Νικηφόρος
Βρεττάκος - Το δέντρο με τα σπουργίτια
Τα παιδιά που κρεμάστηκαν άλλα στα χέρια μου
κι άλλα στα γόνατα
τα μάτια τους έλαμπαν, έμπαιναν
μέσα μου κι έψαχναν, καθώς οι σπουργίτες
τ’ οργωμένο χωράφι.
κι άλλα στα γόνατα
τα μάτια τους έλαμπαν, έμπαιναν
μέσα μου κι έψαχναν, καθώς οι σπουργίτες
τ’ οργωμένο χωράφι.
Σε λίγο το στήθος μου, σ’ όλο το πλάτος του,
σκεπάστηκε απ’ τη λύπη τους
που έτρεχε μέσα μου.
σκεπάστηκε απ’ τη λύπη τους
που έτρεχε μέσα μου.
Ύστερα σκάλωσαν, πέρασαν
γύρω στο λαιμό μου τα χέρια τους,
έγειραν πάνω στα μαλλιά μου τα τρία
μικρά τους κεφάλια και κοίταζαν·
ίσως τον ήλιο, ίσως δεν έβλεπα –
γύρω στο λαιμό μου τα χέρια τους,
έγειραν πάνω στα μαλλιά μου τα τρία
μικρά τους κεφάλια και κοίταζαν·
ίσως τον ήλιο, ίσως δεν έβλεπα –
ήμουν ένα δέντρο βρεγμένο. Γιομάτο
σπουργίτια.
σπουργίτια.
[2fΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου