– Από
τον Κυκλοθυμικό
Ναι, ο Μίκης Θεοδωράκης μπορεί να μνημονεύεται ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης, ως
μια αμφιλεγόμενη πολιτική περσόνα, ως αυτός που έφερε τον Ελύτη και το Ρίτσο
και στο τελευταίο ελληνικό σπίτι, στα χείλη και του πιο απλού ανθρώπου, αυτός
που έβαλε το μπουζούκι ισότιμα δίπλα στο πιάνο, το ρεμπέτικο δίπλα στη
συμφωνική και γέμισε με αντάρτες τα καθίσματα στις λυρικές σκηνές κι έχωσε
πονηρά τα κόκκινα εμβατήρια στα μεγάφωνα των μεγάρων μουσικής αυτού του κόσμου,
όμως πάνω από όλα ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένα βίωμα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αυτός που πάντρεψε τους γονείς μου
με «το τρένο φεύγει στις 8», όταν ο πατέρας μου ήταν φαντάρος στη Βόρεια Ελλάδα
κι η μάνα μου τον περίμενε στο σταθμό στην Αθήνα να τον δει για λίγο κρυφά από
τη μάνα της. Σήμερα που τους βλέπω ασπρισμένους, να πονάνε σε κάθε πιθανό κι
απίθανο σημείο, να γερογκρινιάζουν, ακούω το τρένο που τους παίρνει μακριά,
πέρα από την Κατερίνη και τους πάει στα άστρα εκεί που θα είναι πάντα νέοι,
ωραίοι κι ερωτευμένοι, εκεί που ο χρόνος δε φθείρει τα σώματα και τα
συναισθήματά τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αυτός που με κρατούσε σε επικοινωνία
με εκείνο το κορίτσι των 26 χρόνων που έπεσε από την ταράτσα του ξενοδοχείου
για να γλιτώσει από τον κόσμο, τους δαίμονες της, την κατάθλιψη και μια ακόμα
σκληρή εκδοχή της πατριαρχίας.
Όταν ήθελα να τη δω ξανά, έβαζα το «Αστέρι μου
φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου» που έπλαθε ξανά από την αρχή ο Μίκης σαν
άλλος Ορφέας κι άνοιγε το σκοτεινό αττικό ουρανό κι εμφανιζόταν αυτή με το
λευκό της φόρεμα, αυτό που την κήδεψαν, κι αποδρούσε από τα δεσμά του Άδη σαν
άλλη Ευρυδίκη για να ζήσει τον έρωτα, τα ξενύχτια, τις βόλτες, τις εκδρομές κι
όσα θα της χρωστά για πάντα η ζωή, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι και να
γυρίσει πίσω στο αιώνιο σκοτάδι και στη Σιωπή.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο μόνος που ήρθε μαζί μου στο
αεροπλάνο στο δύσκολο ταξίδι της πρώτης μετανάστευσης, το πρώτο βράδυ σε εκείνο
το κρύο ξενοδοχείο στο πιο αφιλόξενο μέρος της Αμερικής, στο σκληρό της Νότο,
μου τραγουδούσε όλη νύχτα τα ερωτικά του με φόντο την Ακρόπολη. Και το πρωί,
εγώ με τα μούσια και τα ατίθασα μαλλιά ξένος ανάμεσα σε τόσες φυλές «προχωρούσα
μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν κι ούτε κανένας με γνώριζε».
Και τα
βράδια ξανά και ξανά στήναμε καντάδες με τη «νυχτερίδα στη σκεπή» ελπίζοντας τα
χαιρετίσματα να μπορέσουν να περάσουν τον Ατλαντικό, να μην πέσουν στα κύματα
και να βρουν αυτούς που αγαπώ.
Ύστερα στο πρώτο ταξίδι πίσω, όταν με υποδεχόταν πάλι ο
αττικός ουρανός και το γκρίζο της αιώνιας ερωμένης μου, της Αθήνας, τότε
πλημμύριζε το αεροπλάνο με τους ήχους από τους «Χαρταετούς», πώς μπορεί να
αποτυπώσει κανείς καλύτερα από το μπουζούκι σε αυτό το ορχηστρικό τις εθιστικές ουσίες της Ελλάδας;
Κι όταν
έβλεπα ξανά τους δικούς μου και χτυπούσε το τηλέφωνο του πατέρα μου πεταγόταν
το «Φεγγάρι μάγια μου κάνες και περπατώ στα ξένα» να μου τρυπά την καρδιά.
Κι
ύστερα οι νύχτες ασωτίας που ξεκινούσαν από τις σκάλες του μετρό πότε με το
«Όμορφη πόλη» πότε με το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» στα ακουστικά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διηύθυνε μια ολόκληρη ορχήστρα εκείνο το
βράδυ που κοιμηθήκαμε με ανοιχτούς τους υπολογιστές για να μη νιώθουμε μακριά
και σου σιγοτραγουδούσα το «Σ’ αγαπώ μα δε θα ’ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω, σ’
αγαπώ μα δε θα ’ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω» και τότε που με είδες πρώτη φορά να
χορεύω ζαλισμένος το «Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά άναψες τον καημό μου είσαι
μικρός και δε χωράς τον αναστεναγμό μου» και το πρωί όταν βγήκαμε στην ταράτσα
κι ενώ ο ήλιος ξεπεταγόταν πίσω από τα βουνά έβραζε σα λάβα από το βάθος ενός
ηφαιστείου το «ο κόσμος ξημερώνει».
Και μετά όταν ξημέρωσε, που σου τραγούδησα
το «Μέρα Μαγιού» και σου υποσχέθηκα, ενώ «άρμεγες με τα μάτια σου το φως της
οικουμένης» πως «όλα αυτά τα ωραία θα ναι δικά μας».
Ήταν και στην πρώτη μας φορά, όταν έβαζε τη μουσική στα
λόγια που ειπώθηκαν μέσα στη σιωπή «πώς να ξεχάσω τα μεγάλα μάτια που με
χάιδεψαν, τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα,
σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ’ αγαπώ».
Ήταν και τότε στον Προφήτη Ηλία που
απλωνόταν η μουσική από το «Νύχτα μέσα στα μάτια σου» στον ουρανό, στις
παραλίες κι ύστερα σε όλο το Αιγαίο και ξέφευγε πάλι.
Ήταν και τότε που γύριζα
ζαλισμένος με «δακρυσμένα μάτια, με όνειρα κομμάτια» στους «μεγάλους δρόμους
κάτω από τις αφίσες» για αυτό το «ποτέ μαζί» εκείνη τη «νύχτα μαγικιά», που δε
θα ξεχάσω ποτέ.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν και στο θάλαμο στο στρατόπεδο
εκπαίδευσης μαζί μου, κρύφτηκε στα δυο μπουζούκια των γιατρών του θαλάμου.
Ήταν
το πρώτο Σαββατόβραδο που αντί να σεργιανάμε στους δρόμους της Αθήνας ήμασταν
κλειδωμένοι στον παραλογισμό της αρβύλας και των διαταγών.
Τότε που έφυγαν οι
μονιμάδες και μείναμε μόνοι μας και 5-10 ξυρισμένοι σβέρκοι τραγουδούσαμε το
«Σαββάτο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός Ανέστη, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει
κάπου μακριά.» και λύγιζαν τα κάγκελα που είχαν περικυκλώσει τη νιότη μας.
Ήταν
και τότε στα πιο δύσκολα στη μονάδα που μου τραγουδούσε συνωμοτικά και περιπαιχτικά
το «Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις» και όταν σοβάρευε το «ποιος τη
ζωή μου, ποιος την κυνηγά».
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ και σε
εκείνο το ταξίδι στη Μακρόνησο, από τη μια να αφηγείται τη ζωή του ανάμεσα σε
μουσικές και πρόζες κι από την άλλη, εκεί που δεν έφταναν τα φώτα στο άλλο άκρο
του νησιού με έσερνε να δω πού έπαιρνε ο αέρας τα χαρτιά με τις μουσικές του,
τότε που έτρεχε να τα μαζέψει από τη θάλασσα με χαλασμένο πνευμόνι και δίπλα
ρεμπέτες κι ανθρωποφύλακες να χασκογελούν.
Πίσω από τα χειροκροτήματα και τις
ζωηρές φωνές του κοινού, άκουγες ακόμα τις κραυγές των κολασμένων από τα
βασανιστήρια. Πίσω από τη σκηνή έβλεπες τα φώτα της Αθήνας τόσο κοντά για σένα,
τόσο μακριά για αυτούς. Ήταν εκεί και τότε που τον επισκέφτηκα στη Ζάτουνα και
σιγοτραγουδούσε πονηρά το «Είμαι Ευρωπαίος έχω δύο αφτιά» και γρήγορα το γύριζε
σε… Χατζιδάκι.
Ήταν και στις νύχτες ανάμεσα σε βιβλία, μουσικές, ανοιχτά
παράθυρα, αέρα που μύριζε ακόμα γιασεμί κι αδειανά μπουκάλια από μπύρες, τότε
που χτιζόταν η συνείδηση, τότε που μου έλεγε ότι «το ψωμί είναι στο τραπέζι»
και «δώσ’ το μάνα του διαβάτη, του Χριστού και του ληστή» και σκάλιζε στην ψυχή
μου το «πολλές σημαίες να ανεμίζουν στα μπαλκόνια να λένε δυνατά τη λέξη
“σύντροφος” κι εσύ να λείπεις».
Και το βράδυ που πέθανε ο Φιντέλ τραγουδούσαμε
μαζί «Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη; Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι
ανανταριάζει; Γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι; Λεβέντης εροβόλαγε.» για
να ξορκίσουμε το τέλος μιας εποχής ελπίδας ή την αρχή μιας εποχής τεράτων.
Ήταν και στους δρόμους όταν όλοι μαζί μαθαίναμε να βάζουμε
το «ταξικός» ως προσδιορισμό στον αγώνα μας με το «όταν σφίγγουν το χέρι», με
το «αρνιέμαι», με το «ο αδερφός τον αδερφό», με την «αντάρτισσα που πάει με τη
σημαία της μπροστά», με το «κράτησα τη ζωή μου», κτλ. τότε που ξηλωνόταν το
μέλλον μας, τότε που μαθαίναμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, τότε που κατέρρεε
με αίμα το «ευτυχώς που ηττηθήκαμε, σύντροφοι», τότε που ξεπεταγόταν το τέρας
του ναζισμού, τότε που καταλαβαίναμε τι βαριά ιστορία αγώνων είχαμε να
κουβαλήσουμε, τότε που νιώσαμε πρώτη φορά οργή, φόβο, αγανάκτηση.
Μας γνώρισε τον Πέτρουλα, τον Μπελογιάννη, τον Παναγούλη, τον
Λαμπράκη, τον Άρη, τον Τούση, ζωγράφισε τους ήρωες μας όπως ο Κόντογλου
ζωγράφιζε τους αγίους της Χριστιανοσύνης.
Μας φιλοξένησε σε στάδια, θέατρα, γήπεδα, μουσικές σκηνές, στην παραλία του
Βραχατίου, στο προαύλιο της ΕΡΤ, σε αυτοσχέδιες σκηνές στο δρόμο.
Σήμερα καθόμασταν με τον πατέρα μου σε απέναντι καναπέδες
και κλαίγαμε σαν παιδιά.
Τι κι αν μας χωρίζουν 30 χρόνια; Τι κι αν δεν τα
βρίσκουμε πολιτικά;
Τι κι αν έχουμε άλλες εμπειρίες κι ακούσματα;
Ο Θεοδωράκης πάνω από όλα ήταν βίωμα διαφορετικών ανθρώπων, εποχών, ιστορικών
στιγμών και γενιών κι ως βίωμα τον θρηνούμε, ως βίωμα θα τον αγαπάμε μέχρι το
δικό μας τέλος κι ως βίωμα θα τον μεταφέρουμε και στα δικά μας παιδιά και στα
δικά μας εγγόνια.
fb – 2fA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου