Ἄν δέν μοῦ ’δινες τόν
ἥλιο Κύριε
π. Βασίλειος Χριστοδούλου
- Σχόλιο στόν «Ἀχτιδοϋφαντῆ» τῆς Βασιλικῆς
Νευροκοπλῆ
Τό ‘χω παρατηρήσει. Ὅταν πεινᾶς μιά βοήθεια, κι ὄχι ἁπλῶς ἀναγνωστική
τέρψη, ὁ Θεός σοῦ βάζει στό χέρι τό κατάλληλο βιβλίο. Δέν τό ‘χεις ἐσύ ἐπιλέξει, Ἐκεῖνος διαλέγει γιά σένα.
Σάν τόν ἀχτιδοϋφαντῆ, τραβᾶ μιά ἀχτίδα ἀπό τόν ἥλιο
Του, ὅπως μιά ὑφάντρα κλωστές ἀπ’ τό κουβάρι καί στήν ταχυδρομεῖ μέ τό βιβλίο
Του.
Ἐκεῖ πού διαβάζεις, ἀνάμεσα στό μάτι σου καί τό βιβλίο εἶναι μιά ἔκπληξη
πού σέ θαμπώνει.
Ἡ ἀχτίδα διεισδύει μέσα ἀπ’ τίς πάμπολες ρωγμές τοῦ πόνου
σου.
Προχωρᾶ δημιουργώντας ξημέρωμα μέσα σου. Ἐκεῖνος εἶναι καί σοῦ μιλᾶ, ἕνας
Θεός καλοκαίρι. Διαβάζεις αὐτό πού χρειάζεσαι, αὐτό πού θά σοῦ δώσει ἀνάσες, αὐτό
πού θά γίνει ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ὑπάρχουν καί δέν τολμήθηκαν, κουράγιο σέ
ἀγωνίες πού κοντεύουν νά σοῦ πάρουν τήν πνοή.
Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς μοῦ δόθηκε σέ μιά μέρα πού τόν χρειαζόμουν.
Ἦταν
ἡ ἀπάντηση σέ ἕνα νόημα πού ἔψαχνα, γιά μιά προσπάθεια πού εἶχε ἀπό μέρους μου
κατατεθεῖ καί πού στήν πορεία πληγώθηκε, κουράστηκε μένοντας μετέωρη πάνω ἀπό ἕνα
τεράστιο ἐρωτηματικό.
Τίποτα δέν πάει τελικά χαμένο, παρά μόνο ἐκεῖνο πού δέν
προσπάθησες, ἐκεῖνο πού ἀπαξίωσες, ὅσα δῶρα ἄφησες νά γλιστρήσουν ἀπό τά χέρια
σου ἀναξιοποίητα, μοῦ εἶπε μέ τήν γῶσσα τοῦ παραμυθιοῦ.
Ἡ γλώσσα τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ἐκείνη πού ἀποδεσμευμένη ἀπό
τά ὅρια μιᾶς ἐγκόσμιας λογικότητας, μεταλαμβάνει μιᾶς πραγματικότητας ὑπέρλογης,
μέ ὄρους ἁπλοϊκούς και μυθικούς, παραμυθένιους. Ὄχι γιά νά χτίσει ἕνα ψέμα (μύθος)
ἀλλά γιά νά μεταδώσει μιά ἀλήθεια, τόσο ὑπερβατική πού στήν ὀρθολογικότητα νά
μοιάζει μέ φαντασία.
Δέν χρησιμοποιεῖ τήν ἀπόδειξη, τήν προσπάθεια, τήν πειθώ, ἁπλῶς
ἐκθέτει καί ἐκτίθεται.
Ὅ,τι εἶναι ἡ σαλότητα γιά τόν πνευματικό τρόπο τοῦ βίου εἶναι
τό παραμύθι γιά τήν πνευματική γραφή. Τό παραμύθι εἶναι ὁ σαλός τῶν πνευματικῶν
γραφῶν.
Ταπεινώνεται στόν τρόπο τῆς παιδικῆς γραφῆς, γλιτώνοντας φυσικά τήν ἔπαρση μιᾶς
«κατανόησης», γι’ αὐτό καί μπορεῖ εὐχερῶς νά ἀλητεύει στόν χῶρο τοῦ μυστηρίου.
Γιά τό παραμύθι ὅλα παραμένουν χωρίς ὅρια, ἀπροσδιόριστα.
Ἴσως γι’ αὐτό νά
μπορεῖ νά λαφυραγωγεῖ κάτι ἀπό τό Μυστήριο, ἀπό τό ἀνείπωτο.
Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ, εἶναι μία ἔμπνευση
ἀπ’ ἀλλοῦ φερμένη, γιά νά συνοψίσει τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τῆς κάθε ἡμέρας, τῆς
δημιουργικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά γνωρίσουμε τήν κάθε ἀλλαγή μας, τήν
δυνατότητα μετάνοιας, τήν στροφή στή ζωή μας σπορά ἡλιακή, σέ χρόνο καί μέ
τρόπο ἄδηλο.
Κάθε μέρα πού ξημερώνει δέν εἶναι ρηχό γεγονός ἀστρονομικοῦ ἐνδιαφέροντος,
τυπική ἐπανάληψη ρουτίνας συμπαντικῆς. Κάθε ἡμέρα μας δίνεται καί χαρίζεται, ἀφήνεται
ὡς παρακαταθήκη, ὡς δυνατότητα πραγμάτωσης τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἄνθρωπο.
Κάθε μέρα ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν
ἄνθρωπο καί τοῦ τόν ἐμπιστεύεται γιά πορεία καθ’ ὁμοιωτική...
Κεντρικό στοιχεῖο στήν ὅλη διήγηση εἶναι ὁ ζωοδότης Ἥλιος.
Καί ἡ Βασιλική τόν γράφει μέ τό «η» κεφαλαῖο, ὑποδηλώνοντας ἕνα πρόσωπο καί ὄχι
τό προφανές, μιά ἀστρική δηλαδή μπάλα. Ἀκολουθεῖ τήν θεολογική μας παράδοση μέ
τή δική της τεχνική. Μιά παράδοση πού ὀνόμασε τόν Χριστό «Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης»
ἤδη ἀπό τή Γέννησή Του, γιά νά μαρτυρήσει ὅτι ἡ ζωή δέν εἶναι μιά τυχαιότητα, ἀποτέλεσμα
ἐξελικτικῶν συμβάντων βιολογικῶν, ἀλλά προσωπικό ἔλλογο γέννημα τοῦ Θεοῦ,
δημιουργική πνοή δική Του.
Στόν ἀχτιδοϋφαντῆ ξετυλίγεται τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τό Θεϊκό
δώρημα τῆς κάθε ἡμέρας. Σ’ αὐτό βοηθᾶ
καταλυτικά ἡ εἰκονογράφηση τῆς Αἰμιλίας Κονταίου.
Τά πλάσματά της λεπτεπίλεπτα
καί ἀέρινα, προεκτάσεις μιᾶς κίνησης δοτικῆς, πού μοιάζουν νά μήν ἔχουν τέλος.
Σάν κάτι νά ‘χουν κλέψει ἀπ’ τόν Ρουμπλιώφ. Στά ἄκρα τους ἡ αἰωνιότητα.
Ἡ ὅλη ἱστορία κτίζεται πάνω στό μοίρασμα τοῦ ἥλιου.
Ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς
εἶναι ὁ «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» Χριστός.
«Αὐτός εἶναι πού κάθε μέρα, λίγο
πρίν χαράξει, κάθεται πάνω στόν Ἥλιο κι ἀρχίζει νά τραβᾶ μιά μιά τίς ἀχτίδες
του» δίνοντάς τες στούς «Ταχυδρόμους».
Σ’ ἐκεῖνα τά φτιαγμένα ἀπό φῶς πλάσματα
τῆς γειτονιᾶς τοῦ οὐρανοῦ, πού ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη μεταφορᾶς τῶν ἀχτίδων σέ
ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ κόσμου, σ’ ὅλα τά πλάσματα τῆς γῆς. Καί κάπως ἔτσι
κάθε ἡμέρα ξημερώνει...
Ὁ Ἥλιος δέν εἶναι ἕνα σπάταλο καί ἀπερίσκεπτο σκόρπισμα τοῦ
Φωτός.
Πρόκειται γιά εὐθύνη προσωπική. Εἶναι μοίρασμα ἔλλογο σέ κάθε ἄνθρωπο
καί πλάσμα τῆς γῆς. Τό κάθε πλάσμα παίρνει τήν ἀχτίδα πού τοῦ πρέπει.
Εἶναι ἡ
ζωή καί οἱ προϋποθέσεις πραγμάτωσής της πού δίνονται.
Οἱ ἄνθρωποι ξυπνοῦν καί
συνειδητοποιοῦν τήν εὐθύνη διαχείρισης τοῦ Ἥλιου πού τοῦς δόθηκε.
Κάθε ποίημα
πού γράφεται, κάθε φαγητό πού μαγειρεύεται, κάθε λουλούδι πού ἀνθίζει, κάθε
χέρι πού ἁπλώνεται, κάθε ἀγκαλιά πού ἀνοίγεται, κάθε σκέψη πού πραγματώνεται εἶναι
τά ὑφαντά πού ὑφαίνονται ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἀχτίδες τίς ἡλιακές.
Ἄν δέν μοῦ ‘δινες τόν ἥλιο Κύριε δέν θά ‘χα τίποτα γιά νά
ζήσω.
Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ εἶναι ἡ μεταγραφή σέ γλῶσσα
παραπλήσια μέ τήν ποιητική – σέ γλῶσσα παραμυθιοῦ, τοῦ ἐκπληκτικοῦ ποιήματος τοῦ Βρεττᾶκου «Ἄν
δέν μοῦ ‘δινες τήν ποίηση Κύριε»[1].
Ἄν δέ μοῦ ’δινες τήν ποίηση, Κύριε,
δέ θά ’χα τίποτα γιά νά ζήσω.
Αὐτά τά χωράφια δέ θά ’ταν δικά μου.
Ἐνῶ τώρα εὐτύχησα νά ’χω μηλιές,
νά πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νά γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τά περιβόλια μου ἀηδόνια.
Γιά τόν ποιητῆ ἡ ποίηση εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ζωῆς. Εἶναι
τό νόημα τῶν ὑπαρκτῶν, ὁ τρόπος τῆς εὐχαριστιακῆς πρόσληψής τους.
Εἶναι ἡ
ποίηση τό βιός του ὁλάκερο, καλλιεργημένο σέ ζωή.
Ἡ ἄνικμη πέτρα κλωνοφυεῖ καί ἡ
ἔρημος πολίζεται.
Οἱ φοῦχτες γεμίζουν μέ ἥλιο σκορπίζοντάς τον σέ λέξεις.
«Κρατοῦσα/ τήν πένα στό χέρι μου κι ὅπου/ ἔβρισκα ἥλιο, βουτοῦσα τήν ἄκρη
της/
κ' ἔγραφα στίχους», θά ἐξομολογηθεῖ σέ ἄλλο του ποίημα.[2]
Σ’ αὐτή τήν πρώτη
στροφή εἶναι ἡ γένεση τοῦ κόσμου του.
Τά χωράφια δέν ὑπάρχουν (δέν εἶναι δικά
του), οἱ μηλιές ἀνύπαρκτες, οἱ πέτρες νεκρές καί οἱ φοῦχτες του ἀσάλευτα κενές.
Ἡ γῆ του ἐρημιά καί τά περιβόλια χωρίς τραγούδια. Τό ἀνύπαρκτο ὅμως ξημερώνει ὡς
ὑπαρκτό.
Ἡ ζωογόνος ποίηση μετασχηματίζει τό «ἀόρατον καί ἀκατασκεύαστον» τοῦ
κόσμου του σέ πολύμορφη ζωή. Ὁ ποιητής συνειδητοποιεῖται στήν εὐθύνη τῆς
ποίησης πού τοῦ δόθηκε. Νά τήν ἀξιοποιήσει, νά μήν σπαταληθεῖ.
Στόν ἀχτιδοϋφαντῆ τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ βεβαιώνεται πώς ὁ
Ἥλιος εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ζωῆς, «εὐτυχία χωρίς Ἥλιο δέν ὑπάρχει». Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς
δίνει στούς Ταχυδρόμους του ἀπό μιά ἡλιαχτίδα κι «ἔτσι σιγά-σιγά ξημερώνει». Ὁ
κόσμος ξυπνᾶ στή ζωή. Τό ταξίδι ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς δέν εἶναι εὔκολο. «Ἄλλοτε
τούς ἐμποδίζει ἡ κακοκαιρία, ἄλλοτε τό σκοτάδι, καί καμιά φορά... οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι».
Ὁ ποιητής στήν δεύτερη στροφή κομίζει τά ἀποτελέσματα τῆς
ποίησής του μπροστά στόν μέγιστο Ποιητή τῶν πάντων:
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τά στάχυα μου, Κύριε; Εἶδες τ’ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα πού πέφτει τό φῶς
στίς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι
ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δέν ξεχέρσωσα ὅλο τό χῶρο μου, Κύριε.
Μ’ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τό γέλιο μου σάν ψωμί πού μοιράζεται.
Τό ἀδιαμόρφωτο καί ἀκατέργαστο μεταμορφώνεται σέ στάχυα καί ἀμπέλια.
Τό κρασί καί τό ψωμί. Ὁ Θεός παρών ὄχι δικαιωματικά ἀλλά δουλεμένος στήν ὕπαρξή
μας.
Θά ὑπάρχει καί θά μεταλαμβάνεται γιά ὅσο ἐμεῖς Τόν ζυμώνουμε, γιά ὅσο οἱ ἄνθρωποι
Τόν ἀποστάζουμε. Ἀνοίγεται δρόμος γιά τό φῶς. Ὁ προσωπικός χῶρος ξεχερσώνεται.
Ὁ
ἥλιος ἀναπαύεται σέ κοιλάδες γαλήνιες καί τό φῶς σκάει ἀπό τό στόμα μοιράζοντας
τήν ποιητική ὕπαρξη ψίχα-ψίχα σάν καρβέλι ψωμί.
Καί γιά τόν ποιητῆ τό ταξίδι τῆς ποίησης δέν εἶναι εὔκολο.
Ὁ
πόνος ὀργώνει τήν ὕπαρξη ἐπεκτείνοντας τά ὅριά της «κι ὁ κλῆρος του μεγαλώνει».
«Τό βράδυ οἱ Ταχυδρόμοι ἐπιστρέφουν στόν Ἀχτιδοϋφαντῆ καί τοῦ
περιγράφουν μέ κάθε λεπτομέρεια τά ὑφαντά τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνος τά ἑνώνει ὅλα
μέ μεγάλη τέχνη σ’ ἕνα μοναδικό σεντόνι ὀνείρων καί μ’ αὐτό σκεπάζει ἀπ’ ἄκρη
σ’ ἄκρη τή γῆ». Καί οἱ ἄνθρωποι μαζί μέ τόν ποιητῆ κομίζουν ἐνώπιον τοῦ Ἀχτιδοϋφαντῆ-Λόγου
τά πεπραγμένα τῆς ἡλιόποσής τους.
Οἱ ἀνάσες τους συνειδητοποιοῦνται σέ ζωή κι ὄχι σέ ἐπιβίωση,
κι «ἔτσι γράφουν ποιήματα οἱ ποιητές, οἱ μαγείρισσες μαγειρεύουν, οἱ χορευτές
χορεύουν, καί ἄπειροι ἄλλοι κάνουν μέ κέφι τή δουλειά τους καί τήν τέχνη τους».
Ὅλα αὐτά τά καθημερινά, τά ἐξαιρετικά μά καί ἐπαναλαμβανόμενα, ὅλα τά ἁπλά καί τα ἐπιτηδευμένα, εἶναι ἡ προσωπική σφραγίδα
δουλειᾶς καί δημιουργίας τοῦ καθενός μας.
Εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς προσωπικῆς μας ἡλιαχτίδας, γιά νά μήν
πάει οὔτε μιά λάμψη της χαμένη. Ἄχ, νά μπορούσαμε νά διαβάζαμε τά συστατικά
δημιουργίας τοῦ κάθε ὑφαντοῦ.
Πόσο τοῖς ἑκατό ἡλιαχτίδα ἔχει, πόσο ξενύχτι,
πόσα κλάματα καί πόνο.
Προσοχή γιά τούς ἐνδυόμενους τήν ἀσφάλεια καί τίς
βεβαιότητες!
Μπορεῖ νά περιέχουν καί ἴχνη ἀπεκδύσεων, ὑπολείμματα συντριβῶν...
Μέ ὅλα τοῦτα τά ὑφαντά τῶν ἀνθρώπων σκεπάζει ὁ Ἀχτιδοϋφαντής
τήν γύμνωση τῆς γῆς. «Σεντόνι ὀνείρων» γιά νά ‘χουν θέση στήν ἐλπίδα κι ὅσοι ἀπέτυχαν,
ὅσοι ἄφησαν ἀπρόσεχτα τίς ἡλιαχτίδες τους νά τούς γλιστρήσουν μέσα ἀπ’ τά
χέρια.
Νά μποροῦν καί ἐκεῖνοι, οἱ πολλοί, νά κοιμοῦνται κάτω ἀπ’ τόν κόπο τῶν
λίγων, γιά νά ‘χουν μερτικό εὐκαιρίας καί στήν αὐριανή ἡμέρα.
Ἡ σύλληψη τῆς Βασιλικῆς ξαφνιάζει. Τήν εὐθύνη τῶν ἡλιαχτίδων
δέν ἔχουν μόνο ὅσοι τίς λαμβάνουν, ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού τίς διακινοῦν, οἱ
Ταχυδρόμοι.
Κάθε χίλια χρόνια κάποιος θά παίρνει τή θέση τοῦ Ἀχτιδοϋφαντῆ.
Ἡ ἀποστολή
τους τώρα εἶναι νά διαλέξουν τόν κατάλληλο παραλήπτη τῆς ἡλιομεταφορᾶς
τους καί νά φέρουν πίσω τά ἀποτελέσματα-ὑφαντά.
Αὐτό θά εἶναι καί τό κριτήριο ἐπιλογῆς
τοῦ νέου Ἀχτιδοϋφαντῆ.
«Δέν ξοδεύω τόν ἥλιο σου ἄδικα
Δέν πετῶ οὔτε ἕνα ψίχουλο ἀπ’
ὅ,τι μοῦ δίνεις» βεβαιώνει ὁ ποιητής.
Τό ἴδιο θέλει νά διαπιστώσει καί ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς-Λόγος.
Πολλές φορές καταναλώνουμε τόν ἥλιο ἐγωιστικά. Ὁ μικρός Χαρίτωνας Ταχυδρόμος εἶχε
μπεῖ στόν πειρασμό αὐτό.
«Εἶναι ἀλήθεια πώς πολλές φορές τήν εἶχε φάει τήν ἡλιαχτίδα του, γιατί ὁ
ἴδιος πεινοῦσε».
Ὑπάρχουμε ὅμως γιά τούς ἄλλους καί ὄχι γιά τό ‘‘ἐγώ’’ μας,
στόν βαθμό πού μοιραζόμαστε, ὅταν κομμάτι-κομμάτι δινόμαστε.
Ἡ εὐθύνη εἶναι νά
«μεγαλώσω τόν κλῆρο μου», ὄχι τόν ἐγωισμό μου.
Ἄλλες φορές πάλι ἡ ἡλιαχτίδα
μπορεῖ νά σβήσει, γιατί ἀπαιτεῖ ἐγρήγορση,
σπουδή σέ φωτοδιάρκεια. Ξεχνιόμαστε, ἀφηνόμαστε πάλι, ἀναβάλλουμε καί ἡ ἡλιαχτίδα
θά ‘χει σβήσει μία χιλιετία πρίν.
Ἡ Βασιλική ἀλλάζει ξαφνικά τό σκηνικό καί μᾶς μεταφέρει σέ
κάτι γνώριμο καί σκοτεινό.
Σ΄ ἕνα ἐξελισσόμενο παρόν. Μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ Συρία
καί Ἰράκ, Οὐκρανία καί Ἀφγανιστάν, Παλαιστίνη καί Κουρδιστάν. Σέ μέρη ὅπου ὁ ἥλιος δέν ἔχει
πρόσβαση, γιατί ὁ ἄνθρωπος φροντίζει νά
τόν «κλωτσᾶ». Ἰπτάμενοι σιδερόπτεροι, ἄλλης τάξης «Ταχυδρόμοι», πετοῦν καί
σκιάζουν τή γῆ.
«Γκρεμισμένα σπίτια καί χαλάσματα»,
τσιριχτές φωνές καί παιδιά
νά τρέχουν προσπαθώντας νά κρυφτοῦν.
«Γιατί σκέφτομαι τήν ἐρμιά καί τίς κατεβασιές τοῦ χειμῶνα
Γιατί θά ‘ρθει τό βράδυ μου. Γιατί φτάνει ὅπου νά ‘ναι
τό βράδυ μου, Κύριε».
Ὁ «Βρεττᾶκος» τῆς Βασιλικῆς, ὁ μικρός Χαρίτωνας-Ταχυδρόμος,
στέλνεται στήν ἐρμιά, στόν χειμῶνα τῆς καρδιᾶς. Ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάνει
τή ζωή ἀξημέρωτο σκοτάδι. Δέν ξόδεψε τίποτα ἀπό τόν ἥλιο πού τοῦ δόθηκε, δέν
σπατάλησε οὔτε ἕνα κομμάτι ἡλιοζωῆς.
«Σοῦ ‘ρχεται νά πετάξεις ψηλά καί ἀπό κεῖ νά μοιράσεις
δωρεάν τήν ψυχή σου»[3] σοῦ συμπληρώνει κι ὁ Ἐλύτης ἐρχόμενος στή συντροφιά μας. Ὁ
Χαρίτωνας ἀγναντεύει ἀπό ψηλά τόν ἀναγκεμό, τήν δίψα γιά φῶς «Δέν ἤξερα πού νά
τή δώσω. Ἤθελα νά τήν κάνω χίλια κομματάκια καί νά τή μοιράσω σέ ὅλους». Ἡ εὐθύνη
ὅμως δέν εἶναι οἱ πολλοί, εἶναι ὁ ἕνας πού θά ἐπηρρεάσει τούς πολλούς. Καί ἡ εὐθύνη
δράσης ἀντίστοιχα ἡ δική μας δέν εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, πρᾶγμα ἄλλωστε ἀδύνατο
καί ἀκατόρθωτο.
Εἶναι αὐτό τό ποίημα πού θά τ’ ἀφήσεις νά ταξιδεύει στό
διάβα τῶν αἰώνων συγκλονίζοντας ἀσταμάτητα πολλούς. Εἶναι ὁ ἕνας ἄνθρωπος μέ
τόν ὁποῖο αὔριο θά συναντηθεῖς. Εἶναι τό πρόσωπο πού θά ἐρωτευθεῖς, ἡ ἐνορία
πού σοῦ ‘λαχε νά διακονεῖς, ἡ ἐπιστήμη μέ τήν ὁποία θά συμπορευθεῖς. Εἶναι ἡ
μία καί μόνο κουβέντα πού αὔριο θά σοῦ ζητηθεῖ νά πεῖς, τό ἄγγιγμα πού ἱκετευτικά
θά ἀναζητηθεῖ, ἡ μία καί μόνο γύμνια καί πεῖνα πού θά ἱκανοποιηθεῖ.
Τόν ἥλιο μπορεῖ ἕνα τόσο δά συννεφάκι νά τόν κρύψει.
Τόν Θεό
μπορεῖ ἕνα τόσο δά ἀνθρωπάκι νά Τόν σκοτώσει.
Ὁ Ἥλιος ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί
ἀγαθούς. Οἱ μέν πρῶτοι θά ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν σέ μεσάνυχτα ἐνῷ ὁ ἥλιος θά
μεσουρανεῖ , τήν ἴδια στιγμή πού οἱ δεύτεροι θά ἀπολαμβάνουν ἕνα Θεό καλοκαίρι.
Καί τοῦτο διότι ὁ Ἥλιος ζητᾶ συνέργεια, ἀποδοχή προσωπική.
Ὁ Χαρίτωνας γνωρίζει πόσο εὐάλωτη εἶναι ἡ ἡλιαχτίδα του.
Νοιώθει τήν εὐθύνη της ὅπως κι ὁ ποιητής τήν δική του: «να’χω κάμει πρίν φύγω
τήν καλύβα μου ἐκκλησιά/ γιά τούς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης».
Φυτεύει τήν ἡλιαχτίδα του ἐκεῖ πού ὅλα τοῦ φωνάζουν νά μήν
τό κάνει.
Κι ὅμως στήν ὕπαρξή του εἶναι πού θά ἐκκλησιασθοῦν χιλιάδες ἄλλοι.
«Μ’αὐτό πού ἔκανες, Χαρίτωνα, πολλαπλασίασες ἀναρίθμητες φορές τήν ἡλιαχτίδα
σου» τοῦ ὁμολόγησε ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς συγκινημένος.
Καί τό πῶς, μένει στόν καθένα, διαβάζοντας τό βιβλίο, νά τό
μάθει...
Ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐθύνη της ξεκινᾶ πάντα σέ σχέση δυαδική.
Δουλεύεται μέ τήν ἔκσταση ἀπό τό ‘‘ἐγώ’’, στή συνάντηση μέ τόν ἄλλον σέ ἐπίπεδο
προσωπικό. Σκοπός της ὅμως εἶναι νά γίνει τριαδική. Ἕνας ἀπεγκλωβισμός δηλαδή ἀπό
τήν ἀσφάλεια τῶν δύο, στό ρίσκο τῆς πρόσληψης τοῦ κάθε ἄλλου, μέσα ἀπό μία ἀέναη
κίνηση καθολικῆς περιχώρησης τῶν πάντων.
Κι ἔτσι ὁ χῶρος τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας, ἡ καλύβα, γίνεται ἐκκλησιά,
κάλεσμα ὅλων σέ κοινή σύναξη ἀγάπης καί ἀλληλοπεριχώρησης.
Τό ἴδιο καθώς καί ἡ ἀχτίδα
τοῦ Χαρίτωνα, διακινδυνεύεται μέσα ἀπό τήν δυσκολία τῆς σκληροκαρδίας σέ ἄνοιγμα
καί μοίρασμα καθολικό.
Τό παραμύθι τῆς Βασιλικῆς ὁλοκληρώνεται εὐχάριστα ἀλλά δέν
τελειώνει.
«Τό Φῶς εἶχε τρυπώσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων κι ἐπιτέλους ἦταν εὐτυχισμένοι».
Ἡ ὁλοκλήρωση εἶναι αὐτή ἡ διαπίστωση, ἡ
βεβαιότητα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Φωτός.
Ἡ διαχείρισή του ἀπό ὅλους μας ἡ ἀτέλεστη
πορεία.
Καλοτάξιδος ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῶν
καρδιῶν, εὔχομαι.
Οἱ ἀχτίδες του νά ὑφαίνουν ροῦχο γιά τή γύμνωση τοῦ κόσμου.
Προσπάθησα καί 'γω κάτι νά (γ)ράψω...
Σημειώσεις
[1] Στή συλλογή «Ὁ
χρόνος καί τό ποτάμι»,
«Τά Ποιήματα», τ.Α΄, ἐκδ.: ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ,
1999, σ. 257
[2] Ποίημα «Κυριακή»,
ἀπό τή συλλογή «Παιχνίδια μέ τά χρώματα»,
«ΠΟΙΗΣΗ», τ.Β΄, ἐκδ.: ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ 1999,
σ. 135
[3] Ὀδ. Ἐλύτης, «Ἡμερολόγιο
ἑνός ἀθέατου Ἀπριλίου»,
«ΠΟΙΗΣΗ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2005, σ. 485