Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

"Πάλη με το σκοτάδι "

 



Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
[Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος]


Μόνος μου χτες από τις πίκρες στραγγισμένος
Σε δάσος σύσκιο βαρύθυμος καθόμουν.
Μ᾿ αρέσει, αλήθεια, αυτό το φάρμακο στις θλίψεις,
με την ψυχή μου ν’ αναδεύω σκέψεις σιωπηλά.
Αύρες ψιθύριζαν μ’ αηδόνια καλλικέλαδα
κι απ’ τα κλαδιά γλυκό αποκάρωμα χυνόταν,
θαρρείς και σού ‘φευγε η ζωή. Κι από τα δέντρα
τα οξύφωνα τζιτζίκια, φίλοι του ήλιου,
πλημμύριζαν το δάσος με τις φλύαρες φωνές τους.
Σιμά ρυάκι δροσερό έβρεχε τα πόδια
και μες στο δάσος έτρεχε απαλά.
Πώς με συνείχε ωστόσο δυνατή η οδύνη
κι έτσι δε με τραβούσαν διόλου ετούτα. Ο νους,
σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει.
Κι εγώ μέσα στις συστροφές της ταραγμένης σκέψης
σ’ αντίμαχες ιδέες παραδομένος:
Ποιος στάθηκα, ποιος είμαι, τι θα γίνω; Δεν ξέρω καθαρά.
Κι άλλος σοφότερός μου ούτε κι εκείνος.
[...]

Στάσου. Μπρος στο Θεό όλα δεύτερα. Τόπο στο Λόγο.
Μάταια δε σ’ έπλασε ο Θεός,
μα εγώ αντιστέκομαι, μικρόψυχος, στον ύμνο.
Σκοτάδι εδώ κι εκεί του Λόγου το βασίλειο κι όλα ξάστερα,
για το Θεό αντικρίζοντας, για στη φωτιά να τυραννιέσαι.
Μόλις με γλύκανε έτσι ο νους, πάει κι ο πόνος.
Κι από το σύσκιο δάσος χτες γυρίζοντας
στο σπίτι, μια χαμογέλαγα παράξενα
και μια σιγόκαιγε η καρδιά με σκέψη ανταριασμένη.

 

πΖ – 2φΑ

                                                                 

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

"Ανατροφή και παιδαγωγία "

 



Άγιος Ἰωάννης ο Χρυσόστομος   [P.G. 61,150, κ.εξ.]


Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα;
Μέχρι πότε θὰ σκύβουμε καὶ θὰ ἐπικεντρώνουμε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον μας πάνω στὰ γήινα πράγματα;

Ὅταν πρόκειται, γιὰ τὴν φροντίδα τῆς ἀνατροφῆς καὶ τὴν παιδαγωγία τῶν παιδιῶν μας, ἂς παίρνουν ὅλα τὰ ἄλλα δεύτερη θέση καὶ σημασία.
Ἂν τὸ παιδὶ διδαχτεῖ ἀπὸ μικρὸ νὰ σκέπτεται μὲ σωστὸ τρόπο, τότε ἔχει ἤδη ἀποκτήσει μεγάλο πλοῦτο καὶ δόξα.

Δὲν θὰ ἔχεις κατορθώσει τίποτα τὸ σπουδαῖο, ἂν ἔχεις μάθει τὸ παιδί σου κάποια τέχνη ἢ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποῖα θὰ κερδίσει ἐνδεχομένως χρήματα.
Τὸ σπουδαῖο θὰ εἶναι ἂν τὸ ἔχεις διδάξει τὴν τέχνη νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα.
Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλούσιο, ἔτσι νὰ τὸ κάνεις.

Γιατὶ πλούσιος δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα.
Αὐτὸ νὰ διδάξεις τὸ παιδί σου. Αὐτὸ νὰ τοῦ μάθεις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος.

Μὴν κοιτάζεις, πῶς θὰ τὸ κάνεις νὰ προκόψει -μὲ τὴν ἔννοια βέβαια, ποὺ τὸ κοσμικὸ φρόνημα θεωρεῖ τὴν προκοπὴ- γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ καταντήσεις φιλόδοξο.
Φρόντισε καλύτερα νὰ τοῦ μάθεις πῶς νὰ περιφρονεῖ, σὲ τούτη ἐδῶ τὴ ζωή, τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος καὶ πιὸ σπουδαῖος.

Αὐτὰ εἶναι πράγματα, ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἐξ ἴσου, καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ ἀπὸ τὸν φτωχό.
Αὐτὰ δὲν τὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ δάσκαλο, οὔτε τοῦ τὰ μαθαίνει καμμιὰ τέχνη.
Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ μαθαίνει κανεὶς ζώντας σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ.

Μὴν φροντίζεις μόνο, νὰ ζήσει τὸ παιδί σου πολλὰ χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ.
Φρόντισε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀτέλειωτη καὶ αἰώνια ζωή.

 

Nektar – 2fA


                                                                    


Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

"ΑΓΙΟΙ… ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ "

 



Βιβλιοπαρουσίαση από τον π. Βασίλειο Χριστοδούλου
- π. Χριστόδουλος Μπίθας «ΑΓΙΟΙ… ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ»


Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ διασώζει ἕνα περιστατικό πού λαμβάνει χώρα μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ (κ΄ 1-9). Ἡ Μαγδαληνή Μαρία ἀναγγέλει ἔντρομη στούς δύο μαθητές, τόν Ἰωάννη καί τόν Πέτρο, πώς τό μνῆμα εἶναι κενό· κάποιοι ἔχουν μεταφέρει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνοι, ἀμέσως τρέχουν, καί εἰσερχόμενοι στό μνῆμα, γεμάτοι ἀγωνία καί ἔνταση, διαπιστώνουν, ὄντως, πώς ὁ τάφος εἶναι κενός. Τό σῶμα δέν μπορεῖ ὅμως νά ἔχει μεταφερθεῖ· τά νεκρικά σάβανα εἶναι ἐκεῖ, τυλιγμένα σάν νά περιέκλειαν τό σῶμα. Κάτι ἄλλο ἔχει συμβεῖ.

Εἶναι ἡ στιγμή πού ἀκαριαῖα, ἴσως, τούς μεταγγίζεται ἡ πρωταρχική γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀνάστασης. Θεωρῶ πώς μετά, βγαίνοντας οἱ δύο ἔξω, θά ἦταν σάν κάποιος νά εἶχε προλάβει νά σβήσει τόν κόσμο καθώς ἔμπαιναν καί νά τόν ἔχει φτιάξει καί πάλι, ἀλλά καινούργιο καί διαφορετικό. Ὁ κόσμος πού ἀντίκρισαν βγαίνοντας ἔκθαμβοι –καί πού τόν ἀντίκρισαν μέσα τους καί ὄχι ἐξωτερικά μέ τά μάτια τους– ἦταν ἕνας ἄλλος, καινούργιος πλέον κόσμος. Ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητας καί τῆς ἄλλης ὁδοῦ, τοῦ καινοῦ νοήματος, ἦταν πλέον μία ἐγκόσμια πραγματικότητα.

Ὁ τάφος εἶναι ὁ συμβολικός τόπος μιᾶς ὁλοκλήρωσης, τοῦ τέλους μιᾶς μεγάλης διαδρομῆς καί ἡ ἀφετηρία μιᾶς καινούργιας πορείας.

Στόν Θεοδόχο αὐτόν τάφο καταλήγει ὄχι μόνο τό θυσιασμένο ἀπό ἀγάπη, ἀλλά καί τό ἡττημένο ἀπό τόν θάνατο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καταλήγει ὁ κουρασμένος καί βασανισμένος ἀπό τόν ἄνθρωπο Θεός. Καταλήγει μία Θεανθρώπινη πορεία 33 ἐτῶν πού ἐν πολλοῖς δέν κατανοήθηκε, δέν ἐκτιμήθηκε, δέν ἔγινε ἀποδεκτή. Ὁ τάφος αὐτός ὅμως, ἐνῶ σημαίνει τό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, ἐν τούτοις σηματοδοτεῖ καί ἕνα καινούργιο ξεκίνημα. Μέσα στόν τάφο αὐτό συντελεῖται ἡ μεγάλη νίκη ἔναντι τοῦ θανάτου – τοῦ θανάτου ὡς τέλους καί μηδενισμοῦ τῆς ὕπαρξης. Μέσα στόν τάφο γεννιέται ἡ ἐλπίδα. Ἔπρεπε κάτι ἤ Κάποιος καλύτερα νά πεθάνει γιά νά γεννηθεῖ ὁ καινός ἄνθρωπος· «οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» (Λκ. κδ΄ 26).

Στό καινούργιο του βιβλίο ὁ ἀγαπητός ἀδελφός π. Χριστόδουλος Μπίθας, μᾶς ἀνοίγει κι ἐκεῖνος μία σχισμή στόν ἀπόρρητο τάφο τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης, ἐπιτρέποντάς μας νά εἰσέλθουμε καί νά δοῦμε τίς ἀναγεννήσεις καί ἀναστάσεις πού συντελοῦνται ἐντός του. Νά διαπιστώσουμε πώς ὁ πρώην βασανισμένος, ἀπελπισμένος καί ἀποπροσανατολισμένος ἄνθρωπος «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε» (Μρκ. ιστ΄ 6), ἀλλά δίπλα μας… ὡς ἐν δυνάμει ἅγιος.

Τό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἅγιοι… δίπλα μας» ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἐν πλῷ 2022, ἀποτελεῖ τό τρίτο μέρος μιᾶς τριλογίας (τά ἄλλα δύο: «Πέρα ἀπό τήν χώρα τῆς λύπης» Ἐν πλῷ 2016, «Πέρα ἀπό τήν χώρα τοῦ θανάτου» Ἐν πλῷ 2018) μέ κεντρικό θέμα τό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης ὡς ἀφετηριακοῦ γεγονότος ἀναγέννησης καί ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ π. Χριστόδουλος δέν μᾶς μιλᾶ θεωρητικά γιά τήν ἐξομολόγηση, ἀλλά μᾶς καλεῖ στά ἐνδότερα· νά δοῦμε, νά ἀκούσουμε καί νά ἐμβαπτισθοῦμε στό μυστήριο, μέσα ἀπό προσωπικές περιπέτειες ἀνθρώπων πού ἔφθασαν ὅλα αὐτά τά χρόνια στό πετραχήλι του. Ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν θεωρητικολόγησε γιά τό κενό μνῆμα στούς ἀποστόλους, ἀλλά τούς κάλεσε οὐσιαστικά νά εἰσέλθουν καί νά δοῦν, ἐμβαπτιζόμενοι στό μυστήριο τῆς Ἀνάστασης, ἔτσι καί ὁ π. Χριστόδουλος μᾶς ἀνοίγει πρόσβαση στό μυστήριο τῆς ἀνάστασης ἀνθρώπων μέσα στό μνῆμα τῆς ἐξομολόγησης.

Μέσα ἀπό τίς ἐξιστορήσεις τοῦ βιβλίου (μέ τόν κατάλληλο τρόπο, ὥστε νά διαφυλαχθεῖ μυστική ἡ ταυτότητα τῶν προσώπων) ἀναδεικνύεται τό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης ὡς ἕνας τάφος, στόν ὁποῖο καταλήγουν πολυετεῖς ἀνθρώπινες πορείες καί διαδρομές. Ἕνας χῶρος στόν ὁποῖο ἐνταφιάζεται ὁ παλαιός ἄνθρωπος «σύν ταῖς πράξεσιν καί ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ», καί ἀνίσταται ὁ καινούριος, «ὁ ἀνακαινούμενος εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. γ΄ 9,10). Ἕνας χῶρος πού περικλείει πολλές ἦττες τῆς ἀνθρώπινης ἔπαρσης καί καυχησιολογίας· πολλές ἀπογοητεύσεις, πολύ πόνο καί ἀπελπισία, πολύ σκοτάδι βαθύ, ψυχικό, πολλές ματαιώσεις, ἀνεκπλήρωτα ὄνειρα καί προσδοκίες, ναυαγισμένες χαρές καί καταπληγιασμένες ἀγάπες. Μέσα σ’ αὐτόν τόν χῶρο  συναντᾶται ὁ ἀπογυμνωμένος πλέον ἄνθρωπος μέ τόν ἐκούσια γυμνωθέντα Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἰσέρχεται μόνος του στόν τάφο τῆς ἐξομολόγησης· τόν συνοδεύει ὁ μαθητής τῆς Ἀγάπης πνευματικός πατέρας του, συνοδοιπορεῖ μαζί του ὁ θεμέλιος λίθος τῆς νέας του πνευματικῆς οἰκοδομῆς-ζωῆς, ὁ θεραπευτής ποιμένας του.


Τό βιβλίο τοῦ π. Χριστόδουλου καλύπτει, θά ἔλεγα, τόν ἐνδιάμεσο χῶρο μεταξύ τῶν δύο ἐρωτημάτων πού ὁριοθετοῦν τά σύνορα τῆς ζωῆς:
Εἶναι δυνατόν κάποιος νά κάνει τόσο κακό; (ἀρνητική πλευρά τῆς ζωῆς).
Ὑπάρχουν, ἄραγε, ἄνθρωποι ἀγάπης καί θυσίας; (θετική πλευρά ζωῆς).

Τό σημαντικό πού πρέπει νά ἐπισημάνουμε εἶναι πώς στό βιβλίο δέν περιγράφεται τό ἀνείπωτο κακό (ὥστε νά εἶναι ἀδύνατον γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς νά βροῦμε σ’ αὐτό τόν ἑαυτό μας) οὔτε περιγράφεται καί τό ἄφταστο καλό (τό ὑπερφυσικό) ὥστε νά θεωροῦμε πώς δέν μᾶς ἀφορᾶ. Στό βιβλίο καταγράφεται τό κακό πού μπορεῖ νά κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος σέ ἄνθρωπο, ὅταν προσπαθεῖ νά ἐπιβληθεῖ, νά χρησιμοποιήσει τίς σχέσεις ὡφελιμιστικά, νά ἐξεγερθεῖ ἐκτονωτικά, νά ζήσει ἐγωιστικά. Δέν εἶναι ὅμως μόνο αὐτό τό κακό. Εἶναι καί τό κακό μέ τή μορφή τῆς δυστυχίας, τῶν ἀναίτιων συμφορῶν καί τῶν ἀναπάντεχων δεινῶν πού μποροῦν νά χτυπήσουν τή ζωή τοῦ καθενός, ἀπειλώντας τήν ψυχική μας ἰσορροπία καί τόν ὑπαρξιακό μας προσανατολισμό. Ἀπό τήν ἄλλη, τό καλό πού περιγράφεται εἶναι ἐκεῖνο πού ἀναμένει, ὡς μία δυνατότητα πραγμάτωσης τοῦ ἑαυτοῦ μας μέσα ἀπό τήν ἀγάπη, μέσα ἀπό τόν καθημερινό τρόπο ζωῆς καί ὄχι στόν στίβο τῶν ὑπέρλογων θαυμάτων. Ὁ ἐνδιάμεσος χῶρος (μεταξύ τοῦ κακοῦ καί τοῦ καλοῦ) λέγεται ζωή καί αὐτόν τόν χῶρο καλύπτουν οἱ ἱστορίες τοῦ βιβλίου.

Οἱ 10 ἱστορίες τοῦ βιβλίου ἑνοποιοῦν τόν χῶρο μεταξύ τῶν δύο ἄκρων, δείχνοντας, ἀφ’ ἑνός μέν, πώς γιά κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς τό ἐνδεχόμενο νά βρεθεῖ στό ἕνα ἤ στό ἄλλο ἄκρο εἶναι ἐξίσου πιθανό, ἀφ’ ἑτέρου δέ πώς ἐξίσου κατορθωτή εἶναι καί ἡ μετάβαση ἀπό τό ἕνα ἄκρο στό ἄλλο μέσω τῆς μετάνοιας, ἀφοῦ τό ἐνδιάμεσο χάσμα εἶναι γεφυρωμένο ἤδη μέ τήν παρουσία τῆς Ἔνσαρκης Ἀγάπης, τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἐνδιάμεσος χῶρος πού καταγράφει τό βιβλίο εἶναι ὁ χῶρος τῆς συνοδοιπορίας καί μετάνοιας, τῆς ἐπώδυνης αὐτογνωσίας καί ἀλλαγῆς.

Τό κακό λοιπόν δέν εἶναι ἄτρεπτο ἀλλά καί τό καλό δέν εἶναι ἀδιάπτωτο. Ἄρα μπορῶ νά φύγω ἀπό τό κακό (μετάνοια), ὅπως μπορεῖ νά ἐκπέσω καί τοῦ καλοῦ (ἀνάγκη ἐγρήγορσης). Βέβαια ὁ ἀπόστολος λέει «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8), ἀλλά δέν λέει ὁ ἀγαπών οὐδέποτε ἐκπίπτει. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀδιάπτωτη ὡς συνεχῶς ἐνεργούμενη δυνατότητα, καί ὡς ἀένναη παρουσία πού ἀσκεῖ κάλεσμα γιά μετοχή. Ἡ μετοχή ὅμως καί ἡ παραμονή σ’ αὐτήν μόνο ἐξασφαλισμένες δέν εἶναι.

Καθώς οἱ διηγήσεις ἀναπτύσσονται καί ξεδιπλώνεται μπροστά στά μάτια τοῦ ἀναγνώστη ἡ περιπέτεια ζωῆς τῶν ἡρώων τοῦ βιβλίου, δέν φαίνεται πουθενά ἡ ἐνεργή συμμετοχή τοῦ συγγραφέα, τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Ὅμως ἐκεῖνος εἶναι πού βρίσκεται πίσω ἀπό κάθε ἀπόφαση ἀλλαγῆς· ἡ ἀγκαλιά ἐκείνου εἶναι πού ὑποδέχεται τόν κουρασμένο· ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη του εἶναι πού παροντοποιοῦν τήν μέγιστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα γιά τό κάθε πρόσωπο τοῦ βιβλίου. Ὁ συγγραφέας ξέρει νά κρύβει ἐπιμελῶς τόν ἑαυτό του στή διήγηση, ὅπως ξέρει πολύ καλά νά τόν κρατᾶ χαμηλά καί ταπεινά στόν καθημερινό βίο καί στή συνοδοιπορία του μέ τούς ἀνθρώπους, πάνω ἀπό δύο δεκαετίες τώρα στήν ἐνορία ὅπου διακονεῖ.   

Τά θέματα γύρω ἀπό τά ὁποία κινοῦνται οἱ ζωές τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ βιβλίου, εἶναι ὅλα ὅσα κυριαρχοῦν στή ζωή μας σήμερα καί μᾶς προβληματίζουν ἤ καί μᾶς δυσκολεύουν· ἡ πανδημία, ἡ φτώχια-ἐξαθλίωση τῶν ὑπανάπτυκτων χωρῶν, ἐνδοοικογενειακή βία, πόλεμος στήν Οὐκρανία, ἀποτυχία γάμων καί σχέσεων, ἐξαρτήσεις, πάθη καί ἀσθένειες. Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τόν ἐνδιάμεσο χῶρο πού ἀναφέραμε, στόν ὁποῖο καλούμαστε νά αὐτοσυνειδητοποιηθοῦμε καί νά πορευθοῦμε ὡς χριστιανοί, ἀντιμετωπίζοντας τίς προκλήσεις καί φέρνοντας τον Θεό στό προσκήνιο τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς μας.

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου «Ἅγιοι… δίπλα μας» δείχνει ἀκριβῶς αὐτή τή συνοδοιπορία τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Πώς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀνοιχτή πρόκληση δίπλα μας, μιά πραγματικότητα ἀνοιχτή γιά μετοχή στό τώρα τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο μιά τελειότητα πού προσδοκᾶται στά ἔσχατα ὡς ἀνταμοιβή.

Οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου εἶναι πρόσωπα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καί τῆς ἐγκόσμιας πραγματικότητας καί ὄχι μόνο μοναχοί, ἀσκητές καί ρασοφόροι, ὅπως ἴσως ἔχουμε συνηθίσει στά παλαιά ἐκκλησιαστικά συναξάρια. Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι πνευματικός ἐλιτισμός οὔτε προνόμιο μιᾶς συγκεκριμένης τάξης ἀνθρώπων. Δέν εἶναι γιά τούς λίγους ἀλλά γιά ὅλους. Δέν ἐντοπίζεται στόν θόρυβο, τήν ἐπίδειξη καί τό ὑπερφυσικό, ἀλλά στήν ταπείνωση, στή θυσία, στήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη. Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι μόνο μοναχή, ἀναχωρήτρια, ἀσκήτρια, ἄγαμη καί παρθένος· εἶναι καί ἐγκόσμια, σύζυγος, σύντροφος, μητέρα καί ἐργαζόμενη.

Οἱ ἱστορίες ἀνθρώπων πού ἄλλαξαν, πού θυσίασαν καί θυσιάστηκαν, πού ἔπεσαν καί σηκώθηκαν, πού ταπεινώθηκαν ἀλλά δέν ἀπελπίστηκαν, πού βρέθηκαν σέ πολύ δύσκολες καταστάσεις καί κάτω ἀπό δυσβάσταχτα φορτία ἀλλά δέν συνετρίβησαν, δέν ἀνήκουν μόνο στό μακρινό παρελθόν τῶν συναξαρίων, ἀλλά καί στό ἄμεσο παρόν τῆς ζωῆς. Ὅλες αὐτές οἱ ἱστορίες δείχνουν πώς ὁ κόσμος μας εἶναι ἡ εὐθύνη μας κι ὄχι ἡ εὐθύνη τοῦ Θεοῦ. «Ἄν δέν εἶχα ἔρθει καί δέν τούς εἶχα κηρύξει, δέ θά εἶχαν ἁμαρτία. Τώρα ὅμως δέν ἔχουν καμιά δικαιολογία γιά τήν ἁμαρτία πού διαπράττουν» (Ἰω. ιε΄ 22). Πού σημαίνει πώς ὁ Θεός ἤρθε καί ἄφησε παρακαταθήκη σ’ ἐμᾶς τήν δυνατότητα πραγμάτωσης ἑνός ἄλλου τρόπου ζωῆς.

Εἶναι ἡ δική μας εὐθύνη τώρα νά ἐπιλέξουμε τή ζωή αὐτή φέρνοντας τόν Θεό στό προσκήνιο τῆς προσωπικῆς μας ἱστορίας ἀλλά καί τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου γενικότερα. Καί τοῦτο διότι ὁ Θεός δέν δρᾶ ἐξωτερικά σάν ἕνας δικτάτορας ἤ σάν ἕνας τυφώνας. Ξεχύνεται στόν κόσμο Του μέσα ἀπό ἀνθρώπινες καρδιές πού ἐλεύθερα Τοῦ ἀνοίγονται καί Τοῦ παραδίνονται. Ὁ Θεός δέν ἔχει τή δύναμη νά ἐπιβάλλει τό καλό μέ νόμο καί ἐξουσία. Ὁ Νικόλαος Μπερντιάεφ ἀναφέρει πώς ὁ Θεός ἔχει λιγότερη ἐξουσία κι ἀπό ἕναν ἀστυνόμο. Τό καλό μπορεῖ νά ἐπικρατήσει ἄν οἱ ἄνθρωποι τό οἰκειώνονται. Τό κακό μπορεῖ νά περιοριστεῖ ἄν οἱ ἄνθρωποι τό ἀρνοῦνται.

Αὐτοί, λοιπόν, οἱ διπλανοί μας ἅγιοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού θαυματούργησαν, ἀλλ’ ἐκεῖνοι πού σήκωσαν τό βάρος, πού τόλμησαν τήν ἀλλαγή, πού δέχθηκαν τήν πρόκληση, πού δέν ἀδιαφόρησαν στόν κοινό πόνο, πού ἐξῆλθαν τοῦ ἑαυτοῦ τους κάνοντας τά βάσανα τῶν ἄλλων δική τους εὐθύνη. Στά κείμενα τοῦ βιβλίου καθρεφτίζονται λίγο-πολύ κομμάτια καί τῆς δικῆς μας προσωπικῆς ἱστορίας.

Ἡ πυξίδα δείχνει πρός τήν ἐλπίδα.

Συνεχίζουμε τήν συνοδοιπορία…

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ – 2φΑ

                                                                 

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

"Αλληλούια! "

 


Ο Χερουβικός Ύμνος ή «το Χερουβικό» είναι ο ύμνος που ψάλλεται από τον χορό κατά την Θεία Λειτουργία, πριν από την έξοδο των Τιμίων Δώρων.
[Στην διάρκεια του Χερουβικού ο ιερέας διαβάζει τη σχετική ευχή και την ώρα που θυμιατίζει ψάλλει τον 50ό ψαλμό (της Μετανοίας), ενώ τις Κυριακές λέγει, μυστικά πάντα, και τον αναστάσιμο ύμνο "Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι..."]

- Σε όλες τις Λειτουργίες ψάλλεται ο ύμνος:
"Οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εικονίζοντες
καὶ τῇ Ζωοποιῷ Τριάδι τὸν Τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες
πᾶσαν την βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν
ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι
ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν· Ἀλληλούϊα."

- Στη Λειτουργία των Προηγιασμέων Δώρων κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή,
ψάλλεται ο αρχαιότερος ύμνος:
"Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν·
ἰδοὺ γὰρ εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.
Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται·
πίστει καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς ἀιωνίου γενώμεθα. Ἀλληλούϊα."

- Στη Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται:
"Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ κοινωνόν με παράλαβε·
οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ Μυστήριον εἴπω·
οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας·
ἀλλ' ὡς ὁ ληστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου."

- Στη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, (που τελείται το Μεγάλο Σάββατο και στις 23 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Ιακώβου, προαιρετικά επίσης την Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα, όπου και πάλι η Εκκλησία τιμά την μνήμη του, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ημέρα του χρόνου), ψάλλεται ο ύμνος:
"Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου και τρόμου,
καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω·
ὁ γὰρ Βασιλεὺς τῶν Βασιλευόντων, καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων
προσέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς·
προηγοῦνται δὲ τούτου οἱ Χοροὶ τῶν Ἀγγέλων μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας,
τὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ, τὰς ὄψεις καλύπτοντα
καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον· Ἀλληλούϊα."

 

el.wikipedia – 2φΑ

                                                                 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

- 2023

 


Συνοπτικό ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 













2φΑ




Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

"Σκιά ονείρου.. "

 



Jean Moréas

Μην αποκαλέσετε τη ζωή ένα χαρούμενο φαγοπότι
είτε σαν να επρόκειτο για ένα ασήμαντο πνεύμα
είτε για μια άδεια ψυχή
Κυρίως μην την αποκαλέσετε ποτέ μια ατέλειωτη δυστυχία
Αν και τολμά τόσο λίγο
που σύντομα αυτή η τόλμη της στερεύει.

Γελάστε όπως η ριπή του ανέμου χτυπά τα καλάμια την άνοιξη
Δακρύστε όπως το κρύο αεράκι ή το κύμα σκάει στην άμμο
Γευτείτε κάθε χαρά
και κάθε πικρία της
Και αποφανθείτε: είναι χειμαρρώδης επειδή είναι η σκιά ενός ονείρου.


2φΑ

                                                                                                                                  

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

"Νοερά-καρδιακή-εκστατική "

 



Γέροντας Κλεόπας Ηλίε  -  «Διάλογοι περί προσευχής»

[Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”,
Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 10 (1985)]


– Η νοερά προσευχή είναι εκείνη που γίνεται με στοχασμούς και ο νους συνηθίζει να βυθίζεται την ώρα της προσευχής, να τη λέει εξ ολοκλήρου μυστικά και χωρίς να διασκορπίζεται.
Την περίοδο αυτή ο νους ειρηνεύει, ενώνεται με τις λέξεις της ευχής και την απαγγέλλει μυστικά.

Η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή της νοερής αισθήσεως.
Κατ’ αυτήν, όταν η εργασία της ευχής που γινόταν στον νου αρπαχθεί από την καρδιά, τότε η νοερά προσευχή που ήταν σκέψη, τώρα γίνεται νοερή αίσθηση, η οποία γίνεται πνευματική ανάγκη στον άνθρωπο.

Όποιος έφθασε σ’ αυτή την προσευχή της καρδιάς, από όπου πηγάζουν τα αισθήματα του ανθρώπου, προσεύχεται χωρίς λόγια, επειδή ο Θεός είναι Θεός της καρδιάς.
Απ’ αυτή τη βαθμίδα αρχίζει η αληθινή πρόοδος στην προσευχή.

Αυτή την προσευχή μπορεί να την εξαφανίσει η πολλή ανάγνωση και η επιμονή ενός ακόμη λογισμού, ενώ η παραμονή σ’ αυτή την αίσθηση της προσευχής διαφυλάσσεται με τη συνεχή επίκληση μόνο των λέξεων της ευχής.
Η νόηση και η αίσθηση είναι οι δύο δυνάμεις της προσευχής, κατά τον άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο.

– Υπάρχει και η πνευματική προσευχή που γίνεται εν εκστάσει, γι’ αυτό και λέγεται εκστατική προσευχή και είναι πάνω από τα όρια της συνηθισμένης προσευχής.
Αυτός που έφθασε σ’ αυτή τη βαθμίδα δεν προσεύχεται πλέον, αλλά η ψυχή του αισθάνεται και βιώνει τις θείες ενέργειες.
Σ’ αυτή την προσευχή ένας μόνο από κάθε γενεά αξιώνεται να φθάσει με τη Χάρη του Θεού, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.

– Μητέρα της προσευχής είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Αυτή διδάσκει τον άνθρωπο να προσεύχεται, να προοδεύει στην προσευχή, μέχρι να φθάσει στην ύψιστη βαθμίδα, που είναι η εκστατική προσευχή.

Διότι οκτώ είναι οι βαθμίδες της προσευχής, κατά τους αγίους Πατέρες:
Η εν πνεύματι φυσική θεωρία, δηλαδή σκέψεις για την δημιουργία του Θεού (1), η προσευχή με τη γλώσσα (προφορική) (2), η προσευχή με τον νου και το στόμα (3), όταν δηλαδή προσεύχεσαι προφορικά και προσέχεις με τον νου τα όσα λες.

Κατόπιν είναι η καθαρή νοερή προσευχή (4), μετά η νοερή και καρδιακή συγχρόνως προσευχή (5), όταν δηλαδή προσεύχεσαι μυστικά με νήψη και με αίσθηση της καρδιάς σου· κατόπιν η καρδιακή προσευχή (6), όταν δηλαδή ο νους είναι κλεισμένος στην καρδιά με τη Χάρη του Θεού και από εκεί υψώνεται στον ουρανό, και η τελευταία βαθμίδα είναι η εκστατική προσευχή (7-8), κατά την οποία ο άνθρωπος δεν γνωρίζει αν είναι με το σώμα ή χωρίς το σώμα.
Σ’ αυτή την προσευχή φθάνουν οι άγιοι με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

 

Koinoniaorthodoxias – 2φΑ

                                                             

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

"Αυθόρμητη έκφραση αγάπης"

 



«Στη μνήμη της Αικατερίνας Ν. Βουβάλη»

Κάλλιστου Ware, Επισκόπου Διοκλείας,

"Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ"
[«Η εντός ημών Βασιλεία», εκδ. Ακρίτας]


Δεν χρειάζεται, ούτε είναι δυνατή άλλη εξήγηση ή υπεράσπιση της προσευχής για τους νεκρούς. Οι προσευχές τούτες είναι απλώς η αυθόρμητη έκφραση της μεταξύ μας  αγάπης.
Πάνω στη γη προσευχόμαστε για τους άλλους · δεν πρέπει να συνεχίσουμε να προσευχόμαστε και μετά τον θάνατό τους; Επειδή έπαψαν να υπάρχουν, πρέπει να πάψουμε κι εμείς να προσευχόμαστε γι’ αυτούς;

Ζώντες και τεθνεώτες, είμαστε όλοι μέλη της ίδιας οικογένειας· έτσι, ζώντες και νεκροί, πρέπει να μεσολαβούμε ο ένας για τον άλλον.
Στον αναστάντα  Χριστό δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ ζώντων  και νεκρών· σύμφωνα με τον π. Μακάριο Glukharev(1792-1847),  «είμαστε όλοι ζώντες  ‘‘εν Αυτώ‘’, γιατί σ’ Αυτόν δεν υπάρχει θάνατος».

Ο φυσικός θάνατος δεν μπορεί να διαρρήξει τους δεσμούς της αμοιβαίας αγάπης και της αμοιβαίας προσευχής, που μας ενώνουν όλους μας σ’ ένα ενιαίο Σώμα.
Φυσικά δεν καταλαβαίνουμε πώς ακριβώς οι προσευχές μας ευεργετούν τους νεκρούς.
Ούτε όμως, μπορούμε να εξηγήσουμε, όταν προσευχόμαστε για ανθρώπους που ζουν ακόμη, πως η προσευχή μας τους βοηθά.

Από προσωπική πείρα ξέρουμε πως η προσευχή για τους άλλους είναι αποτελεσματική, και έτσι συνεχίζουμε να την ασκούμε.
Όμως, είτε προσφέρεται για τους ζωντανούς είτε για τους πεθαμένους, η προσευχή λειτουργεί κατά τρόπο που παραμένει μυστηριώδης.
Είμαστε ανίκανοι να ερευνήσουμε την ακριβή αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πράξη της προσευχής, την ελεύθερη βούληση του άλλου ανθρώπου, και τη Χάρη και πρόγνωση του Θεού.

Όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, μας αρκεί να ξέρουμε πως η αγάπη τους για τον Θεό διαρκώς αναπτύσσεται, κι έτσι χρειάζονται την υποστήριξή μας.
Τα υπόλοιπα  ας τα αφήσουμε στον Θεό.

Αν όντως πιστεύουμε πως διαθέτουμε μια συνεχή και αδιάσπαστη κοινωνία με τους νεκρούς, τότε πρέπει να μιλάμε γι’ αυτούς, όσο είναι δυνατόν, στον ενεστώτα και όχι στον αόριστο. Δεν θα λέμε, «αγαπιόμασταν», «μου ήταν τόσο αγαπητή», «ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι μαζί».
Θα λέμε: «Αγαπιόμαστε –τώρα περισσότερο από πριν, «μου είναι αγαπητή όπως πάντα», «είμαστε  τόσο ευτυχισμένοι μαζί».

Υπάρχει μια Ρωσίδα στην ορθόδοξη κοινότητα της Οξφόρδης, που δεν της αρέσει καθόλου να την αποκαλούν χήρα. Αν και ο σύζυγός της έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, εκείνη επιμένει: «Είμαι η σύζυγός  του, όχι η χήρα του».
Και έχει δίκαιο.
Μαθαίνοντας να μιλάμε για τους νεκρούς χρησιμοποιώντας  ενεστώτα και όχι αόριστο, μπορεί να βοηθηθούμε σε ένα πρόβλημα που πολλές φορές προκαλεί άγχος στους ανθρώπους.

Πολύ εύκολα συμβαίνει να αναβάλλουμε τη συμφιλίωση με κάποιον από τον οποίον έχουμε αποξενωθεί, και ο θάνατος παρεμβαίνει πριν συγχωρέσει ο ένας τον άλλον.
Μας πειράζουν τότε οι τύψεις και λέμε: «Πολύ αργά, πολύ αργά, η ευκαιρία χάθηκε για πάντα· δεν μπορεί πια να γίνει τίποτα».
Αλλά κάνουμε λάθος, επειδή ποτέ δεν είναι πολύ αργά.
Αντιθέτως, μπορούμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας, και στη βραδινή μας προσευχή να μιλήσουμε άμεσα στον νεκρό φίλο μας από τον οποίο είχαμε αποξενωθεί.

Μπορούμε να ζητήσουμε τη συγγνώμη του και να επιβεβαιώσουμε την αγάπη μας, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις που θα χρησιμοποιούσαμε αν ήταν  ακόμη ζωντανός και βρισκόμασταν πρόσωπό με πρόσωπο.
Και απ’ εκείνη τη στιγμή η σχέση μας θα έχει αλλάξει.
Αν και δεν βλέπουμε τα πρόσωπά τους,  ούτε ακούμε τις απαντήσεις τους, όμως γνωρίζουμε βαθιά στην καρδιά μας πως εμείς κι εκείνοι έχουμε κάνει μια καινούρια αρχή.

Ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσουμε πάλι.

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ

2φΑ

                                               

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

"Δέσμευση "

 



Etty Hillesum  -  "Δεσμεύομαι να ζήσω στο έπακρo"
[Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος]


Να λες:
Θεέ μου, πάρε με από το χέρι, θα σε ακολουθήσω με θάρρος, χωρίς να αντισταθώ πολύ.
Δεν θα φυγοπονήσω ποτέ, ό,τι και αν μου φέρει αυτή η ζωή, θα ρίχνομαι στη μάχη με όλες μου τις δυνάμεις.

Όμως, δίνε μου πότε πότε, για λίγο, γαλήνη. Και δεν πρόκειται να πιστέψω, μέσα στην αφέλειά μου, πως η γαλήνη αυτή θα είναι παντοτινή· θα έχω αποδεχτεί την αναταραχή και τη μάχη που θα ακολουθήσουν.

Μου αρέσει να χασομερώ στη θαλπωρή και στην ασφάλεια, αλλά δεν θα δυσανασχετήσω όταν θα πρέπει να αντιμετωπίσω το κρύο, αρκεί να μου κρατάς το χέρι και να με καθοδηγείς.
Θα σε ακολουθήσω παντού και θα προσπαθήσω να μη φοβάμαι.

Όπου και αν βρίσκομαι, θα προσπαθώ να εκπέμπω λίγη αγάπη, την αληθινή αγάπη για τον πλησίον που έχω μέσα μου.
(Όμως, μην καμαρώνεις γι' αυτή την «αγάπη για τον πλησίον».
Δεν ξέρεις αν όντως την έχεις.)

Δεν θέλω τίποτα σπουδαίο.
Θέλω μόνο να γίνω αυτό που είμαι ήδη μέσα μου, που ακόμα είναι ανεκπλήρωτο.
Μερικές φορές πιστεύω πως αποζητώ την απομόνωση του μοναστηρίου.
Όμως, θα πρέπει να βρω τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο και ανάμεσα στους ανθρώπους.

Και το θέλω πραγματικά, παρότι μπουχτίζω και κουράζομαι καμιά φορά.
Δεσμεύομαι να ζήσω στο έπακρo αυτή τη ζωή και να προχωρήσω πάση θυσία.

 

πΖ – 2φΑ

                                                                      

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος "

 



π. Ανανίας Κουστένης


"Έχουμε σήμερα  πολύ μεγάλη χαρά, γιατί εορτάζουμε τον Άγιο Ιωάννη τον Προφήτη, τον Προδρόμο και Βαπτιστή. Τον τρισαγαπημένο μας Άγιο.
Είναι και τώρα Πρόδρομος.
Προτρέχει του Χριστού μας, που είναι ο δρόμος.
Που ’ναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» και η Ανάσταση.

Έρχεται μπροστά από Κείνον  στην κάθε ύπαρξη. Στην κάθε οντότητα.
Και τι κάνει;
Ετοιμάζει τον δρόμο του Κυρίου με το παράδειγμά του, ότι όλοι μπορούμε να  κατακτήσουμετην Επουράνια Βασιλεία, αν συμμορφώσουμε τη ζωή μας με τις ευαγγελικές αλήθειες".


2φΑ

                                                                      

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

"Θεοφάνεια "

 




EL GRECO, Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ  (1597-1600)




Το έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου Η Βάπτιση του Χριστού (“Bautismo de Cristo”) (1597-1600) αντλεί τη θεματολογία του από την Καινή Διαθήκη (Μκ 1, 9-11).
Μέχρι την έλευση του Χριστού ο Ιωάννης ο βαπτιστής κήρυττε και βάπτιζε τους πιστούς με βάπτισμα μετανοίας προς άφεση των αμαρτιών τους.
Η έλευση του Χριστού σηματοδοτεί κατά το ευαγγέλιο την εγγύτητα της βασιλείας του Θεού (Μκ 1, 15).

Ο πίνακας της Βάπτισης είχε αρχικά φιλοτεχνηθεί για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας Doña María de Aragón του κολεγίου Augustine στη Μαδρίτη.
Σήμερα βρίσκεται στον Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης μαζί με άλλα έργα του El Greco.

Η σύνθεση διαχωρίζεται νοητά σε δύο επίπεδα, το γήινο (κάτω μέρος του πίνακα) και το ουράνιο ή υπερφυσικό (πάνω μέρος του πίνακα).
Φανερά είναι τα μανιεριστικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης στη Βάπτιση του Χριστού. Αυτά είναι η παραμόρφωση, η επιμήκυνση των μορφών, η σιγμοειδής φόρμα (S), οι καμπύλες.

Οι μορφές της σύνθεσης εμφανίζονται με έντονη επιμήκυνση που δίνει την αίσθηση πως αιωρούνται.
Κεντρικά πρόσωπα του έργου είναι ο Χριστός ο οποίος βρίσκεται αριστερά προς τον θεατή του έργου, σχεδόν γυμνός, με τα χέρια του ενωμένα στο ύψος του στήθους σε στάσης δέησης, ενώ δεξιά της σύνθεσης βρίσκεται ο Ιωάννης ο βαπτιστής ενδεδυμένος με «τρίχας καμήλου» (Μκ 1, 6) να εμβαπτίζει ρίχνοντας νερό τον Χριστό.

Πίσω από τον Χριστό εικονίζονται πέντε αγγελικές μορφές των οποίων την ιδιότητα μαρτυρούν τα φτερά τους. Αυτές κρατούν το έντονο κόκκινο ιμάτιό του-σύμβολο της θυσίας και του μαρτυρίου του.

Τα δύο επίπεδα της σύνθεσης ενώνονται με ένα περιστέρι-σύμβολο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος («το πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον», Μκ 1,10).
Στο επάνω μέρος της σύνθεσης σχηματίζεται η Δόξα, αγγελικές μορφές οι οποίες έχουν στο κέντρο τους τον ουράνιο Θεό-Πατέρα του οποίου η απεικόνιση μαρτυρά βυζαντινές επιρροές.

Έντονη είναι η πνευματικότητα που εκφράζει η Βάπτιση του Χριστού καθώς και το στοιχείο της Αποκάλυψης του Θεού ή αλλιώς η Θεοφάνεια.


Cityculture – 2φΑ



Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

"Η Μιλόνγκα του μοναχικού "



" ... πάντα σιγανοτραγουδούσα, γιατί ουρλιάζοντας
δεν μπορώ να βρω τον εαυτό μου...
… αυτός που φωνάζει - δεν ακούει το δικό του τραγούδι»

[- Η μιλόνγκα είναι αργεντίνικος ρυθμός και χορός
προγενέστερος του τάνγκο,
γρήγορος, σχεδόν σπασμωδικός, χωρίς παύσεις, χωρίς σκέρτσο,
άμεσος και ευθύς.]


Atahualpa Yupanqui - "Milonga del Solitario"



Me gusta de vez en cuando - perderme en un bordoneo,
porque bordoneando veo - que ni yo mismo me mando.
Las cuerdas van ordenando - los rumbos del pensamiento,
y en el trotecito lento - de una milonga campera
va saliendo campo afuera, - lo mejor del sentimiento.

Ninguno debe pensar - que vengo en son de revancha,
no es mi culpa si en la cancha - tengo con qué galopear.
El que me quiera ganar, - ha 'i tener buen parejero,
yo me quitaré el sombrero, - porque así me han enseña'o,
y me doy por bien paga'o - dentrando atrás del primero.

Siempre bajito he canta'o  - porque gritando no me hallo
--grito al montar a caballo - si en la caña me he bandea'o
pero tratando un versea'o - a'nde se canten quebrantos,
apenas mi voz levanto - para cantar despacito,
que el que se larga a los gritos - no escucha su propio canto.

Si la muerte traicionera - me acogota a su palenque,
háganme con dos rebenques - la cruz pa' mi cabecera;
si muero en mi madriguera - mirando los horizontes,
no quiero cruces ni aprontes, - ni encargos para el Eterno,
tal vez pasando el invierno - me dé sus flores el monte.

Toda la noche he cantado - con el alma estremecida,
que el canto es la abierta herida - de un sentimiento sagrado,
a naides tengo a mi lado - porque no buscó piedad,
desprecio la caridad - por la vergüenza que encierra;
soy como el león de las sierras, - vivo y muero en soledad.

 

fb – Τρίτο Πρόγραμμα

2φΑ

                                                    

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

"Παντού υπάρχουν Έλληνες! "

 



NEW YEARS CREEK CAROLS

- Ομογενείς από την ιχθυόσκαλα του Σαουθάμπτον
τραγουδούν τα κάλαντα στο κέντρο του Λονδίνου -

 

 


 

Καλή Χρονιά!

 

Fb - 2φΑ

                                                              

"Το μοιρολόγι της φώκιας "

 



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  (1851-1911)
["Το μοιρολόγι της φώκιας", από τα ωραιότερα διηγήματα του
Παπαδιαμάντη, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1908]

 
Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδατου χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήνδια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα.

Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας. 

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη.
Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη.
Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα.

Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα.

Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος.
Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν.
Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα.

Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση.

Και είχε νυκτώσει ήδη. Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω.
Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού.

Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει.
Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός.

Δύο οργυιές ως έγγιστα. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή.
Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.

Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη...
Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι. Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.
Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα.

Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.
Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.

Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:
Αυτή ήτον η Ακριβούλα - η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της, - κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμη μοιρολογά - τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό - τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.


[αβασταγή
: μπόγος. έμελπεν: ρ. μέλπω, τραγουδώ. χράμια: υφαντά, στρωσίδια.
σκουτιά: ρούχα. εφ' ου: πάνω στο(ν) οποίο. κλίτη, τα: οι πλαγιές.
πανδέγμων: αυτός που δέχεται τα πάντα. μαρσίπιον: μικρός δερμάτινος σάκος, τορβάς.
εθέλχθη: ρ. θέλγομαι· γοητεύομαι. μάμμη: γιαγιά.
αμφιλύκη: το βραδινό φως, το λυκόφωτο. ως έγγιστα: περίπου. 
εντριβής: βαθύς γνώστης]

 

2φΑ

                                                            

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

7-bd.Mjr












2fA

                                                                                                  
 

"Και του χρόνου!.. "

 



Χτυπάει το τηλέφωνο:
- Γιε μου, καλημέρα… δηλαδή τι καλή…
Η μάνα σου κι εγώ χωρίζουμε… μην πεις ούτε λέξη… δεν πάει άλλο…
τόσα χρόνια γκρίνια… είμαι έξαλλος, δεν αντέχω πια… τέλος…

- Μπαμπά τι είναι αυτά που λες, τρελάθηκες;; φωνάζει ο γιος.
Η μάνα γκρινιάρα; Πώς; Από πότε;
- Τελείωσε, σου λέω, είναι οριστικό… τα μαζεύω κι εξαφανίζομαι…
Μόνο πάρε την αδερφή και πες της τα… Δεν αντέχω, σου λέω…

Πανικόβλητος ο γιός παίρνει τηλέφωνο την αδερφή του.
Αυτή του φωνάζει:
- Τι; Ανήκουστο! Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό…
Πρέπει να βιαστούμε…

Παίρνει αμέσως τηλέφωνο τον πατέρα της:
- Μπαμπά, δεν ξέρω τι σας έπιασε…  αν είναι δυνατόν, στην ηλικία σας…
άκου προσεχτικά δύο πράγματα…
Πρώτον: Δεν χωρίζετε!
Δεύτερον: μην κάνεις απολύτως τίποτε, μέχρι να ρθούμε εκεί.
Αύριο το μεσημέρι θα είμαστε στο χωριό!!!

Ο πατέρας κλείνει το τηλέφωνο και λέει γλυκά στη γυναίκα του:
- Όλα καλά Σουλτάνα μου!... Τελικά, αύριο θα μας έρθουν τα παιδιά…
Ετοίμασε το γιορτινό τραπέζι αρχοντικό, όπως παλιά.
Επιτέλους… φέτος, θα κάνουμε Πρωτοχρονιά όλοι μαζί…

 

2φΑ

                                                                      

"Ποιος είναι δίκαιος; "

 



Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ


Αχ! Αν ήξερες μόνον τι χαρά, τι γλυκύτητα περιμένει την δικαία ψυχή στον ουρανό, θα αποφάσιζες να υποφέρεις με ευγνωμοσύνη σε αυτήν την πρόσκαιρη ζωή κάθε είδους λύπη, διωγμό και συκοφαντία.

Δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός, εκεί όλα είναι ανείπωτη γλυκύτητα και χαρά, εκεί οι δίκαιοι θα λάμπουν όπως ό ήλιος.

Αλλά εάν εκείνη ή ουράνια δόξα και χαρά δεν μπόρεσε να περιγραφεί, ούτε ακόμη και από τον ίδιο τον αγαπημένο μας Πατέρα Απόστολο Παύλο, ποια άλλη ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να περιγράψει την ομορφιά της ουράνιας πολιτείας, όπου κατοικούν οι ψυχές των δικαίων;

 

2φΑ

                                                               

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

"Δες και σκέψου "

 












Βλέπεις την φύση και παίρνεις θάρρος…

Βλάστησε το δεντράκι στο σκοτάδι, μέσα σε βράχους σκληρούς
ανήλιους κι ανήλεους.
Κι’ όμως βρήκε τον τρόπο, να βγει στον ήλιο, να δει ουρανό!

Πάντα υπάρχει δρόμος, άμα σε έλκει το φως!

Fb – 2fA


"Απλούς, άξιος και ικανός.. "



 







Φώτης Κόντογλου  -  "ΤΟ ΒΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ"


Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά.
Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε.
Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του.

Γι' αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα.
Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ’ναι φτωχός κόσμος.
Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια.
Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια.
Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα.
Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε.
Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε· μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας!
Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια· και δίχως να δει καλά-καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι.
Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του.
Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια.
Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας!
Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά.
Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο.
Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι.
Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά: «Τη πτωχεία τα πλούσια!».
Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε.
Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά.
Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι.
Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο.

Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα-όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια, που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου.
Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’: Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές.
Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του.
Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής
«Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα – Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε:
«του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει: «Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος: «Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών». Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος: «Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους.
Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία: «Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».

Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης:
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε;
Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

 

2φΑ