Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

"Το τέλος του Σωκράτη"






Το τέλος του Σωκράτη


Όταν κανείς σε όλη του τη ζωή δείχνει στους πολλούς πως τίποτα δεν γνωρίζουν και απογυμνώνει τη θρασύτητα του στόμφου τους, είναι επόμενο να δημιουργήσει εχθρούς.
Η προσωπική έχθρα και η πραγματική αντίθεση φαίνεται πως επιδράσανε και οι δυο μαζί σ’ αυτούς που κατηγόρησαν το 399 π.Χ. τον εβδομηντάχρονο Σωκράτη, πως δεν αναγνωρίζει τους πατρώους Θεούς, ότι ζητά να εισάγει «καινά δαιμόνια» και ότι διαφθείρει τους νέους.

Στην Αθήνα οι δικαστές διαλέγονταν από όλους τους πολίτες και ήταν πολυάριθμοι.
Στη δίκη του Σωκράτη ήταν παρόντες πιθανόν 501 δικαστές.
Μπροστά σε τόσο πλήθος και μάλιστα ευέξαπτων νοτίων, έχει επίδραση η ευγλωττία.
Η υπόθεση του Σωκράτη στην αρχή δεν πήγε άσχημα. Ζούσε δημόσια και ήταν καθαρός.

Μπορεί πολλές φορές να είχανε θυμώσει μαζί του, ήταν όμως γνωστό πως οι πράξεις του δεν ήταν αξιόποινες, πως σαν πολίτης είχε κάνει το καθήκον του και πως είχε σεβαστεί τη λατρεία των Θεών. Αλλά οι δικαστές ήταν συνηθισμένοι να προσπαθεί ο κατηγορούμενος να προκαλεί εντύπωση με ρητορικά τεχνάσματα και ικετεύοντας να ζητάει το έλεος τους.
Ο Σωκράτης όμως τα περιφρονούσε αυτά, γιατί πίστευε πως είναι καλύτερα να πεθάνεις, παρά να κάνεις κάτι που θεωρείς άδικο. Γι’ αυτό μίλησε με απλότητα και αξιοπρέπεια.

Δήλωσε ότι πάντα τίμησε τους Θεούς και ότι προσπαθούσε να εκπαιδεύσει τους νέους να έχουν δικιά τους κρίση και να αποκτήσουν σωστή γνώση, πως τέλος η κατηγορία οφείλεται στο μίσος που ξεσήκωσαν εναντίον του οι συζητήσεις του και η αποστολή που του ανέθεσε ο Δελφικός Θεός.
Ο ασυνήθιστος τρόπος της απολογίας του είχε σαν αποτέλεσμα να καταδικαστεί με μικρή πλειοψηφία.                  




Μετά την απόφαση στο ζήτημα της ενοχής, έπρεπε να οριστεί η ποινή.
Σύμφωνα με το παλιό έθιμο που επικρατούσε στην Αθήνα, οι δικαστές έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στις προτάσεις του κατήγορου και του κατηγορούμενου.
Κι’ επειδή οι κατήγοροι ορίσανε σαν ποινή τον θάνατο, θα έπρεπε προς το συμφέρον του ο κατηγορούμενος να προτείνει κάποια άλλη ανάλογη, δηλαδή όχι πολύ ελαφριά ποινή, ας πούμε την εξορία.

Αντί γι’ αυτό, ο Σωκράτης δήλωσε πως είναι αθώος και συνεπώς καμιά ποινή δεν μπορεί να καταλογίσει στον εαυτό του. Αντίθετα μάλιστα, επειδή αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην καλυτέρευση των συμπολιτών του, είναι άξιος της πιο μεγάλης τιμής, δηλαδή να τον τρέφει η πολιτεία.
Πως η εξορία, που θα μπορούσαν ίσως να σκεφτούν οι δικαστές, του είναι χειρότερη από τον θάνατο γιατί θα τον εμπόδιζε να εκπληρώσει την αποστολή του.
Ότι όμως, για να συμμορφωθεί οπωσδήποτε με τις διατάξεις του νόμου, αντιπροτείνει σαν ποινή μια χρηματική αποζημίωση, που δεν θα μπορέσει ωστόσο να πληρώσει ο ίδιος, μα θα δανειστεί από φίλους.
Την πρόταση αυτή θα την εξέλαβαν ασφαλώς σαν χλευασμό οι δικαστές, γιατί η καταδίκη του σε θάνατο επικυρώθηκε με μεγαλύτερη πλειοψηφία από την πρώτη απόφαση για την ενοχή του.

Κατά σύμπτωση τότε ακριβώς ήταν γιορτές και στη διάρκεια τους δεν επιτρεπόταν να εκτελεσθεί καμιά θανατική ποινή. Γι’ αυτό ο Σωκράτης οδηγήθηκε στις φυλακές, όπου είχε δικαίωμα να συζητάει με τους φίλους του όπως συνήθως.
Η επιτήρηση δεν ήταν και τόσο αυστηρή. Μερικοί φίλοι του ζήτησαν και βρήκαν τον τρόπο να τον φυγαδεύσουν. Αυτός όμως αρνήθηκε να δραπετεύσει γιατί όπως πίστευε, καθένας πρέπει να υποτάσσεται στην απόφαση που βγήκε σύμφωνα με τους νόμους κι’ όταν ακόμα τη θεωρεί λανθασμένη.

Γιατί η απείθεια στους νόμους μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή της Πολιτείας.
Όταν έφθασε η μέρα της εκτέλεσης, ήπιε το γεμάτο κώνειο κύπελλο, όπως πρόσταζε ο νόμος.
Τις τελευταίες του στιγμές αποθανάτισε ο Πλάτωνας για χάρη των μεταγενέστερων, στο διάλογο του, Φαίδωνας. Σ’ αυτόν βάζει τον αγαπημένο μαθητή του Σωκράτη Φαίδωνα, που βρισκόταν κοντά του στη φυλακή την τελευταία μέρα, να διηγείται όσα ο ίδιος ο Πλάτωνας έζησε μαζί του.
Η σχετική περιγραφή, είναι η ακόλουθη:




«Αφού είπε αυτά, σηκώθηκε ο Σωκράτης να πάει στον λουτήρα για να λουστεί.
Ο Κρίτωνας τον ακολούθησε, σε μας όμως τους υπόλοιπους παράγγειλε να περιμένουμε.
Περιμέναμε λοιπόν σχολιάζοντας όσα είχαμε πει, εξετάζοντας τα πάλι και αναφέροντας πόσο μεγάλη συμφορά θα πάθουμε, νομίζαμε στ’ αλήθεια πως θα περάσουμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας ορφανοί, σαν να χάσαμε τον πατέρα μας.
Μετά το λουτρό, του φέρανε τα παιδιά του (είχε δυο γιους μικρούς και έναν μεγάλο) και ήρθανε και οι γυναίκες της οικογένειας του.
Μίλησε μπροστά στον Κρίτωνα κι’ αφού παράγγειλε τις τελευταίες του θελήσεις, πρόσταξε γυναίκες και παιδιά να φύγουν και ήρθε κοντά μας.

 »Πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα, γιατί είχε μείνει μέσα πολλή ώρα.
Μετά κάθισε λουσμένος και άρχισε να μιλάει.
Προτού προλάβει να μας πει πολλά, ήρθε ο υπηρέτης των Έντεκα και αφού στάθηκε κοντά του είπε: Σωκράτη, με σένα δεν θα μου συμβεί ό,τι παθαίνω με τους άλλους, που θυμώνουνε μαζί μου και με καταριούνται όταν τους παραγγέλλω να πιουν το δηλητήριο, πράγμα που υποχρεώνομαι να κάνω από τον νόμο.
Στο πρόσωπο σου γνώρισα όλο αυτό το διάστημα, τον πιο γενναίο, πιο γλυκό και πιο καλό άνθρωπο από όσους μέχρι τώρα ήρθανε εδώ και τώρα λοιπόν ξέρω καλά, πως δεν θα θυμώσεις μαζί μου –γιατί γνωρίζεις ποιοι είναι οι ένοχοι- αλλά μαζί τους.

Ξέρεις τι ήρθα να σου πω, για τούτο γεια σου και προσπάθησε να αντικρίσεις όσο πιο γενναία μπορείς, εκείνο που δεν μπορείς να αποφύγεις.
Και μη μπορώντας πια να κρατήσει τα δάκρια του, έφυγε.
Και ο Σωκράτης ακολουθώντας τον με το βλέμμα, είπε:
– Γεια σου και σένα κι’ εγώ θα κάνω όπως μου είπες.
Κι’ αμέσως στράφηκε σε μας και είπε: Πόσο λεπτός είναι ο άνθρωπος αυτός, όλο τον καιρό ερχότανε κοντά μου, μιλούσε κάποτε μαζί μου και ήτανε ο καλύτερος φύλακας και τώρα με πόση ειλικρίνεια κλαίει για μένα.
Αλλά έλα λοιπόν Κρίτωνα, ας φέρει κάποιος το δηλητήριο αν είναι έτοιμο, αν όχι, ας το ετοιμάσει ο άνθρωπος.




 »Και ο Κρίτωνας είπε: Μα εγώ Σωκράτη, νομίζω πως ο ήλιος είναι ακόμα πάνω από τα βουνά και δεν βασίλεψε κι’ ακόμα ξέρω ότι άλλοι το ήπιαν πολύ αργότερα αφού τους είχαν διατάξει κι’ αφού έφαγαν και ήπιαν πολύ καλά και μερικοί μάλιστα αφού βρέθηκαν ξανά με κείνους που επιθυμούσαν να δουν, μη βιάζεσαι λοιπόν τόσο πολύ γιατί καιρός υπάρχει.
Σ’ αυτά απάντησε ο Σωκράτης: Καλέ μου Κρίτωνα, αυτοί που ανέφερες κάνανε καλά γιατί νόμιζαν πως κάνοντας έτσι, κάτι κερδίζανε. Μα βέβαια εγώ δεν θα το κάνω, γιατί νομίζω πως αν το πιω λιγάκι αργότερα, δεν θα κερδίσω τίποτα άλλο, από το να γίνω γελοίος στον ίδιο μου τον εαυτό, επιθυμώντας λίγες στιγμές ακόμα απ’ τη ζωή, που δεν είναι τίποτα.
Έλα λοιπόν είπε, υπάκουσε και άστα αυτά.

 »Μόλις άκουσε αυτό ο Κρίτων, έκανε νεύμα στον υπηρέτη που στεκότανε κοντά κι’ αυτός βγήκε και αφού έλειψε αρκετή ώρα, ξανάρθε οδηγώντας εκείνον που θα έδινε το δηλητήριο και που το έφερε τριμμένο μέσα σε ένα κύπελλο.
Ο Σωκράτης μόλις τον είδε, είπε: Λοιπόν φίλε, εσύ ξέρεις καλά, τι πρέπει να κάνω;
-Τίποτε άλλο, είπε εκείνος, παρά αφού το πιεις να περπατήσεις λίγο, μέχρι που να αισθανθείς βάρος στα σκέλη σου, έπειτα να πλαγιάσεις και αυτό θα ενεργήσει.
Και ταυτόχρονα έτεινε το κύπελλο στον Σωκράτη.

Αυτός το πήρε εύθυμος, χωρίς διόλου να τρέμει, ούτε να αλλάξει το χρώμα ή η όψη του προσώπου του, αλλά καθώς συνήθιζε, κοίταζε με σταθερότητα τον άνθρωπο και είπε:
- Τι λες για το ποτό αυτό, τάχα επιτρέπεται να κάνουμε σπονδή σε κάποιον ή όχι;
- Τρίβουμε τόσο Σωκράτη είπε, που να φτάσει ίσα-ίσα.
– Κατάλαβα είπε ο Σωκράτης, αλλά ίσως βέβαια επιτρέπεται και πρέπει να ευχηθεί κανείς στους θεούς, να είναι ευτυχισμένη η αλλαγή της κατοικίας από τα εδώ εκεί, πράγμα που εύχομαι κι’ εγώ και μακάρι να γίνει έτσι.
Αφού τα είπε αυτά, σταμάτησε και με πολλή ευκολία και ηρεμία το ήπιε όλο.




 »Οι περισσότεροι μας ως την ώρα εκείνη μπορέσαμε και κρατήσαμε τα δάκρυα μας, μα σαν τον είδαμε που το έπινε και το τελείωσε, δεν μπορέσαμε πια να τα κρατήσουμε.
Μα ενάντια βέβαια στη θέληση μου αρχίσανε να τρέχουνε άφθονα, τόσα που σκέπασα το πρόσωπο μου με τον μανδύα κι’ έκλαιγα ασυγκράτητα τον εαυτό μου, γιατί βέβαια δεν έκλαιγα για εκείνον, μα για την κακή μου τύχη που έχανα τέτοιο φίλο.
Κι’ ο Κρίτωνας που πριν από μένα δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα, βγήκε.
Κι’ ο Απολλόδωρος που έκλαιγε απ’ την αρχή τώρα βόγκηξε δυνατά στο κλάμα του και τους έκανε όλους να κλαίνε, εκτός απ’ τον Σωκράτη.
Τότε ο Σωκράτης έβαλε τις φωνές: - Τι είναι αυτά που κάνετε αλλόκοτοι άνθρωποι;
Εγώ γι’ αυτό τον λόγο προπάντων έδιωξα τις γυναίκες, για να μην κάνουν το ίδιο λάθος, γιατί έχω ακούσει πως πρέπει να ξεψυχάει κανείς με ηρεμία και ευτυχία.
Ησυχάστε λοιπόν σας παρακαλώ και δείξτε γενναιότητα.

 »Εμείς όταν ακούσαμε αυτά, ντραπήκαμε και κρατήσαμε τα δάκρια μας. Κι’ εκείνος, αφού περπάτησε, μόλις κατάλαβε βάρος στα πόδια, πλάγιασε ανάσκελα γιατί έτσι τον διέταξε ο άνθρωπος. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αυτός που του έδωσε το δηλητήριο, εξέτασε ακουμπώντας τον στα πόδια και τα σκέλη του και μετά πίεσε το πόδι του δυνατά και τον ρώτησε αν αισθάνεται τίποτα.
Ο Σωκράτης είπε όχι, μετά πίεσε τις γάμπες και προχωρώντας προς τα πάνω με πιέσεις, έδειξε και σε μας πώς το σώμα κρύωνε και πάγωνε.
Μετά μας είπε πως όταν φτάσει το κρύο στην καρδιά, τότε θα πεθάνει 
Τώρα πια είχαν σχεδόν κρυώσει τα μέρη γύρω στην κοιλιά.
Τότε ο Σωκράτης ξεσκεπάστηκε γιατί ήταν σκεπασμένος και είπε τα τελευταία λόγια του:
- Κρίτωνα, μην ξεχάσεις, χρωστάμε έναν κόκορα στον Ασκληπιό, πληρώστε λοιπόν το χρέος και μην το αμελήσετε. Και σκεπάστηκε πάλι.




 »Αυτό θα γίνει, είπε ο Κρίτωνας, κοίταξε μήπως έχεις να παραγγείλεις και κάτι άλλο.
Μα παρά την ερώτηση αυτή, ο Σωκράτης δεν αποκρίθηκε πια τίποτα.
Μετά λίγη ώρα κουνήθηκε ελαφρά κι’ ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε.
Τα μάτια του ήταν γυάλινα, ακίνητα.
Μόλις τον είδε ο Κρίτωνας, του έκλεισε τα μάτια και το στόμα.
 »Αυτό ήταν Εχεκράτη, το τέλος της ζωής του φίλου μας, κατά τη γνώμη μας, του καλύτερου, του πιο σοφού και δίκαιου άνδρα απ’ όλους όσους γνωρίσαμε μέχρι τώρα».                


 * Από το βιβλίο του  Jonas Kohn  [1869-1947],  Πρωτοπόροι Φιλόσοφοι






Share

1 σχόλιο:

  1. O Σωκράτης, ο Καλύμνιος φιλόλογος, ο ανάπηρος καστανάς στην πλατεία, ο χαμένος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας. Και μαζί τόσοι άλλοι που για μια ιδέα, μια φιλοσοφία ζωής, μια Πίστη, στέκονται όρθιοι.
    Το μικρό "φύραμα", η μαγιά που'λεγε ο Μακρυγιάννης. Οι μικρές μειοψηφίες που γίνονται παράδειγμα για τους επόμενους, το αλάτι της γης.
    Μέσα στην σαπίλα και την αλλοτρίωση των ημερών, αυτούς θυμόμαστε κι ελπίζουμε. Μα πάνω απ'όλα Εκείνον...

    Ευχαριστούμε Μ.Ψ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή