Οι Τρεις Ιεράρχες: Βασίλειος ο Μέγας (330-379)
Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390)
Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349-407)
[Στοιχεία από ομιλία του Ανδρέα Αργυρόπουλου,
Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου]
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως, δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού τους έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες, από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Tα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500), γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ίδρυσε τη γνωστή Βασιλειάδα, μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργάνωσε το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο με κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα, ότι παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με τη Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός, έχτισε πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείτο ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος ήταν ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας, που με την πάροδο του χρόνου απλώθηκε σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Οι Τρεις Ιεράρχες στήριζαν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούσαν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων, δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος, «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά, ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του, ο Βασίλειος στηλίτευσε τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλησαν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργάνωσε συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς, σώζοντας χιλιάδες κόσμο από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζήτησε από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πούλησε τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διέκοψε άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονόμησε οργάνωσε συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτό τον αριθμό οι ξένοι και οι περαστικοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστήριζε κάθε έναν αδικημένο από την πολιτική εξουσία, φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπάτησε το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζούσε λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη,
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητούσαν από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονταν για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά, στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου, έκαμε 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες οι Πατέρες αυτοί της Εκκλησίας μας, τόνιζαν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστήριζε πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονταν την αξία της. Αποκαλούσε την πόλη των Αθηνών που ήταν το κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μέτοχους των κοινωνικών ανησυχιών και των φιλοσοφικών ρευμάτων.
Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο, οι Πατέρες αγωνίζονταν σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία. Είναι γνωστή η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας, που στιγμάτιζε τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επέλεξε ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα, η οποία αναδείχθηκε σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού-μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να τους ανοίγει δρόμους και να τους υποδεικνύει προοπτικές.
* από: Το Zωντανό Iστολόγιο