Μανώλης Ψαρράς
Ψυχοσάββατα - μνείαν ποιούμεθα των
απ’ αιώνος κεκοιµηµένων
Τη θυμάμαι τη γιαγιά μου την Καλοτίνα νοσταλγικά, σαν
παιδάκι μικρό τότε, ν’ ανάβει το κερί και το θυμιατό, να βράζει στάρι και να
ετοιμάζει σουσάμι, ρόδια ή σταφίδες, (ανάλογα την εποχή) μαζί με αμύγδαλα
μαζεμένα απ το χωράφι και τ' αμπέλι μας εκεί στην Ανάσταση.
Ετοίμαζε το πιάτο με το κόλυβο και το τοποθετούσε στην
κάτασπρη κεντητή πετσέτα κεντρικά στο τραπέζι, δίπλα από το ανθοδοχείο με τα
φρεσκοκομμένα λουλούδια, που είχαμε μαζέψει οι δυο μας πιο πριν από τα μεγάλα
λούκια (παρτέρια) του σπιτιού της, μαζί με το καντηλάκι, μια μικρή εικόνα, τη
φωτογραφία σε κορνίζα του παππού, ένα πεντακάθαρο ποτήρι νερό σε κρυστάλλινο
πιατάκι του γλυκού, και ένα κουτάλι.
"Είναι για τις ψυχές", μας έλεγε...
Ποιες ήταν οι ψυχές;...
Και το βασικότερο... Πού ήταν αυτές οι ψυχές;...
Δεν ξέραμε Τίποτα!... απροσδιόριστα χαοτικές και αίολες
εκδοχές είχαμε, κι αυτές μέσα από κάτι μισόλογα και ψιθυρίσματα των
"μεγάλων," που έπιανε και δεν έπιανε τ αυτί μας, όταν κάθε Σάββατο με
ένα μικρό μεταλικό κουβαδάκι με τα χρειαζούμενα, ανηφόριζα προς το νεκροταφείο
του Αγίου Μάμμαντος, βαστώντας απ' το χέρι τη γιαγιά μου την Καλοτίνα, για να
πάμε να καθαρίσουμε τους τάφους των παππούδων μου και να ανάψουμε τα καντηλάκια
τους (μου είχε γίνει πάγια υποχρέωση, 10 χρονών γνώριζα σχεδόν κάθε μνημείο και
κάθε γιαγιά εκεί).
Απλώς χαζεύαμε την γιαγιά μας μαζί με την αδερφή μου την
Μαρία (η Αργυρούλα, ή μικρότερη μου αδελφή, ήταν μωρό τότε) σαν μικρά παιδιά,
την ώρα που θύμιαζε ολόγυρα στο ανώι του σπιτιού τις κρεμασμένες σε μεγάλα
κάντρα φωτογραφίες στο σαλόνι, ψιθυρίζοντας ονόματα σε μια της προσπάθεια να
μην ξεχάσει κανένα μα κανένα... ήταν εξόχως σημαντικό αυτό!
"Αξίωμα"
να μην ξεχαστεί απολύτως κανείς!.
Έτσι είχαμε κι εμείς την ευκαιρία να τρυπώνουμε σ’ αυτό το
"άβατο" σημείο του σπιτιού, που τα πάντα ήταν "εύθραυστα"
για τα παιδικά μας χέρια μιας και η γιαγιά γνώριζε τα κατορθώματά και τις
"δεξιότητες" μας από πρώτο χέρι, γι αυτό εξάλλου και το σαλόνι το
λειτουργούσε χρηστικά και επισκέψιμα μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, έτσι βιώναμε
εμείς σαν παιδάκια αυτή της την προετοιμασία για το κόλυβο, (του ψυχού)
κοιτώντας τα μεγάλα κρεμαστά κάντρα και ρωτώντας την γιαγιά ξανά και ξανά για
το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, παρακολουθώντας με προσοχή όλο το τυπικό της
κατασκευής, του στολίσματος και της τοποθέτησης του κολύβου στο τραπέζι.
Έπειτα, αφού τέλειωνε την προετοιμασία, έχοντας απαντήσει σε
κάθε μας ερώτηση μας κοιτούσε στα μάτια γαληνεμένη, τόσο όσο να πάρει μια ανάσα
και αφού είχε εκπληρώσει "το χρέος"... κατόπιν καθόταν να μπαλώσει
καμιά κάλτσα, να ράψει κανένα κουμπί ή να σιδερώσει, ενώ η μορφή της λούζονταν
ολόκληρη μέσα στις ακτίνες του ήλιου.
Ο φεγγίτης της πόρτας στον όροφο, ήταν ακριβώς από πάνω της...
Κι εμείς χαζεύαμε τα άπειρα μικροσκοπικά μόρια σκόνης που
έμπαιναν από το παράθυρο και την πόρτα του μπαλκονιού και που μαζί με τ' αεράκι,
και τις ακτίνες του ήλιου από τον φεγγίτη γινόντουσαν θελκτικά ορατές και
ανάλαφρες, για τα παιδικά μας ματάκια, μιας που δεν σταματούσαν να χορεύουν με
αργούς στροβιλισμούς μέσα σ αυτό το υπέρλαμπρα φωτεινό πεδίο, μαζί μ’ έναν ήλιο
βασιλιά που βασίλευε... χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να βασιλεύει.
Λέτε αυτά τα αίολα μικροσκοπικά, φωτεινά μόρια σκόνης να
’ταν αυτές οι ψυχές τους? και να παίρνουν πρόθυμα μορφή μέσα στη λαμπρή δέσμη
φωτός σαν αστραφτερά μικρά τίποτε, κι έτσι ο άντρας της, η κόρη της η Θεμελίνα
που έφυγε μικράκι, ο πατέρας της, η μητέρα της, τ’ αδέλφια της, τα πεθερικά της,
κάποιες φίλες της που δεν ζούσαν πια, να ερχόντουσαν έτσι απλά για να την
στεφανώσουν επειδή δεν ξέχασε, και στάθηκε στο "χρέος;"
Όλοι τους υπήρχαν για την γιαγιά, και εξακολουθούσαν να ζουν
στην καθημερινή της ομιλία σαν σε παραμύθι, σαν παρηγοριά αβίαστα, λες και τους
μιλούσε, σαν να είχαν φύγει μόλις χθες...
Σαν να μην πέρασε μια μέρα αγαπημένη μου γιαγιά, όλα αυτά τα
χρόνια, από τότε που έφυγες εσύ και ο Πατέρας μου! να το ξέρετε!, και να του το
πεις!, πως αυτό του το φευγιό... δεν το ξεπέρασα Ποτέ!
Τα ίδια συνεχίζει και η μαμά μου μέχρι σήμερα, αν και σε
κατάσταση ας πούμε προχωρημένου γήρατος, έχοντας τα όμως
"τετρακόσια", ακριβώς με την ίδια ιεροτελεστία και τυπικό, απαρασάλευτα
ακριβώς όπως τα παρέλαβε από την μάνα της και από την πεθερά της, μην με
ρωτήσετε βέβαια αν αυτά θα συνεχιστούν μετά την δική μας γενιά, δεν μπορώ να το
ξέρω...
Ειλικρινά!, νοιώθω άσχημα και μόνο στην ιδέα πως όλα αυτά σταματούν σ’
αυτή την γενιά... παρηγορούμαι έστω απλά που το έζησα, προσπαθώντας να το
μεταλαμπαδεύσω, έστω και αφηγηματικά, συνεχίζοντας παράλληλα να το ζω, έτσι
όπως προστάζει το Ανατολικό Ορθόδοξο έθος, μέχρι και σήμερα.
Καλή Ανάσταση γιαγιά μου, και καλή αντάμωση με σένα και τον
πατέρα μου, οσονούπω, μαζί με όλους τους απ' αιώνος κεκοιμημένους, γνωστούς και
αγνώστους, από περάτων έως περάτων της οικουμένης...
fb - Emmanuel
Psarras
[2φΑ]