Γράφει ο Γιώργος Τυρίκος Εργάς
Κάθε τέτοιον καιρό, όταν φυσάει δυνατά ο νότιος άνεμος, ο
νους μου τραγουδάει μέσα του μια λέξη, που θα την ακούσει κανείς να βγαίνει με
δέος από το στόμα ψαράδων και ναυτικών της Καλύμνου: «σοροκχάδα».
Σε όλες τις αφηγήσεις, η μουσική της λέξης αυτής έχει
σκοτεινούς τόνους και επενδύεται με ορθάνοιχτα μάτια, κινήσεις των χεριών που
υποδηλώνουν δυσκολία ή συμφορά, με κούνημα του κεφαλιού και σφίξιμο των
χειλιών... Η σοροκχάδα στις ιστορίες της Καλύμνου, αποκτάει σχεδόν αυτόνομη
υπόσταση, σχεδόν νιώθει κανείς πως πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, για έναν
εχθρό ισχυρό, για τον Αφέντη Νοτιά που παραμονεύει, πότε θα έρθει ο χειμώνας
και η ώρα να αναμετρηθεί με τους ανθρώπους.
Οι ιστορίες για την «σοροκχάδα» είναι πολλές, όσα και τα
παθήματα των ανθρώπων του νησιού μέσα στον μόνο άνεμο που συνδυάζει πολυήμερη
διάρκεια, αυξανόμενη αγριάδα και έναν ουρανό μολυβένιο και κακόβουλο, που
φέρνει μέχρι και χαλάζι.
Ο βοριάς απλά κρυώνει στην Κάλυμνο. Ο νοτιάς είναι ο άνεμος
της Μπαρμπαριάς, που «ξεσηκώνει τον κόσμο». Ο νότιος άνεμος χτυπάει το λιμάνι
της Καλύμνου με κύματα που έρχονται από το νησί της Κω. Ιστορίες για την δύναμή
του αναφέρουν καΐκια να ανεβαίνουν στη στεριά, τελάρα να βρίσκονται το άλλο
πρωί παρασυρμένα μέχρι την περιοχή του Σταθμού, αλλά και πλάσματα παράξενα να
έχουν ξεβραστεί από τον καιρό, που ανασκαλεύει ακόμα και τα πιο σιωπηλά βάθη
της θάλασσας.
Μέσα στην σοροκχάδα είναι που χορεύουν τα «πααρικά» του
νερού, τότε είναι που έρχονται τα τελώνια στα ξάρτια, βάζοντας τους τη φωτιά
που δεν καίει (φαινόμενο του Αγίου Χριστοφόρου).
Ο ναυτικός, ο ψαράς τότε πρέπει να κάνει φασαρία χτυπώντας
τενεκέδες και σίδερα, πρέπει να κάνει περισσότερη φασαρία και από αυτήν της
θύελλας, προκειμένου να τα διώξει. Σε τουλούμι (δέρμα ζώου) πρέπει να βάλει
λάδι, να το τρυπήσει και να το κρεμάσει στο ξάρτι. Από εκεί το λάδι πέφτοντας
σταγόνα τη σταγόνα, θα κάνει και τη θάλασσα «λάδι», που δεν μπορεί παρά να
υπακούσει τον αρχαιότατο νόμο της συμπαθητικής μαγείας.
Μέσα στη σοροκχάδα απαντάει κανείς τις «θρούμπες», τους
σίφουνες που πρέπει να «κοπούν» πριν πλησιάσουν το λιμάνι και σπάσουν τα
καΐκια. Στην πλώρη, μέσα σε πεντάλφα και κύκλο πρέπει να καρφωθεί μαυρομάνικο
μαχαίρι, την ώρα που θα λέει ο γητευτής-ναυτικός : «Εν αρχή ην ο λόγος και ο
λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος», την πρώτη αράδα από το κατά Ιωάννη
Ευαγγέλιο.
Για να τα καταλάβει κανείς όλα αυτά, χρειάζεται μια νύχτα
σοροκχάδας, να πάει σε ένα από τα «μαράσια» της Καλύμνου. Να ακούσει τα τενεκεδάκια,
«τα κατσαρόλια» στα σοκάκια που τα παίρνει ο αέρας, απόδειξη της δαιμονικής
παρουσίας πλασμάτων που περιμένουν τη θύελλα για να εκδηλωθούν.
Πρέπει να περιμένει να νυχτώσει και να πάψουν να κινούνται
οι άνθρωποι, κρυμμένοι στα σπίτια και στα ζεστά τους. Και πρέπει τότε να στήσει
αυτί και να ακούσει τα ουρλιαχτά των ναυτικών και των ψαράδων στο λιμάνι, που
όλη τη νύχτα θα είναι σε επαγρύπνηση «σκατζάροντας», μεταδένοντας τα καΐκια
τους συνεχώς, για να μην τα «σπάσει» ο αέρας και χάσουν την περιουσία τους.
Άγριες φωνές για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, για να πάρουν θάρρος μεταξύ τους
μέσα στην νύχτα που τους περιμένει, για να ακουστούν πιο πάνω και από τον
εχθρο-σορόκχο, τον νοτιά που ακόμα και με τους νέους λιμενοβραχίονες δεν
τιθασεύεται.
Και τότε θα σκεφτεί κανείς ποιος είναι το μεγαλύτερο
στοιχειό, ποιος άλλος παρά ο άνθρωπος, που φτιάχνει τα στοιχειά εκείνη την ίδια
στιγμή, που στέκεται για να τα αψηφήσει. Αργότερα, η εμπειρία από αυτές τις
νύχτες θα μετουσιωθεί σε σύμβολα και τα σύμβολα θα αναπαρασταθούν σε αφηγήσεις.
Μέσα από αυτές, οι άνθρωποι της Καλύμνου μιλούν για άλλα
πλάσματα απόκοσμα, στην ουσία όμως θα μιλούν για τον εαυτό τους. Και μέσα από
αυτή την επικοινωνία, θα αναστοχάζονται τη μοίρα τους και θα παίρνουν θάρρος,
για την επόμενη νύχτα με σοροκχάδα, για την επόμενη φορά που ο νοτιάς θα τους
βρει στα ανοιχτά...
* Από το kalymniansvoice.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου