Φιοντόρ Ντοστογιέβσκι
- από τους Αδελφούς Καραμαζώφ
- από τους Αδελφούς Καραμαζώφ
[…. ] Ο πάτερ Παΐσιος
βγήκε.
Το πως ο στάρετς αποδημούσε εις Κύριον, γι ' αυτό ο Αλιόσα ήταν βέβαιος, αν και υπολόγιζε πως μπορεί να ζήσει ακόμα μια-δυο μέρες.
Το πως ο στάρετς αποδημούσε εις Κύριον, γι ' αυτό ο Αλιόσα ήταν βέβαιος, αν και υπολόγιζε πως μπορεί να ζήσει ακόμα μια-δυο μέρες.
Ο Αλιόσα αποφάσισε σταθερά και με θέρμη, πως παρ' όλη την υπόσχεση
που είχε δώσει να συναντήσει τον πατέρα, τη Χοχλάκοβα, τον αδερφό του και την
Κατερίνα lβάνοβνα, αύριο δε θα 'βγαινε καθόλου από το μοναστήρι, αλλά θα 'μενε
κοντά στον στάρετς τoυ, ως την τελευταία του στιγμή.
Η καρδιά του πλημμύρισε αγάπη και κατηγόρησε πικρά τον εαυτό
του που μπόρεσε έστω και για μια στιγμή, εκεί στην πολιτεία, να ξεχάσει έναν
άνθρωπο στην επιθανάτια κλίνη του, τον άνθρωπο που σεβόταν περισσότερο από κάθε
άλλον στον κόσμο.
Μπήκε στη μικρή κρεβατοκάμαρα του στάρετς και υποκλίθηκε,
μπροστά στον κοιμισμένο, ως το πάτωμα. Εκείνος κοιμόταν ήσυχα.
Ήταν εντελώς ακίνητος και η αναπνοή του μόλις μαντευόταν.
Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο.
Όταν γύρισε στο άλλο δωμάτιο, σε κείνο το ίδιο όπου ο στάρετς είχε δεχτεί το πρωί τους επισκέπτες του, ο Αλιόσα πλάγιασε, βγάζοντας μονάχα τα παπούτσια
του, στο στενό και σκληρό πέτσινο ντιβάνι.
Εκεί κοιμόταν από καιρό τώρα, φέρνοντας μονάχα το μαξιλάρι
του.
Όσο για το στρώμα που του φώναξε το πρωί ο πατέρας του, από καιρό είχε ξεχάσει
να το χρησιμοποιεί.
Έβγαζε μονάχα το ράσο του και σκεπαζότανε μ’ αυτό, αντί για κουβέρτα.
Μα πριν πέσει για ύπνο, έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε
πoλλήν ώρα.
Στη φλογερή προσευχή του δεν παρακαλούσε τον Θεό να τον λυτρώσει από την αγωνία
του.
Διψούσε μονάχα τη χαρούμενη τρυφερότητα, την τρυφερότητα που γέμιζε πάντοτε την
ψυχή του μετά τους ύμνους και τα δοξαστικά προς τον Θεό, που αυτά ήταν συνήθως
όλη κι όλη η προσευχή του πριν απ' τον ύπνο.
Αυτή η χαρά που τον πλημμύριζε, του 'φερνε ελαφρό και ήσυχο
ύπνο.
Καθώς προσευχόταν και τώρα, ένιωσε ξαφνικά στην τσέπη του κείνο το μικρό ροζ φακελάκι
που του 'δωσε στο δρόμο η υπηρέτρια της Κατερίνας lβάνοβνας.
Ταράχτηκε κάπως, μα τέλειωσε την προσευχή.
Ύστερα, μετά από σύντομο δισταγμό, άνοιξε το γράμμα.
Ταράχτηκε κάπως, μα τέλειωσε την προσευχή.
Ύστερα, μετά από σύντομο δισταγμό, άνοιξε το γράμμα.
Το γραμματάκι ήταν γραμμένο απ' τη Lise, από κείνη την ίδια, τη μικρή κόρη της
κυρίας Χοχλάκοβα, που τόσο γέλαγε μαζί του το πρωί μπροστά στον στάρετς.
«Αλεξέι Φιοντόροβιτς» έγραφε, «σας γράφω κρυφά απ' όλους, ακόμα κι απ' τη μαμά και ξέρω πόσο κακό είναι αυτό.
Μα δεν μπορώ πια να ζήσω, αν δεν σας πω αυτό που γεννήθηκε στην καρδιά μου, κι αυτό κανένας άλλος εκτός από τους δυο μας δεν πρέπει προς το παρόν να το ξέρει.
Μα πώς να σας πω αυτό που τόσο θέλω να σας πω;
Λένε πως το χαρτί δεν κοκκινίζει, μα σας βεβαιώνω πως αυτό δεν είναι αλήθεια
και πως κοκκινίζει κι αυτό, ακριβώς όπως κι εγώ τώρα.
Καλέ μου Αλιόσα, σας αγαπώ, σας αγαπώ από τα παιδικά μου
ακόμα χρόνια, από τη Μόσχα, απ' όταν ήσασταν ακόμα πολύ αλλιώτικος από τώρα,
και θα σας αγαπώ σ' όλη του τη ζωή.
Η καρδιά μου σας διάλεξε για σύντροφο του
βίου μου και θα 'θελα να τελειώσουμε μαζί τη ζωή μας, σαν γεράσουμε.
Φυσικά με την προϋπόθεση πως θα βγείτε απ' το μοναστήρι.
Όσο για τα χρόνια μας, θα περιμένουμε όσο λένε οι νόμοι.
Ως τα τότε, εγώ το δίχως άλλο θα γίνω καλά, θα περπατάω και θα χορεύω.
Γι' αυτό ούτε κουβέντα να γίνεται.
Βλέπετε, όλα τα υπολόγισα, ένα μονάχα δεν μπορώ να φανταστώ:
Τι θα σκεφτείτε για μένα όταν τα διαβάσετε αυτά;
Εγώ όλο γελάω και κάνω αταξίες, το πρωί σας έκανα να θυμώσετε, όμως σας βεβαιώνω
πως τώρα, πριν πάρω την πένα στο χέρι, προσευχήθηκα στην εικόνα της Μεγαλόχαρης,
μα και τώρα προσεύχομαι και σχεδόν κλαίω.
Να λοιπόν που το μυστικό μου είναι στα χέρια σας.
Όταν θα έρθετε αύριο, δεν ξέρω ούτε πώς θα σας κοιτάξω.
Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, τι θα γίνει αν και πάλι δεν
συγκρατηθώ κι αρχίσω πάλι να γελάω σαν ανόητη, κοιτάζοντάς σας;
Θα με πάρετε
για κακή, θα νομίσετε πως κοροϊδεύω και δεν θα πιστέψετε το γράμμα μου.
Γι' αυτό σας ικετεύω καλέ μου, αν με λυπάστε λιγάκι, να μη
με κοιτάτε εντελώς κατάματα όταν θα έρθετε αύριο, γιατί εγώ αν συναντήσω το
βλέμμα σας, ίσως να βάλω τα γέλια.
Γιατί σεις θα φοράτε κιόλας κείνο το μακρύ
φουστάνι…
Ακόμα και τώρα με πιάνει σύγκρυο όταν το σκέφτομαι και γι '
αυτό όταν θα μπείτε, μη με κοιτάξετε καθόλου για κάμποσην ώρα, μα να κοιτάτε τη
μαμά ή το παράθυρο.
Να που σας έγραψα ένα ερωτικό γράμμα, Θεέ μου, τι έκανα!
Αλιόσα, μη με περιφρονήσετε κι αν έκανα κάτι το πολύ άσχημο και σας πίκρανα, τότε πια συγχωρέστε με…
Τώρα, το μυστικό της χαμένης για πάντα ίσως υπόληψης μου,
είναι στα χέρια σας.
Σήμερα το δίχως άλλο θα κλάψω.
Εις το επανειδείν, εις το τρομερό επανειδείν, Lise.
Υ.Γ. Αλιόσα, χωρίς άλλο να έρθετε! Lisen.
Ο Αλιόσα το διάβασε με κατάπληξη, το ξαναδιάβασε και δεύτερη φορά, έμεινε για
λίγο σκεφτικός, και ξαφνικά γέλασε ήσυχα και γλυκά.
Σχεδόν ανατρίχιασε, το γέλιο τούτο του φάνηκε αμαρτωλό.
Μα ύστερ' από μια στιγμή ξαναγέλασε και πάλι το ίδιο ήσυχα
κι ευτυχισμένα.
Δίπλωσε αργά το γραμματάκι και το ’βαλε στο φάκελο.
Έκανε τον σταυρό του και πλάγιασε.
Η ταραχή της ψυχής του πέρασε ξαφνικά.
«Θεέ μου, ευσπλαχνίσου τους όλους, φύλαξέ τους τους δυστυχισμένους, εκείνους που
τους απέλιπεν η γαλήνη κι οδήγησέ τους. Εσύ ξέρεις τον δρόμο.
Δείξε τους την οδό της σωτηρίας. Εσύ είσαι η αγάπη, και συ
θα στείλεις σ' όλους τη χαρά!»
μουρμούριζε ο Αλιόσα και σταυροκοπιόταν, καθώς
τον έπαιρνε ο ατάραχος ύπνος.
[2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου