Luther [Λούθηρος –
2003]
Η ιστορία του Μαρτίνου Λούθηρου (1483–1546), με την εξαιρετική σκηνοθεσία του
Eric Till, τις υπέροχες ερμηνείες όλων των ηθοποιών των κύριων ρόλων και με 100
περίπου άλλους συντελεστές να επιμελούνται και την παραμικρή λεπτομέρεια του
έργου, γυρίστηκε στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Τσεχία και παρουσιάζει με
ρεαλισμό τα σημαντικότερα γεγονότα που επηρέασαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και
έθεσαν τις βάσεις του Προτεσταντισμού, δίνοντας συγχρόνως μια πολύ ζωντανή
εικόνα της εποχής.
Η ταινία ξεκινά το 1505. Ο Λούθηρος (Joseph Fiennes) έχει
ήδη σπουδάσει δύο χρόνια Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της πόλης Erfurt και
συνέχισε να σπουδάζει Νομικά, που ήταν η επιθυμία του πατέρα του.
Είχε επισκεφθεί την οικογένεια του στο Mansfeld και στις 2 Ιουλίου επέστρεφε
στο Πανεπιστήμιο του, όταν ξεσπά μια φοβερή καταιγίδα.
Η πρώτη σκηνή του έργου, μας δείχνει μια καταρρακτώδη βροχή
με αστραπές και κεραυνούς να φωτίζουν το τοπίο. Ο Λούθηρος τρέχει πανικόβλητος
από τις βροντές, πέφτει στις λάσπες, σηκώνεται, απεγνωσμένος σαν αγρίμι
κυνηγημένο ξαναπέφτει και ικετεύει την Αγία Άννα, της φωνάζει, ορκίζεται αν
ζήσει, να γίνει μοναχός.
Μέσα του, ένα παιδί γεμάτο φόβο, χωρίς πατέρα να το προστατεύσει, χωρίς μάνα να
το λυπηθεί. Επικαλείται την Αγία Άννα, τη μόνη που νοιώθει στοργικά κοντά του,
μόνη και έσχατη ελπίδα του.
Μέσα στα 30 πρώτα δραματικά δευτερόλεπτα ταινίας, βρίσκεται
συμπυκνωμένη η ψυχολογία όλου του έργου, όλης της ζωής του Λούθηρου, με φόντο
τη θολή ακόμα ατμόσφαιρα του Μεσαίωνα.
Σκοτεινιά, ταραχή, φόβος, ένας αυστηρός και απορριπτικός πατέρας κι’ ένας
τιμωρός και εκδικητικός Θεός, το ίδιο πρόσωπο στη συνείδηση του, που τον
απειλεί και τον απομακρύνει συνεχώς από κοντά του και εκείνος ικετεύει ξανά και
ξανά και εκλιπαρεί την αγάπη του.
Σαν μοναχός στο «Μαύρο Μοναστήρι» των Αυγουστινιανών
Ερημιτών, σπουδάζει για δυο χρόνια Θεολογία, μελετά, προσεύχεται, εξομολογείται
καθημερινά τις αμαρτίες του, παλεύει με τον εαυτό του και με τον διάβολο.
Μέσα στον ασφυκτικό αυτοέλεγχο που εφαρμόζει καθημερινά για
να απωθήσει τα τραυματικά του βιώματα και τις πιεστικές παρορμήσεις του,
προσπαθεί να χαράξει ένα δρόμο επιβεβαίωσης και αυτοσεβασμού, όμως το παρελθόν
ξυπνά σε κάθε ευκαιρία καταδιώκοντας τον.
Φθάνει η στιγμή που σαν ιερέας θα τελέσει την πρώτη του
Λειτουργία.
Ανάμεσα στους πιστούς που παρακολουθούν, παρευρίσκεται ο πατέρας του.
Την ώρα που υψώνει το δισκοπότηρο και απευθύνεται στον παντοδύναμο Θεό, αυτός ο
ανάξιος και ασήμαντος αμαρτωλός, καταλαμβάνεται από τρόμο.
Στο πρόσωπο του Θεού, προβάλλει και πάλι τον πατέρα του, που
λίγα μέτρα μακρύτερα του, τον ελέγχει έτοιμος να τον κατακεραυνώσει, να τον
απορρίψει ακόμα μια φορά, να τον διώξει από κοντά του. Τρέμουν τα χέρια του και
η σημαντικότερη στιγμή της ζωής του μετατρέπεται σε μια τραγική αποτυχία.
Ο πατέρας του φεύγει χωρίς να του μιλήσει.
Τρέχει πίσω του, τον παρακαλεί κλαίγοντας σχεδόν, να μείνει για λίγο μαζί του.
Μα εκείνος φεύγει θυμωμένος με το άλογο του, αφήνοντας τον πληγωμένο και έρημο,
έρμαιο στους δαίμονες που τον τριγυρίζουν και στην κατάθλιψη που τον οδηγεί
στην ανελέητη αυτοκριτική και στους κεραυνούς της θείας τιμωρίας που τον
περιμένει. Θα μπορέσει να βρει ένα τρόπο κατευνασμού, ένα μέσο εξιλασμού, ένα
δρόμο σωτηρίας;
Ο πνευματικός του πατέρας Johann von Staupitz (Bruno Ganz),
έχει καταλάβει τι του συμβαίνει: «Δεν είναι ο Θεός» του λέει, «οργισμένος μαζί
σου, μα εσύ με Εκείνον!»
Του δίνει τον σιδερένιο του Σταυρό: «Απευθύνσου στον Χριστό και πες του –Είμαι
δικός Σου, σώσε με!»
Ο Λούθηρος σφίγγει τον Σταυρό επάνω του με λαχτάρα. Ίσως αν
επιμείνει, να βρει τελικά την ειρήνη που ζητά απεγνωσμένα, στη θυσία και στα
λόγια του Ιησού.
Απεσταλμένος από το μοναστήρι του, φθάνει το 1510 στη Ρώμη,
την έδρα του Πάπα.
Η επίσκεψη του αυτή στο κέντρο του καθολικισμού, τον συνταράζει.
Μπροστά στα μάτια του εκτυλίσσονται σκηνές εξαθλίωσης, διαφθοράς, άθλιας
εξαπάτησης. Αναδιπλώνει με πικρία τις προσδοκίες του, για να μπορέσει να
ισορροπήσει.
Αγοράζει συγχωροχάρτι για να σώσει την ψυχή του παππού του, προσκυνά την ιερή
κάρα του Προδρόμου και προσπαθεί να προσευχηθεί.
Τα πάντα όμως γύρω του έχουν στόχο το χρήμα, όλα αγοράζονται.
Η Εκκλησία με την εξουσία της, εφαρμόζει ψυχολογικούς
εξαναγκασμούς και ωμή βία κι’ εκμεταλλεύεται τη φτώχεια, την αμάθεια, και την
ευπιστία του απλού κόσμου για να του αποσπάσει χρήματα.
Παίρνει ένα πολύ σκληρό μάθημα και επιστρέφει οργισμένος στο μοναστήρι του.
Ο θυμός επαναπροσδιορίζει τις προτεραιότητες του.
Ξεκινά τη συστηματική μελέτη της Αγίας Γραφής και των κειμένων του Αγίου
Αυγουστίνου.
Είναι καιρός να κοιτάξει και πέρα από τα δικά του προβλήματα
και την προσωπική του, εσωτερική αναζήτηση του Θεού. Ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει
στη ζωή του.
Συνεχίζει την πορεία του στο Αυγουστινιανό μοναστήρι της
Βιττεμβέργης, όπου θα έχει το δικό του ποίμνιο και θα μπορέσει να ασχοληθεί στο
Πανεπιστήμιο της πόλης με τη διδακτορική του διατριβή. Εφαρμόζει το «κηρύττουμε
καλύτερα o,τι θέλουμε να μάθουμε εμείς οι ίδιοι» και προσπαθώντας να μεταδώσει
στους άλλους τις σκέψεις του, αντιλαμβάνεται βαθύτερα και ο ίδιος βασικές
έννοιες όπως πίστη και έλεος.
"Ο Θεός πρέπει να είναι ελεήμων" λέει στο κήρυγμα
του, μιλά με ζέση και αγάπη για τον Χριστό.
Αρχίζει να γίνεται αποδεκτός και ολοένα περισσότερο αγαπητός
από τον κόσμο.
Μόλις ολοκληρώνει τις διδακτορικές του διατριβές στη
Φιλοσοφία και στη Θεολογία, του αναθέτουν την έδρα της Βιβλικής Φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο.
Η ζωή του πια έχει αλλάξει τελείως.
Διδάσκει, κηρύττει και αντιτίθεται ανοιχτά στις παπικές πρακτικές.
Ο Πάπας Λέων ο 10ος, χρειάζεται συνεχώς χρήματα για τη σπάταλη ζωή του
και οι απεσταλμένοι του πιέζουν τον κόσμο να αγοράσει συγχωροχάρτια.
Ικανότερος πωλητής ο Johann Tetzel (Alfred Molina), τις μεθόδους
του οποίου καταγγέλλει ο Λούθηρος δημόσια. «Τα συγχωροχάρτια δεν είναι
διαβατήρια για τις ουράνιες χαρές του Παραδείσου και αν ο Πάπας μπορεί να
αδειάσει το καθαρτήριο, γιατί δεν το κάνει από αγάπη, αλλά για το χρήμα;»
Η φωνή του βρίσκει άμεση ανταπόκριση στον απλό λαό που
υποφέρει από τη φτώχεια και δυσανασχετεί από τις εισπρακτικές απαιτήσεις της
Εκκλησίας.
Οι υποστηρικτές του Λούθηρου πολλαπλασιάζονται.
Στις 31 Οκτωβρίου 1517 καρφώνει στις πόρτες του Καθεδρικού
Ναού της Βιττεμβέργης τις «95 θέσεις» του, με τις οποίες καταγγέλλει σαν
αντιχριστιανικά τα συγχωροχάρτια και καλεί τους εντεταλμένους του Πάπα σε
δημόσια συζήτηση.
Οι θέσεις του τυπώνονται και κυκλοφορούν ταχύτατα σε όλη τη
Γερμανία.
Ο Πάπας πληροφορείται τα γεγονότα και τον καλεί να παρουσιαστεί στη Ρώμη.
Δεν απαντά. Μέσα στο πλήθος που τον επευφημεί, διακρίνει τον πατέρα του να τον
παρακολουθεί έκπληκτος και ανήσυχος.
Τον πλησιάζει χαρούμενος και τον αγκαλιάζει «Σ’ ευχαριστώ πατέρα!» του λέει,
αλλά εκείνος δύσπιστος και δύσκαμπτος όπως πάντα, απομακρύνεται για ακόμα μια
φορά βιαστικός.
Ο Λούθηρος όμως έχει πάρει τον δικό του δρόμο.
Δεν μπορεί πια να κάνει πίσω, ούτε να σταματήσει τις εξελίξεις.
Έχει ενστερνισθεί απόλυτα όσα γράφει ο Άγιος Αυγουστίνος περί «εκλογής και
προορισμού».
Γράφει βιβλία που εκδίδονται και κυκλοφορούν αμέσως.
Κύριος εκφραστής της διαμαρτυρίας (Protest) προς τη Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία, αρχίζει να υλοποιεί τις βάσεις της Μεταρρύθμισης.
Μελετά, αποδέχεται ή απορρίπτει και θεσμοθετεί κατά συνείδηση.
Μια συνείδηση όμως, μοιραία επηρεασμένη από τα προσωπικά του βιώματα και
τις συναισθηματικές του διακυμάνσεις, καθώς και από τις τάσεις και απαιτήσεις
μιας καταπιεσμένης κοινωνίας που βρίσκεται σε αναβρασμό.
Ο παλαιός ταπεινός μοναχός Μαρτίνος δεν υπάρχει πια.
Ο Πάπας ασκεί πίεση στον πρίγκιπα Φρειδερίκο και ζητά να του
τον παραδώσει.
Εκείνος, που συμπαθεί το ελεύθερο πνεύμα του Λούθηρου,
υπολογίζει τις αντιδράσεις του κόσμου και ενοχλείται από τις παρεμβάσεις του
Πάπα, αρνείται.
Ο Πάπας το πληροφορείται ενώ βρίσκεται με τη συνοδεία του σε
κυνήγι.
Την στιγμή που σκοτώνει τον αγριόχοιρο, (μια ιδιαίτερα ρεαλιστική συμβολική
σκηνή), έχει πάρει τις αποφάσεις του.
Αφορίζει τον Λούθηρο και δίνει εντολή να καούν τα βιβλία του.
Ο Λούθηρος με τη σειρά του, ρίχνει στη φωτιά δημόσια το
επίσημο έγγραφο του αφορισμού του. Ωστόσο, θα πρέπει να συλληφθεί και να
οδηγηθεί για δίκη στη Ρώμη.
Με τη μεσολάβηση του Φρειδερίκου, ο ανεψιός του και
Αυτοκράτορας Κάρολος ο 5ος (Torben Liebrecht) υπόσχεται εναλλακτικά, την ασφαλή
του μεταφορά με συνοδεία στη Βορμς για μια τίμια διαδικασία στη Βουλή.
Στη δίκη που γίνεται το 1521, δεν αναιρεί τίποτα από όσα έχει γράψει στα βιβλία
του και δηλώνει πως αν δεν πειστεί με επιχειρήματα μέσα από την Αγία Γραφή ή με
αδιάσειστη λογική, δεν μπορεί να ενεργήσει αντίθετα από τη φωνή της συνείδησης
του.
Αποχωρεί μέσα στις έντονες επιδοκιμασίες του κόσμου.
Κατά την επιστροφή του στη Βιττεμβέργη και πριν προλάβουν να
τον συλλάβουν για τις αιρετικές θέσεις του, σύμφωνα με την απόφαση της δίκης, ο
Φρειδερίκος σκηνοθετεί μια σύλληψη-απαγωγή και τον κρύβει στον Πύργο του
Βάρτμπουργκ.
Εκεί απομονωμένος και απερίσπαστος, ασχολείται με τη
μετάφραση της Καινής Διαθήκης στα Γερμανικά. Στην ηρεμία της μοναξιάς του και
μάλιστα χωρίς τον μοναστικό αυτοκαταναγκασμό, λειτουργεί καλύτερα.
Εν τω μεταξύ οι σπίθες ελπίδας που σκόρπιζε επί χρόνια στον
απλό κόσμο με τα μεταρρυθμιστικά βιβλία του, μετατράπηκαν σε μια τεράστια
πυρκαγιά μετά τη δίκη του.
Οι ταραχές αρχίζουν από τη Βιττεμβέργη.
Η εξέγερση γενικεύεται. Οι χωρικοί λεηλατούν και
καταστρέφουν εκκλησίες και μοναστήρια.
Τα γεγονότα ξεπερνούν πια τον Λούθηρο
που από καθοδηγητής μετατρέπεται σε θεατή.
Δεν μπορεί να ελέγξει τις επιπτώσεις των ενεργειών του.
Προτρέπει τους ηγεμόνες να καταστείλουν την εξέγερση με κάθε μέσο, να επανέλθει
η νομιμότητα.
Οι οργανωμένοι ένοπλοι στρατιώτες επεμβαίνουν και
καταπνίγουν την εξέγερση στο αίμα. Πάνω από 100.000 χωρικοί κείτονται νεκροί
στους δρόμους, στα μοναστήρια, στις εκκλησίες. Οι θεωρητικές μεταρρυθμιστικές
τοποθετήσεις του αρχίζουν να εφαρμόζονται στην πράξη.
Στη Βιττεμβέργη οι ιερείς και οι μοναχοί παντρεύονται.
Ο μοναχισμός καταργείται. Η απόλυτη προσήλωση και πίστη στον
Λόγο του Ευαγγελίου, είναι το μόνο που χρειάζεται κάποιος για να σωθεί.
Η Καταρίνα φον Μπόρα, πρώην μοναχή, τον θαυμάζει και τον
πολιορκεί.
Τραγουδά πολύ όμορφα και ο Λούθηρος έχει ευαισθησία στο τραγούδι και στη
μουσική. Παντρεύονται.
Μια αφοσιωμένη σύζυγος με τη γλυκύτητα και την τρυφερότητα της, ίσως μπορέσει
να καταλαγιάσει την ένταση της ψυχής του, να μετριάσει τη μελαγχολία που
περιοδικά τον καταδυναστεύει.
«Όλοι με νομίζουν σταθερό» της έχει πει, «όμως εγώ συνέχεια
περιπλανιέμαι».
Στα πλαίσια ωστόσο αυτής της συναισθηματική περιπλάνησης,
διαμορφώθηκε η ανάπτυξη του Προτεσταντικού ρεύματος, που στη συνέχεια παγιώθηκε
μοιραία σε μια προσαρμογή κοσμικού συμβιβασμού, που του στέρησε την ευκαιρία
της επιστροφής στην Ορθόδοξη πνευματικότητα.
Ο Λούθηρος δεν είχε γνωριστεί με τον Φρειδερίκο μέχρι τώρα.
Τον επισκέπτεται και του παραδίδει την Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στα
Γερμανικά, ένα δώρο που όφειλε στον προστάτη του και μια σημαντική προσφορά σε
όλη τη Γερμανία.
Στο Άουγκσμπουργκ το 1530, ο Κάρολος ενισχυμένος από τις
πρόσφατες νίκες του στο εξωτερικό, συγκεντρώνει τους άρχοντες και απαιτεί να
επιστρέψουν στον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Όμως η ιστορία έχει γυρίσει πια τη σελίδα
της.
Οι πρίγκιπες αρνούνται και εναντιώνονται στη θέληση του.
Ο Αυτοκράτορας αναγκάζεται να υποχωρήσει.
Διαβάζουν μπροστά του τη νέα ομολογία
πίστεως που συνέταξαν οι Μεταρρυθμιστές, που είναι πια ελεύθεροι να προχωρήσουν
στο δικό τους δρόμο, ανεξάρτητοι από τον Πάπα.
Ο Λούθηρος θα αποκτήσει έξι παιδιά και θα ζήσει ακόμα 16
χρόνια, έχοντας επιδράσει ουσιαστικά εκτός από την Εκκλησία και στην κοινωνική,
πολιτική και οικονομική δομή της εποχής του.
Μια λεπτομέρεια, εκτός ταινίας: Ο Λούθηρος είχε απομακρυνθεί
μικρός από το σπίτι του και τον είχε αναλάβει μια πλούσια οικογένεια που
φρόντισε πολύ τη μόρφωση του.
Μετά από την πολυτάραχη ζωή του, επέστρεψε τελικά και πέθανε στο Eisleben της
Σαξονίας, στην πόλη που γεννήθηκε και που βρισκόταν το πρώτο πατρικό του σπίτι.
Μια συμβολική ίσως για τον ίδιο και για το έργο του επιστροφή, σε έναν τόπο
όμως που δεν τους περίμενε ανοιχτή μια πατρική αγκαλιά.
Μ. Ψ.