έκανε δική του.
Η μάνα του τον άκουσε απ’ τον βυθό που ζούσε
μαζί με τον πατέρα της, τον
μυθικό Νηρέα,
και σαν ομίχλη ανέβηκε και
κάθισε κοντά του
του χάιδεψε την κεφαλή και του
’πε λυπημένα:
ΘΕΤΙΔΑ: Γιε μου καλέ, γιε μου γλυκέ, μονάκριβο παιδί μου,
έλα να μοιραστούμε οι δυο αυτή
τη στενοχώρια
μην την κρατάς για πάρτη σου.
Πες μου τι σου συμβαίνει;
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Μάνα, δεν έχω μυστικά, ούτε σου κρύβω κάτι.
Δεν θα σου πω τρίτη φορά αυτά
που ξέρεις ήδη.
Άλλο είναι το πρόβλημα. Μπορείς
να βοηθήσεις;
Να πιάσεις το Αφεντικό και να
του πεις δυο λόγια
αν είναι αλήθεια που ’λεγες
συχνά στο σπιτικό μας
πως είσαι η μόνη απ’ τους θεούς
που βόηθησες τον Δία
κι έφερνες και παράδειγμα εκείνη
την ημέρα
που θέλαν να τον δέσουνε Ήρα και
Ποσειδώνας
και η Παλλάδα Αθηνά, κι εσύ
πήρες χαμπάρι
και γλίτωσες απ’ τα δεσμά τον
Νεφεληγερέτη.
Το πώς, το τι και το γιατί το
ξέρουμε κι οι δυο μας.
ΘΕΤΙΔΑ: Και τι θα πρέπει να του πω, πες μου το αίτημά σου.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ: Εκεί που θα ’σαι δίπλα του αυτά να του θυμίσεις
και να του πεις, αν γίνεται,
τους Τρώες να βοηθήσει.
Να πάρουνε τους Αχαιούς φαλάγγι
ως τα πλοία
και να τους πετσοκόψουνε εκεί
που σκάει το κύμα.
Κι εγώ να βλέπω από ψηλά τον
Μέγα Στρατηλάτη
να τρέχει κάπου να κρυφτεί, με
τα βρακιά πεσμένα.
Και να του γίνει μάθημα και
πάθημα τ’ Ατρείδη
πως ήταν μέγα λάθος του μαζί μου
να τα βάλει,
γιατί ποτέ δεν αψηφάς το πρώτο
παλικάρι.
Η Θέτιδα τον άκουγε χωρίς να τον κοιτάζει
να μη φανούν τα δάκρυα που
τρέχανε ποτάμι.
ΘΕΤΙΔΑ: Αχ, μωρέ πικραμένο μου, γιατί να σε γεννήσω
να πιεις φαρμάκι μπόλικο να
ζήσεις τόσο λίγο
και τίποτε να μη χαρείς απ’ της
ζωής τη γλύκα.
Καλύτερα στη θέση σου να έκανα
κορίτσι,
στα σκοτεινά να το ’λουζα, νύχτα
να το χτενίζω
στ’ άστρα και στον Αυγερινό να
πλέκω τα μαλλιά της.
Μου φαίνεται, αγόρι μου, σου
δίνω κι άλλες πίκρες
μ’ αυτά που λέω αστόχαστα. Θέλω
καλά να ξέρεις
πως δεν σ’ αλλάζω, μάτια μου, με
τίποτε στον κόσμο
είσαι η μοίρα μου εσύ κι εγώ
’μαι η δική σου
ώσπου να γίνεις ήρωας δικός μου
και του κόσμου.
Θα πάω στον Όλυμπο να βρω τον
Νεφεληγερέτη
μόλις απ’ τους Αιθίοπες γυρίσει
χορτασμένος
και θα του πω τον πόνο σου και
το παράπονό σου.
Σε δώδεκα μερόνυχτα εμείς τα
ξαναλέμε.
Έχω ένα προαίσθημα πως θα μ’
ακούσει ο Δίας.
Η Θέτις έκανε βουτιά και χάθηκε
στο κύμα
κι ο Αχιλλέας θυμήθηκε την κόρη
που ποθούσε
καλλίζωνη, βαθύκολπη κι η μέση
δαχτυλίδι.
Πόνος βαθύς τον έσκισε απ’ την
καρδιά ως τη φτέρνα.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν, το
γρήγορο καράβι
του Οδυσσέα έφτανε στης Χρύσας
το λιμάνι.
Αφού σιγούρεψαν καλά πανιά,
σχοινιά και ξάρτια,
εβγάλανε τα σφάγια που ’χαν για
τη θυσία,
για να τιμήσουν τον Θεό, να τον
εξευμενίσουν
τον εκηβόλο Απόλλωνα, που τον
φωνάζουν Φοίβο.
Ο Οδυσσέας συνόδευσε ως τον βωμό
την κόρη
και την παρέδωσε ευθύς στα χέρια
του πατρός της.
Εκείνος την αγκάλιασε και
δάκρυσε ο καημένος
και ευχαρίστησε θερμά τον Φοίβο
από καρδίας
που την ευχή του εισάκουσε
αμέσως, και εμπράκτως
τιμώρησε τους Δαναούς με τ’
αργυρά του βέλη.
ΧΡΥΣΗΣ: Τιμή μεγάλη μου ’κανες
μα τώρα σου ζητάω
να σταματήσεις το κακό και τον
αφανισμό τους
αφού κρατώ στην αγκαλιά σφιχτά
τη Χρυσηίδα.
Ο Απόλλωνας συμφώνησε, κι
έστησαν ένα γλέντι,
μία γιορτή τρικούβερτη και μέγα
πανηγύρι,
που οι Θεοί αγάλλονται και οι
θνητοί γλεντάνε
τρώγοντας και χορεύοντας και
πίνοντας κρασάκι
και γίνονται μικροί Θεοί που
Χάρο δεν φοβούνται.
Την άλλη μέρα το πρωί ανέλαβε ο
Φοίβος
με πρίμο αέρα στα πανιά, στην
Τροία να τους πάει.
Το μελανό καράβι τους γλιστρούσε
σαν δελφίνι
και φτάσανε στον ναύσταθμο χωρίς
να καταλάβουν.
Άλλοι σκορπίσαν στις σκηνές και
άλλοι στα καράβια
μα κείνος ολομόναχος, ο θείος
Αχιλλέας,
ούτε στη σύνοδο παρών ούτε στη
μάχη πρώτος,
να βγάλει άγρια κραυγή από τα
σωθικά του
σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί,
την Τροία να γκρεμίσει.
Περάσανε σιγά σιγά οι δώδεκα
ημέρες
και οι θεοί γυρίσανε στον Όλυμπο
χορτάτοι
και βρήκανε τη Θέτιδα στο
απέραντο σαλόνι
ανήσυχη να τους ρωτά αν γύρισε
κι ο Δίας.
Της έδειξαν πού κάθονταν και
πήγε και τον βρήκε
στην υψηλότερη κορφή πολύ συλλογισμένο.
Λύγισε τη μεσούλα της και με τ’
αριστερό της,
το ντελικάτο χέρι της, του
έπιασε το γόνα
κι αμέσως με το άλλο της τον
άγγιξε στο γένι
λίγο σαν χάδι κοριτσιού και
ώριμης γυναίκας
κι είχε τα μάτια της υγρά και
σαν βασιλεμένα.
ΘΕΤΙΔΑ: Δία πατέρα, Βασιλιά Θεών
μα και ανθρώπων,
αν μου αξίζει η αγάπη σου για
όσα έχω κάνει
μια χάρη μόνο σου ζητώ. Βόηθα
τον Αχιλλέα,
το πικραμένο μου παιδί, που νέος
θα πεθάνει,
πάνω στης νιότης τον ανθό, καθώς
του ’ναι γραμμένο.
Ύστερα τον πλησίασε και του ’πε
επί λέξει
αυτά που συμφωνήσανε με τον
μονάκριβό της.
Ο Δίας όσο άκουγε όλ’ έσμιγε τα
φρύδια
και φαίνονταν απρόθυμος να κάνει
το ρουσφέτι.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε, την
κοίταξε στα μάτια
κι ένευσε δυο και τρεις φορές με
τα παχιά του φρύδια.
Το πρόσωπό της έλαμψε, σημάδι
πως τα βρήκαν,
αλλά την ώρα που ’φευγε
συνάντησε την Ήρα
που τους κοιτούσε από μακριά
χωρίς ν’ ακούει τι λένε
μα τώρα το κατάλαβε πως κέρδισε
η Θέτις
κι ανέκρινε τον άντρα της ποιο
ήτανε το θέμα
τι είπε με τη σουρλουλού και τι
εσυμφωνήσαν,
μέχρι που ο Δίας άστραψε και
βρόντηξε όπως ξέρει.
Πήραν την Ήρα τα ζουμιά, μα ο
Ήφαιστος ο γιος της
την παρηγόρησε γλυκά με λόγια
και με νέκταρ.
Ύστερα κέρασε σειρά όλους τους
αθανάτους,
που έτρωγαν και έπιναν μέχρι τη
δύση του ήλιου
κι αποσυρθήκανε μετά στο δώμα
του ο καθένας.
….
….
[2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου