Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

"Ο Ιερέας"



 

Μετά τήν προβολή πού
κανε χθές παρέα το γ. Δημητρίου το Λουμπαρδιάρη στό  «cine ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ» της ρωσικής ταινίας «ΠΟΠ» (Ο Ιερέας), όσοι φίλοι διάβασαν στην επίσης χθεσινή μας ανάρτηση μια μικρή φιλμοκριτική για την ίδια ταινία, έχουν σήμερα την ευκαιρία να διαβάσουν τη σχετική ομιλία του π. Χριστόδουλου Μπίθα, των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, που ο λόγος του έχει τη βαρύτητα του σχήματος του, αφού και ο ίδιος είναι ιερέας, αλλά και ειδικότερος είναι σε ό,τι αφορά στο χώρο του κινηματογράφου.



ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ «Ο ΙΕΡΕΑΣ»


Γάλ­λος κρι­τι­κός Ζόρζ Σαν­τούλ, ε­χε πε πώς κι­νη­μα­το­γρά­φος ε­ναι «δυνα­μι­κό­τε­ρη μορ­φή τέ­χνης, πού ­πευ­θύ­νε­ται στά πλα­τιά κοι­νω­νι­κά στρώμα­τα». Γι α­τό, 7η τέ­χνη ἔγι­νε βι­ο­μη­χα­νί­α ­νό­η­της δι­α­σκέ­δα­σης, μέ­σο ­ψη­λς ασθητικς καί ψυ­χα­γω­γί­ας, λ­λά καί μέ­σο προ­πα­γάν­δας γιά τίς διάφο­ρες ­λο­κλη­ρω­τι­κές ­ξου­σί­ες στε νά πε­ρά­σουν τό μήνυ­μά τους, νά παρου­σιά­σουν τήν δι­κή τους κ­δο­χή τς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

κι­νη­μα­το­γρά­φος ς τέ­χνη συν­θέ­τει ­λες τίς ­πό­λοι­πες τέ­χνες λ­λά καί κπλη­ρώ­νει μιά βα­θύ­τα­τη ­νάγ­κη το ν­θρώ­που: νά δε καί ν' ­κού­σει χω­ρίς ν­δι­ά­με­σους (κυ­βερ­νή­σεις, πο­λι­τι­κούς, ΜΜΕ). Νά δο­με καί ν’ ­κού­σου­με: ναν ν­θρω­πο σέ στιγ­μές ­πελ­πι­σί­ας, μιά γυ­να­κα νά ­να­λύ­ε­ται σέ λυγ­μούς ­να παι­δί νά θρη­νε... ­πλά πράγ­μα­τα πού τό μά­τι μας ­χει μά­θει νά τά ποφεύ­γει. Με­ρι­κές ται­νί­ες τά ­πα­να­φέ­ρουν στήν μνή­μη μας καί ­τσι μς νώ­νουν μέ τήν ζω­ή μ' ­να δε­σμό σχε­δόν ­ό­ρα­το. Μς πα­ρου­σιά­ζουν τήν λήθεια μέ να τρό­πο λυ­ρι­κό καί κρυ­στάλ­λι­νο, ­να­τρέ­πουν κυ­ρί­αρ­χες δεολογί­ες, ­να­δει­κνύ­ουν τό καί­ριο καί ση­μαν­τι­κό, προ­βάλ­λουν πρό­τυ­πα ζως, κι ­χι χάρ­τι­νους ­ρω­ες πού ­πο­κοιμίζουν καί δι­α­φθεί­ρουν τήν συνείδηση.

ται­νί­α « ­ε­ρέ­ας» ε­ναι μιά τέ­τοι­α ται­νί­α. Πε­ρι­γρά­φει τήν ­λή­θεια χω­ρίς νά σο δί­νει τήν ν­τύ­πω­ση τς στρα­τευ­μέ­νης τέ­χνης. Μέ τρό­πο ποι­η­τι­κό μά συνά­μα ρε­α­λι­στι­κό, λέ­ει ­λή­θει­ες πού πολ­λοί προ­σπά­θη­σαν χρό­νια τώ­ρα νά πα­ρα­χα­ρά­ξουν. Ε­ναι ­να σύγ­χρο­νο συ­να­ξά­ρι ­σια­κο καί μαρ­τυ­ρι­κο βί­ου, τόν ­πο­ο ­ζη­σαν χι­λιά­δες δί­και­οι των και­ρν μας. Μς πε­ρι­γρά­φει μέ ­δρά χρώ­μα­τα πιά ε­ναι ­μο­λο­γί­α ­νός ­ε­ρέ­α – λ­λά κα­τ ’­­πέ­κτα­ση καί ποιουδήπο­τε Χρι­στια­νο σέ και­ρούς δύ­σκο­λους και δίσεκτους.

Νά συμ­πλη­ρώ­σω ­τι στήν ται­νί­α  παρατηρομε μιά με­γά­λη ­σορ­ρο­πί­α μεταξύ φόρ­μας καί πε­ρι­ε­χό­με­νου. Δέν ε­ναι ­πλς μιά κη­ρυγ­μα­τι­κή ται­νί­α. Ε­ναι μιά ται­νί­α μέ πο­λύ στέ­ρε­α ­φή­γη­ση. μέ ρ­χή, μέ­ση καί τέ­λος καί ταυ­τό­χρο­να μέ μιά ποι­η­τι­κή κι­νη­μα­το­γρά­φη­ση, πολ­λές σκη­νές, πολ­λά πλά­να, γρή­γο­ρο μοντάζ. ­μως ­χου­με κι ­να θαυ­μά­σιο σε­νά­ριο, ­να θαυ­μά­σιο πε­ρι­ε­χό­με­νο. Δέν ­φή­νει τόν θε­α­τή κα­θό­λου νά κου­ρα­στε, λ­λά ­πι­βάλ­λει μέ γλα­φυ­ρό τρόπο ­να ­ψη­λό πνευ­μα­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό.

* * *

Να δούμε πρώτα τό ­στο­ρι­κό πλαί­σιο: Πρίν τήν ­πα­νά­στα­ση το 1917, σύμ­φω­να μέ τά ­πί­ση­μα στοι­χε­α ­κεί­νου το και­ρο, ­πρ­χαν 51.918 Να­οί στήν Ρω­σί­α. Τό 1941 μό­νο 4.225 πα­ρέ­μει­ναν!

Μό­νον 20 Μο­να­στή­ρια ­πέ­μει­ναν ­πό τά 1025! ρ­κε­τές κ­κλη­σί­ες καί Μονές, με­τα­τρά­πη­καν σέ τό­πους φυ­λα­κν, βα­σα­νι­στη­ρί­ων, ­ξο­ρί­ας, μα­ζι­κν ­κτε­λέ­σε­ων καί θα­νά­των.

­πι­τρο­πή τν ρ­χεί­ων τν κρα­τι­κν ­πη­ρε­σι­ν τς Ρω­σί­ας δή­λω­σε ­τι στή δε­κα­ε­τί­α 1930-40 ε­χαν συλ­λη­φθε 136.900 κλη­ρι­κοί, κ τν ­ποί­ων θανατώθη­καν 85.300. Τό 1941 μό­νο 5.665  κλη­ρι­κοί πα­ρέ­μει­ναν ­λεύ­θε­ροι.

ς προσθέσουμε δ μερικά νούμερα κόμα: 60.000.000 ο νεκροί της θηριωδίας το Β΄παγκοσμίου πολέμου λόγω τς παράνοιας του ναζισμού (δεν συμπεριλαμβάνουμε εδώ τα 20.000.000 που έγιναν στο μέτωπο της Κίνας, Ινδοκίνας, Ιαπωνίας), 20.000.000 τά θύματα τν Γερμανν στήν πρώην Σοβιετική νωση, ν καί εναι γνωστό πώς στό νούμερο αύτό συμπεριλαμβάνονται καί πολλά θύματα τν Σταλινικν διώξεων.

με­τα­στρα­φε­σα στόν Χρι­στι­α­νι­σμό, πρώην άθεη κα­θη­γή­τρια Τα­τιά­να Γκορί­τσε­βα ­γρα­φε τό­τε: « ­ρα το Μαρ­τυ­ρί­ου ­ταν γιά τήν Ρω­σι­κή κκλησί­α κα­λύ­τε­ρα ­ρα. ­ταν ­ρα τς ν­θή­σε­ως. κ­κλη­σί­α, πού ξωτε­ρι­κά δέν ε­χε σχε­δόν κα­μί­α δύ­να­μη, ­γι­νε ­σω­τε­ρι­κά τό­σο δυ­να­τή, τό­σο κα­θα­ρή, ­στε νά ε­ναι πραγ­μα­τι­κή κ­κλη­σί­α. Δέν ε­ναι ρ­γα­νι­σμός, δέν ε­ναι ­δρυ­μα. Ε­ναι τό Σ­μα το Χρι­στο, τό ­ποι­ο ­πο­φέ­ρει- τό ­πο­ο σταυ­ρώ­θη­κε καί ­να­στή­θη­κε»!

* * *

ται­νί­α « ­ε­ρέ­ας» μς πε­ρι­γρά­φει μέ ­κρί­βεια τί ση­μαί­νει μαρ­τυ­ρί­α Χριστο. Σέ μς τούς ζα­λι­σμέ­νους ­πό τήν κα­λο­πέ­ρα­ση καί τόν καταναλωτισμό νε­ο­έλ­λη­νες, θυ­μί­ζει πώς δρό­μος πρός τήν ­γι­ό­τη­τα περ­ν μέ­σα ­πό τήν ­μο­λο­γί­α τς πί­στης, τήν ­γά­πη στόν πλη­σί­ον, τήν ε­χα­ρι­στί­α «πάν­των ­νε­κεν», τήν πα­ρησ­σί­α ­πέ­ναν­τι στόν δι­ώ­κτη.


Σταχυολογ εκόνες καί σύμβολα πό τήν ταινία:

Λέ­ει ­ε­ρέ­ας ­ταν το ­να­τί­θε­ται νέα διακονία του: «Τα­ξι­δεύ­ου­με γιά νά δώ­σου­με ζω­ή στήν ­ρη­μο». πραγ­μα­τι­κή κ­κλη­σί­α, ­σοι ­κο­λου­θο­με πού πα­σχί­ζου­με νά ­κο­λου­θή­σου­με τόν Χρι­στό, ­χι ­πει­δή γεν­νη­θή­κα­με σέ μιά ρ­θό­δο­ξη ο­κο­γέ­νεια ­πει­δή ­πη­ρε­το­με τόν θε­σμό ­πει­δή ­τυ­χε νά βα­φτι­στο­με, λ­λά ­σοι κα­τά τήν διά­ρκεια τς ζω­ς μας τό βά­πτι­σμά μας προ­σπα­θο­με συ­νε­χς νά τό τι­μο­με - πα­ρό­λη τήν ­δυ­να­μί­α καί ­μαρ­τί­α μας - α­τό πα­λεύ­ου­με: Νά δώ­σου­με ζω­ή στήν ­ρη­μο, τα­ξι­δεύ­ον­τας τήν ­δό πρός τήν Βα­σι­λεί­α το Θε­ο. Δέν ε­ναι λό­για. Α­τή ε­ναι πα­ρά­δο­ση τς κκλησίας.

Κα­θώς ­ε­ρέ­ας ­πο­κα­θι­στ τήν κ­κλη­σί­α πού ο κομ­μου­νι­στές ε­χαν με­τα­τρέ­ψει σέ κομ­μα­τι­κή λέ­σχη, βλέ­που­με πά­νω στήν βε­βη­λω­μέ­νη ­γί­α τρά­πε­ζα, στήν θέ­ση το ε­αγ­γε­λί­ου μί­α ­δρό­γει­ο. Στήν θέ­ση το παν­το­κρά­το­ρα τό δη­μι­ούρ­γη­μα, το κτίσμα. Στήν θέ­ση το Λό­γου το Θε­ο, συν­θή­μα­τα μί­σους, κού­φια, ­ω­λα. Στήν θέ­ση το γλυ­κύ­τα­του ­η­σο μι­σάν­θρω­ποι  ­ρω­ες.

­ε­ρέ­ας παίρ­νει στά χέ­ρια του τήν ­δρό­γει­ο καί ες τύ­πον καί τό­πον Χρι­στο πράτ­τει μέ τήν ζω­ή του α­τό πού ­φεί­λει νά κά­νει κά­θε Χρι­στια­νός ­ε­ρέ­ας λ­λά καί λα­ϊ­κός: π. ­λέ­ξαν­δρος πού ­χει ­διος πε­ρά­σει βα­σα­νι­στή­ρια καί ­ξο­ρί­ες ­πως μα­θαί­νου­με στήν ρ­χή τς ται­νί­ας, ­ξα­γιά­ζει τήν ­λη διά το ­ξα­για­σμο τς ζω­ς του.

Τό κή­ρυγ­μά του ­ρέ­σει ­κό­μα καί στόν ­βρα­ο τς γει­το­νις. «Κή­ρυγ­μα κα­τευ­θεί­αν στήν καρ­διά» ­πως μαρ­τυ­ρον ο λ­λοι, ­χι ξύ­λι­νο θε­ω­ρη­τι­κό, ξέ­νο ­πό τίς ­νάγ­κες το ποι­μνί­ου. ­ταν λέ­με λό­γο ­λη­θεί­ας, ­κό­μα καί ο ­τε­ρό­δο­ξοί μας πα­ρα­δέ­χον­ται.

κομ­μου­νι­στής στρα­τι­ώ­της τόν χλευάζει πώς γιά τούς Χρι­στια­νούς κά­θε μέ­ρα ε­ναι γι­ορ­τή. Μέσα στήν πιστία του διαπιστώνει τήν ληθεια. Κάθε μέρα το μετανοοντος πιστο εναι ε­χα­ρι­στί­α καί δο­ξο­λο­γί­α, χαρά στόν κπο το Θεο.

ερέας ε­λο­γε τά παι­διά το λα­ο πού πη­γαί­νουν στόν πό­λε­μο κι ς ­ξου­σιά­ζει τόν στρα­τό σταυρωτής του.

Κά­νει ­πα­κο­ή στήν κ­κλη­σί­α γιά χά­ρη το ποι­μνί­ου πα­ρ’ ­τι ρ­χι­κά δι­α­φω­νε μέ τήν συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς φασίστες Γερ­μα­νούς. Όπως λέει ο επίσκοπος: Ο καλός ποι­μέ­νας δί­νει τήν ψυ­χή του γιά τά πρό­βα­τά του.

Πα­ρα­δέ­χε­ται τα­πει­νά ­τι: Φοβάται τόν θά­να­το, μά ν ­χει ρ­θει ­ρα του, λέει, δό­ξα τ Θε­! Χω­ρίς κομ­πορ­ρη­μο­σύ­νες ε­ναι ­τοι­μος κά­θε στιγ­μή νά ­μο­λο­γή­σει μέ τό μαρ­τύ­ριο και να πορευτε στά χέρια του πλάστη του.

π. λεξανδρος βρί­σκε­ται στό κέν­τρο το μί­σους με­τα­ξύ ν­ταρ­τν καί συ­νερ­γα­τν τν να­ζί. Δη­λώ­νει ­πε­ρί­φρα­στα α­τό πού ε­ναι ­στο­ρι­κή ­λή­θεια, τήν ­ποί­α ο τυ­φλω­μέ­νοι ­πό τό δαι­μο­νι­κό μ­σος ν­θρω­ποι ­χουν ξε­χά­σει:  ΟΥΤΕ ο Γερ­μα­νοί, ο­τε ο Μπολ­σε­βί­κοι θά μεί­νουν α­ώ­νια. Μό­νο ­η­σος Χρι­στός. γιος Γέροντας Πορφύριος λεγε: «Δέν πρέ­πει νά θέ­σου­με τί­πο­τα πά­νω ­πό τήν ­γά­πη το Χρι­στο. Ε­ναι χα­ρά. Α­τός ε­ναι ζω­ή, τό φς. Χρι­στός ε­ναι τό πν. Α­τός ε­ναι ­πώ­τε­ρη ­πι­θυ­μί­α. Τά πάν­τα ε­ναι ­μορ­φα στόν Χρι­στό».

Ε­μαι μέ τόν ησο Χριστό, τήν Πα­να­γί­α, τόν ­γιο Σε­ρα­φείμ το Σαρώφ, λέ­ει σ’­ α­τόν πού τόν ­πει­λε. πόμενος γίοις πατράσι, ­γα­π τήν πα­τρί­δα του λ­λά πι­στεύ­ει μό­νο στήν Ο­ρά­νια πα­τρί­δα ­πως γρά­φει πρός Δι­ό­γνη­τον ­πι­στο­λή τόν 2ο α­­να: «Ο Χρι­στια­νοί ζον στήν δι­κή τους κα­θέ­νας πα­τρί­δα λ­λά ς πά­ροι­κοι. Με­τέ­χουν σέ ­λα τά κοι­νά ς πο­λ­τες καί ­πο­μέ­νουν τά πάν­τα, ­μως σάν νά ­σαν ξέ­νοι. ξε­νι­τειά ε­ναι πα­τρί­δα τους καί πα­τρί­δα τους ξε­νι­τειά».

Μαρ­τυ­ρί­α του ­γά­πη το Θε­ο κι συγ­χώ­ρε­ση: Νά ­γα­πή­σεις ­κό­μα καί τόν ­χθρό σου: Στόν ν­τάρ­τη πού πη­γαί­νει στό σπί­τι του μέ ­δι­ευ­κρί­νι­στες προ­θέ­σεις λέ­ει: Πρίν μέ σκο­τώ­σεις, ­σε μέ νά σέ ­λευ­θε­ρώ­σω ­πό τίς ­μαρ­τί­ες σου: Το δι­α­βά­ζει συγχωρητική ε­χή σέ πε­ρί­πτω­ση πού τόν σκο­τώ­σει. ­γιος Σι­λουα­νός θωνίτης ­λε­γε πώς ­ποι­ος ­χει τήν δύ­να­μη τς ­γά­πης γιά τούς ­χθρούς γνω­ρί­ζει τόν Κύ­ριο ­η­σο Χρι­στό ν Πνεύ­μα­τι καί ­λή­θεια. Ν' ­γα­πάς τους ε­χθρούς σου ση­μαί­νει ό­τι ­κο­λου­θείς τά χνά­ρια το Χρι­στο πού σταυ­ρώ­θη­κε γιά τούς ­χθρούς του. Προ­σευ­χό­με­νος συμ­πά­σχεις, για­τί κα­τα­λα­βαί­νεις ­τι α­τοί ­πο­φέ­ρουν ­πό τήν ­μαρ­τί­α τους.


­ε­ρέ­ας ρ­νε­ται νά κη­δεύ­σει τούς ­με­τα­νό­η­τους δο­σί­λο­γους. Μέ παρ­ρη­σί­α δη­λώ­νει ­τι δέν μπο­ρε νά ε­χη­θε νά «κα­τα­τα­χτον μέ τούς ­γί­ους», α­τοί πού καί τόν Θε­ό καί τήν πα­τρί­δα ε­χαν ρ­νη­θε, σκοτώνοντας, τρο­μά­ζον­τας καί κα­κο­ποι­ών­τας τόν πλη­σί­ον. Δέν τό κά­νει ­πό μ­σος, λ­λά για­τί ­τσι ­πο­δει­κνύ­ει σέ ­λους ­τι δέν μπο­ρε νά νο­μι­μο­ποι­ή­σει τήν κτη­νω­δί­α. ­φή­νει τούς νε­κρούς στήν δί­και­α κρί­ση το Θε­ο.

Μά κι ­ταν μι­λά­ει γιά τά προ­σω­πι­κά του, ­σκη­τι­κό καί συ­νά­μα ε­χα­ρι­στια­κό το φρό­νη­μά του. γυ­να­κα του ε­ναι πέ­τρα πού ­κο­νί­ζει τό θέ­λη­μά του, λέει. Σάν μιά ­λά­χι­στη μο­νά­δα α­τός, σάν μη­δέν ­κεί­νη - λό­γω σω­μα­τι­κς κα­τα­σκευ­ς- δι­α­φο­ρε­τι­κοί στούς χα­ρα­κτ­ρες, μά σπου­δα­οι στά μά­τια το Θε­ο, ­ταν ­νω­μέ­νοι καί συ­νηγ­μέ­νοι στό ­νο­μά Του ­γω­νί­ζον­ται τόν δρό­μο τς ­γά­πης. Α­τς τς ­γά­πης πού ­μο­λο­γε μπρο­στά στήν φω­το­γρα­φί­α της ­ταν ­κεί­νη ­χει θυ­σια­στε.

Βρά­χος δί­πλα του πρε­σβυ­τέ­ρα ­λεν­τί­να, καί πα­ρ’ ­­τι μέ τίς εαισθησίες καί τίς διοτροπίες καί τήν δεισιδαιμονία της φαί­νε­ται νά δυ­σα­να­σχε­τε μέ τά λό­για, στήν πράξη τόν ­κο­λου­θε φοβα στόν δρό­μο το μαρ­τυ­ρί­ου. Τόν ­νι­σχύ­ει στόν ­γ­να του, πε­ρι­θάλ­πτει ρ­φα­νά παι­διά, τρέ­χει μα­ζί του στό στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης  γιά νά ­νι­σχύ­σει τούς ­ξα­θλι­ω­μέ­νους αχ­μα­λώ­τους. Κάνοντας πράξη τόν λόγο το Κυρίου πώς «κανες δν χει μεγαλύτερη γάπη π κενον πο θυσιάζει τν ζωή του γι χάρη τν φίλων του», χά­νε­ται μέσ­α στό δά­σος γιά νά μήν κολ­λή­σει τ­φο τούς συ­ναν­θρώ­πους της, πα­ρα­κα­λών­τας τόν Θε­ό νά δε­χθε τήν θυ­σί­α της καί νά μήν τήν θε­ω­ρή­σει ς α­το­κτο­νί­α. Ζητ τήν συγχώρεση γιά ποιον πίκρανε και παρακαλε τόν ­ε­ρέ­α νά προ­σεύ­χε­ται γιά τίς ­μαρ­τί­ες της, ­φο ς γνή­σια ρ­θό­δο­ξη δέν ­χει καμ­μί­α ψευ­δαί­σθη­ση α­το­δι­καί­ω­σης, λ­λά ­μως ζε μέ τήν βε­βαι­ό­τη­τα τς συ­­νάν­τη­σής τους στήν βα­σι­λεί­α τν ο­ρα­νν.

Στο τέ­λος της ι­στο­ρί­ας ο ­ε­ρέ­ας θά πο­ρευ­τε καί πά­λι τον δρό­μο το μαρ­τυ­ρί­ου. ­μως ε­ρή­νη στά μά­τια του, χαρμολύπη πού εναι ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του φα­νε­ρώ­νει τήν γα­λή­νη τς καρ­δις του: «τν κα­λν ­γ­να ­γώ­νι­σμαι, τν δρό­μον  τε­τέ­λε­κα, τν πί­στιν τε­τή­ρη­κα», ­πό­το­λος κι α­τός τς ­γά­πης το Χρι­στο, ­πως κι Μέ­γας Πα­λος. ν θά πε­θά­νει σέ κά­ποι­ο στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης θά τόν ξανα­συ­να­νή­σου­με ­ε­ρο­μό­να­χο με­τά ­πό χρό­νια πολ­λά, ε­ναι θέ­μα το κα­λο σε­να­ρι­ο­γρά­φου. ­ε­ρέ­ας ­χει ­δη προ­γευ­τε τήν βα­σι­λεί­α το Θε­ο. 

ται­νί­α το Vladimir Khotinenko θά ­πρε­πε νά παί­ζε­ται σ’ ­λους τους να­ούς τς χώ­ρας. Γιά νά θυ­μό­μα­στε πρ­τοι ­π’ ­λους ­μες ο χρι­στια­νοί, τί θά πε πραγ­μα­τι­κή δυ­σκο­λί­α. Κι ν ε­χα­με ξε­χά­σει μέ­σα στήν κα­τα­να­λω­τι­κή μας νιρ­βά­να ­τι πά­νω ­πό τά δύ­ο τρί­τα του κό­σμου ζε σέ πο­λέ­μους καί λι­μούς καί λοι­μούς, νά θυ­μη­θο­με τί πέ­ρα­σαν ο λα­οί ­πό τούς μαύ­ρους καί κόκ­κι­νους φα­σι­σμούς. Νά θυ­μη­θο­με ­τι α­­νας πο πέ­ρα­σε γέ­μι­σε τόν πα­ρά­δει­σο μέ χι­λιά­δες νε­ο­μάρ­τυ­ρες καί νά πά­ψου­με νά ε­μα­στε ­χά­ρι­στοι, γκρι­νι­ά­ζον­τας γιά τίς δυ­σκο­λί­ες πού συμ­βαί­νουν λό­γω ­τν δι­κν μας ­μαρ­τι­ν στήν χώ­ρα μας. ρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α ε­ναι μο­να­δι­κός ζων­τα­νός ρ­γα­νι­σμός στήν λ­λά­δα πού δι­α­σώ­ζει τήν ­στο­ρι­κή μνή­μη. λή­θη θε­ω­ρε­ται ­πό τούς πα­τέ­ρες ­μάρ­τη­μα με­γά­λο, στε­ρη­τι­κό τς ­λή­θειας.

Καί μπο­ρε ­σοι δέν ­χουν πί­στη νά δι­και­ο­λο­γον­ται γιά τήν ­πελ­πι­σί­α καί τόν θυ­μό τους, λ­λά ­νας Χρι­στια­νός ­φεί­λει νά ζε μέ ε­χα­ρι­στί­α, χα­ρά καί ­δι­ά­λει­πτη ­πό­μνη­ση το Θε­ο, δι­α­δί­δον­τας τά κα­λά νέ­α καί τήν λ­πί­δα μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του, μα­κριά ­πό τούς φα­να­τι­σμούς καί τίς ­κρό­τη­τες.

ς θυ­μη­θο­με τήν ρ­χή τς ται­νί­ας: κά­με­ρα περ­νά­ει πά­νω ­πό ­ναν ­πέ­ρο­χο πο­τα­μό, μέ­σα στήν ­μορ­φη φύ­ση, στόν πα­ρά­δει­σο α­τό πού μς ­δω­σε Θε­ός καί πού ­μες τόν κά­νου­με κό­λα­ση. Καί ­κού­γε­ται φω­νή το ­ε­ρέ­α κα­θώς λέ­ει: «Ε­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α το Πα­τρός καί το Υ­ο καί το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος». Καί λί­γο ρ­γό­τε­ρα, κα­θώς βα­πτί­ζει τήν μι­κρή ­βραι­ο­πού­λα ­κού­γε­ται στήν κα­τή­χη­ση τό ­ρώ­τη­μα «Ἀποτάσσει τ σα­τα­ν καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ;». Καί κα­θώς α­τές ο ποιητικές ε­κό­νες στήν φύ­ση καί στήν κ­κλη­σί­α περ­νον μπρο­στά π’ τά μά­τια μας, ταυ­τό­χρο­να σέ πα­ράλ­λη­λη ­φή­γη­ση, μέ πα­ράλ­λη­λο μον­τάζ,  βλέ­που­με τόν σκληρό κα­τα­κτη­τή νά εσβάλλει καί νά σπέρ­νει τόν πα­νι­κό καί τήν βί­α.

Μς δό­θη­κε α­τός πλα­νή­της γιά νά ζή­σου­με σέ μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Κι ­πό τό­τε πού ­γι­νε πτώ­ση το ν­θρώ­που, ρ­νη­θή­κα­με νά ζο­με σέ πα­ρα­δεί­σια κα­τά­στα­ση. Καί τό ­μάρ­τη­μα α­τό τό ­πα­να­λαμ­βά­νου­με γε­νιά μέ γε­νιά, ν­θρω­πος μέ ν­θρω­πο.

* * *

­γα­πη­τοί πα­τέ­ρες καί ­δελ­φοί νε­ο­έλ­λη­νας ­φο ρ­νή­θη­κε τήν πα­ρά­δο­σή του, φρον­τί­ζει σι­γά-σι­γά νά στε­ρε ­πό τά παι­διά του ­ποι­α­δή­πο­τε ­ξί­α καί νά ­δη­γε­ται στόν μη­δε­νι­σμό καί τήν παξίωση, κι ­φο πρτα ορ­λια­ξε κά­τω ­πό τά μπαλ­κό­νια γιά ρ­χον­τες στούς ­ποί­ους δέν ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α, τώ­ρα φω­νά­ζει ­νάν­τια στούς ρ­χον­τες ­κεί­νους πού κά­πο­τε ψή­φι­ζε μέ μα­νί­α. ­χου­με ξε­χά­σει κά­θε μέ­τρο καί κά­θε ­ρε­τή. Ε­ναι κα­λός λα­ός, λ­λά ε­ναι λ­λο­τρι­ω­μέ­νος. Σκε­φτό­μουν ­τι κα­θώς περ­νο­σε ­ε­ρέ­ας μέ τό πο­δη­λα­τά­κι του κι ο συ­νερ­γά­τες τν Γερ­μα­νν τόν χλεύ­α­ζαν, μπο­ρε α­τό νά γι­νό­ταν σέ μιά κα­τά­στα­ση κό­λα­σης, λ­λά τό ­διο πργ­μα συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα πολλές φορές ­ταν περ­νά­ει ­νας ­ε­ρέ­ας. Α­τό κα­τα­φέ­ρα­με.

Πρέ­πει νά ξυ­πνή­σου­με ­σοι θέ­λου­με νά λε­γό­μα­στε χρι­στια­νοί. Νά ση­κω­θο­με ­πό τούς κα­να­πέ­δες μας. Νά ­πο­κτή­σου­με ­νό­τη­τα, σέ μιά κοι­νω­νί­α πού ε­ναι διαρκς δι­χα­σμέ­νη, ­πό τό 1821 μέ­χρι σή­με­ρα. ­μες στήν κ­κλη­σί­α πρέ­πει νά ­χου­με ­νό­τη­τα. Νά προ­σπα­θή­σου­με ­πι­τέ­λους νά ποκτήσουμε ­κε­νο τό ­θος, ­κεί­νη τήν ν­τί­λη­ψη τς ζω­ς πού ε­χαν ο ­πό­στο­λοι καί πρώ­τη κ­κλη­σί­α. Χρι­στός ­φη­σε μιά ν­το­λή: νά γί­νουμε τό ­λας τς γς. Σάν τό ­λά­τι πού συν­τη­ρε τόν κό­σμο νά εμαστει. Κι ν τό ­λά­τι χα­λά­σει, με­τά κό­σμος χά­νε­ται. Καί σέ με­γά­λο βαθ­μό τό ­λά­τι α­τό, ­μες δη­λα­δή, ­χου­με ρ­χί­σει καί ξε­ραι­νό­μα­στε.

κενος μς ζή­τη­σε νά κά­νου­με τήν ζω­ή μας, ζω­ή Του. Μς ζή­τη­σε νά πο­ρευ­ό­μα­στε ­χον­τας πά­ρει καθένας τίς ε­θύ­νες μας. Μς ζή­τη­σε νά χαι­ρό­μα­στε κά­θε μέ­ρα. Νά μήν ­χου­με κα­μί­α γκρί­νια. ­πό­στο­λος Πα­λος σέ συν­θ­κες πά­ρα πο­λύ χει­ρό­τε­ρες ­πό α­τές πού ζο­με σή­με­ρα, δέν γκρι­νιά­ζει ο­τε μί­α φο­ρά στίς ­πι­στο­λές του. ­πευ­θύ­νει χαι­ρε­τι­σμούς χα­ρς σ’ ­λους τους συ­νερ­γά­τες καί ­δελ­φούς του.

Δυστυχς κά­ποι­οι ­πό ­μς (ε­δι­κά νέ­οι), ο ­πο­οι περ­νον πολ­λές ­ρες στό δι­α­δί­κτυ­ο βλέ­πον­τας κά­ποι­α πε­ρί­ερ­γα μπλόγκ καί ­στο­σε­λί­δες, λ­λό­κο­τα στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α λ­λά μέ μεγάλη ναγνωσιμότητα, διαβάζουν δι­α­φό­ρους κα­λο­γέ­ρους καί πα­πά­δες καί λα­ϊ­κούς πού γρά­φουν προ­φη­τε­ες: ­τι τώ­ρα θά γί­νει πό­λε­μος, α­ριο θά γί­νει τό τέ­λος το κό­σμου. Κά­νουν δη­λα­δή ,τι καί ο ­θε­οι. Φοβονται καί ψάχνουν τά μελλούμενα. Ξέ­ρε­τε μως τί ­λε­γαν ο πρ­τοι χρι­στια­νοί, κά­θε βρά­δυ πο ­πε­φταν νά κοι­μη­θον; Μα­ράν ­θα. Δη­λα­δή " Κύ­ριος ε­ναι κον­τά". ­πε­φταν νά κοι­μη­θο­ν καί πε­ρί­με­ναν ­τι μπο­ρε τό βρά­δυ νά ρ­θει Βα­σι­λεί­α το Θε­ο. Φό­βο δέν ε­χαν κα­νέ­να κι ο­τε με­λε­το­σαν κα­νέ­να ση­μά­δι. Δι­έ­δι­δαν τό ε­αγ­γέ­λιο, ζο­σαν τά κα­λά νέ­α, χαί­ρον­ταν, κι ­ταν ­πε­φταν ­κα­ναν ρ­χή με­τα­νοί­ας.

Θά ­θε­λα νά πα­ρα­κα­λέ­σω νά βά­λου­με στό νο μας ­να πργ­μα. Α­τή πα­θη­τι­κό­τη­τα πού κα­λο­πέ­ρα­ση μς ­δω­σε τό­σα χρό­νια, πρέ­πει νά στα­μα­τή­σει με­τα­ξύ μας. Α­τό τό πή­γαι­ν’ ­λα το θρη­σκευ­τι­κο του­ρι­σμο  που ­λο γυρ­ν­με δε­ξιά κι ­ρι­στε­ρά λ­λά δέν ­νή­κου­με που­θε­νά, πού ­λο λέ­με με­γά­λες θε­ω­ρί­ες - ­μες ο κλη­ρι­κοί πρ­τοι - λ­λά πρά­ξη δέν κά­νου­με. πού πα­ρι­στά­νου­με τούς ν­θε­ους κι ς ζο­με μέ­σα σέ ­χα­ρι­στί­α, χω­ρίς νά σκε­φτό­μα­στε ­τι ­στω κι α­τό τό πιό λι­γο­στό πιά­το πού ­χου­με νά φ­με σή­με­ρα, τό ­χου­με, καί γι’ α­τό καί μό­νο θά ­πρε­πε νά λέ­με ­να με­γά­λο «δό­ξα τ Θε­», ­πως βλέ­που­με στήν ταινία νά κά­νουν ο πιστοί μέ­σα σέ συν­θ­κες φρί­κης.

Νά κλεί­σου­με τίς τη­λε­ο­ρά­σεις καί νά πά­ψου­με νά ­κο­με τίς φωνές το κό­σμου τού­του. Νά ζή­σου­με λι­γά­κι πιό ­συ­χα­στι­κά γιά νά γε­μί­σει καρ­διά μας μέ τήν ­γά­πη το Χρι­στο. Νά δώ­σου­με χ­ρο ­πι­τέ­λους στό ­γιο Πνε­μα, τό ­πο­ο τό ‘χου­με ξε­χα­σμέ­νο.

Δέν ξέ­ρω ν φαί­νον­ται σκλη­ρά ­λα α­τά πού λέ­ω, λ­λά ­πως λέ­ει ­πό­στο­λος «­που πλε­ο­νά­ζει ­μαρ­τί­α ­περ­πε­ρισ­σεύ­ει χά­ρις» καί α­τή κρί­ση γιά τήν ­ποί­α συ­νε­χς ­λοι μι­λ­νε, ­μες ς χρι­στια­νοί, ­κρι­βς ­πει­δή γνω­ρί­ζου­με ­στο­ρί­α, ­κρι­βς ­πει­δή ­χου­με ­στο­ρι­κή μνή­μη, ξέ­ρου­με ­τι ε­ναι μιά πο­λύ με­γά­λη ε­και­ρί­α. ­πως σ’ ­να ζευ­γά­ρι κρί­ση λει­τουρ­γε γιά νά πά­ει μπρο­στά, ­πως σ’ ­ναν ν­θρω­πο κρί­ση ε­ναι μιά ε­και­ρί­α γιά νά ξυ­πνή­σει καί ν’ ­να­ζη­τή­σει τήν ­λή­θεια, ­τσι καί σ’ ­ναν λα­ό πού ­χει ξε­φύ­γει τό­σο πο­λύ ε­ναι μιά τε­ρά­στια ε­και­ρί­α.

Ο χρι­στια­νοί α­τή τήν κρί­ση δέν πρέ­πει κα­θό­λου νά τήν φο­βό­μα­στε. Τό ­τι λι­γο­στεύ­ουν τά χρή­μα­τά μας καί δέν θά μπο­ρο­με νά κα­τα­να­λώ­νου­με θά μς ­δη­γή­σει στό νά ­χου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­τρο. Τό ­τι ­ρι­σμέ­νοι ­πό ­μς δέν θά ­χου­με ­σως α­τά πού θά ­πρε­πε νά ­χου­με θά μς ­δη­γή­σει σέ μιά φι­λα­δελ­φί­α. Καί ­λα α­τά μα­ζί θά μς ­δη­γή­σου­ν νά στρα­φο­με σ’ ­κε­νο πού ε­ναι καί­ριο στή ζω­ή μας, για­τί ­λα α­τά τά χρό­νια, μά πά­ρα πο­λύ γιά λ­λό­τρια πράγ­μα­τα τυρ­βά­ζα­με.

* * *

 Κλείνοντας νά θυμίσω μί­α φρά­ση πού ε­πε π. ­λέ­ξαν­δρος στήν μι­κρή ­βραι­ο­πού­λα ταν ­θε­λε νά βα­πτι­στε. Καί τς ε­πε ­να λό­γο τό­σο σο­φό καί τό­σο σπου­δα­ο. ν μεί­νεις ­βραί­α, τς ε­πε χω­ρίς κα­μί­α μι­σαλ­λο­δο­ξί­α γιά κα­νέ­να λα­ό, ν μεί­νεις ­βραί­α αρκε νά  κά­νεις τό κα­λό στά μά­τια το Θε­ο. ν γί­νεις ­μως χρι­στια­νή πρέ­πει νά τιμς τό βά­πτι­σμά σου. Καί ο νε­ο­έλ­λη­νες ­χου­με δι­α­πρά­ξει α­τή τήν με­γά­λη ­μαρ­τί­α. Δέν τι­μ­με τό βά­πτι­σμά μας. ­μες, λοι­πόν, πού θέ­λου­με νά λε­γό­μα­στε χρι­στια­νοί ς κά­νου­με ρ­χή με­τα­νοί­ας τώ­ρα, σή­με­ρα. 

Θά τελειώσω μέ να λόγο το γίου Σιλουανο το θωνίτου: δελφοί, πιστεύετε στό Εαγγέλιο καί στήν μαρτυρία τς γίας κκλησίας, καί τότε θά γευθετε, δη π' ατή τήν γ, τήν μακαριότητα το παραδείσου. ληθινά, βασιλεία το Θεο εναι μέσα μας: γάπη το Θεο χαρίζει στήν ψυχή τόν παράδεισο. μήν.

                                                                                                             
π. Χριστόδουλος Μπίθας

   





        




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου