Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

"Τα τρία αδέλφια "

 



ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΛΦΙΑ
[Παραδοσιακό παραμύθι Μακεδονίας]


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέλφια. Τα δυο μεγαλύτερα δεν ήθελαν να δουν το μικρότερο. Μια φορά το πήραν και πήγαν στα χωράφια. Και τον μικρότερο αδελφό τον άφησαν σ' έναν έρημο τόπο και έφυγαν. Ύστερα αυτό το παιδί πήγε σ' ένα μικρό χωριουδάκι. Στο χωριουδάκι αυτό δεν είχανε πολύ νερό. Έπρεπε κάθε μέρα να τρώει το θηρίο από ένα κορίτσι, για να τους αφήνει να πάρουν νερό. Μια μέρα που έμεινε στον τόπο εκείνο το παιδί, πήγε η βασιλοπούλα και τη ρώτησε αν έχει ψωμί να τον δώσει. Η βασιλοπούλα τον φώναξε: «Φύγε από κοντά μου, γιατί θα έλθει το θηρίο να με φάει». Το παιδί της είπε: «Ας έλθει το θηρίο, εγώ θέλω ψωμί να μου δώσεις». Τότε ήλθε το θηρίο και είπε: «Σήμερα έχω δυο μεζέδες, τις άλλες μέρες είχα από ένα». Μόλις ζύγωσε κοντά το θηρίο, όρμησε πρώτα στο παιδί. Πάλεψαν πολλές ώρες και τέλος νίκησε το παιδί το θηρίο. Η βασιλοπούλα πήρε αίμα από τις πληγές του θηρίου και άλειψε το παιδί στις πλάτες, για να το γνωρίζει.

Μόλις γύρισε πίσω στο παλάτι η βασιλοπούλα, την είδε ο Βασιλιάς και θαύμασε πώς γύρισε και ποιος την έσωσε. «Με έσωσε ένα παλικάρι», είπε η βασιλοπούλα. Μόλις άκουσε ότι την έσωσε ένα παλικάρι, κάλεσε όλον τον κόσμο κι έκανε τραπέζι. Η βασιλοπούλα μάζεψε όλα τα παλικάρια και τα κοίταζε πίσω στις πλάτες, αν έχουν αίμα. Κοίταξε όλα τα παλικάρια και κανένα δεν είχε αίμα. Πήγε στον βασιλιά και του είπε πως κανένα απ' αυτά δεν είχε. Ύστερα ήλθε μια γιαγιά και ζήτησε από τον βασιλιά, αν έχει να της δώσει λίγο ψωμί, γιατί είπε, έχει ένα παιδί στο σπίτι της και ντρέπεται να 'ρθει. Ύστερα λέει ό βασιλιάς: «Πες του να 'ρθει εδώ». —«Του είπα και δεν έρχεται». Ύστερα έδωσε στη γιαγιά ψωμί και έφυγε. Έπειτα ή βασιλοπούλα την ακολούθησε και μόλις έφθασε στο σπίτι της, έδωσε το ψωμί στο παιδί. Και ύστερα ή βασιλοπούλα πήγε και τον κοίταξε στην πλάτη πίσω και είδε ότι αυτός είναι. Αφού λοιπόν πήγε στο παλάτι, είπε στον βασιλιά πως είναι εκείνο το παιδί που έσφαξε το θηρίο. Πήγαν και το πήραν από το σπίτι της γριάς, το έντυσαν κι ο βασιλιάς το έκαμε γαμπρό και βασιλιά. Μόλις άρχισε ο γάμος, ο βασιλιάς κάλεσε όλον τον κόσμο να τον φιλέψει.

Μέσα σ' αυτόν τον κόσμο ήταν και τα δυο του αδέλφια, τα όποια γνώρισε ο αδελφός τους. Και τους είπε: «Εσείς οι δυο θα είσθε υπηρέτες. Ο ένας θα καθαρίζει το άλογο και ό άλλος θα κάνει δουλειές στο παλάτι». Μόλις κατέβασαν τη βασιλοπούλα από το παλάτι, για να την ανεβάσουν στο αμάξι, ο ένας αδελφός είπε: «Αν μου δώσεις τρία φλουριά, θα σου πω ποιος είμαι». Και η βασιλοπούλα είπε, «όχι τρία, αλλά πέντε, θα σου δώσω». —«Εγώ είμαι ο αδελφός του βασιλιά, άντρα σου». Κι ύστερα η βασίλισσα είπε στον βασιλιά. Ο ένας είναι αδελφός σου. Και ο βασιλιάς μια μέρα τους έπιασε και τους είπε: «Ποιοι είσθε; Από πού είσθε και πώς σας λένε»; «Θα σου πούμε», είπαν, «από πού είμαστε και πώς μας λένε, άλλα δεν θα μας τιμωρήσεις... Εμείς είμαστε τα δυο σου αδέλφια που σ' αφήσαμε σ' εκείνο το έρημο μέρος». —«Α! Έτσι λοιπόν, ε;», είπε. Διατάζει δυο στρατιώτες να τους πάρουν και να τους βάλουν φυλακή. Έτσι το κακό που έκαναν στον αδελφό τους, το πλήρωσαν.

 

Fb -2fA

                                                                   




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου