Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(Σκιάθος: 4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911)
Πέρασαν 101 χρόνια, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κοιμήθηκε στην αγκαλιά του νησιού του.
Στη μνήμη του αφιερώνουμε μόνο λίγα λόγια. Τα πολλά και τα μεγάλα δεν θα ταίριαζαν με τη σεμνότητα του δικού του ήθους, ούτε με τη λιτότητα του ύφους του, που τον κατέστησαν τόσο αγαπητό και οικείο στην καρδιά του κάθε Έλληνα. Λίγα λόγια και λίγα αγριολούλουδα όχι αγοραστά, αλλά μαζεμένα ένα-ένα από τη γη με μετάνοιες.
Το περιοδικό «Νέα Εστία» το 1933, δημοσίευσε μια φωτογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Την είχε τραβήξει ο Παύλος Νιρβάνας «με δόλο, για να μη σβησθεί η οσία μορφή του», στο μικρό καφενείο της Δεξαμενής, το 1906.
Η φωτογραφία συνοδευόταν από ένα μικρό κείμενο του Νιρβάνα.
«Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο τέμπλο ερημοκκλησιού του νησιού του. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκόπουλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
» Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός για να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε ανήσυχα στο αυτί και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει, ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος, να μιλά γαλλικά: «Nous excitons la curiosit du pablic», δηλαδή «ερεθίζουμε την περιέργεια του κοινού». Και την ώρα εκείνη ήταν ένα κοιμισμένο γκαρσόνι τού καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα»!
ΔΕΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Χριστέ μου, δῶσ’ του τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήση ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του,
κάνε τὸ θάμα κι ἄσε τον νὰ ζήση, ὅπως ἐζοῦσε,
σὲ μιὰ μεριά, ποὺ τάχατες νὰ μοιάζη τὸ νησὶ του.
Νά ’ναι τὰ βράχια στὸν γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ Σκιαθίτικα καΐκια.
Νά ’ναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριὲς κι οἱ νιὲς οἱ πεθαμένες,
αὐτές, ποὺ τὶς θλιμμένες τους μᾶς ἔλεγε ἰστορίες,
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες.
Καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν’ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
Κι’ ὕστερα ἀκόμα νά ’ναι ἐλιὲς καὶ νά ’ναι κυπαρίσσια
σκυμμένα νά ’ναι καὶ τὸ φῶς τ’ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκλήσια
καὶ τὴ καμπάνα τους μακριὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
Δῶσ’ του, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἱδῆ καὶ πάλι,
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ’ ἀκροθαλάσσι,
ἄχ! ἔτσι ἀθῶα κι ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποὺ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν ν’ ἁγιάση.
«Σκιὲς», Λάμπρος Πορφύρας
Χριστέ μου, δῶσ’ του τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήση ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του,
κάνε τὸ θάμα κι ἄσε τον νὰ ζήση, ὅπως ἐζοῦσε,
σὲ μιὰ μεριά, ποὺ τάχατες νὰ μοιάζη τὸ νησὶ του.
Νά ’ναι τὰ βράχια στὸν γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ Σκιαθίτικα καΐκια.
Νά ’ναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριὲς κι οἱ νιὲς οἱ πεθαμένες,
αὐτές, ποὺ τὶς θλιμμένες τους μᾶς ἔλεγε ἰστορίες,
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες.
Καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν’ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
Κι’ ὕστερα ἀκόμα νά ’ναι ἐλιὲς καὶ νά ’ναι κυπαρίσσια
σκυμμένα νά ’ναι καὶ τὸ φῶς τ’ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκλήσια
καὶ τὴ καμπάνα τους μακριὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
Δῶσ’ του, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἱδῆ καὶ πάλι,
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ’ ἀκροθαλάσσι,
ἄχ! ἔτσι ἀθῶα κι ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποὺ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν ν’ ἁγιάση.
«Σκιὲς», Λάμπρος Πορφύρας
Είναι χρέος μας σε όσους αγαπούμε και το οφείλουμε στον εαυτό μας, να είμαστε συνεπείς με τα αισθήματα μας και να τα εκδηλώνουμε. Η μνήμη και η τιμή στα πρόσωπα που με τη ζωή, το παράδειγμα και το έργο τους διαμόρφωσαν τις γραμμές του δικού μας προσώπου, είναι και χαρά και δικαίωση..
ΑπάντησηΔιαγραφή