Γήσης Παπαγεωργίου - H EΛΛΑΔΑ ΕΝ ΠΛΩ.
- H Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή -
(Τα έχουμε ξαναπεί, αλλά καλόν είναι να τα ξαναλέμε
και καλά
θα κάνετε να το ξαναδιαβάσετε).
Όταν επέρασε το 1800 κι ο κόσμος ολόκληρος επροχώραγε στον
19ο αιώνα, οι τότε «εμείς» είχαμε ακόμα στο σβέρκο μας τους Οθωμανούς.
Τα χώματα τα δικά μας που πατάγαμε, μόνο δικά μας δεν ήτανε και την δική μας
πατρίδα την είχαμε μόνο στον νου μας και στ’ από μέσα μας.
Έτσι κι αφού ο έρμος ο τόπος δεν μας εχώραγε κι ας ήμασταν λίγοι και
μετρημένοι, πολλοί απ’ αυτούς τους ολίγους αφήσαμε την σκλαβωμένη την στεριά κι
εβγήκαμε στην Θάλασσα την Ελεύθερη.
Κι αυτή την Θάλασσα την Ελεύθερη την εκάναμε Πατρίδα.
Από πιο πριν και στο κάθε τόσο οι Ρώσοι με τους Οθωμανούς,
άλλη δουλειά δεν είχανε και πλακωνόντουσαν για το ποιος θα βγάλει τα μάτια τ’
αλλονού. Σ’ ένα τέτοιο άγριο πλάκωμα, που άρχισε το 1768 και τέλειωσε το 1774,
οι Οθωμανοί φάγανε τέτοια σφαλιάρα από τους Ρώσους που ακόμα τους τσούζει ο
σβέρκος τους.
Μετά από την σφαλιάρα κι όσο οι Οθωμανοί ήταν ακόμα στην παραζάλη
τους, οι Ρώσοι τους είπανε να βάνουνε τα καλά τους και να κουβαληθούνε σ’ ένα
βουλγάρικο χωριό που το λέγανε Κιουτσούκ Καϊναρτζή.
Στολιστήκανε που λέτε οι καθ’ ύλην αρμόδιοι πασάδες και
μπέηδες της αυτοκρατορίας, εμπήκανε στη γραμμή με την ουρά υπό τα σκέλη και
στις 21 του μήνα Ιούλιου του 1774 στηθήκανε σε κείνο το Κιουτσούκ το τέτοιο κι
επεριμένανε, μα τι άλλο να κάνανε.
Ήρθανε κάποια στιγμή κι από τους Ρώσους οι καθ’ ύλην
αντίστοιχοι, που ηταν ένας δούκας, δυο παραδούκες και τρεις κόμητες επί βαθμώ
τμηματαρχου β΄.
Ο ένας από τους τρεις κόμητες εκράταγε το χαρτί, ο δεύτερος το καλαμάρι, κι ο
τρίτος που ήτανε κι ο πιο κοντός εκράταγε τον κουρκουμά με το μελάνι.
- Υπογράφτε ρε! τους είπανε στα ρώσικα.
- Ότι πεις κι άφεριμ! οι άλλοι στα δικά τους.
Έπαιρνε ο καθένας με την σειρά το καλαμάρι από τον δεύτερο, το βούταγε στον
κουρκουμά που κράταγε ο κοντός κι υπόγραφε το χαρτί που κράταγε ο πρώτος ο επί
βαθμώ τμηματάρχου β’.
Όλα αυτά τα παραπάνω γινήκανε στο βουλγάρικο το χωριό, το
Κιουτσούκ Καϊναρτζή στις 21 του μήνα Ιούλιου του 1774.
- Κι εμάς τι μας νοιάζει?
- Έλα ντε!
Το αν υπογράψανε στο βουλγάρικο το χωριό ή στο Μαρούσι, το
ίδιο που μας έκοφτε.
Αυτό που μας έκοφτε, τους τότε «εμάς», ήτανε κείνο το
χαρτί που υπογράψανε με το καλαμάρι και το μελάνι από τον κουρκουμά. Συνθήκη
ήτανε, λέει, με άρθρα μπόλικα, που όλα μαζί έτσι που υπογραφήκανε, βάζανε μπρος
το ξεφούσκωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτό όμως που το τσιμπήσαμε οι τότε «εμείς» κι αρχίσαμε και
τρέχαμε στο χοροπηδηχτό και τρα-λα-λα ήτανε το άρθρο της συνθήκης με το νούμερο
εφτά.
Άντε τώρα να πεις του κάθε σημερινού πως από ένα άρθρο με το νούμερο
εφτά, στήθηκε μια ολόκληρη Ελλάδα που ακόμα στέκει.
Με δικά μας λόγια, έλεγε κείνο το άρθρο, πως ο Τσάρος έπαιρνε κάτω από την
προστασία του τους ορθόδοξους υπήκοους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι από
κοντά είχε και κάποιες λεπτομέρειες, από κείνες που γράφονται με τα ψιλά τα
γράμματα.
Το πήρανε τότε, που λέτε, κάποιοι νησιώτες μα και στεριανοί
κι αφού διαβάσανε και τα ψιλά τα γράμματα του άρθρου, αρχίσανε και φτιάχνανε
καράβια.
Κι όπως όλοι γνωρίζουμε από την πρώτη τάξη του δημοτικού, άμα φτιάξεις καράβι,
δεν το παρκάρεις στο περβόλι σου για να φυλάς μέσα τα φασολάκια.
Στην θάλασσα τ’ αμολάς ν’ αρχίσει ν’ αρμενίζει.
Κι άμα του κοτσάριζες και τη ρώσικη τη σημαία, το καραβάκι
σου αρμένιζε όπου ήθελε κι όποτε το’ θελε και κανείς κερατάς δεν σου ’λεγε
κουβέντα.
Κι αυτό δεν ήτανε επειδή έτσι το λέω εγώ.
Το άρθρο το νούμερο εφτά το ’λεγε, στα γράμματα τα ψιλά.
Αρμενίζανε, που λέτε, τα καραβάκια μας και κουβαλάγανε
πραμάτειες κι εμπορεύματα και βλέπανε οι ναυτικοί και ξεστραβωνόντουσαν και
βγάζανε και παράδες μπόλικους.
Κι όσο βγάζανε παράδες, εφτιάχνανε κι άλλα
καράβια και τ’ αμολάγανε στην Μεσόγειο που την είχανε πήξει με δαύτα.
Έτσι, το 1815, στα έξη χρόνια πριν από την Επανάσταση, στην Μεσόγειο αρμενίζανε
615 καράβια ελληνικά που όλα μαζί πιάνανε τους 153.580 τόνους
Εκείνη όμως την εποχή κι από πολύ πιο πριν, η πειρατεία
ήτανε στο περίπου σαν τα κομμωτήρια του σήμερα, που σε κάθε γειτονιά ανοίγουνε
μέχρι και δέκα τέτοια.
Δεν το ’χω ψάξει να βρω αν τότε υπήρχανε κομμωτήρια,
αλλά φαίνεται πως ο άλλος προτιμούσε αντί για κομμωτής να γίνει πειρατής, που
περνούσε καλύτερα, έβγαζε περισσότερα κι όλα «μαύρα» και δεν του τσιμπάγανε και
τον πισινό.
Αυτό το πράμα με την πειρατεία, οι δικοί μας οι 615
καπεταναίοι, το βρίσκανε κάπως ενοχλητικό και απρεπές. Δεν μπορεί, σου λέει,
εμείς να αρμενίζουμε και να θαλασσοπνιγόμεθα και να ’ρχεται ο άλλος να σου
δηλώνει «πειρατής» και να σου κάνει τα πειρατικά του τα ενοχλητικά.
Έτσι, και για να γλυτώσουνε από τα ενοχλητικά τα πειρατικά και τα απρεπή
τοιαύτα, πιάσανε και βάνανε κανόνια στα καράβια τους. Κι όταν λέμε κανόνια δε
μιλάμε για ένα και δυο κι άντε και σαρανταδυό, αλλά για 5878 από δαύτα.
Κι επειδή, όπως γνωρίζουμε από την πυροβολική επιστήμη, τα
κανόνια δεν βαράνε τις κανονιές από μόνα τους κι αυτεπαγγέλτως, αλλά θέλουνε
χέρια.
Πολλά χέρια για να βάνουνε τα μπαρούτια, τις μπόμπες και τις φωτιές, όπως και
το καράβι θέλει χέρια για να κουμαντάρουνε τα σχοινιά και τα πανιά και να
μπορεί ν’ αρμενίζει.
Τσίμπα λοιπόν και 17.526 ναύτες από κοντά να βαράνε τις κανονιές και ν’ αρμενίζουνε
τα καράβια και κάνε σούμα. Έχουμε και λέμε: καράβια 615, τόνοι 153.580, κανόνια
5878, πληρώματα 17.526, τι μας κάνει;
Μια Μεγάλη μικρή Ελλάδα.
Ναι, λόγω τιμής πατριώτες μου, όταν το 1821 ξεκίνησε η
Επανάσταση για να λευτερώσουμε την Πατρίδα μας, αυτή η Πατρίδα αρμένιζε κιόλας
ελεύθερη στην Μεσόγειο.
Ήταν Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝ ΠΛΩ.
avlonari
– 2fA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου