Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

"Απολογισμός "




Τσάρλς Μπουκόφσκι
-  από τη Συλλογή «Η λάμψη της αστραπής πίσω απ ’το βουνό»


Κι άλλες χαμένες μέρες,  
ξεκοιλιασμένες μέρες  
εξατμισμένες μέρες  
Κι άλλες χαραμισμένες μέρες,  
σπαταλημένες μέρες,  
δαρμένες μέρες, ακρωτηριασμένες  
το πρόβλημα είναι ότι  
το άθροισμα των ημερών  
μας κάνει μια ζωή,  
τη ζωή μου 
Κάθομαι εδώ  
εβδομήντα τριών χρονών  
ξέροντας ότι ξεγελάστηκα  
Τα ’κανα θάλασσα,  
τσιγκλάω τα δόντια μου  
με μια οδοντογλυφίδα  
που  
σπάει  
Σαν εμπορικό τραίνο που δεν τ’ ακούς όταν  
έχεις την πλάτη γυρισμένη.   



lifo – [2fA]



"Στόν Ἀχτιδοϋφαντῆ.. "





Ἄν δέν μοῦ ’δινες τόν ἥλιο Κύριε

π. Βασίλειος Χριστοδούλου
-  Σχόλιο στόν «Ἀχτιδοϋφαντῆ» τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ


Τό ‘χω παρατηρήσει. Ὅταν πεινᾶς μιά βοήθεια, κι ὄχι ἁπλῶς ἀναγνωστική τέρψη, ὁ Θεός σοῦ βάζει στό χέρι τό κατάλληλο βιβλίο. Δέν τό ‘χεις ἐσύ ἐπιλέξει, Ἐκεῖνος διαλέγει γιά σένα.
Σάν τόν ἀχτιδοϋφαντῆ, τραβᾶ μιά ἀχτίδα ἀπό τόν ἥλιο Του, ὅπως μιά ὑφάντρα κλωστές ἀπ’ τό κουβάρι καί στήν ταχυδρομεῖ μέ τό βιβλίο Του. 
Ἐκεῖ πού διαβάζεις, ἀνάμεσα στό μάτι σου καί τό βιβλίο εἶναι μιά ἔκπληξη πού σέ θαμπώνει.

Ἡ ἀχτίδα διεισδύει μέσα ἀπ’ τίς πάμπολες ρωγμές τοῦ πόνου σου. 
Προχωρᾶ δημιουργώντας ξημέρωμα μέσα σου. Ἐκεῖνος εἶναι καί σοῦ μιλᾶ, ἕνας Θεός καλοκαίρι. Διαβάζεις αὐτό πού χρειάζεσαι, αὐτό πού θά σοῦ δώσει ἀνάσες, αὐτό πού θά γίνει ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ὑπάρχουν καί δέν τολμήθηκαν, κουράγιο σέ ἀγωνίες πού κοντεύουν νά σοῦ πάρουν τήν πνοή.

Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς μοῦ δόθηκε σέ μιά μέρα πού τόν χρειαζόμουν. 
Ἦταν ἡ ἀπάντηση σέ ἕνα νόημα πού ἔψαχνα, γιά μιά προσπάθεια πού εἶχε ἀπό μέρους μου κατατεθεῖ καί πού στήν πορεία πληγώθηκε, κουράστηκε μένοντας μετέωρη πάνω ἀπό ἕνα τεράστιο ἐρωτηματικό.
Τίποτα δέν πάει τελικά χαμένο, παρά μόνο ἐκεῖνο πού δέν προσπάθησες, ἐκεῖνο πού ἀπαξίωσες, ὅσα δῶρα ἄφησες νά γλιστρήσουν ἀπό τά χέρια σου ἀναξιοποίητα, μοῦ εἶπε μέ τήν γῶσσα τοῦ παραμυθιοῦ.   

Ἡ γλώσσα τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ἐκείνη πού ἀποδεσμευμένη ἀπό τά ὅρια μιᾶς ἐγκόσμιας λογικότητας, μεταλαμβάνει μιᾶς πραγματικότητας ὑπέρλογης, μέ ὄρους ἁπλοϊκούς και μυθικούς, παραμυθένιους. Ὄχι γιά νά χτίσει ἕνα ψέμα (μύθος) ἀλλά γιά νά μεταδώσει μιά ἀλήθεια, τόσο ὑπερβατική πού στήν ὀρθολογικότητα νά μοιάζει μέ φαντασία.
Δέν χρησιμοποιεῖ τήν ἀπόδειξη, τήν προσπάθεια, τήν πειθώ, ἁπλῶς ἐκθέτει καί ἐκτίθεται.

Ὅ,τι εἶναι ἡ σαλότητα γιά τόν πνευματικό τρόπο τοῦ βίου εἶναι τό παραμύθι γιά τήν πνευματική γραφή. Τό παραμύθι εἶναι ὁ σαλός τῶν πνευματικῶν γραφῶν. 
Ταπεινώνεται στόν τρόπο τῆς παιδικῆς γραφῆς, γλιτώνοντας φυσικά τήν ἔπαρση μιᾶς «κατανόησης», γι’ αὐτό καί μπορεῖ εὐχερῶς νά ἀλητεύει στόν χῶρο τοῦ μυστηρίου. 
Γιά τό παραμύθι ὅλα παραμένουν χωρίς ὅρια, ἀπροσδιόριστα. 
Ἴσως γι’ αὐτό νά μπορεῖ νά λαφυραγωγεῖ κάτι ἀπό τό Μυστήριο, ἀπό τό ἀνείπωτο.

Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ, εἶναι μία ἔμπνευση ἀπ’ ἀλλοῦ φερμένη, γιά νά συνοψίσει τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τῆς κάθε ἡμέρας, τῆς δημιουργικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά γνωρίσουμε τήν κάθε ἀλλαγή μας, τήν δυνατότητα μετάνοιας, τήν στροφή στή ζωή μας σπορά ἡλιακή, σέ χρόνο καί μέ τρόπο ἄδηλο. 

Κάθε μέρα πού ξημερώνει δέν εἶναι ρηχό γεγονός ἀστρονομικοῦ ἐνδιαφέροντος, τυπική ἐπανάληψη ρουτίνας συμπαντικῆς. Κάθε ἡμέρα μας δίνεται καί χαρίζεται, ἀφήνεται ὡς παρακαταθήκη, ὡς δυνατότητα πραγμάτωσης τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἄνθρωπο.  
Κάθε μέρα ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο καί τοῦ τόν ἐμπιστεύεται γιά πορεία καθ’ ὁμοιωτική...

Κεντρικό στοιχεῖο στήν ὅλη διήγηση εἶναι ὁ ζωοδότης Ἥλιος. 
Καί ἡ Βασιλική τόν γράφει μέ τό «η» κεφαλαῖο, ὑποδηλώνοντας ἕνα πρόσωπο καί ὄχι τό προφανές, μιά ἀστρική δηλαδή μπάλα. Ἀκολουθεῖ τήν θεολογική μας παράδοση μέ τή δική της τεχνική. Μιά παράδοση πού ὀνόμασε τόν Χριστό «Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης» ἤδη ἀπό τή Γέννησή Του, γιά νά μαρτυρήσει ὅτι ἡ ζωή δέν εἶναι μιά τυχαιότητα, ἀποτέλεσμα ἐξελικτικῶν συμβάντων βιολογικῶν, ἀλλά προσωπικό ἔλλογο γέννημα τοῦ Θεοῦ, δημιουργική πνοή δική Του.

Στόν ἀχτιδοϋφαντῆ ξετυλίγεται τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τό Θεϊκό δώρημα τῆς κάθε ἡμέρας.  Σ’ αὐτό βοηθᾶ καταλυτικά ἡ εἰκονογράφηση τῆς Αἰμιλίας Κονταίου. 
Τά πλάσματά της λεπτεπίλεπτα καί ἀέρινα, προεκτάσεις μιᾶς κίνησης δοτικῆς, πού μοιάζουν νά μήν ἔχουν τέλος.
Σάν κάτι νά ‘χουν κλέψει ἀπ’ τόν Ρουμπλιώφ. Στά ἄκρα τους ἡ αἰωνιότητα.

Ἡ ὅλη ἱστορία κτίζεται πάνω στό μοίρασμα τοῦ ἥλιου.
Ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς εἶναι ὁ «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» Χριστός.
«Αὐτός εἶναι πού κάθε μέρα, λίγο πρίν χαράξει, κάθεται πάνω στόν Ἥλιο κι ἀρχίζει νά τραβᾶ μιά μιά τίς ἀχτίδες του» δίνοντάς τες στούς «Ταχυδρόμους».
Σ’ ἐκεῖνα τά φτιαγμένα ἀπό φῶς πλάσματα τῆς γειτονιᾶς τοῦ οὐρανοῦ, πού ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη μεταφορᾶς τῶν ἀχτίδων σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ κόσμου, σ’ ὅλα τά πλάσματα τῆς γῆς. Καί κάπως ἔτσι κάθε ἡμέρα ξημερώνει...

Ὁ Ἥλιος δέν εἶναι ἕνα σπάταλο καί ἀπερίσκεπτο σκόρπισμα τοῦ Φωτός.
Πρόκειται γιά εὐθύνη προσωπική. Εἶναι μοίρασμα ἔλλογο σέ κάθε ἄνθρωπο καί πλάσμα τῆς γῆς. Τό κάθε πλάσμα παίρνει τήν ἀχτίδα πού τοῦ πρέπει.
Εἶναι ἡ ζωή καί οἱ προϋποθέσεις πραγμάτωσής της πού δίνονται.

Οἱ ἄνθρωποι ξυπνοῦν καί συνειδητοποιοῦν τήν εὐθύνη διαχείρισης τοῦ Ἥλιου πού τοῦς δόθηκε.
Κάθε ποίημα πού γράφεται, κάθε φαγητό πού μαγειρεύεται, κάθε λουλούδι πού ἀνθίζει, κάθε χέρι πού ἁπλώνεται, κάθε ἀγκαλιά πού ἀνοίγεται, κάθε σκέψη πού πραγματώνεται εἶναι τά ὑφαντά πού ὑφαίνονται ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἀχτίδες τίς ἡλιακές.


Ἄν δέν μοῦ ‘δινες τόν ἥλιο Κύριε δέν θά ‘χα τίποτα γιά νά ζήσω.
Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ εἶναι ἡ μεταγραφή σέ γλῶσσα παραπλήσια μέ τήν ποιητική – σέ γλῶσσα παραμυθιοῦ,  τοῦ ἐκπληκτικοῦ ποιήματος τοῦ Βρεττᾶκου «Ἄν δέν μοῦ ‘δινες τήν ποίηση Κύριε»[1].

Ἄν δέ μοῦ ’δινες τήν ποίηση, Κύριε,
δέ θά ’χα τίποτα γιά νά ζήσω.
Αὐτά τά χωράφια δέ θά ’ταν δικά μου.
Ἐνῶ τώρα εὐτύχησα νά ’χω μηλιές,
νά πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νά γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τά περιβόλια μου ἀηδόνια.

Γιά τόν ποιητῆ ἡ ποίηση εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ζωῆς. Εἶναι τό νόημα τῶν ὑπαρκτῶν, ὁ τρόπος τῆς εὐχαριστιακῆς πρόσληψής τους.
Εἶναι ἡ ποίηση τό βιός του ὁλάκερο, καλλιεργημένο σέ ζωή.
Ἡ ἄνικμη πέτρα κλωνοφυεῖ καί ἡ ἔρημος πολίζεται.

Οἱ φοῦχτες γεμίζουν μέ ἥλιο σκορπίζοντάς τον σέ λέξεις.
«Κρατοῦσα/ τήν πένα στό χέρι μου κι ὅπου/ ἔβρισκα ἥλιο, βουτοῦσα τήν ἄκρη της/
κ' ἔγραφα στίχους», θά ἐξομολογηθεῖ  σέ ἄλλο του ποίημα.[2] 

Σ’ αὐτή τήν πρώτη στροφή εἶναι ἡ γένεση τοῦ κόσμου του.
Τά χωράφια δέν ὑπάρχουν (δέν εἶναι δικά του), οἱ μηλιές ἀνύπαρκτες, οἱ πέτρες νεκρές καί οἱ φοῦχτες του ἀσάλευτα κενές. Ἡ γῆ του ἐρημιά καί τά περιβόλια χωρίς τραγούδια. Τό ἀνύπαρκτο ὅμως ξημερώνει ὡς ὑπαρκτό.
Ἡ ζωογόνος ποίηση μετασχηματίζει τό «ἀόρατον καί ἀκατασκεύαστον» τοῦ κόσμου του σέ πολύμορφη ζωή. Ὁ ποιητής συνειδητοποιεῖται στήν εὐθύνη τῆς ποίησης πού τοῦ δόθηκε. Νά τήν ἀξιοποιήσει, νά μήν σπαταληθεῖ.

Στόν ἀχτιδοϋφαντῆ τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ βεβαιώνεται πώς ὁ Ἥλιος εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ζωῆς, «εὐτυχία χωρίς Ἥλιο δέν ὑπάρχει». Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς δίνει στούς Ταχυδρόμους του ἀπό μιά ἡλιαχτίδα κι «ἔτσι σιγά-σιγά ξημερώνει». Ὁ κόσμος ξυπνᾶ στή ζωή. Τό ταξίδι ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς δέν εἶναι εὔκολο. «Ἄλλοτε τούς ἐμποδίζει ἡ κακοκαιρία, ἄλλοτε τό σκοτάδι, καί καμιά φορά... οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι».

Ὁ ποιητής στήν δεύτερη στροφή κομίζει τά ἀποτελέσματα τῆς ποίησής του μπροστά στόν μέγιστο Ποιητή τῶν πάντων:

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τά στάχυα μου, Κύριε; Εἶδες τ’ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα πού πέφτει τό φῶς
στίς γαλήνιες κοιλάδες μου;Κι  ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δέν ξεχέρσωσα ὅλο τό χῶρο μου, Κύριε.
Μ’ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τό γέλιο μου σάν ψωμί πού μοιράζεται.

Τό ἀδιαμόρφωτο καί ἀκατέργαστο μεταμορφώνεται σέ στάχυα καί ἀμπέλια. 
Τό κρασί καί τό ψωμί. Ὁ Θεός παρών ὄχι δικαιωματικά ἀλλά δουλεμένος στήν ὕπαρξή μας.
Θά ὑπάρχει καί θά μεταλαμβάνεται γιά ὅσο ἐμεῖς Τόν ζυμώνουμε, γιά ὅσο οἱ ἄνθρωποι Τόν ἀποστάζουμε. Ἀνοίγεται δρόμος γιά τό φῶς. Ὁ προσωπικός χῶρος ξεχερσώνεται.
Ὁ ἥλιος ἀναπαύεται σέ κοιλάδες γαλήνιες καί τό φῶς σκάει ἀπό τό στόμα μοιράζοντας τήν ποιητική ὕπαρξη ψίχα-ψίχα σάν καρβέλι ψωμί.

Καί γιά τόν ποιητῆ τό ταξίδι τῆς ποίησης δέν εἶναι εὔκολο. 
Ὁ πόνος ὀργώνει τήν ὕπαρξη ἐπεκτείνοντας τά ὅριά της «κι ὁ κλῆρος του μεγαλώνει».

«Τό βράδυ οἱ Ταχυδρόμοι ἐπιστρέφουν στόν Ἀχτιδοϋφαντῆ καί τοῦ περιγράφουν μέ κάθε λεπτομέρεια τά ὑφαντά τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνος τά ἑνώνει ὅλα μέ μεγάλη τέχνη σ’ ἕνα μοναδικό σεντόνι ὀνείρων καί μ’ αὐτό σκεπάζει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τή γῆ». Καί οἱ ἄνθρωποι μαζί μέ τόν ποιητῆ κομίζουν ἐνώπιον τοῦ Ἀχτιδοϋφαντῆ-Λόγου τά πεπραγμένα τῆς ἡλιόποσής τους.

Οἱ ἀνάσες τους συνειδητοποιοῦνται σέ ζωή κι ὄχι σέ ἐπιβίωση, κι «ἔτσι γράφουν ποιήματα οἱ ποιητές, οἱ μαγείρισσες μαγειρεύουν, οἱ χορευτές χορεύουν, καί ἄπειροι ἄλλοι κάνουν μέ κέφι τή δουλειά τους καί τήν τέχνη τους». 
Ὅλα αὐτά τά καθημερινά, τά ἐξαιρετικά μά καί ἐπαναλαμβανόμενα, ὅλα τά ἁπλά καί τα ἐπιτηδευμένα, εἶναι ἡ προσωπική σφραγίδα δουλειᾶς καί δημιουργίας τοῦ καθενός μας.

Εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς προσωπικῆς μας ἡλιαχτίδας, γιά νά μήν πάει οὔτε μιά λάμψη της χαμένη. Ἄχ, νά μπορούσαμε νά διαβάζαμε τά συστατικά δημιουργίας τοῦ κάθε ὑφαντοῦ.
Πόσο τοῖς ἑκατό ἡλιαχτίδα ἔχει, πόσο ξενύχτι, πόσα κλάματα καί πόνο.
Προσοχή γιά τούς ἐνδυόμενους τήν ἀσφάλεια καί τίς βεβαιότητες!
Μπορεῖ νά περιέχουν καί ἴχνη ἀπεκδύσεων,  ὑπολείμματα συντριβῶν...

Μέ ὅλα τοῦτα τά ὑφαντά τῶν ἀνθρώπων σκεπάζει ὁ Ἀχτιδοϋφαντής τήν γύμνωση τῆς γῆς. «Σεντόνι ὀνείρων» γιά νά ‘χουν θέση στήν ἐλπίδα κι ὅσοι ἀπέτυχαν, ὅσοι ἄφησαν ἀπρόσεχτα τίς ἡλιαχτίδες τους νά τούς γλιστρήσουν μέσα ἀπ’ τά χέρια.
Νά μποροῦν καί ἐκεῖνοι, οἱ πολλοί, νά κοιμοῦνται κάτω ἀπ’ τόν κόπο τῶν λίγων, γιά νά ‘χουν μερτικό εὐκαιρίας καί στήν αὐριανή ἡμέρα.

Ἡ σύλληψη τῆς Βασιλικῆς ξαφνιάζει. Τήν εὐθύνη τῶν ἡλιαχτίδων δέν ἔχουν μόνο ὅσοι τίς λαμβάνουν, ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού τίς διακινοῦν, οἱ Ταχυδρόμοι. 
Κάθε χίλια χρόνια κάποιος θά παίρνει τή θέση τοῦ Ἀχτιδοϋφαντῆ. 
Ἡ ἀποστολή τους τώρα εἶναι νά διαλέξουν τόν κατάλληλο παραλήπτη τῆς ἡλιομεταφορᾶς τους καί νά φέρουν πίσω τά ἀποτελέσματα-ὑφαντά. 
Αὐτό θά εἶναι καί τό κριτήριο ἐπιλογῆς τοῦ νέου Ἀχτιδοϋφαντῆ.

«Δέν ξοδεύω τόν ἥλιο σου ἄδικα 
Δέν πετῶ οὔτε ἕνα ψίχουλο ἀπ’ ὅ,τι μοῦ δίνεις» βεβαιώνει ὁ ποιητής. 
Τό ἴδιο θέλει νά διαπιστώσει καί ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς-Λόγος. Πολλές φορές καταναλώνουμε τόν ἥλιο ἐγωιστικά. Ὁ μικρός Χαρίτωνας Ταχυδρόμος εἶχε μπεῖ στόν πειρασμό αὐτό.
«Εἶναι ἀλήθεια πώς πολλές φορές τήν εἶχε φάει τήν ἡλιαχτίδα του, γιατί ὁ ἴδιος πεινοῦσε».
Ὑπάρχουμε ὅμως γιά τούς ἄλλους καί ὄχι γιά τό ‘‘ἐγώ’’ μας, στόν βαθμό πού μοιραζόμαστε, ὅταν κομμάτι-κομμάτι δινόμαστε. 

Ἡ εὐθύνη εἶναι νά «μεγαλώσω τόν κλῆρο μου», ὄχι τόν ἐγωισμό μου. 
Ἄλλες φορές πάλι ἡ ἡλιαχτίδα μπορεῖ νά σβήσει, γιατί ἀπαιτεῖ ἐγρήγορση, σπουδή σέ φωτοδιάρκεια. Ξεχνιόμαστε, ἀφηνόμαστε πάλι, ἀναβάλλουμε καί ἡ ἡλιαχτίδα θά ‘χει σβήσει μία χιλιετία πρίν.

Ἡ Βασιλική ἀλλάζει ξαφνικά τό σκηνικό καί μᾶς μεταφέρει σέ κάτι γνώριμο καί σκοτεινό.
Σ΄ ἕνα ἐξελισσόμενο παρόν. Μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ Συρία καί Ἰράκ, Οὐκρανία καί Ἀφγανιστάν, Παλαιστίνη καί Κουρδιστάν. Σέ μέρη ὅπου ὁ ἥλιος δέν ἔχει πρόσβαση, γιατί ὁ ἄνθρωπος φροντίζει νά τόν «κλωτσᾶ». Ἰπτάμενοι σιδερόπτεροι, ἄλλης τάξης «Ταχυδρόμοι», πετοῦν καί σκιάζουν τή γῆ. 

«Γκρεμισμένα σπίτια καί χαλάσματα»,
τσιριχτές φωνές καί παιδιά νά τρέχουν προσπαθώντας νά κρυφτοῦν.
«Γιατί σκέφτομαι τήν ἐρμιά καί τίς κατεβασιές τοῦ χειμῶνα
Γιατί θά ‘ρθει τό βράδυ μου. Γιατί φτάνει ὅπου νά ‘ναι
τό βράδυ μου, Κύριε».


Ὁ «Βρεττᾶκος» τῆς Βασιλικῆς, ὁ μικρός Χαρίτωνας-Ταχυδρόμος, στέλνεται στήν ἐρμιά, στόν χειμῶνα τῆς καρδιᾶς. Ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάνει τή ζωή ἀξημέρωτο σκοτάδι. Δέν ξόδεψε τίποτα ἀπό τόν ἥλιο πού τοῦ δόθηκε, δέν σπατάλησε οὔτε ἕνα κομμάτι  ἡλιοζωῆς.

«Σοῦ ‘ρχεται νά πετάξεις ψηλά καί ἀπό κεῖ νά μοιράσεις δωρεάν τήν ψυχή σου»[3] σοῦ συμπληρώνει κι ὁ Ἐλύτης ἐρχόμενος στή συντροφιά μας. Ὁ Χαρίτωνας ἀγναντεύει ἀπό ψηλά τόν ἀναγκεμό, τήν δίψα γιά φῶς «Δέν ἤξερα πού νά τή δώσω. Ἤθελα νά τήν κάνω χίλια κομματάκια καί νά τή μοιράσω σέ ὅλους». Ἡ εὐθύνη ὅμως δέν εἶναι οἱ πολλοί, εἶναι ὁ ἕνας πού θά ἐπηρρεάσει τούς πολλούς. Καί ἡ εὐθύνη δράσης ἀντίστοιχα ἡ δική μας δέν εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, πρᾶγμα ἄλλωστε ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο.

Εἶναι αὐτό τό ποίημα πού θά τ’ ἀφήσεις νά ταξιδεύει στό διάβα τῶν αἰώνων συγκλονίζοντας ἀσταμάτητα πολλούς. Εἶναι ὁ ἕνας ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο αὔριο θά συναντηθεῖς. Εἶναι τό πρόσωπο πού θά ἐρωτευθεῖς, ἡ ἐνορία πού σοῦ ‘λαχε νά διακονεῖς, ἡ ἐπιστήμη μέ τήν ὁποία θά συμπορευθεῖς. Εἶναι ἡ μία καί μόνο κουβέντα πού αὔριο θά σοῦ ζητηθεῖ νά πεῖς, τό ἄγγιγμα πού ἱκετευτικά θά ἀναζητηθεῖ, ἡ μία καί μόνο γύμνια καί πεῖνα πού θά ἱκανοποιηθεῖ.

Τόν ἥλιο μπορεῖ ἕνα τόσο δά συννεφάκι νά τόν κρύψει. 
Τόν Θεό μπορεῖ ἕνα τόσο δά ἀνθρωπάκι νά Τόν σκοτώσει. 
Ὁ Ἥλιος ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς. Οἱ μέν πρῶτοι θά ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν σέ μεσάνυχτα ἐνῷ ὁ ἥλιος θά μεσουρανεῖ , τήν ἴδια στιγμή πού οἱ δεύτεροι θά ἀπολαμβάνουν ἕνα Θεό καλοκαίρι. Καί τοῦτο διότι ὁ Ἥλιος ζητᾶ συνέργεια, ἀποδοχή προσωπική.

Ὁ Χαρίτωνας γνωρίζει πόσο εὐάλωτη εἶναι ἡ ἡλιαχτίδα του. 
Νοιώθει τήν εὐθύνη της ὅπως κι ὁ ποιητής τήν δική του: «να’χω κάμει πρίν φύγω τήν καλύβα μου ἐκκλησιά/ γιά τούς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης».

Φυτεύει τήν ἡλιαχτίδα του ἐκεῖ πού ὅλα τοῦ φωνάζουν νά μήν τό κάνει. 
Κι ὅμως στήν ὕπαρξή του εἶναι πού θά ἐκκλησιασθοῦν χιλιάδες ἄλλοι. 
«Μ’αὐτό πού ἔκανες, Χαρίτωνα, πολλαπλασίασες ἀναρίθμητες φορές τήν ἡλιαχτίδα σου» τοῦ ὁμολόγησε ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς συγκινημένος. 
Καί τό πῶς, μένει  στόν καθένα, διαβάζοντας τό βιβλίο, νά τό μάθει...

Ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐθύνη της ξεκινᾶ πάντα σέ σχέση δυαδική. 
Δουλεύεται μέ τήν ἔκσταση ἀπό τό ‘‘ἐγώ’’, στή συνάντηση μέ τόν ἄλλον σέ ἐπίπεδο προσωπικό. Σκοπός της ὅμως εἶναι νά γίνει τριαδική. Ἕνας ἀπεγκλωβισμός δηλαδή ἀπό τήν ἀσφάλεια τῶν δύο, στό ρίσκο τῆς πρόσληψης τοῦ κάθε ἄλλου, μέσα ἀπό μία ἀέναη κίνηση καθολικῆς περιχώρησης τῶν πάντων.

Κι ἔτσι ὁ χῶρος τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας, ἡ καλύβα, γίνεται ἐκκλησιά, κάλεσμα ὅλων σέ κοινή σύναξη ἀγάπης καί ἀλληλοπεριχώρησης. 
Τό ἴδιο καθώς καί ἡ ἀχτίδα τοῦ Χαρίτωνα, διακινδυνεύεται μέσα ἀπό τήν δυσκολία τῆς σκληροκαρδίας σέ ἄνοιγμα καί μοίρασμα καθολικό.

Τό παραμύθι τῆς Βασιλικῆς ὁλοκληρώνεται εὐχάριστα ἀλλά δέν τελειώνει. 
«Τό Φῶς εἶχε τρυπώσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων κι ἐπιτέλους ἦταν εὐτυχισμένοι».  
Ἡ ὁλοκλήρωση εἶναι αὐτή ἡ διαπίστωση, ἡ βεβαιότητα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Φωτός. 
Ἡ διαχείρισή του ἀπό ὅλους μας ἡ ἀτέλεστη πορεία.

Καλοτάξιδος ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῶν καρδιῶν, εὔχομαι. 
Οἱ ἀχτίδες του νά ὑφαίνουν ροῦχο γιά τή γύμνωση τοῦ κόσμου. 
Προσπάθησα καί 'γω κάτι νά (γ)ράψω...



Σημειώσεις

[1]  Στή συλλογή «Ὁ χρόνος καί τό ποτάμι»,
«Τά Ποιήματα», τ.Α΄, ἐκδ.: ΤΡΙΑ  ΦΥΛΛΑ, 1999, σ. 257

[2]  Ποίημα «Κυριακή», ἀπό τή συλλογή «Παιχνίδια μέ τά χρώματα»,
«ΠΟΙΗΣΗ», τ.Β΄, ἐκδ.: ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ  1999, σ. 135

[3]  Ὀδ. Ἐλύτης, «Ἡμερολόγιο ἑνός ἀθέατου Ἀπριλίου»,
«ΠΟΙΗΣΗ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2005, σ. 485 



antifono – [2fA]




Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

"Στο μισό κέλυφος.. "











Τσάρλς Μπουκόφσκι
-  από τη Συλλογή «Η λάμψη της αστραπής πίσω απ ’το βουνό»


ζωή στο μισό κέλυφος  
το προφανές θα μας σκοτώσει,  
το προφανές μας σκοτώνει  
η τύχη μας εξαντλήθηκε  
όπως πάντα ανασυντασσόμαστε  
και περιμένουμε  
Δεν έχουμε ξεχάσει πώς να  
Παλεύουμε  
Αλλά η πολύχρονη μάχη μας έχει  
Κουράσει  
το προφανές θα μας σκοτώσει  
μας έχει καταβροχθίσει κιόλας το  
προφανές  
εμείς το επιτρέψαμε  
καλά να πάθουμε  
ένα χέρι κινείται στον  
ουρανό  
Μια εμπορική αμαξοστοιχία περνάει μες στη νύχτα  
Οι φράχτες είναι ξεχαρβαλωμένοι  
Η καρδιά μένει μονάχη  
Το προφανές θα μας σκοτώσει  
Περιμένουμε, στερημένοι από
όνειρα.  



lifo – [2fA]


"Μνήμη κι ευαισθησία.. "






ΠΟΡΕΊΑ ΜΝΗΜΗς για την νόσο ALZHEIMER  -  2016
Event: Birmingham Memory Walk, Cannon Hill Park, 11 Sep 2016


Περσεφόνη Σέξτου:

Παίρνω μέρος στην Πορεία "Μνήμης" - Memory Walk 2016 for Alzheimer's Society - 
γιατί θέλω έναν κόσμο χωρίς άνοια.

-  Κάθε τρία λεπτά της ώρας, ένας συνάνθρωπος μας προστίθεται σ’ εκείνους
που πάσχουν από άνοια.

Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο θα πραγματοποιηθούν πορείες υπενθύμισης
του γεγονότος αυτού σε ολόκληρη την Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία,
για να συγκεντρωθούν χρήματα που θα βοηθήσουν στον αγώνα για έναν κόσμο
χωρίς άνοια.


[Persephone 's Memory Walk 2016
-  Dr Persephone Sextou - Newman University, Birmingham, U. K.]





fb – [2fA]



Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

"Όσκαρ Ουάιλντ "






Oscar Wilde  [1854-1900]


Ο Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής γεννήθηκε στο Δουβλίνο.
Ήταν το δεύτερο παιδί του οφθαλμίατρου και λαογράφου Σερ Ουίλλιαμ Ουάιλντ 
και της πολυγραφότατης συγγραφέως και Ιρλανδής εθνικίστριας Λαίδης Τζέην Ουάιλντ.

Σπούδασε Ελληνική και Λατινική Φιλολογία, αρχικά στο Τρίνιτυ Κόλλετζ του Δουβλίνου 
και στη συνέχεια με υποτροφία στην Οξφόρδη.
Έπειτα από ταξίδια στην Ελλάδα και στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε και έζησε στο Λονδίνο.

Ο ιδιαίτερα πνευματώδης λόγος του, περιείχε συχνά σημαντικές αλήθειες:


01. Ένα παιδί μπορεί να διδάξει σε έναν ενήλικο τρία πράγματα:
      να είναι ευτυχισμένος χωρίς ιδιαίτερο λόγο,
      να είναι πάντα απασχολημένος με κάτι
      και να ξέρει να απαιτεί με όλη του τη δύναμη αυτό που θέλει.
02. Δεν πνίγεσαι αν πέσεις στο ποτάμι, αλλά αν παραμείνεις βυθισμένος.
03. Μπορείς να τυφλωθείς, αν βλέπεις όλες τις μέρες ίδιες.
      Κάθε μέρα είναι διαφορετική, κάθε μέρα φέρνει ένα δικό της θαύμα.
      Το ζήτημα είναι να δώσεις την προσοχή σου στο θαύμα.
04. Να είσαι γενναίος. Ρισκάρισε.
      Δεν υπάρχει υποκατάστατο για την εμπειρία.

05. Ο άνθρωπος βελτιώνεται καθώς ακολουθεί τον δρόμο του.
      Αν περιμένει να βελτιωθεί προτού πάρει μια απόφαση,
      δεν θα προχωρήσει ποτέ.
06. Ο Θεός κρίνει το δέντρο από τους καρπούς, όχι από τις ρίζες.
07. Οι άνθρωποι περισσότερο ονειρεύονται ότι επιστρέφουν παρά ότι φεύγουν.


08. Όταν προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι από ό,τι είμαστε,
      τα πάντα γύρω μας γίνονται επίσης καλύτερα.
09. Η επιθυμία δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που φαντάζεσαι.
10. Κάθε ευλογία που παραμελείται γίνεται κατάρα.
11. Όπου είναι η καρδιά σου, εκεί είναι και ο θησαυρός σου.
      Και πρέπει οπωσδήποτε να βρεις το θησαυρό σου για να έχουν νόημα
      όσα έχεις ανακαλύψει στο δρόμο σου.

12. Ό,τι συμβεί μία φορά, μπορεί να μην ξανασυμβεί.
      Αλλά ό,τι συμβεί δύο φορές θα τριτώσει οπωσδήποτε.
13. Ένα λάθος που επαναλαμβάνεται περισσότερο από μία φορά
      είναι μια απόφαση.
14. Τα απλά πράγματα είναι τα πιο ασυνήθιστα
      και μόνο οι σοφοί τα διακρίνουν.


15. Μπορώ να μαντεύω το μέλλον, μέσα από τα σημάδια του παρόντος.
      Στο παρόν βρίσκεται το μυστικό· αν φροντίσεις το παρόν,
      τότε κι αυτό που θα συμβεί στο μέλλον θα είναι καλύτερο.
16. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να μάθεις. Μέσα από τη δράση.
17. Ονειροπόλος είναι αυτός που μπορεί να βρει τον δρόμο του
      μόνο στο φως του φεγγαριού.
      Τιμωρία του είναι ότι βλέπει το ξημέρωμα πριν τον υπόλοιπο κόσμο.
18. Δεν μπορεί να υπάρξει φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα.
      Μπορεί να υπάρξει πάθος, εχθρότητα, αγάπη, λατρεία αλλά όχι φιλία.

19. Είμαστε όλοι βουτηγμένοι στον βούρκο,
      αλλά κάποιοι από μας κοιτάνε τα άστρα.
20. Δύο τραγωδίες υπάρχουν στη ζωή: η μία είναι να μην αποκτάς
      αυτό που θέλεις και η άλλη είναι να το αποκτάς.
21. Εγωισμός δεν είναι να ζεις όπως θες.
      Εγωισμός είναι να αναγκάζεις τους άλλους να ζήσουν όπως θες.


22. Το πρόσωπο ενός άντρα είναι η αυτοβιογραφία του.
      Το πρόσωπο μιας γυναίκας είναι η μυθοπλασία της.
23. Αν δεν βρίσκεις απόλαυση στο να διαβάσεις ένα βιβλίο ξανά και ξανά,
      δεν υπήρχε λόγος να το διαβάσεις καν.
24. Ένας άνθρωπος που δεν σκέφτεται με τον δικό του τρόπο,
      είναι σαν να μην σκέφτεται καθόλου.
25. Το μόνο άτομο που χρειάζεσαι στη ζωή σου
      είναι αυτό που σε χρειάζεται στη δική του.

26. Τίποτα δεν μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή εκτός από τις αισθήσεις
      και τίποτα δεν θεραπεύει τις αισθήσεις εκτός από την ψυχή.
27. Το να ζει κανείς είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο.
      Οι περισσότεροι απλώς υπάρχουν.
28. Ποτέ κανείς δεν είναι λιγότερο ειλικρινής, παρά όταν μιλάει για τον ίδιο.
      Φόρεσε του μια μάσκα και θα σου πει όλη την αλήθεια




[2fA]



Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

"Αμαρτωλή προσευχή "












Μια αληθινή ιστορία
-  από κήρυγμα του π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου

….

Μια μάνα είχε τρία παιδάκια. Το ένα πίσω απ' τ' άλλο. 
Τριών χρονών, τεσσάρων και πέντε. Τα δύο πεθαίνουν από λευχαιμία. 
Αρρωσταίνει και το τρίτο με λευχαιμία και το πάνε στο νοσοκομείο, το πάει η μάνα, χήρα ήταν, είχε χάσει και τον άντρα της. Δραματική η κατάσταση.

Ένα βράδυ απ' αυτά όπου το παιδάκι χαροπάλευε, πέρασε ένας γιατρός όλως εκτάκτως, ο Διευθυντής του Τμήματος, γιατί κάποια οικογένεια τον είχε παρακαλέσει, τον είχε πληρώσει, δεν ξέρω τι είχε κάμει, και έτσι ήρθε να δει κάποιο παιδάκι μες στη νύχτα. 

Εκείνος, κάτω από μια ώθηση - του Θεού ασφαλώς, πέρασε και από τ’ άλλα παιδιά και είδε και το παιδάκι αυτής της χήρας γυναικός.

Της λέει: «Πονεμένη μάνα, πάρε το παιδάκι σου και φύγε τώρα, τουλάχιστον να πεθάνει στην αγκαλιά σου και στο σπίτι σου, δεν πρόκειται να ζήσει παραπάνω από μια ώρα. 
Είναι - δεν είναι, μία ώρα η ζωή του…

Θα πω να σου δώσουν ένα σημείωμα τώρα, για να μη σε σταματήσει έξω ο φύλακας του νοσοκομείου».
Πράγματι λοιπόν, το έδωσαν.

Αυτή τα ’χε χάσει εν τω μεταξύ, ήδη τα ’χε χαμένα, αρπάζει το παιδί της στην αγκαλιά και βγαίνει έξω στους δρόμους. Ήταν τρεις η ώρα τη νύχτα, τρεις - τρεισήμισι. 
Κανείς στους δρόμους, ερημιά παντελής. Και τσίριζε και φώναζε.


Σε μια στροφή του δρόμου βλέπει ξαφνικά μπροστά της μια γυναίκα, μια νεαρή σχετικά γυναίκα, τριάντα ετών, πόσο να ήταν… 
Μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά της. Ποια δουλειά; Ήταν πόρνη! 
Και είχε τελειώσει τη νυχτερινή της βάρδια της αμαρτίας.

Μόλις έφτασε μπροστά της τρέχοντας, με το μωρό στην αγκαλιά, το πέταξε στην αγκαλιά αυτής της γυναίκας. Έπεσε στα πόδια της:  
«Σώσε το παιδί μου! σώσε το παιδί μου! σώσε το παιδί μου!» της φώναξε. 

Τα ’χασε αυτή. Πόρνη ήταν, αμαρτωλή, γεμάτη βρωμιά και δυσωδία, μόλις είχε τελειώσει και κλείσει την πόρτα της αμαρτίας. Τι να κάνει; 
Στα πόδια της μια μάνα, στα χέρια της ένα παιδί που έσβηνε. Το είδε ο Θεός.

Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και φώναξε μέσα από τη ψυχή της: 
«Θεέ μου, εγώ είμαι αμαρτωλή, μια πόρνη. Αν δεν μ’ ακούς εμένα και δεν θα μ’ ακούσεις βέβαια τέτοια που είμαι, άκουσε τουλάχιστον αυτή την πονεμένη μάνα».

Αυτά είπε. Και κείνη τη στιγμή έγινε το θαύμα!
Το παιδί άνοιξε τα μάτια και είπε «μανούλα» και αγκάλιασε με τα χεράκια του την πόρνη. 
Της το ’δωσε και το θαύμα έγινε. 

Ο Θεός άκουσε την προσευχή μιας αμαρτωλής.
Όχι της μάνας, αλλά μιας αμαρτωλής, μιας πόρνης.

….


apantaorthodoxias

GT – [2fA]



"Αθλοφόρος και Ιαματικός "





Ο Άγιος Παντελεήμων


Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας
Ο πατέρας του Ευστόργιος, μέλος ήδη της συγκλήτου και η μητέρα του Ευβούλη, ένθερμη Χριστιανή, τον ονόμασαν Παντολέοντα.

Ήταν πολύ έξυπνος, ευγενικός, επιμελής, ταπεινός και πράος, γεμάτος αρετή, παρ' όλο που ακόμη δεν είχε βαπτιστή Χριστιανός. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον παρέδωσε σ' έναν φημισμένο γιατρό, τον Ευφρόσυνο, για να του διδάξει την ιατρική επιστήμη. 

Σε λίγο καιρό ο Παντολέων ξεπέρασε όλους τους συνομήλικους του στη μόρφωση και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το χαρακτήρα του.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαθαίνοντας για την αρετή και την εξυπνάδα του, τον προόριζε για να γίνει γιατρός στο παλάτι, ο γιατρός των ανακτόρων.

Τον ίδιο καιρό ο γέροντας ιερέας της Νικομήδειας Ερμόλαος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, κάλεσε στο σπίτι που κρυβόταν τον Παντολέοντα για να τον γνωρίσει.

Αφού συνομίλησαν για πολλή ώρα, ο Ερμόλαος κατενθουσιάστηκε από τις τόσες αρετές που κοσμούσαν τον νέο και αποφάσισε να του γνωρίσει την πίστη στον Χριστό. 
Έτσι αναπτύχθηκε ανάμεσα τους μια άριστη πνευματική σχέση.

Ο Παντολέων επισκεπτόταν καθημερινά με ζήλο τον Άγιο Ερμόλαο και απολάμβανε τους Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν έτσι σιγά σιγά στην αληθινή πίστη.


Ένα εντυπωσιακό γεγονός κάνει τον Παντολέοντα να πάρει τη σοβαρή και γενναία απόφαση να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα, να γίνει Χριστιανός.
Ενώ περπατούσε στο δρόμο συνάντησε ένα παιδί που το δάγκωσε μια οχιά και πέθανε.

Λέει λοιπόν στον εαυτό του: Θα προσευχηθώ στο Χριστό να αναστήσει αυτό το παιδί και αν πράγματι το παιδί αναστηθεί, εγώ πια δεν υπάρχει λόγος να καθυστερώ τη βάπτισή μου, θα γίνω Χριστιανός, θα πιστέψω ότι ο Χριστός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Σωτήρας του κόσμου.

Αυτά σκέφτηκε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο. 
Αμέσως το παιδί ζωντάνεψε και το φίδι απέθανε.

Γεμάτος χαρά ο Παντολέων τρέχει στο γέροντα Ερμόλαο, του διηγείται το θαύμα και του ζητά να τον βαπτίσει.
Και ο Ερμόλαος, επειδή γνώριζε ποιος οδηγείται στην τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση, τον οδήγησε στο φωτισμό του θείου βαπτίσματος.

Από τότε ο Παντολέων-Παντελεήμων έγινε ανάργυρος ιατρός. 
Θεράπευε με τη δύναμη του Ιησού Χριστού τους ασθενείς δωρεάν, χωρίς χρήματα.



agh – [2fA]



Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

"Ἥψατό μού τις... "




[Λουκά, 8:42-49]


ν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
43 
καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα
ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ἀποὐδενὸς θεραπευθῆναι,
44 
προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ
καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.

45 
καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος· 
Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσίν σε καὶ ἀποθλίβουσιν.
46 
ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις, ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξεληλυθυῖαν ἀπἐμοῦ.

47 
ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθεν τρέμουσα ἦλθεν καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ διἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.



[2fA]



Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

"Ο μικρός Πάντσο "




Χόρχε Μπουκάι  -  "Ιστορίες να σκεφτείς"


Η μητέρα είχε φύγει από νωρίς το πρωί και είχε αφήσει τα παιδιά στη Μαρία, μια νέα που έμενε μαζί τους κάποιες φορές για λίγες ώρες, προκειμένου να τα προσέχει. Όταν όμως ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο, η Μαρία δεν δίστασε και πολύ.
Άλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε...

Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. 
Δεν ήθελε να το διακινδυνέψει, αν ξυπνούσε ο Πάντσο και κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί όπως και να ’χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. 

Επίσης αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στη μητέρα τον λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την βρήκε αμέσως μόλις την ζήτησε.


Ίσως να έφταιγε ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού ή μπορεί και να πετάχτηκε μια σπίθα από τα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι οι κουρτίνες άρχισαν ξαφνικά να καίγονται και η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα.
Χωρίς να σκεφτεί ο Πάντσο πήδηξε από το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.

Φώναξε τη Μαρία, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκληση του.
Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από ‘κει μέσα.
Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια.


Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
- Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί, να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και να ανοίξει την τρύπα στη σήτα;

- Πώς μπόρεσε να βάλει το μωρό στο σακίδιο και μετά στην πλάτη του;
- Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας τόσο βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
- Πώς τα κατάφερε να σώσει τη ζωή του αδερφού του και τη δική του;

Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, ένας άνθρωπος σοφός που όλοι τον σέβονταν, τους έδωσε τελικά την απάντηση: 
- Ο μικρός Πάντσο τα κατάφερε, γιατί ήταν μόνος…
Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε…



enallaktikidrasi – [2fA]



Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

"Κάτι τέτοιες στιγμές.. "





π. Λίβυος  -  Θα έρθουν μέρες...


Θα έρθουν μέρες, ώρες και στιγμές, που θα νιώσουμε αδύναμοι
να προσευχηθούμε· να σταθούμε ενώπιον του Θεού
και να ψελλίσουμε τις γνωστές μας προσευχές.

Ίσως τότε που δεν υπάρχει καμία πλέον δική μας προσπάθεια
και δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε τον εαυτό μας
με καμία δική μας κατάκτηση, προσπάθεια, αρετή και κατόρθωμα,
να είναι η ώρα που η Χάρις θα μας αρπάξει στην κυριολεξία
στην πλεονάζουσα αγκαλιά της.


Είναι τέτοιες στιγμές που πολλές φορές γεννιέται
κάτι ειλικρινές και αληθινό μεταξύ εμάς και του Θεού,
όταν εμείς έχουμε τσακιστεί και τσαλακωθεί,
όταν νιώθουμε ανίσχυροι μέσα στην αποτυχία μας.

Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η προσευχή πολλές φορές
εκφράζεται ως βαθιά σιωπή απέναντι στην δική μας αδυναμία
και στην μεγάλη Του φιλανθρωπία.



libyos – [2fA]



Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

"Σπίτι κοντά στη θάλασσα "





Γιώργος Σεφέρης  -  Το σπίτι κοντά στη θάλασσα


Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.

Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.

Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινή αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθεί, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθεί να μ' αποχαιρετήσει
ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.




                                                                              


Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Το ίδιο όνειρο - 40








ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΛΟΙΟΥ
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––--------

Σημειώσεις στο περιθώριο



ΤΟ ΙΔΙΟ ΟΝΕΙΡΟ


Δυο λόγια μόνο γι’ απόψε -
είναι αργά για κείμενα μεγάλα
για εξομολογήσεις κι αναφορές
αυτά που πέρασαν δεν επιστρέφουν
δεν ωφελεί να κοιτάζουμε όσα φεύγουν
πλάτες σκυφτές απρόσωπες
που σβήνουν..

λένε πως η απόσταση επαληθεύει την αγάπη
πως ο χρόνος γιατρεύει
πως άλλοι πίνουν για να ξεχάσουν
και άλλοι πιστεύουν τυφλά στη μοίρα
- όλα όμως τα έχω καταγράψει
σε εικόνες που  σφίγγουν τους κροτάφους μου
τα δειλινά
στη ζάλη που με σπρώχνει στην επανάληψη
της απουσίας
στο ίδιο όνειρο που βλέπω κάθε νύχτα
και το πρωί το έχω ξεχάσει

ένα παιδί που τάχα τρέχει
κάποια βήματα που πλησιάζουν
μια πόρτα βαριά που μένει κλειστή
κι αφήνει μια λεπτή ακτίνα φως να συντηρεί
το ίδιο πάντα αίσθημα λαχτάρας
κι απώλειας

όμως είναι αργά κι απόψε
για κείμενα μεγάλα και ανακατατάξεις
μένει μόνο η συνέπεια κι η ελπίδα
στο όνειρο
... κι όπου να ’ναι θα αρχίσει..



Μ[2φΑ]



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

"Όταν ο Προφήτης.. "





ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ   -  ΛΟΓΟΙ E΄, ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ


Είμαστε παιδιά του Θεού και είναι καθήκον μας να κάνουμε το καλό, γιατί ο Θεός είναι όλος αγάπη. Είδες η χήρα που φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία; 
Ειδωλολάτρης ήταν, αλλά τι αγάπη είχε μέσα της!

Όταν ο Προφήτης πήγε και της ζήτησε ψωμί, του είπε: 
«Έχουμε λίγο λάδι και αλεύρι, αυτό θα φάω με τα παιδιά μου και μετά θα πεθάνουμε». 
Δεν του είπε: «Δεν έχουμε να σου δώσουμε». 

Και όταν ο Προφήτης, για να δοκιμάσει την προαίρεσή της, της είπε να φτιάξη ψωμί πρώτα για εκείνον και μετά για τα παιδιά της, η καημένη αμέσως του έφτιαξε.

Αν δεν είχε μέσα της αγάπη, θα έβαζε λογισμούς… 
«Δεν φτάνει που του λέω ότι έχουμε λίγο, θα έλεγε, ζητάει να φτιάξω πρώτα για κείνον!».
Φάνηκε η προαίρεσή της, για να έχουμε εμείς παραδείγματα. 
Αλλά εμείς διαβάζουμε Αγία Γραφή, διαβάζουμε τόσα και τόσα, και τι κάνουμε;


Θυμάμαι, και στο Σινά τα Βεδουϊνάκια που δεν ήξεραν τίποτε από το Ευαγγέλιο , αν τους έδινες κάτι, ακόμα και πολύ λίγο να ήταν, θα το μοιράζονταν μεταξύ τους και θα έπαιρναν όλα από λίγο. Και αν για το τελευταίο δεν έμενε τίποτε, θα του έδιναν τα άλλα από το δικό τους.

Όλα αυτά να τα παίρνετε σαν παράδειγμα και να εξετάζετε τον εαυτό σας, για να βλέπετε πού βρίσκεσθε. Αν εργάζεται έτσι κανείς, ωφελείται όχι μόνον από τους Αγίους και από τους αγωνιστές, αλλά από όλους τους ανθρώπους.
Σκέφτεται: «Αυτό το φιλότιμο το έχω εγώ; Πώς θα κριθώ;» 
Γιατί ο καθένας μας μόνος του θα κριθή από τον καλύτερό του.

Αξία έχει να δίνουμε από το υστέρημά μας, είτε πρόκειται για κάτι πνευματικό είτε για κάτι υλικό. Έχω, ας υποθέσουμε, τρία μαξιλάρια. 
Αν δώσω το ένα που μου περισσεύει, δεν έχει αξία. 
Ενώ, αν δώσω αυτό που χρησιμοποιώ για προσκέφαλο, αυτό έχει αξία, γιατί έχει θυσία.

Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε για την χήρα:
«Η χήρα η πτωχή, αύτη πλείον πάντων έβαλεν… »





Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

"Slave Driver "




Slave Driver  -  από τον Γιώργο Ντόκο


Η Τζαμάικα προσαρτήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Ισπανία το 1665 και αμέσως σε όλη την έκτασή της αναπτύχθηκαν τεράστιες φυτείες ζαχαροκάλαμου, προκειμένου να ικανοποιήσουν την ευρωπαϊκή ζήτηση για ζάχαρη. Γι’ αυτόν το σκοπό μεταφέρθηκαν από την Αφρική νέγροι σκλάβοι, ανθεκτικοί στην εργασία. 

Η υποδούλωση βασίστηκε σε μια αυστηρή φυλετική ιεραρχία, στην οποία οι μαύροι ήταν κατώτερη φυλή.
Ωστόσο, οι μαύροι σκλάβοι δεν ανέχονταν πάντα μοιρολατρικά την υποδούλωση τους.

Δραπέτες ταλαιπωρούσαν το σύστημα εξαναγκαστικής εργασίας. 
Εξεγέρσεις, συχνά βίαιες, ήταν διαδεδομένες περισσότερο στην Τζαμάικα από οποιοδήποτε άλλο νησί της Καραϊβικής, μέχρι τη χειραφέτηση.

Σε όλες τις ευρωπαϊκές αποικίες όπου υπήρχε και δουλεία γυναικών, αυτές ήταν συχνά υπηρέτριες και είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τους κυρίους τους.
Σε αυτό η Τζαμάικα δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Μετά από χρόνια αυτή η αρκετά κοινή πρακτική, δημιούργησε ένα μεγάλο αριθμό μιγάδων. 

Ενώ ο πληθυσμός αυτός μπορεί να γίνει αντιληπτός ως απειλή για την "λευκή" κυριαρχία, θολώνοντας τη διαχωριστική γραμμή του χρώματος, δημιούργησε επίσης μια κοινωνική ιεραρχία στον μαύρο πληθυσμό, σύμφωνα με την οποία η ανοιχτή χροιά ενός ατόμου, δημιουργούσε γι’ αυτό καλύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Αυτές οι διακρίσεις όμως στον μαύρο πληθυσμό, συνεχίστηκαν και μετά τη δουλεία και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Μέσα από τη μετάβαση στον καπιταλισμό, όπου οι κοινωνικά ευνοημένοι μιγάδες έγιναν η Τζαμαϊκανή αστική τάξη, ακολουθώντας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα τη μεσαία τάξη, οι μαύροι Τζαμαϊκανοί συνέχισαν να περιθωριοποιούνται και να αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των φτωχών.

Η βιομηχανία της μπανάνας ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και άνοιξε εμπορικές σχέσεις με την Αμερική, ενώ παράλληλα πολλοί νέγροι της Καραϊβικής δούλεψαν στα έργα της διάνοιξης της διώρυγας του Παναμά.
Αυτά τα ταξίδια έφεραν τους σκλάβους για πρώτη φορά σε επαφή με ριζοσπαστικές ιδέες. 

Μεταξύ αυτών των Τζαμαϊκανών στον Παναμά ήταν και εκείνοι που στη συνέχει έθεσαν τα θεμέλια για το κίνημα Ρασταφάρι:
ο Athlyi Rogers, ο Γκρέις Jenkins, ο Balintine Pettersburgh, ο Leonard Howell και κυρίως, ο Marcus Garvey.

Στον Παναμά και στα εμπορικά πλοία άρχισαν να ζυμώνονται ιδέες, οι οραματιστές να προφητεύουν την επιστροφή στην Αφρική, αναπτύσσοντας τις θεωρίες για το μαύρο χρώμα του Θεού (και ως εκ τούτου, την εκ φύσεως αξιοπρέπεια και ιερότητα των μαύρων), ενώ άλλοι ανέπτυξαν μαρξιστικές ιδέες και την ανάγκη οι μαύροι να ανατρέψουν το σημερινό σύστημα, προκειμένου να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία και εξουσία.


- Το 1973 κυκλοφόρησε ο δίσκος του Bob Marley «Catch a fire»
όπου και το τραγούδι Slave Driver:


Οδηγέ των σκλάβων οι καιροί έχουν αλλάξει -
αν φουντώσει μια φωτιά, μπορεί τώρα να σε κάψει!
Κάθε φορά που ακούω τον ήχο από μαστίγιο, το αίμα μου παγώνει
θυμάμαι πάνω στο πλοίο των σκλάβων, πως κακοπάθανε πολλές ψυχές.
Σήμερα λένε ότι είμαστε ελεύθεροι,
μόνο που είμαστε αλυσοδεμένοι στη φτώχεια.
Καλέ Θεέ νομίζω, ότι αυτό είναι η αμορφωσιά
είναι μια μηχανή, που φτιάχνει χρήματα.

fb – [2fA]



Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

"Κρατήρας Στέφανος "




Σε ένα μήνα
Μουσική πανδαισία στην Αυγουστιάτικη Πανσέληνο

Στον Κρατήρα Στέφανο της Κοιλάδας του Ηφαιστείου, στη Νίσυρο
-  όλη την νύχτα, επί 10 ώρες και 34 λεπτά  -

Έναρξη: Πέμπτη 18 Αυγούστου στις 19.58  -  (δύση ηλίου)
Λήξη: Παρασκευή 19 Αυγούστου στις 06.32  -  (ανατολή)


ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ


Δεκαπέντε μουσικοί θα παίξουν για πρώτη φορά μαζί,
στη βάση ενός τεράστιου ηφαιστειακού κρατήρα διαμέτρου 300 μέτρων,
δημιουργώντας ένα πολύωρο αυτοσχεδιαστικό μουσικό έργο επιτόπιας σύνθεσης.

Θα σχηματίσουν έναν κύκλο, στον οποίο όλοι μαζί θα ξεκινήσουν να παίζουν ταυτόχρονα και από τον οποίο θα εξέρχονται ή θα επιστρέφουν, ανάλογα με τις φυσικές αντοχές, τον εκφραστικό οίστρο και την δημιουργική τους έμπνευση.

Πειραματιστές, συνθέτες, κλασσικοί, jazz, ηλεκτρονικοί, παραδοσιακοί
-  φωνητικά, ηλεκτρικές κιθάρες, κοντραμπάσο, tapes, φλάουτο, κρουστά, πιάνο, samples, κανονάκι, ούτι, τσέλο, βιολοντσέλο, laptops, πλήκτρα, φλάουτο-τσαμπούνα, κλαρίνο και τύμπανα-κρουστά,
σε μια μοναδική και ανεπανάληπτη αυγουστιάτικη εμπειρία αυτοσχεδιασμού.


Γιγαντομαχία

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία κατά τη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, όταν θεοί και Τιτάνες πολεμούσαν μεταξύ τους, ο Ποσειδώνας έκοψε με την τρίαινά του ένα κομμάτι από την Κω και το εκσφενδόνισε στον γίγαντα Πολυβώτη. 

Ο βράχος πέτυχε τον στόχο του, καταπλάκωσε τον γίγαντα κι εκείνος έκτοτε προσπαθεί να τον ξεφορτωθεί φυσώντας και ξεφυσώντας.

Ο βράχος αυτός είναι η Νίσυρος και οι καπνοί που αναδύονται από τους ηφαιστειακούς κρατήρες, είναι από τα χνώτα του Πολυβώτη.

Ο Στέφανος, ένας από τους 5 κρατήρες της Νισύρου, είναι ο μεγαλύτερος υδροθερμικός κρατήρας στον κόσμο.







-  Συμπαραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και του six d.o.g.s
-  Υλοποίηση μιας (ακόμα) ιδέας του Κωνσταντίνου Δαγριτζίκου



GT – [2fA]