ORDET [O Λόγος, Δανία – 1954]
Η
ταινία Ordet του Carl Theodor Dreyer, γυρίστηκε στη
Γιουτλάνδη της Δανίας και το σενάριο της στηρίχθηκε σε ένα θεατρικό έργο του
Δανού πάστορα και συγγραφέα Kaj Munk [Kaj Herald Leininger Munk], που το
1944 εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς για την αντιναζιστική δράση του.
Το
θεατρικό ύφος του έργου έχει διατηρηθεί και στην ταινία. Τα μεγάλα πλάνα, ο
αργός ρυθμός (σε πραγματικό χρόνο) κίνησης, οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες-ήρωες
του έργου με τη λιτή και αυστηρή παρουσία τους, συνθέτουν ένα θαυμάσιο και
αυθεντικό σύνολο. Έναν ζωντανό πίνακα, που συνοδεύουν διακριτικά οι ήχοι της
φύσης και της καθημερινής ζωής στην εξοχή.
Πέρα από την αισθητική πλευρά όμως,
είναι η πνευματικότητα, η εσωτερική ζωή των ηρώων με τις εμμονές, τις αγωνίες,
τις αναζητήσεις, τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις, που με τόση ωριμότητα και
μοναδική δεξιοτεχνία ο Ντράγιερ αξιοποιεί για να δομήσει μια σπουδαία,
αριστουργηματική ταινία.
Στο
αγρόκτημα των Μπόργκεν, ζει ο Μόρτεν με τους τρεις γιους του, τη νύφη του και
τις δυο του εγγονές. Βρισκόμαστε στο 1925. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι βιβλικά
πατριαρχική, με τον κυριαρχικό αλλά και ανεκτικό πατέρα να τονίζει σε κάθε
ευκαιρία, τόσο στους γύρω του όσο και στον εαυτό του, την πίστη του στον Θεό.
Ο
Μίκελ ο μεγάλος γιός, ομολογεί πως δεν πιστεύει στον Θεό, αντίθετα από τη
γυναίκα του, ο Γιοχάνες ο μεσαίος, νομίζει πως είναι ο Χριστός και τον μικρό
τον Άντερ, τον απασχολεί περισσότερο ο έρωτας του για την Άννε, την κόρη του
Πέτερ του ράφτη. O Πέτερ, αυστηρά δογματικός Λουθηρανός,
βρίσκεται σε διαμάχη με τον Μόρτεν γιατί ο καθένας τους θεωρεί λανθασμένο τον
τρόπο πίστης του άλλου. Ο πάστορας και ο γιατρός του χωριού έχουν επίσης ο
καθένας, τις δικές του πεποιθήσεις.
Ένα
μωσαϊκό ερμηνειών, του δρόμου που οδηγεί στον Θεό και διαβαθμίσεων πίστεως,
όπως συμβαίνει και στην κοινωνία μας ή όπως συμβαίνει ίσως και στην ψυχή του
κάθε ανθρώπου, στη διάρκεια της πορείας του προς τον Θεό.
Ο
ρυθμός που κινούνται τα πρόσωπα του έργου, δεν μας οδηγεί εύκολα σε ταυτίσεις,
αλλά μας δίνει την ευκαιρία να εξοικειωθούμε τόσο με τον χώρο, όσο και με τα
ίδια τα πρόσωπα. Έτσι προοδευτικά μετατοπίζεται η προσοχή μας από τις
δραστηριότητες τους στο χώρο και επικεντρώνεται στον εσωτερικό τους κόσμο.
Από
τους χαρακτήρες του έργου, σαν πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα ξεχωρίζει μέσα
στην ηρεμία που την περιβάλλει, η Ίγκερ, η γυναίκα του Μίκελ, που έχει ήδη δύο
κόρες και είναι έγκυος στις μέρες της. Η Ίγκερ που πιστεύει γαλήνια, ειρηνικά,
απλά, όπως απλός είναι ο Θεός, η Ίγκερ που πέρα από την πίστη της, έχει και μια
καρδιά γεμάτη αγάπη προς όλους, που πέρα από την πίστη της και την αγάπη της
είναι και ταπεινή, αθόρυβη, έτοιμη να βοηθήσει, να υπηρετήσει, να υπερασπιστεί,
να συμπαρασταθεί στον καθένα που έχει ανάγκη.
Η Ίγκερ είναι που κρατάει το σπίτι,
όχι τόσο με τις φροντίδες και τις ασταμάτητες δουλειές της, όσο με τις
προσευχές και την αίσθηση του μέτρου, με το παράδειγμα της. Γι’ αυτό και όλοι
την αγαπούν και τη σέβονται. Όλοι κινούνται γύρω της, γιατί και η ίδια με πολύ
σεβασμό, υπομονή και γλυκύτητα, ασχολείται με όλους βλέποντας μέσα στις ψυχές
τους και με τον καθένα χωριστά συζητά με πολλή αγάπη τα προβλήματα του.
Με
όλους εκτός από τον Γιοχάνες, τον τρελό αδελφό που τον παρακολουθεί διακριτικά,
επίσης με πολλή στοργή και με κατανόηση στην απομόνωση που εκείνος επιζητά.
Ο
Γιοχάνες ο σαλεμένος, ο Γιοχάνες με τα κηρύγματα του, είναι το άλλο σημαντικό
πρόσωπο στο έργο. Ένας προικισμένος νέος που σπούδαζε θεολογία και που ο
πατέρας του προσδοκούσε απ’ αυτόν ότι θα γινόταν η φωνή που θα επανέφερε τους
Χριστιανούς στον ίσιο δρόμο. Όμως ο Γιοχάνες που έπλαθε μέσα του την πίστη με
την ταπείνωση, που αγαπούσε ειλικρινά τον πατέρα του που πάλευε με τη δική του
πίστη, αλλά και περίμενε απ’ αυτόν τόσα πολλά, λύγισε από την πίεση του χρέους
του σ’ εκείνον και συμβίβασε ασυνείδητα τα πράγματα, ταυτίζοντας τον εαυτό του
με τον Χριστό και σωματοποιώντας την πνευματική δυσκαμψία του πατέρα του στην
κατατονικόμορφη συμπεριφορά του.
Ωστόσο ο Γιοχάνες παρ’ όλα αυτά, ήταν μια
ακέραια προσωπικότητα. Είχε πίστη θερμή και βαθιά, σταθερή και δυναμική, είχε
αγάπη και ταπεινότητα, έβλεπε οράματα που αποδεικνύονταν αληθινά, είχε κερδίσει
με την πηγαία απλότητα του την αγάπη και την εμπιστοσύνη της ανεψιάς του Μάρεν.
Ίσως
ο προτεσταντισμός να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πίστη και ο καθολικισμός στον
ορθολογισμό, όμως όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος και όλη τη γνώση να έχεις και
όλη την πίστη, ώστε να μετακινείς βουνά, αν δεν έχεις αγάπη δεν είσαι τίποτα.
Η
ορθόδοξη προσέγγιση του Θεού προϋποθέτει και πίστη και αγάπη και ταπείνωση,
γιατί ο Θεός είναι Βούληση και η Πίστη είναι η απόλυτη βούληση, ο Θεός είναι
Συναίσθημα και η Αγάπη είναι το απόλυτο συναίσθημα, ο Θεός είναι Σοφία και το
ταπεινό φρόνημα μας οδηγεί στη γνώση του Θεού.
Ο Θεός είναι το Πρόσωπο και μόνο
σαν “πρόσωπα”, με πίστη, αγάπη και ταπείνωση, μπορούμε να απευθυνθούμε σ’ Αυτόν
και να προσευχηθούμε, να δοξολογήσουμε, να ευχαριστήσουμε, να Τον παρακαλέσουμε
να αναστήσει τον αδελφό μας.
Ο
Μόρτεν πηγαίνει με τον Άντερς στον Πέτερ να του ζητήσει την Άννε για νύφη του.
Εκείνος, όπως αρνήθηκε προηγουμένως στον Άντερς, επαναλαμβάνει την άρνηση του
στον Μόρτεν και υπερασπίζονται ο καθένας την πίστη του, εκδηλώνοντας ανοιχτά
την αντίθεση και την επιθετικότητα τους.
Αυτός ο ιερός πόλεμος εν ονόματι του
Θεού της αγάπης και της συγγνώμης, είναι πραγματικά τόσο ακατανόητος όσο και
συνηθισμένος. Ο εγωισμός είναι ένας εχθρός κρυφός και ύπουλος. Τον ταυτοποιούμε
συχνά με την προσωπικότητα μας ή με την ισχυρή βούληση. Εκεί όμως που νομίζει
κανείς ότι έχει αγγίξει τον Θεό, όταν αξιωθεί να δει, να γνωρίσει τον εαυτό του
καλύτερα, καταλαβαίνει πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκεται.
Μόλις
έχει τελειώσει η συγκέντρωση των συγχωριανών για το ταπεινό κήρυγμα του Πέτερ
κι’ αμέσως μετά εκείνος εύχεται τον θάνατο της Ίνγκερ, που ξεκίνησε ήδη με τον
γιατρό της την διαδικασία ενός ιδιαίτερα δυσοίωνου τοκετού, για να αντιληφθεί
επιτέλους ο Μόρτεν το τεράστιο και καταστροφικό λάθος της πίστης του!
Τι να
πούμε; Και κυρίως τι να πούμε για την ετοιμότητα που έχουμε όλοι μας να
κρίνουμε και να καταδικάσουμε στη συνείδηση μας τον Πέτερ, τον Μόρτεν, τον
αδελφό μας, τον πλησίον μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πως ο Πέτερ, ο Μότρεν, ο
πλησίον μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, αδυσώπητοι κριτές του εαυτού μας!
Επιστροφή
στο σπίτι. Το παιδί χάθηκε, η Ίνγκερ κινδυνεύει, αλλά τελικά ο γιατρός
ανακοινώνει πως εκείνη κοιμάται και πιστεύει πως αν δεν υπάρξουν επιπλοκές, όλα
θα εξελιχθούν ομαλά. Προτού φύγει, θα πιει ένα καφέ, θα καπνίσει ένα πούρο
παρέα με τον ιερέα, ικανοποιημένος που σαν καλός επιστήμονας έσωσε την καημένη
την Ίνγκερ. Ο Μόρτεν είναι ευγνώμων στον Θεό και στο γιατρό για τη σωτηρία της
Ίνγκερ και ευχαριστημένος ενδόμυχα από τη φανερή επιβράβευση της πίστης του.
Ποιος όμως μπορεί να προβλέψει ή να ερμηνεύσει τα σχέδια του Θεού; Την ώρα που
πρέπει να καταθέτουμε τη χαρά μας στα πόδια Του, ζητώντας ιδίως τώρα το έλεος
Του, απερίσκεπτα η ανακούφιση μας παρασύρει στην έπαρση.
Ο
Γιοχάνες βλέπει και πάλι τον άγγελο με το δρεπάνι να επανέρχεται. Το σχέδιο του
Θεού δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Η
Μάρεν πλησιάζει τον θείο Γιοχάνες, μαθαίνει τι συμβαίνει, αλλά είναι ήσυχη. Αν
πεθάνει η μαμά της, ο θείος της θα την αναστήσει. Σε μια υπέροχη σκηνή, ο
«τρελός» θείος παίρνει στην αγκαλιά του απαλά τη μικρή Μάρεν, για να την βάλει
και να την ευλογήσει στο κρεβατάκι της κι’ εκείνη τον φιλά τρυφερά.
Την
ίδια ώρα η Ίνγκερ πεθαίνει στον ύπνο της. Το ανακοινώνει συντετριμμένος ο
Μίκελ. Η αίσθηση του θανάτου γεμίζει το σπίτι. Η σιωπή είναι πιο εύγλωττη από
τα μικρά ξεσπάσματα πικρίας. Η Ίνγκερ έφυγε. Τα δυο αδέλφια οδηγούν τον
Γιοχάνες να τη δει.
Εκείνος που είδε πρώτα τον πατέρα καταρρακωμένο, ένα
ανήμπορο γεροντάκι σκυφτό και αμίλητο, βλέπει τώρα μπροστά του την Ίνγκερ
νεκρή. Όμως είναι ο Χριστός, πρέπει κάτι να κάνει, κάτι να πει. Η ένταση είναι
μεγάλη, η στιγμή κρίσιμη. Τι να σκεφτεί, τι να συνειδητοποιήσει; Τον παίρνουν κοντά
από την Ίνγκερ λιπόθυμο.
Η
ζωή για τον Μίκελ έχει σταματήσει. Νοιώθει άδειος, ο χρόνος γι’ αυτόν είναι
επίσης νεκρός. Πηγαίνει και συμβολικά, σταματά το εκκρεμές του ρολογιού.
Όλοι
κινούνται στο ρυθμό του πένθους. Ο πόνος συνοδεύει την προετοιμασία της
κηδείας. Το φέρετρο της Ίνγκερ στη μέση του άδειου δωματίου, ανάμεσα στα δυο
παράθυρα που γεμίζουν τον χώρο με διυλισμένο φως, ανάμεσα στη σιωπή που ενώνει
τον Μίκελ και τον πατέρα του, είναι μια εικόνα που μένει αξέχαστη.
Έρχεται
ο ιερέας να πει δυο λόγια και ο γιατρός να συλλυπηθεί, ενώ ακούγονται οι ύμνοι
από τους γείτονες που θα συνοδεύσουν την κηδεία. Προσέρχεται μετανοιωμένος και
ο Πέτερ, αλληλοσυγχωρούνται με τον Μόρτεν και παραδίδει την Άννε στον Άντερ, να
μη μείνει το σπίτι χωρίς γυναίκα. Η ατμόσφαιρα αρχίζει να αλλάζει. Η μικρή
Μάρεν έρχεται να αποχαιρετήσει τη μητέρα της, την χαιρετά ανέμελα και φεύγει.
Όλοι νομίζουν πως δεν έχει καταλάβει. Εκείνη όμως είναι η μόνη που γνωρίζει τι
θα επακολουθήσει.
Ετοιμάζονται
να κλείσουν το φέρετρο. Ο Γιοχάνες, που είχε εξαφανισθεί μετά τη λιποθυμία του,
μπαίνει στο δωμάτιο και είναι πια θεραπευμένος. Το σοκ του θανάτου και η εικόνα
του δύστυχου πατέρα, έχουν άρει την πίεση που τον κρατούσε εγκλωβισμένο στην
«τρέλα». Δεν είναι εκείνος ο Χριστός. Ο Χριστός ζει μέσα του. Στηλιτεύει την
απιστία των «πιστών», που δεν διανοήθηκαν να προσευχηθούν για την επάνοδο της
Ίνγκερ.
Η Μάρεν τον πλησιάζει και τον προτρέπει σιγανά: -«Τώρα είναι η ώρα!»
Η
μεγάλη στιγμή έφτασε. Η στιγμή που προετοίμασε βήμα-βήμα ο Ντράγιερ με τόση
ευαισθησία, διορατικότητα και τέχνη. Ο Γιοχάνες έχει μετρήσει την κατάσταση,
τους άλλους και τον εαυτό του. Είναι τρέλα να θέλεις να αναστήσεις έναν
άνθρωπο; Θα τολμήσει; Θα μπορέσει; Ο Γιοχάνες έχει πίστη, έχει αγάπη, αλλά
είναι και ταπεινός.
Και προχωρά στην κορυφαία κίνηση όλου του έργου, στη
δικαίωση του. Πιάνει σφιχτά το χέρι της Μάρεν. Από την αθωότητα της, από τη
δική της εμπιστοσύνη, αντλεί τη δύναμη να ζητήσει από τον Θεό την ανάσταση της
μητέρας της και σταθερά, διατάζει την Ίγκερ στο όνομα του Χριστού, να
επιστρέψει.
Η
Ίνγκερ κινεί το χέρι της και πολύ αργά ανοίγει τα μάτια της. Η Μάρεν χαμογελά
ευχαριστημένη.
Τι
περισσότερο να ζητήσει κανείς; Όλοι γύρω είδαν μπροστά στα μάτια τους το θαύμα
και ένοιωσαν την παρουσία του Θεού. Πιο πολύ από όλους, ο άπιστος Μίκελ.
Ανασηκώνει απαλά την Ίνγκερ και κείνη τον ρωτά για το παιδί. «Ζει», της
απαντάει, «ζει στο σπίτι του Θεού!» Έκπληκτη εκείνη αντιλαμβάνεται την
μεταστροφή του.
Ο
Άντερ βάζει ξανά σε λειτουργία το ρολόϊ. Η ζωή θα συνεχιστεί, μια καινούργια
ζωή θα αρχίσει στο σπίτι των Μπόρσεν, ενώ ο πάστορας και ο γιατρός παρίστανται
βουβοί και δύσπιστοι παρατηρητές, εκπροσωπώντας τη συμβατικότητα της θρησκείας
και την υπεροπτική αυτάρκεια της επιστήμης.
Η
Ίγκερ συνειδητοποιεί την ανάσταση της. Ο Μίκελ την κρατά στην αγκαλιά του
γεμάτος πίστη και αίσθηση Θεού, εκείνη γυρίζει το πρόσωπο της σε κείνον,
δίνοντας την εντύπωση πως στρέφει για να τον φιλήσει, όμως ένα φιλί εκείνη την
ιερή, συγκλονιστική στιγμή θα ήταν κάτι πολύ φτωχό.
Ο Ντράγιερ, αριστοτέχνης
στις εκφράσεις συναισθημάτων, το έχει ήδη προβλέψει. Και κείνη κρατώντας τον
άντρα της σφιχτά, μένει με το στόμα μισάνοιχτο να ρουφά τη ζωή, να εισπνέει
αχόρταγα τη διάχυτη θεϊκή χάρη, ενώ ανάγλυφα στο πρόσωπο της μετατρέπεται η
έκπληξη σε χαρά, η χαρά σε συγκίνηση και η συγκίνηση σε άφατη
ευγνωμοσύνη.
«Ευλόγει
η ψυχή μου τον Κύριο.»
Μ. Ψ.