Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

"..και άλλα τέσσερα, οκτώ! "

 



Louise Glück [βραβεῖο Pulitzer, 1993 καί National Book Award, 2014]
[
Ὀκτώ Πεζά Ποιήματα, ἀπό τό βιβλίο «Πιστή κι Ἐνάρετη Νύχτα
», 2004]


5. Ἕνα διακεκομμένο ταξίδι

Τελικὰ οἱ σκάλες ἦσαν πιὸ δύσκολες ἀπὸ ὅ,τι περίμενα κι ἔτσι κάθησα,
ἂς ποῦμε, στὴ μέση τῆς διαδρομῆς. Δίπλα στὰ σκαλιὰ ὑπῆρχε
ἕνα μεγάλο παράθυρο καὶ περνοῦσα τὴν ὥρα παρατηρώντας τὰ μικρὰ
δράματα καὶ τὶς μικρὲς κωμωδίες ποὺ ἐκτυλίσσονταν ἔξω στὸν δρόμο,
ἂν καὶ δὲν ἔβλεπα κανέναν γνωστό μου ἐκεῖ ἔξω, κανέναν,
σὲ κάθε περίπτωση, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει.
Οὔτε οἱ ἴδιες οἱ σκάλες χρησιμοποιοῦνταν, ἀπὸ ὅσο μποροῦσα νὰ δῶ.
Πρέπει νὰ σηκωθεῖς, ἀγόρι μου, εἶπα στὸν ἑαυτό μου. Καθὼς αὐτὸ
φαινόταν ἀδύνατο, ἔκανα ὅ,τι καλύτερο μποροῦσα στὴ δεδομένη
περίσταση: ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια μου στὸ πάνω σκαλὶ
καὶ τὸ σῶμα μου ζαρωμένο στὸ κάτω. Λίγη ὥρα μετά, ἕνα κοριτσάκι
ἐμφανίστηκε στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, κρατώντας τὸ χέρι μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας.
Γιαγιά, εἶπε τὸ κοριτσάκι, εἶναι ἕνας πεθαμένος στὶς σκάλες!
Πρέπει νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ κοιμηθεῖ, εἶπε ἡ γιαγιά.
Πρέπει νὰ τὸν προσπεράσουμε ἥσυχα. Βρίσκεται σὲ ἐκεῖνο τὸ στάδιο
τῆς ζωῆς ὅπου οὔτε ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχὴ οὔτε ἡ πρόοδος πρὸς τὸ τέλος
μοιάζει ἀνεκτή˙ ἑπομένως, ἔχει ἀποφασίσει νὰ σταματήσει, ἐδῶ,
μὲς στὴ μέση, μολονότι ἐμποδίζει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐμᾶς.
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας˙ καὶ στὴ δική μου ζωή, συνέχισε,
ὑπῆρξε μιὰ τέτοια στιγμή, ἂν καὶ συνέβη πρὶν πολὺ καιρό. Καὶ σὲ αὐτὸ
τὸ σημεῖο, ἄφησε τὴν ἐγγονή της νὰ προπορευθεῖ, ὥστε νὰ μπορέσουν
νὰ μὲ προσπεράσουν χωρὶς νὰ μὲ ἐνοχλήσουν.

Θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσω ὁλόκληρη τὴν ἱστορία της, διότι μοῦ φάνηκε, ὅπως
περνοῦσε, δυνατὴ γυναίκα, ἕτοιμη νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωή, καὶ συγχρόνως
εὐθυτενής, χωρὶς ψευδαισθήσεις. Ἀλλὰ σύντομα ἄρχισαν νὰ ψιθυρίζουν,
ἢ ἀπομακρύνθηκαν. Ἄραγε θὰ τὸν βροῦμε ὅταν ἐπιστρέψουμε, ρώτησε
τὸ κορίτσι χαμηλόφωνα. Ὣς τότε θὰ ἔχει φύγει πρὸ πολλοῦ, εἶπε ἡ γιαγιά της,
θὰ ἔχει τελειώσει τὴν ἀνάβαση ἢ τὴν κατάβαση, ὅ,τι ἀπὸ τὰ δύο κι ἂν ἐπιχειρεῖ.
Ἂς τὸν ἀποχαιρετήσω τώρα, λοιπόν, εἶπε τὸ κοριτσάκι. Καὶ γονάτισε
στὸ ἀποκάτω σκαλί, ψάλλοντας μιὰ προσευχὴ τὴν ὁποία ἀναγνώρισα,
ἦταν ἑβραϊκὴ νεκρώσιμη δέηση. Κύριε, ψιθύρισε, ἡ γιαγιά μου λέει,
ὅτι δὲν εἶστε νεκρός, σκέφτηκα ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ προσευχὴ θὰ παρηγορήσει
τὸν τρόμο σας, καὶ δὲν θὰ εἶμαι ἐδῶ νὰ τὴν ψάλω τὴν κατάλληλη ὥρα.

Ὅταν τὴν ξανακούσετε, εἶπε, ἴσως οἱ στίχοι νὰ εἶναι λιγότερο τρομακτικοί,
ἂν θυμηθεῖτε πῶς τοὺς πρωτακούσατε, τραγουδισμένους
ἀπὸ ἕνα κοριτσάκι.

6. Τό ἄλογο καί ὁ ἀναβάτης

Ἦταν μιὰ φορὰ ἕνα ἄλογο, καὶ πάνω του ἕνας ἀναβάτης. Φαινόταν τόσο
ὄμορφος κι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογο ὅπως τοὺς φώτιζε ὁ φθινοπωρινὸς ἥλιος
καθὼς πλησίαζαν τὴν ξένη πόλη! Οἱ ἄνθρωποι συνωθοῦνταν στοὺς δρόμους
ἢ φώναζαν ἀπὸ τὰ παράθυρα. Γρηὲς κάθονταν καὶ παρατηροῦσαν, ἀνάμεσα
σὲ γλάστρες. Ἀλλὰ ἂν ἔψαχνε κανεὶς νὰ βρεῖ κανένα ἄλλο ἄλογο ἢ ἄλλον
ἀναβάτη, μάταια θὰ ἔψαχνε. Φίλε μου, εἶπε τὸ ζῶο, γιατί δὲν μὲ ἐγκαταλείπεις;
Μόνος, θὰ βρεῖς τὸν δρόμο σου ἐδῶ. Ἄν, ὅμως, σὲ ἐγκατέλειπα, εἶπε ὁ ἄλλος,
θὰ σήμαινε πὼς ἀφήνω πίσω μου ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ πῶς
θὰ μποροῦσα νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ἐφόσον δὲν γνωρίζω,
ποιό κομμάτι εἶσαι;

7. Ἕνα ἔργο μυθοπλασίας

Ὅταν, μετὰ ἀπὸ πολλὲς νύχτες, γύρισα τὴν τελευταία σελίδα,
μὲ κατέκλυσε μιὰ θλίψη. Ποῦ εἶχαν πάει ὅλοι, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ φαίνονταν
τόσο πραγματικοί; Γιὰ νὰ ξεχαστῶ, ἀποφάσισα νὰ κάνω ἕναν νυχτερινὸ περίπατο˙
ἐνστικτωδῶς, ἄναψα τσιγάρο. Στὸ σκοτάδι, τὸ τσιγάρο ἔφεγγε
σὰν φωτιὰ ποὺ ἄναψε κάποιος ἐπιζῶν. Ἀλλὰ ποιός θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνει
αὐτὸ τὸ φῶς, αὐτὴ τὴ μικρὴ κουκκίδα ἀνάμεσα στὰ ἄπειρα ἀστέρια;
Στάθηκα λίγο στὸ σκοτάδι, μὲ τὸ τσιγάρο νὰ φέγγει καὶ νὰ μικραίνει,
ἡ κάθε εἰσπνοὴ ὑπομονετικὰ νὰ μὲ καταστρέφει. Πόσο μικρὸ ἦταν,
πόσο σύντομο. Σύντομο, ναί, σύντομο, ὅμως ἦταν μέσα μου πιά, ἐκεῖ ὅπου
ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν τὰ ἀστέρια.

8. Τό ζευγάρι στό πάρκο

Ἕνας ἄντρας περπατάει μόνος στὸ πάρκο καὶ δίπλα του περπατᾶ μιὰ γυναίκα,
ἐπίσης μόνη. Πῶς τὸ καταλαβαίνει κανείς; Εἶναι σὰν νὰ ὑπῆρχε
μιὰ γραμμὴ ἀνάμεσά τους, σὰν τὶς γραμμὲς στὰ γήπεδα. Ἐντούτοις,
ἂν τοὺς φωτογράφιζες θὰ ἔμοιαζαν μὲ παντρεμένο ζευγάρι, ἕνα βάρος
ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, βάρος ὅπως καὶ οἱ χειμῶνες ποὺ ἔχουν ὑπομείνει μαζί.
Κάποια ἄλλη στιγμή, θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἄγνωστοι ἕτοιμοι νὰ συναντηθοῦν τυχαῖα.
Τῆς πέφτει τὸ βιβλίο της˙σκύβει νὰ τὸ σηκώσει, ἀγγίζει, τυχαῖα, τὸ χέρι
του καὶ ἡ καρδιά της ἀνοίγει σὰν παιδικὸ μουσικὸ κουτί. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κουτὶ
ξεπροβάλλει μιὰ μικρὴ ξύλινη μπαλλαρίνα. Ἐγὼ τὸ ἔφτιαξα αὐτό, σκέφτεται
ὁ ἄντρας· καίτοι στὸ ἴδιο σημεῖο βιδωμένη περιστρέφεται, δὲν παύει νὰ εἶναι χορεύτρια,
κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα κομμάτι ξύλο. Ἔτσι μᾶλλον ἐξηγεῖται ἡ αἰνιγματικὴ
μουσικὴ τῶν δέντρων.

 

frear – 2φΑ





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου