Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

"Το Άνθος του Γιαλού"







Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[Σκιάθος: 4 Μαρτίου 1851 -
3 Ιανουαρίου 1911]



Το Άνθος του Γιαλού


π πολλς νύκτας κατ συνέχειαν, βλεπεν Μάνος το Κορωνιο, κε που δενε τν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντ στ Κοτρώνια το νατολικο γιαλο, νάμεσα ες δυ ψηλος βράχους κα κάτω π να παλαιν ρημόσπιτον κατηρειπωμένον, – κε στρωνε συνήθως τν κάπαν πάνω στν πλώρην τς βάρκας, κ᾿ κοιμτο χορευτν κα νανουρισμένον πνον, τρες σπιθαμς ψηλότερ᾿ π τ κμα, θεωρν τ στρα κα μελετν τν Πούλιαν κα λα τ μυστήρια το ορανοβλεπε λέγω, νοικτ ες τ πέλαγος, ξω π τ δυ νθισμένα νησάκια, τ φυλάττοντα ς σκοπο τ στόμιον το λιμένος, ν μελαγχολικν φς – κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, στρον πεσμένον – ν τρεμοφέγγ κε μακράν, ες τ βάθος τς μελανωμένης εκόνος, πιπολς ες τ κμα κα ν στέκ π ρας, φαινόμενον ς ν πλεε κα μένον κίνητον.

Ο Μάνος το
Κορωνιο, λεμβοχος ψαράς, τον δύνατος στ μυαλ, πως κα πς θνητός. ρκετν το δη πο δενε τν βάρκαν του κάθε βράδυ κε, δίπλα ες τος δυ μαυρισμένους βράχους, κάτω π τ ρημόσπιτον κενο, τ᾿ λόρθον ψυχον φάντασμα, τ ποον εχε τν φήμην, τι το στοιχειωμένον. καλετο κοινς «τς Λουλούδως τ Καλύβι». Διατί; Κανες δν ξευρεν. ν πρχον λίγα γραΐδια «λαδικά» κα δυ τρες γέροι, γνωρίζοντες τς παλαις στορίας το τόπου, Μάνος δν τυχεν εκαιρίας ν τος ρωτήση.

βλεπε βραδις τώρα, τ παράδοξον κενο μεμακρυσμένον φς ν τρέμ κα ν φέγγ κε ες τ πέλαγος, ν ξευρεν, τι δν το κε κανες φάρος. Κυβέρνησις δν εχε φροντίσει δι᾿ ατ τ πράγματα ες τ μικρ μέρη, τ μ χοντα σχυρος βουλευτάς.

Τί λοιπόν,
το τ φς κενο; σθάνετο πιθυμίαν, πειδ σχεδν καθημερινς πέρνα μ τν βάρκα του π κενο τ πέραμα, νάμεσα ες τ δυ χλοερ νησάκια κα δν βλεπε κανν χνος κε τν μέραν, τ ποον ν ξηγ τν παρουσίαν το φωτς τν νύκτα, ν πλεύση τ μεσάνυχτα, διακόπτων τν μακάριον πνον του κα τος ρεμβασμούς του πρς τ᾿ στρα κα τν Πούλιαν, ν φθάση ως κε, ν δ τί εναι καί ν νάγκ, ν τ κυνηγήση τ μυστηριδες κενο φέγγος. θεν Μάνος, πειδ το σθενς νθρωπος καθς επομεν, νέος εκοσαετής, κάλεσεν πίκουρον κα τν Γιαλν τς Φαφάνας, δέκα τη μεγαλύτερόν του, φο το διηγήθη τ νυκτερινν ραμά του, δι ν το κάμ συντροφιν ες τν συνήθη κδρομήν.



πγαν μίαν νύκτα, ταν σελήνη το ννέα μερν κ᾿ μελλε ν δύση περ τν μίαν μετ τ μεσάνυχτα. Τ φς φαίνετο κε, κίνητον ς καρφωμένον, ν πύρινος κολοβς δίσκος κατέβαινεν ρεμα πρς δυσμς κ᾿ μελλε ν κρυφθ πίσω το βουνο. σον πλεαν ατο μ τν βάρκαν, τόσον τος φευγε, χωρς ν κινται φθαλμοφανς, μυστηριώδης πυρσός. βαλαν δύναμιν ες τ κουπιά, «ξεπλατίσθηκαν». Τ φς μακρύνετο, φαίνετο πώτερον λονέν. το φθαστον. Τέλος γινεν φαντον π τος φθαλμούς των.

Μάνος, μαζ μ τν Φαφάναν, καμαν πολλος σταυρούς. ντήλλαξαν λίγας λέξεις:
- Δν εναι φανάρι, δν εναι καΐκι, χι.
- Κα τί εναι;
- Εναι…

Γιαλς τς Φαφάνας δν ξευρε τί ν επ.
Τν νύκτα τς τρίτης μέρας κα πάλιν δυ τρες μέρας μετ᾿ ατήν, ο δυ ναυτίλοι πεχείρησαν κ νέου τν κδρομήν. Πάντοτε βλεπαν τν μυστηριώδη λάμψιν ν χορεύ ες τ κύματα. Ετα, σον πλησίαζαν ατοί, τόσον τ ραμα φευγε. Κα τέλος γίνετο φαντον.
Τί ρα το;

Ε
ς μόνον γείτων εχε παρατηρήσει, τς πανειλημμένας νυκτερινς κδρομς τν δυ φίλων μ τν βάρκαν. Λίμπος Κόκοϊας, νθρωπος πενηντάρης, εχε διαβάσει πολλ παλαι βιβλία μ τ λίγα κολλυβογράμματα πο ξευρε κα εχεν μιλήσει μ πολλς γραίας σοφάς, ατινες πρξαν τ πάλαι. κάθητο λην τν νύκτα, γρυπνν, σιμ ες τ παράθυρόν του, βλέπων πρς τν θάλασσαν κα πότε διάβαζε τ βιβλία του, πότε ρρέμβαζε πρς τ στρα κα πρς τ κύματα. καλύβη του, που ρημος κα μόνος κατοικοσεν, κειτο λίγους βράχους παραπέρα π τ σπίτι τς Λουλούδως, που δενε τν βάρκαν του Μάνος, νάμεσα ες τ σπίτι τς Βάσως το Ραγι κα τς Γκαβαλογίνας.

Μίαν νύκτα,
Κορωνις κα γγονς τς Φαφάνας τοιμάζοντο ν λύσουν τν βάρκαν κα ν κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δι ν κυνηγήσουν τ σύλληπτον θήραμά των.
Λίμπος Κόκοϊας τος εδεν, ξλθεν π τν καλύβην του, φορν σπρον σκοφον κα ράσον μακρύ, πως συνήθιζε κατ᾿ οκον, πήδησε δυ τρες βράχους πρς τ κε κ᾿ φθασε παραπάνω π τ μέρος, που ερίσκοντο ο δυ φίλοι.

- Γι
πο, ν θέλ Θεός, παιδιά; τος φώναξεν. Εναι βραδις τώρα πο τρέχετε ξω π τ λιμάνι, χωρς ν γιαλεύετε, χωρς ν πυροφανίζετε – κα τ ψάρια σας δν τ εδαμε. Μήπως σς νείρεψε κα σκάφτετε πουθενά, γι ν βρτε τίποτα θησαυρό;

Μάνος παρεκάλεσε τν Κόκοϊαν ν κατεβ παρακάτω κα ν μιλ σιγανώτερα. Ετα, δν δίστασε ν το διηγηθ τ ραμά του.
Λίμπος κουσε μετ προσοχς. Ετα, γέλασε:

-
μ᾿ πο ν τ ξέρετε ατ σες ο νέοι, επε σείων σφοδρς τν κεφαλήν. Τν παλαιν καιρν τέτοια πράματα, σν ατ πο εδες Μάνο, τ βλεπαν σοι ταν καθαροί, τώρα τ βλέπουν μόνο ο λαφροΐσκιωτοι. γ δ βλέπω τίποτα!.. Τ διο κι Γιαλς, βλέπει ατ πο λς πς βλέπεις;
Γιαλς ναγκάσθη μ συστολν κατωτέραν της λικίας του, ν μολογήση τι δν βλεπε τ φς, περ ο λόγος, λλ᾿ πείθετο ες τν διαβεβαίωσιν το Μάνου, στις λεγεν τι τ βλέπει.
Κόκοϊας, ρχισε τότε ν διηγται:

-
κοστε ν σς π, παιδιά. γ πο μ βλέπετε, φθασα τ γριά-Κοεράνω το Ραγιά, τν μαννο ατς τς Βάσως τς γειτόνισσας, καθς κα τ μάννα τς Γκαβαλογίνας, κόμα κι λλες γριές. Μο εχαν διηγηθ πολλ πρωτινά, παλαιικ πράματα, καθς κι ατ πο θ σς π τώρα:

Βλέπετε α
τ τ χάλασμα, τ Καλύβι τς Λουλούδως, πο λένε πς εναι στοιχειωμένο; δ τν παλαιν καιρ κατοικοσε μι κόρη, Λουλούδω, πο τν εχαν νοματίσει γι τν μορφιά της, – λαμπε λιος, λαμπε κι ατ – μαζ μ τν πατέρα της τν γερό-Θερι (λληνικ τν λεγαν Θηρέα), που κυνηγοσε λους τους Δράκους κα τ Στοιχειά, μ τν σημένια σαγίτα κα μ φαρμακωμένα βέλη. να Βασιλόπουλο π τ ξένα, τν γάπησε τν μορφη Λουλούδω. Τς δωκε τ δαχτυλίδι του κ᾿ κίνησε ν πά στ σεφέρι κα τς ταξε μ ρκον, τι μα νικήση τος βαρβάρους, τν μέρα πο θ γεννηθ Χριστός, θ ρθη ν τν στεφανωθ.

πγε τ Βασιλόπουλο. μεινεν Λουλούδω, ρίχνοντας τ δάκρυά της στ κμα, στν έρα στέλνοντας τος ναστεναγμούς της κα τν προσευχ στ οράνια, ν βγ νικητς τ Βασιλόπουλο, ν ρθη μέρα πο θ γεννηθ Χριστός, ν γυρίση σαστικός της ν τν στεφανωθ.

φτασε μέρα πο Χριστς γεννται. Παναγία μ στραφτερ πρόσωπο, χωρς πόνο, χωρς βοήθεια, γέννησε τ Βρέφος μς στ Σπηλιά, τ σήκωσε, τ σπαργάνωσε μ χαρά, κα τ βαλε στ παχνί, γι ν τ κοιμίση. να βοϊδάκι κ᾿ να γαϊδουράκι σίμωσαν τ χντα τους στ παχν κ᾿ φυσοσαν μαλακ, ν ζεστάνουν τ θεο Βρέφος. Νά, τώρα θ ρθ τ Βασιλόπουλο, ν πάρη τν Λουλούδω!

ρθαν ο βοσκοί, δυ γέροι μ μακρι σπρα μαλλιά, μ τς μαγκορες τους, να βοσκόπουλο μ τ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ πεσαν κ᾿ προσκύνησαν τ θεο Βρέφος. Εχαν δε τν γγελον στραπόμορφον, μ χρυσογάλανα λευκ φτερά, εχαν κούσει τ᾿ γγελούδια πο ψαλλαν: Δόξα ν φίστοις Θε! μειναν γονατιστοί, μ᾿ κστατικ μάτια, κάτω π τ παχνί, πολλν ρα, κ᾿ λάτρευαν χόρταγα τ θάμα τ οράνιο. Νά! τώρα θ ρθ τ Βασιλόπουλο, ν πάρη τν Λουλούδω!

φτασαν κ᾿ ο τρες Μάγοι, καβάλα στς καμλες τους. Εχαν χρυσς μίτρες στ κεφάλι, κ᾿ φοροσαν μακρις γονες μ πορφύρα κατακόκκινη. Κα τ᾿ στεράκι, να λαμπρ χρυσ στέρι, χαμήλωσε κ᾿  κάθισε στ σκεπ τς Σπηλις, κι λαμπε μ γλυκ οράνιο φς, πο παραμέριζε τς νύχτας τ σκοτάδι. Ο τρες βασιλικο γέροι ξεπέζεψαν π᾿ τς καμλες τους, μπήκαν στ Σπήλαιο κ᾿ πεσαν κ᾿ προσκύνησαν τ Παιδί. νοιξαν τ πλούσια τ δισάκια τους κ᾿ πρόσφεραν δρα: χρυσν κα λίβανον κα σμύρναν.
- Νά! τώρα θ ρθ τ Βασιλόπουλο, ν πάρη τν Λουλούδω!

Πέρασαν τ
Χριστούγεννα, τελειώθηκε τ μυστήριο, γινε σωτηρία κα τ Βασιλόπουλο δν ρθε ν πάρη τν Λουλούδω! Ο βάρβαροι εχαν πάρει σκλάβο τ Βασιλόπουλο. Τ φουσάτο του εχε νικήσει στν ρχή, τ φλάμπουρά του εχαν κυριέψει μ λαλαγμ τ κάστρα τν βαρβάρων. Τ Βασιλόπουλο εχε χυμήξει μ κράτητην ρμή, πάνω στ μούστωμα κα στ μέθη τς νίκης. Ο βάρβαροι μ δόλο τν εχαν αχμαλωτίσει!

Τ
δάκρυα τς κόρης πίκραναν τ κμα τ᾿ ρμυρό, ο ναστεναγμοί της διαλύθηκαν στν έρα κ᾿ προσευχή της πεσε πίσω στ γ, χωρς ν φθάση στ θρόνο το Μεγαλοδύναμου. να λουλουδάκι όρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε νάμεσα στος δυ ατος βράχους, πο τ λν νθς το Γιαλο, λλ μάτι δν τ βλέπει. Κα τ Βασιλόπουλο, πο εχε πέσει στ χέρια τν βαρβάρων, παρακάλεσε ν γίν Σπίθα, φωτι το πελάγους, γι ν φτάση γκαίρως, ς τν μέρα πο γεννται Χριστός, ν φυλάξη τν ρκο του, πο εχε δώσει στ Λουλούδω.

Μερικο
λένε, πς τ νθος το Γιαλο γινε νθός, φρς το κύματος. Κ᾿ Σπίθα κείνη, φωτι το πελάγου πο εδες Μάνο, εναι ψυχ το Βασιλόπουλου πο λιωνε, σβήσθηκε στ σίδερα τς  σκλαβις κα κανες δν τν βλέπει πιά, παρ μόνον σοι ταν καθαρο τν παλαιν καιρόν κα ο  λαφροΐσκιωτοι στ χρόνια μας.








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου